Τρίτη 11 Αυγούστου 2020

Οι αιτίες της σύγκρουσης Ελλάδας-Τουρκίας

Όταν μπει εχθρικό πλοίο στα δικά σου θαλάσσια ύδατα, δεν το προειδοποιείς – το βυθίζεις. Είναι φανερό πάντως πως ο πόλεμος με την Τουρκία είναι αναπόφευκτος, ενώ η Έλληνες δεν θα ανεχθούν τυχόν υποχωρήσεις της κυβέρνησης  – οπότε καλύτερα να συμβεί μία ώρα αρχύτερα, έτσι ώστε να τελειώσει το μαρτύριο της σταγόνας που μας αποδυναμώνει από κάθε πλευρά. Επειδή όμως πρόκειται για μία δειλή χώρα, με μία ανίκανη δικτατορική ηγεσία που γνωρίζει πολύ καλά ότι, η Ελλάδα ξέρει τόσο να πολεμάει, όσο και να νικάει, έχοντας το αποδείξει δεκάδες φορές στο παρελθόν, μάλλον δεν θα το επιδιώξει – εκτός εάν συμβεί κάποιο «ατύχημα», το οποίο είναι πάντοτε πιθανόν σε τέτοιες περιπτώσεις.

Ανάλυση

Όπως έχουμε αναφέρει (πηγή), η Ελλάδα είναι μία μεγάλη χώρα, αφού η χερσαία έκταση της είναι σχεδόν 132.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και η θαλάσσια 318.000 – άρα η συνολική εκμεταλλεύσιμη έκταση της με τα σημερινά μέσα φτάνει στα 450.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, έναντι 357.000 της Γερμανίας. Ειδικά όσον αφορά τη θαλάσσια έκταση της, διακρίνεται στα εξής:
(α) στα εσωτερικά ύδατα ή γραμμή βάσης, όπως τα λιμάνια, οι όρμοι κλπ. – το καθεστώς των οποίων είναι σχεδόν όμοιο με εκείνο του χερσαίου εδάφους,
(β) στην αιγιαλίτιδα ζώνη, όπου κάθε κράτος έχει το δικαίωμα από το Διεθνές Δίκαιο και από το Δίκαιο της Θαλάσσης του ΟΗΕ να καθιερώσει έως και 12 ναυτικά μίλια πλάτος – ενώ η Ελλάδα έχει καθιερώσει μόνο 6 ναυτικά μίλια και
(γ) στην αποκλειστική οικονομική ζώνη ή ΑΟΖ, η οποία εκτείνεται μετά την αιγιαλίτιδα ζώνη έως και 200 ναυτικά μίλια από τις γραμμές βάσης – ενώ δεν είναι ζώνη κυριαρχίας όπως η αιγιαλίτιδα, αλλά κυριαρχικών δικαιωμάτων και δεν υπάρχει αυτοδικαίως, αλλά πρέπει να καθιερωθεί με ειδική πράξη του παράκτιου κράτους.
Εκτός από αυτά υπάρχει η έννοια της υφαλοκρηπίδας, όπως αποκαλείται ο βυθός της θάλασσας και το υπέδαφος των θαλάσσιων περιοχών που βρίσκονται μετά την αιγιαλίτιδα ζώνη, έως το σημείο που είναι δυνατή η εκμετάλλευση των πόρων τους – ενώ ακολουθεί ο διεθνής βυθός. Με πηγή τώρα ένα διαμορφωμένο από εμάς μέρος μίας ξένης δημοσίευσης, με κάθε επιφύλαξη τα εξής:

Χωρικά ύδατα, υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ

Σχεδόν έως το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, η βασική αντίληψη για τη θάλασσα αφορούσε πρωτίστως στη ναυσιπλοΐα, το εμπόριο ή/και τον πόλεμο. Κατά βάση δηλαδή η θάλασσα ήταν δρόμος. Δευτερευόντως η θάλασσα ήταν επί πλέον παραγωγικός χώρος, μέσω της αλιείας – οριακά δε, στα λιμάνια, της ναυπηγικής βιομηχανίας.



Ανεπτυγμένα κράτη, με αφετηρία τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, άρχισαν προοδευτικά να κάνουν λόγο για τα Χωρικά Ύδατα – δηλαδή για μια θαλάσσια ζώνη γύρω από τις ακτές των κρατών, με κάποιο πλάτος. Η πλήρης κυριαρχία του κράτους επί της στεριάς επεκτεινόταν έτσι σε ένα τμήμα της παρακείμενης θάλασσας. Η δικαιολόγηση για αυτό ήταν κατά βάση πολιτική – ενώ αφορούσε τη δυνατότητα άμυνας. Άλλωστε αρχικά, το πλάτος αυτής της ζώνης ορίστηκε από διάφορα κράτη στα 3 ναυτικά μίλια, όσο ήταν τότε περίπου το μήκος βολής ενός κανονιού.
Η άσκηση της κρατικής κυριαρχίας επάνω στα Χωρικά Ύδατα έχει ωστόσο κάποιες ιδιαιτερότητες – επειδή δεν απαγορεύεται η διέλευση των πλοίων άλλων χωρών από εκεί, στο βαθμό που αυτή είναι «αβλαβής». Δηλαδή, εφόσον «δεν παραβλάπτει την ειρήνη, την ομαλή λειτουργία ή την ασφάλεια του παράκτιου κράτους». Με λίγα λόγια, η διέλευση είναι υπό έλεγχο – ενώ ρητά απαγορεύεται οτιδήποτε άλλο, εκτός από απλό πέρασμα (αλιεία, μεταφορτώσεις, στρατιωτικές ασκήσεις κλπ.). Όσον αφορά τα υποβρύχια, οφείλουν να πλέουν στην επιφάνεια. Πέραν της ζώνης των Χωρικών Υδάτων, ορίζεται μια Συνορεύουσα Ζώνη – όπου το παράκτιο κράτος δεν ασκεί κυριαρχία, έχει όμως δικαιώματα ελέγχου πρόληψης εγκλημάτων.
Η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών με ακτές, όρισαν σταδιακά τα Χωρικά Ύδατά τους στα 3 ναυτικά μίλια. Αυτό έκαναν αρχικά Ελλάδα και Τουρκία. H αντιπαράθεση Ελλάδας και Τουρκίας για το πλάτος των Χωρικών Υδάτων, δεν είχε πάντα την ίδια σημασία και ένταση. Μεταξύ των δύο αυτών χωρών, είναι η Ελλάδα εκείνη που διαφοροποίησε μονομερώς το πλάτος των Χωρικών Υδάτων με δύο σημαντικές κινήσεις –  πριν ακόμη από τη διαμόρφωση οποιασδήποτε Διεθνούς Συνθήκης.
Το 1931 επέκτεινε το πλάτος του εναέριου χώρου από 3 στα 10 ναυτικά μίλια. Σύμφωνα με το εθιμικό διεθνές δίκαιο και τις μετέπειτα συνθήκες, το πλάτος του εναέριου χώρου, πρέπει να συμπίπτει με το πλάτος των Χωρικών Υδάτων. Αυτό σημαίνει ότι εκείνη η «παράδοξη» και μοναδική στη διεθνή πρακτική επιλογή της Ελλάδας, έθετε ζήτημα επέκτασης των Χωρικών Υδάτων της.
Πράγματι, το 1936 η Ελλάδα ανακοίνωσε μονομερώς ότι επεκτείνει τα Χωρικά Ύδατά της στα 6 ναυτικά μίλια. Έτσι έμεινε το παράδοξο του διαφορετικού πλάτους στο θαλάσσιο και τον εναέριο χώρο κυριαρχίας. Ας σημειωθεί ότι, συνήθως εκεί είναι όπου γίνονται σχεδόν καθημερινά οι αεροπορικές στρατιωτικές αντιπαραθέσεις Ελλάδας και Τουρκίας – με τη δεύτερη να μη δέχεται ότι πρόκειται για παραβιάσεις, επειδή θεωρεί παράνομη αυτή τη διαφορά των 4 μιλίων μεταξύ θαλάσσιας και εναέριας κυριαρχίας της Ελλάδας. Η Τουρκία απάντησε το 1964 με επέκταση των Χωρικών της Υδάτων επίσης στα 6 μίλια. Σε ότι αφορά τη Μαύρη Θάλασσα, μετά από διαπραγματεύσεις με την ΕΣΣΔ, τη Βουλγαρία κλπ., τα επέκτεινε στα 12 μίλια.
Αμέσως μετά τη λήξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Χ. Τρούμαν, για πρώτη φορά, ανακοίνωσε την δικαιοδοσία έρευνας και οικονομικής εκμετάλλευσης στο βυθό και στο υπέδαφος μιας θαλάσσιας ζώνης – ευρύτερης και πέραν των Χωρικών Υδάτων μέχρι και εκεί όπου η θάλασσα έχει βάθος έως και 200 μέτρα. Η ζώνη αυτή ονομάστηκε Υφαλοκρηπίδα και στην ουσία η πρώτη αυτή περιγραφή της, με όλη της την ασάφεια, είχε ισχυρή συνάφεια με το γεωλογικό ορισμό της Υφαλοκρηπίδας ως προέκτασης της στεριάς στην (αβαθή) θάλασσα – συνδεόταν δε με την τεχνολογική δυνατότητα εκμετάλλευσης έως και 200 μέτρα βάθος θάλασσας, ενώ δεν γινόταν καμία άλλη αναφορά στο πλάτος αυτής της ζώνης.
Η αυξανόμενη σημασία αυτής της στροφής αποκρυσταλλώθηκε στην Διεθνή Σύμβαση για την Υφαλοκρηπίδα του 1958. Σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσε αυτή η Συνθήκη, η Υφαλοκρηπίδα ενός κράτους εκτείνεται έως το τμήμα του θαλάσσιου βυθού που βρίσκεται γύρω από τις ακτές του και πέραν από τα Χωρικά Ύδατα μέχρι βάθους 200 μέτρων – εκτός αν είναι εφικτή η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και σε μεγαλύτερο βάθος, οπότε εκτείνεται ως εκείνο το πλάτος.
Με λίγα λόγια ο νέος ορισμός επέκτεινε, μέσω της τελευταίας δικλείδας, τα όρια (πλάτος) της Υφαλοκρηπίδας – αποσυνδέοντας σημαντικά το νομικό ορισμό από την γεωλογική έννοια της Υφαλοκρηπίδας (συνέχεια της στεριάς στη θάλασσα). Δεν έθετε μάλιστα κανένα όριο για αυτό το πλάτος. Στην ουσία, το μόνο κριτήριο που υιοθετούταν ήταν αυτό της «δυνατότητας εκμετάλλευσης». Ο κινητήριος μοχλός αυτής της επέκτασης, ήταν η εξερεύνηση και η εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων του βυθού και του υπεδάφους της θαλάσσιας ζώνης της Υφαλοκρηπίδας.
Ο ορισμός αυτός άλλαξε ριζικά, ξανά προς την κατεύθυνση της επέκτασης, μέσω της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (Σύμβαση του Montego Bay), που υπογράφηκε το 1982 – μετά από πολλούς αποτυχημένους κύκλους διακρατικών διαπραγματεύσεων. Σύμφωνα δε με το νέο ορισμό που δίνεται στο άρθρο 76 της Σύμβασης τα εξής:
«Η Υφαλοκρηπίδα ενός παράκτιου κράτους αποτελείται από το θαλάσσιο βυθό και το υπέδαφός του που εκτείνεται πέραν της Χωρικής του θάλασσας καθ’ όλη την έκταση της φυσικής προέκτασης του χερσαίου του εδάφους μέχρι του εξωτερικού ορίου του Υφαλοπλαισίου ή σε μια απόσταση 200 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσης από τις οποίες μετράται το πλάτος της Χωρικής θάλασσας όπου το εξωτερικό όριο του Υφαλοπλαισίου δεν εκτείνεται μέχρι αυτή την απόσταση».
Έτσι για πρώτη φορά τίθεται το πλάτος των 200 ναυτικών μιλίων, ανεξάρτητα από τη «φυσική προέκταση του χερσαίου εδάφους» – ενώ ταυτόχρονα η αναφορά «καθ’ όλη την έκταση της φυσικής προέκτασης» δίνει την δυνατότητα για επέκταση πέραν των 200 μιλίων. Πράγματι λοιπόν, σε άλλο άρθρο τίθεται η δυνατότητα επέκτασης έως και σε 350 ναυτικά μίλια.
Περαιτέρω, η ίδια συνθήκη του 1982 στο Άρθρο 3 σε ότι αφορά τα Χωρικά Ύδατα ορίζει τα παρακάτω:
«Κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να καθορίσει το εύρος της Χωρικής του θάλασσας. Το εύρος αυτό δεν υπερβαίνει τα δώδεκα ναυτικά μίλια, μετρούμενα από γραμμές βάσεως καθοριζόμενες σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση».
Στο Άρθρο 121 η ίδια Σύμβαση επεκτείνει τις προβλέψεις για τα Χωρικά Ύδατα, την Υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, επίσης στα νησιά, αναφέροντας σχετικά ότι:
«Η Χωρική θάλασσα, η συνορεύουσα ζώνη, η αποκλειστική οικονομική ζώνη και η Υφαλοκρηπίδα μιας νήσου, καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης που εφαρμόζονται στις άλλες ηπειρωτικές περιοχές».
Πολύ σημαντικές είναι οι αναφορές και προβλέψεις της ίδιας Σύμβασης στο ζήτημα των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ), που όλο και αναβαθμίζονται σε σπουδαιότητα.
Το Άρθρο 55, αναφερόμενο στο «ειδικό νομικό καθεστώς» της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης, την ορίζει ως τη ζώνη που είναι «πέραν και παρακείμενη της Χωρικής θάλασσας περιοχή ενώ, σύμφωνα με το Άρθρο 57, δεν εκτείνεται πέραν των 200 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσης από τις οποίες μετράται το εύρος της Χωρικής θάλασσας».
Εδώ πλέον η αποσύνδεση από κάθε έννοια γεωλογικού ορισμού είναι πλήρης. Η ΑΟΖ είναι νομική, πολιτική έννοια, καθορισμένη με κριτήριο το εύρος της ζώνης (200 ναυτικά μίλια). Φαίνεται δε να ταυτίζεται με την Υφαλοκρηπίδα, αλλά αυτό δεν συμβαίνει για πολλούς νομικούς και ουσιαστικούς λόγους.
Ο βασικός λόγος διευκρινίζεται στο Άρθρο 56, όπου ορίζεται ότι, στην αποκλειστική οικονομική ζώνη το παράκτιο κράτος έχει δικαιώματα που αποσκοπούν στα εξής: στην εξερεύνηση, εκμετάλλευση, διατήρηση και διαχείριση των φυσικών πόρων, ζωντανών ή μη, των υπερκειμένων του βυθού της θάλασσας Υδάτων, του βυθού της θάλασσας και του υπεδάφους αυτού, ως επίσης και με άλλες δραστηριότητες για την οικονομική εκμετάλλευση και εξερεύνηση της ζώνης, όπως η παραγωγή ενέργειας από τα Ύδατα, τα ρεύματα και τους ανέμους.
Έτσι, ενώ η έννοια της Υφαλοκρηπίδας διατηρεί την αυτοτέλειά της και τη σημασία της σε ότι αφορά την εκμετάλλευση του βυθού και του θαλάσσιου υπεδάφους, στη ζώνη της ΑΟΖ το κράτος έχει αποκλειστικά δικαιώματα εκμετάλλευσης και στην υπερκείμενη υδάτινη στήλη, σε ότι αφορά την αλιεία, την ενέργεια κλπ. Η «επέκταση» αυτή τη φορά αναπτύσσεται κατά την κατακόρυφη έννοια και αυτό έχει τεράστια σημασία. H Ελλάδα πάντως και η Τουρκία δεν έχουν συμφωνήσει στην οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας – ούτε των ΑΟΖ.

Ερμηνείες και προβλήματα οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών

Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας με τους νέους ορισμούς που έδωσε, δεν επίλυσε το θέμα των διαφορετικών ερμηνειών. Αντίθετα, δημιούργησε πολλά νέα ερωτήματα. Εν πρώτοις, πουθενά η Σύμβαση αυτή, όπως και η προηγούμενη για την Υφαλοκρηπίδα του 1958, δεν ορίζει ότι ένα κράτος πρέπει ή μπορεί να επεκτείνει ανέμελα τα Χωρικά του Ύδατα ή την ΑΟΖ ή την Υφαλοκρηπίδα έως τα 12 και 200 ναυτικά μίλια αντίστοιχα. Αντίθετα, ορίζει ότι δύναται, έχει δικαίωμα να τα επεκτείνει έως αυτά τα όρια, στο βαθμό φυσικά που δε συναντάει αυτή η επέκταση άλλα κράτη με τα αντίστοιχα δικαιώματα. Πραγματικά, είναι λίγες οι θαλάσσιες χώρες σε όλο τον κόσμο που μπορούν απρόσκοπτα να επεκτείνουν σε όλη την επικράτεια τους και τις τρεις θαλάσσιες ζώνες ως τα ανώτερα όρια τους.
Και οι δύο Συμβάσεις, έχουν κάποιες προβλέψεις επάνω σε αυτό το θέμα. Το Άρθρο 83 της Σύμβασης για το Δίκαιο των Θαλασσών, ορίζει τα εξής σε ότι αφορά την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας μεταξύ κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές:
«Η οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας μεταξύ κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές, πραγματοποιείται κατόπιν συμφωνίας με βάση το διεθνές δίκαιο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 38 του καταστατικού του διεθνούς δικαστηρίου προκειμένου να επιτευχθεί μια δίκαιη λύση».
Η ίδια ακριβώς πρόβλεψη υπάρχει στο Άρθρο 74, σε ότι αφορά την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές. Σε κάθε περίπτωση, τόσο η ΑΟΖ όσο και η Υφαλοκρηπίδα, δεν μπορούν να ανακοινωθούν μονομερώς από μια χώρα. Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η πρόβλεψη για την Υφαλοκρηπίδα, είναι σημαντικά τροποποιημένη σε σχέση με όσα ορίζονταν στην προηγούμενη Σύμβαση για την Υφαλοκρηπίδα του 1958, όπου αναφερόταν στο Άρθρο 6 τα παρακάτω:
«Στην περίπτωση χωρών που έχουν έναντι ή παρακείμενες ακτές, η Υφαλοκρηπίδα πρέπει να καθορίζεται με συμφωνία μεταξύ τους. Με απουσία τέτοιας συμφωνίας και αν μια άλλη οριοθέτηση δεν καθίσταται αναγκαία λόγω ειδικών συνθηκών, το όριο καθορίζεται με την αρχή της μέσης γραμμής».
Στους νέους ορισμούς έχει απαλειφθεί η ρητή αναφορά στην αρχή της μέσης γραμμής και δίνεται ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στη συμφωνία κατόπιν διαπραγμάτευσης. Στην περίπτωση της οριοθέτησης των Χωρικών Υδάτων μεταξύ κρατών με έναντι κείμενες ή προσκείμενες ακτές, στο Άρθρο 15 της Σύμβασης για το Δίκαιο των Θαλασσών, γίνεται αναφορά στην αρχή της μέσης γραμμής – με την επισήμανση παράλληλα ότι «η παραπάνω διάταξη δεν εφαρμόζεται όμως όπου λόγω ιστορικού τίτλου ή άλλων ειδικών περιστάσεων παρίσταται ανάγκη να οριοθετηθούν οι Χωρικές θάλασσες των δύο κρατών κατά διαφορετικό τρόπο».
Η Σύμβαση δεν διευκρινίζει ποιες θα μπορούσε να είναι αυτές οι «ειδικές περιστάσεις», αν και στο Άρθρο 123 αναφέρεται ειδικά σε κράτη που συνορεύουν με κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες, ορίζοντας ότι: «πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους στην άσκηση των δικαιωμάτων τους και την εκτέλεση των καθηκόντων τους σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση».
Το ίδιο θέμα υπάρχει σε ότι αφορά την παρουσία νησιών ανάμεσα σε χώρες που έχουν ακτές η μία απέναντι της άλλης. Η Σύμβαση ορίζει ότι έχουν και τα νησιά θαλάσσιες ζώνες, χωρίς όμως να ορίζει πως αυτές οι ζώνες καθορίζονται συγκεκριμένα, ώστε να τηρείται και η αρχή της ευθυδικίας (δικαιοσύνης). Η υπάρχουσα νομολογία από προσφυγές σε Δικαστήρια, περιλαμβάνει περιπτώσεις απόλυτης επήρειας της πρόβλεψης για Υφαλοκρηπίδα (και ΑΟΖ) στα νησιά, μερικής επήρειας ή/και μηδενικής επήρειας, σε συνδυασμό με τη θέση, το μέγεθος των νησιών, το μήκος των ακτών και άλλους παράγοντες. Σε ακόμη πιο γενικό πλαίσιο η ανάγκη της διαπραγμάτευσης μεταξύ των κρατών για την επίτευξή συμφωνίας σε ότι αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων τους, το πνεύμα της Σύμβασης τίθεται στο Άρθρο 300 όπου τονίζεται ότι:
«Τα κράτη μέρη εκπληρώνουν με καλή πίστη τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται με την παρούσα σύμβαση και θα ασκούν τα δικαιώματα, τη δικαιοδοσία και τις ελευθερίες που αναγνωρίζονται από τη παρούσα σύμβαση κατά τρόπο που δεν αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος».

Η Ελληνο-Τουρκική διαμάχη

Είναι λογικό πως σε μια περιοχή με τη μοναδική γεωγραφική διαμόρφωση που έχει το Αιγαίο, μαζί και με την πολιτικό-στρατηγική σημασία της ευρύτερης περιοχής, να μην αναμένει κανείς μια απρόσκοπτη άσκηση δικαιωμάτων σχετικά με τις θαλάσσιες ζώνες από την πλευρά της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Σε ότι αφορά τα Χωρικά Ύδατα (αιγιαλίτιδα ζώνη) η Ελλάδα μιλάει για το «δικαίωμα επέκτασης στα 12 μίλια» – θεωρώντας ότι δεν υπάρχει καμία ειδική περίσταση στη γεωγραφική διαμόρφωση στο Αιγαίο και κανένα αντικείμενο διαπραγμάτευσης με την Τουρκία. Εάν τώρα το πλάτος των Χωρικών Υδάτων μείνει στα 6 μίλια (όπως είναι από το 1936 δηλαδή εδώ και 80 χρόνια περίπου), τα Χωρικά Ύδατα της Ελλάδας θα αποτελούν το 43,5% του Αιγαίου, τα Χωρικά Ύδατα της Τουρκίας το 7,5% και τα Διεθνή Ύδατα το 49%. Στην περίπτωση επέκτασης των Χωρικών Υδάτων στα 12 μίλια, τότε τα Χωρικά Ύδατα της Ελλάδας θα αποτελούν το 71,5% του Αιγαίου, τα Χωρικά Ύδατα της Τουρκίας το 8,8% και τα Διεθνή Ύδατα το 19,7%.
Σε ότι αφορά την Υφαλοκρηπίδα (και την ΑΟΖ), η Ελλάδα από τις προβλέψεις της Σύμβασης υιοθετεί τα 200 μίλια και την απόδοση ζωνών στα νησιά. Έτσι θεωρεί πως ο χωρισμός με την Τουρκία πρέπει να γίνει με βάση την αρχή της μέσης γραμμής μεταξύ των ανατολικών ακτών των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και των Τουρκικών ακτών – παραβλέποντας την πρόβλεψη της Σύμβασης για διαπραγμάτευση και συμφωνία σε «ειδικές περιστάσεις». Οι χάρτες αυτοί, με εφαρμογή της παραπάνω προσέγγισης της Ελλάδας, φυσικά δίνουν όλο το Αιγαίο στην Ελληνική ΑΟΖ, ενώ μέσω της (πλήρους) απόδοσης ΑΟΖ στο Καστελόριζο, η Τουρκία εκτοπίζεται και από τις εκεί θάλασσες. Τέλος η Ελλάδα αποκτώντας θαλάσσια σύνορα με την Κύπρο, μοιράζεται με Κύπρο, Αίγυπτο, Ισραήλ όλη σχεδόν την Ανατολική Μεσόγειο.
Η Ελλάδα έχει ήδη υποστεί μια ήττα από τη μοναδική προσφυγή που έκανε το 1976 στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το οποίο αφενός απέρριψε την αίτηση προσωρινών μέτρων σε βάρος της Τουρκίας (έκανε «έρευνες» σε περιοχές του Αιγαίου που η Ελλάδα θεωρεί πως αποτελούν μέρος της ελληνικής Υφαλοκρηπίδας) και αφετέρου στην απόφασή του το 1978, δήλωσε πως για την ουσία του θέματος, δεν δύναται να πάρει θέση υπέρ των ελληνικών ισχυρισμών. Το δικαστήριο δεν θα μπορούσε να ορίσει οποιοδήποτε σύνορο Υφαλοκρηπίδας από τη στιγμή που τα δυο κράτη δεν είχαν προετοιμάσει ποτέ οποιαδήποτε εναλλακτική συμφωνία μεταξύ τους – έστω με εντοπισμό των διαφορών.
Η Τουρκία με τη σειρά της, από τους ορισμούς για Υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ «θυμάται» μόνο την αναφορά στην Υφαλοκρηπίδα ως «φυσική προέκταση της στεριάς στη θάλασσα», που έχει πλέον καταργηθεί. Ισχυρίζεται, επικαλούμενη και κάποιες αποφάσεις δικαστηρίων για άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις, πως τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου είναι πάνω στην φυσική προέκταση των ακτών της – συνεπώς δεν έχουν Υφαλοκρηπίδα. Κατά τη γνώμη της, αυτή μπορεί να οριστεί μόνο με την αρχή της μέσης γραμμής μεταξύ των ηπειρωτικών ακτών των δύο χωρών. Με τον τρόπο αυτό, χαρίζει στον εαυτό της το μισό Αιγαίο.
Οι ισχυρισμοί της ωστόσο είναι αστήριχτοι, κυρίως επειδή τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου ούτε μεμονωμένα είναι, ούτε αποκομμένα από την ηπειρωτική Ελλάδα – όπως σε άλλες περιπτώσεις που έχουν εκδικασθεί. Αντίθετα, αποτελούν μέρος 3.000 και πάνω νησιών του Αιγαίου (κατοικούνται περίπου 150). Η διαμόρφωσή τους, παρότι δεν κατατάσσει την Ελλάδα σε ένα αρχιπελαγικό κράτος, αποδίδει σε αυτήν την ιδιότητα μιας νησιωτικής σε μεγάλο ποσοστό χώρας.
Οι τουρκικές θέσεις, παίρνουν την ακραία τους μορφή όταν αγνοούν το σύνολο των ελληνικών νησιών (Ρόδος, Κάρπαθος, Κρήτη κλπ.) – όπου  σε αυτή την περίπτωση ζητούν την οριοθέτηση των ΑΟΖ με βάση την αρχή της ίσης απόστασης από τις ακτές Λιβύης, Αιγύπτου και Λιβάνου, μοιραζόμενη έτσι αυτή την Ανατολική Μεσόγειο, με αποκλεισμό Ελλάδας και Κύπρου. Στο παρακάτω γράφημα φαίνεται ο διαμοιρασμός της ΑΟΖ μεταξύ Τουρκίας-Λιβύης με «παράκαμψη» των ΑΟΖ Κρήτης, Ρόδου, Καρπάθου κλπ. (ως νησιών που σύμφωνα με την Τουρκική θέση πρέπει να αγνοηθούν) [21]
Επίσης, η Τουρκία, ενώ μιλάει για «ειδικές περιστάσεις» και ενώ επικαλείται την αρχή της αναλογικότητας, όπως για παράδειγμα του μήκους των ακτών για το Καστελόριζο προς αυτό των αντικείμενων δικών της ακτών, κάθε άλλο παρά θα ήταν πρόθυμη να μπει σε διαπραγμάτευση με βάση αυτή την αρχή στο Αιγαίο.
Η ρητορική περί «διαπραγμάτευσης» που διαχρονικά αναπτύσσει η Τουρκία, δεν μπορεί να κρύψει την βασική κατεύθυνσή της. Θεωρώντας πως αυτά που αποτυπώθηκαν σε Συνθήκες όπως αυτή της Λωζάννης, δεν αντανακλούν τη σημερινή ισχύ της, ούτε το συσχετισμό δύναμης με την Ελλάδα, αναζητεί την αφορμή, αναλαμβάνοντας επίσης επιθετικές πρωτοβουλίες, έτσι ώστε να τεθούν τα πάντα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων – ακόμη και θέματα κυριαρχίας σε νησίδες του Αιγαίου. Ωστόσο, τυχόν νομική προσφυγή της θα την υποχρέωνε σε ταυτόχρονη αναγνώριση των ΑΟΖ της Κύπρου, αλλά και των Ρόδου, Καρπάθου, Κρήτης – κάτι που δεν ικανοποιεί τις πολύ μεγαλύτερες φιλοδοξίες της , όσον αφορά το ρόλο της περιφερειακής υπερδύναμης που θέλει να παίξει στην Ανατολική Μεσόγειο.

Επίλογος

Κλείνοντας, από τη στιγμή που ο δρόμος των διαπραγματεύσεων ή της προσφυγής σε Δικαστήριο, παρά το ότι ρητορικά γίνεται αναφορά, δεν επιλέγεται, ποια μπορεί να είναι η κατάληξη της αντιπαράθεσης; Εν προκειμένω υπάρχουν οι εξής δύο δρόμοι:
(α) Ο πρώτος στηριζόταν και στηρίζεται διαχρονικά στην πεποίθηση ότι θα κερδίσουν στον ανταγωνισμό με τον απέναντι, επιδεικνύοντας υπερβάλλοντα ζήλο ευθυγράμμισης στις συμμαχίες με ΗΠΑ και ΝΑΤΟ. Και οι δύο χώρες είχαν και έχουν σημαντική θέση ειδικά στην εποχή που υπήρχε η ΕΣΣΔ και οι χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στη Βαλκανική, αλλά και η βραδυφλεγής βόμβα της Αραβο-ισραηλινής διένεξης. Η Ελλάδα επιπλέον «πόνταρε» και ποντάρει στη συμμετοχή της στην ΕΕ.
Ειδικότερα, σήμερα, επιχειρεί να εκμεταλλευτεί προς όφελός της τη γενικότερη προσπάθεια της ΕΕ για μείωση της ενεργειακής της εξάρτησης από τη Ρωσία – με διαφοροποίηση των πηγών προμήθειας φυσικού αερίου, αλλά και των δρόμων μεταφοράς του. Εδώ εντάσσεται η υποστήριξη από την πλευρά της του σχεδίου για κατασκευή του τεράστιου υποθαλάσσιου αγωγού (EastMed) που θα συνδέει Αίγυπτο, Ισραήλ, Κύπρο με την Ευρώπη, μέσω Ελλάδας και Ιταλίας. Σε αυτήν την κατεύθυνση, η ελληνική πλευρά πρόσφατα πανηγύρισε για την εμφάνιση σε χάρτες της ΕΕ των ΑΟΖ στην περιοχή σύμφωνα με τις ελληνικές θέσεις.
Η ελληνική πλευρά διστάζει όμως να ανακηρύξει την ΑΟΖ πριν νιώσει ότι έχει «κλειδώσει» τη στρατιωτική υποστήριξη μεγάλων δυνάμεων – όπως των ΗΠΑ, της Γαλλίας ή/και του Ισραήλ. Αντίστοιχος είναι ο σχεδιασμός των «προσεκτικών κινήσεων» της Τουρκίας. Σε περίπτωση νομικής προσφυγής στη διεθνή διαιτησία, οι ηγεσίες και των δύο χωρών, προσδοκούν σε θετικό αποτέλεσμα μάλλον υπέρ εκείνης που θα είναι σε μεγαλύτερο και πειστικότερο βαθμό εναρμονισμένη στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ (και όχι μόνο).
Ο δρόμος αυτός δεν αποκλείει επιθετικές κινήσεις επιβολής της θέλησης της μιας χώρας στην άλλη, με πολεμικές ενέργειες ή με άλλες προκλήσεις. Εδώ εντάσσεται η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, οι απειλές της Ελλάδας για επέκταση στα 12 μίλια, αλλά και το παιχνίδι με τη φωτιά στα νερά και στους αιθέρες του Αιγαίου ή/και στις βραχονησίδες για τη δημιουργία τετελεσμένων.
Το αντιδραστικό καθεστώς στην Τουρκία, ευρισκόμενη στη δίνη μιας πολύπλευρης κρίσης αλλά και αναδιάταξης των συμμαχιών του, θα ήθελε πολύ μια πρόκληση από την πλευρά της  Ελλάδας, όπως θα ήταν η μονομερής ανακήρυξη της ΑΟΖ ή η επέκταση των Χωρικών Υδάτων στα 12 μίλια, για να κάνει επίδειξη πολεμικής ισχύος.
(β) Παρ’ όλα αυτά, ταυτόχρονα με την όξυνση της πολεμικής ρητορικής και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, δεν μπορεί να αποκλειστεί ένας δεύτερος δρόμος – δηλαδή το ενδεχόμενο μιας κάποιας συμφωνίας, με την μεσολάβηση και επιδιαιτησία των ηγεμονικών κρατών. Παρά το ότι η εξέλιξη αυτή φαντάζει πολύ απίθανη σήμερα, αποτελεί όχι μόνο βασική απαίτηση της Τουρκίας, αλλά και μία σημαντική πλευρά της αμερικανικής στρατηγικής – η οποία δεν θέλει να θεωρήσει την Τουρκία οριστικά χαμένο σύμμαχο.
Πηγή: infowar

Δεν υπάρχουν σχόλια: