Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

Η ένταση της καρδιακής ησυχίας(3)

 

Μέγα χάσμα χωρίζει το Βασίλειο της δόξας του Θεού από το φυσικό βασίλειο, χάσμα που γεφυρώνεται με το βασίλειο της χάριτος. Ως μεταβατική κατάσταση το ενδιάμεσο βασίλειο αποτελεί τόπο μαθητείας και μυσταγωγίας για τον τρόπο που ενεργεί η χάρη· για το πως αποκτάται και πως διαφυλάσσεται. Σταδιακά καθιστά τον πιστό εύθετο για τη Βασιλεία της δόξας, μέσα στην οποία τελικά θα αφομοιωθεί. Με το ύδωρ του Βαπτίσματος και τα ύδατα της μετανοίας ο αμέτοχος στη Βασιλεία άνθρωπος εγκεντρίζεται και δέχεται σπέρμα θεώσεως, ιμάτιο που θα του επιτρέψει την είσοδο στον Νυμφώνα του Κυρίου.

Ο άνθρωπος μετά την πτώση ανήκει στον «λαόν τον καθήμενον εν σκότει, εν χώρα και σκια θανάτου»[19]. Ο νους του είναι αμαυρωμένος, μουτζουρωμένος και οι αισθήσεις του βεβαρυμένες εξαιτίας της προσκολλήσεως στον ορατό κόσμο. Η διάνοια σκοτισμένη βρίσκεται σαν σε λήθαργο και δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να ανανήψει, για να αντικρίσει το Φως το απρόσιτο.

Ο άγιος Γρηγόριος στις πραγματείες που υπερασπίζεται τον ησυχασμό κάνει λόγο για τη θεωρία του Ακτίστου Φωτός, δωρεά που δίνεται σε λίγους ανά γενεά· σε αυτούς που «μισούντες έτι και την εαυτών ψυχήν», παρέδωσαν τον εαυτό τους σε ανήλεη και απαράκλητη μετάνοια και ταπεινώθηκαν,  ωσότου «εκολλήθη τω εδάφει η ψυχή αυτών». Έγιναν έτσι καθαροί σαν τον ήλιο, εύθετοι να τους διαπεράσει το Φως του Θεού, η άκτιστη αστραπή της Θεότητας.

Το Φως αυτό είναι  ο Ίδιος ο Θεός με τη μορφή της ενέργειας Του και η επίλαμψή Του, σύμφωνα με τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, θεραπεύει κάθε τραύμα της ψυχής και μεταβάλλει τον ψυχικό σε πνευματικό άνθρωπο, που «ανακρίνει μεν τα πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται»[20]. Αυτή η λάμψη, σύμφωνα με τη διδασκαλία των Πατέρων, απερίγραπτη με τα πενιχρά ανθρώπινα λόγια, είναι πλήρωμα ζωής. Ονομάζεται Φως, όχι διότι μοιάζει με το φως του φυσικού ηλίου, αλλά επειδή φέρει κάποια αναλογία προς αυτό και σε όποιον λάμψει επαξίως, τον ζωοποιεί.

Όσο ο νους είναι χωρισμένος από την καρδιά, ο άνθρωπος νοσεί.  Όταν όμως ο πιστός βρει τη βαθειά καρδιά του, θεραπεύεται και «αποστέλλεται εν αφέσει»[21], ακόμη και όταν συνεχίζει να ζει και να κινείται μέσα στον αλλοπρόσαλλο αυτόν κόσμο. Η τραγωδία του σύγχρονου ανθρώπου συνίσταται στο ότι ζει έξω από την καρδιά του, πολλές φορές ακόμη και όταν είναι ενεργό μέλος της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου για την ένωση του νου και της καρδιάς είναι ιδιαιτέρως επίκαιρη στην εποχή μας. Ο σύγχρονος πολιτισμός έχει ως άξονα, γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται, την άνεση και την αποφυγή κάθε είδους στενώσεως. Αυτός είναι ίσως ο λόγος, που η γενεά αυτή δυσκολεύεται να προκόψει πνευματικά. Ο λόγος για το «χαροποιό πένθος» της είναι ακατανόητο, καθώς αποστρέφεται κάθε πόνο και ειδικά τον ζωηφόρο πόνο της μετανοίας.

Όσο οι άνθρωποι γίνονται «απηλγηκότες»[22], αποτινάζουν δηλαδή από πάνω τους τον πόνο, τόσο σκοτίζεται όλο και περισσότερο ο νους τους και αδυνατούν να αναβλέψουν πνευματικά. Ως επί το πλείστον, ο πολυπράγμων άνθρωπος στις ημέρες μας δεν ασχολείται με την καρδιά του. Γίνεται θύμα του άγχους και της προσπάθειας να πραγματώσει τις ποικίλες μέριμνές του. Ο χρόνος, αντί για «καιρός χρηστότητας» και μακροθυμίας του Κυρίου, έχει μετατραπεί σε εχθρό του, που τον καταδιώκει. Ο σύγχρονος άνθρωπος αγνοεί την ύπαρξη της πνευματικής καρδιάς, και ως εκ τούτου δεν δοκιμάζει καν να εύρει τον θαυμαστό τόπο της, ώστε να εισέλθει εκεί και να γίνει απρόσβλητος στους πειρασμούς.

Όλα τα χαρίσματα ήλθαν στον κόσμο πρώτα με την κατάβαση του Υιού του Θεού στη γη ως τα καταχθόνια, και έπειτα με την ανάβασή Του υπεράνω των Ουρανών[23]. Το ίδιο, τρόπον τινά, επαναλαμβάνεται και στον άνθρωπο. Πρώτα ο νους σταυρώνεται από τη σοφία του Εσταυρωμένου Θεού, με την υπακοή, την τήρηση των εντολών και την επίκληση του Αγίου Ονόματός Του. Με τον πόνο της σταυρώσεως ο νους κατέρχεται στην καρδιά, πρώτα στη σάρκινη καρδιά και έπειτα «αρχίζει να διεισδύει σε εκείνα τα βάθη της, όπου δεν είναι πια σάρκα»[24].  Εκεί όμως αναπάντεχα ανακαλύπτει και συναντά τον Σωτήρα Κύριο και γνωρίζει την ακαταίσχυντη δύναμή Του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η μετάνοια και ο πόνος αποβαίνουν πολύτιμα για την εύρεση της καρδιάς και την ταύτιση με τον Χριστό, που όπως αναφέρουν οι Πράξεις, είναι «παθητός» σε αυτόν τον κόσμο[25].

Όπως στην αρχή της Δημιουργίας το Πνεύμα του Θεού επιφερόταν[26]πάνω από τα ύδατα και επώαζε την άβυσσο του μηδενός, από όπου με τον λόγο του Θεού ξεπρόβαλε ο θαυμαστός και ποικιλόμορφος αυτός κόσμος, έτσι και το Όνομα του Παντοκράτορος Ιησού, καθώς επιφέρεται στα στήθη του πιστού, επωάζει την άβυσσο της καρδιάς του, ωσότου να βρει ο άνθρωπος σημείο επαφής με τον Άγιο των Αγίων και αναφανεί η βαθειά καρδιά, η πολύτιμη για τον Δημιουργό της.

Οι Πατέρες για τη θεραπεία της ψυχής και την ένωση του νου και της καρδιάς συστήνουν με ιδιαιτέρη έμφαση την ακρότητα του πόνου, δηλαδή το πνευματικό πένθος και τα δάκρυα. Πένθος απαράκλητο, που προέρχεται από τη θέα της αποστάσεως του ανθρώπου από τον Δημιουργό του, πένθος του ανθρώπου που «λιμώ απόλλυται» μακριά από τον οίκο του Πατρός του, που σέρνεται στη λάσπη των παθών, ενώ λαμπρή και πλούσια Βασιλεία έχει ετοιμασθεί γι’ αυτόν.

Όταν επέλθει η θεραπεία και ενοποιηθεί η φύση του ανθρώπου, αναπηδά δύναμη μέσα του και αρχίζουν οι «αναβάσεις εν τη καρδία αυτού»[27], οι ελλάμψεις από τη χάρη του Θεού. Τότε «εξέρχεται ο αληθινός άνθρωπος επί την αληθινήν εργασίαν αυτού έως εσπέρας»[28]. Ανατέλλει άλλος ήλιος στην καρδιά, άλλος φωσφόρος, και ο άνθρωπος καθίσταται αληθινός εργάτης της ευσεβείας, γνωρίζοντας πλέον πως να «επιτελέσει αγιωσύνην εν φόβω Θεού»[29]. Αποδίδει αυτά που αρμόζουν στον Θεό, «όσα εστίν αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα, ει τις αρετή και ει τις έπαινος»[30].

Παραπομπές:

Το κείμενο αυτό θα εκδοθεί στο επόμενο βιβλίο του Αρχιμανδρίτου Ζαχαρία, «Εκ νεκρών ζώντες».

[1]Βλ. Φιλιπ. 4,7. [2]Ψαλμ .44,14.

[3]Α’ Κορ. 15,26. [4]Βλ. Β’ Θεσ. 2,8.

[5]Πρβλ. Ψαλμ. 37,10.

[6]Γράφει σχετικά ο Γέροντας: «Επιθυμώ πραγματικά να μάθω για το τέλειο, για εκείνο που ξεπερνά τα μέτρα μου. Και αυτό, όχι γιατί έχω αξιώσεις πέρα από τις δυνατότητές μου, όχι• αλλά επειδή θεωρώ αναγκαίο να δω τον πλοηγό αστέρα για να ελέγχω κατά πόσο βρίσκομαι στην ορθή οδό. Στην αρχαιότητα οι ναυτικοί προσανατολίζονταν από ένα απίστευτα μακρινό αστέρι. Έτσι και εγώ θα ήθελα να έχω στο πνεύμα μου ένα απλανές κριτήριο, έστω και εξαιρετικά υψηλό, για να μην επαναπαύομαι στο λίγο, εκείνο που μέχρι τη στιγμή αυτή γνωρίζω». Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, σ. 99.

[7]Γαλ. 6,14.

[8]Βαρσανουφίου και Ιωάννου, Κείμενα Διακριτικά και Ησυχαστικά, Τόμος Β’, εκδ. Ἑτοιμασία, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέας, 1996, απόκριση τιδ’ (314), σ. 174.

[9]Χερουβικός Ύμνος Θείας Λειτουργίας.

[10]Βλ. Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ, Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 112009, Λόγος ΚΖ’, στίχος 2, σ. 335.

[11]Βλ. Β’ Κορ. 2,11. [12]Α’ Κορ. 6,17.

[13]Βλ. Γέν. 2,15. [14]Πρβλ. Β’ Κορ. 1,12.

[15]Β’ Κορ. 1,12. [16]Βλ. Ιακ. 3,17

[17]Ἰωάν. 18,36. [18]Λουκ. 17,21.

[19]Βλ. Ματθ. 4,16· Ησ. 9,1. [20]Βλ. Α’ Κορ. 2,15

[21]Βλ. Λουκ. 4,18. [22]Βλ. Ἐφ. 4,19.

[23]Βλ. Ἐφ. 4,8-10. [24]Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σ. 55.

[25]Πράξ. 26,23. [26]Βλ. Γέν. 1,2.

[27]Βλ. Ψαλμ. 83,6. [28]Βλ. Ψαλμ. 103,23.

[29]Β’ Κορ. 7,1. [30]Φιλιπ. 4,8.

Δεν υπάρχουν σχόλια: