Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρου, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας
Οι Πατέρες παρομοιάζουν τη ζωή στον κόσμο αυτό με ένα ποτήρι θολού νερού. Όσο το ταράζουμε, παραμένει θολό. Αν όμως το αφήσουμε να ησυχάσει, τότε θα κατακαθίσει η ακαθαρσία στον πάτο, ενώ το νερό θα γίνει διαυγές. Το ίδιο συμβαίνει και με τον άνθρωπο. Για να δει τον εαυτό του, πρέπει να ησυχάσει. Συνήθως οι άνθρωποι δεν βλέπουν τον εαυτό τους και αδυνατούν να διακρίνουν τους λογισμούς τους. Όταν ησυχάσουν και συγκεντρωθούν σε ένα νόημα, το νόημα της ευχής, τότε «τα κρύφια της καρδιάς» έρχονται στην επιφάνεια.
Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς διακρίνει δύο ειδών ησυχίες. Η μια είναι εξωτερική, η άλλη εσωτερική. Αυτές σχετίζονται με τα δύο είδη σταυρών, στα οποία αναφέρεται ο απόστολος Παύλος· «εμοί ο κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω»[7]. Ο άγιος Ιωάννης Γάζης, γνωστός ως Προφήτης ορίζει την εξωτερική ησυχία ως τον αγώνα του «συστείλαί τινα την καρδίαν αυτού από δόσεως και λήψεως και ανθρωπαρεσκείας και των λοιπών ενεργειών»[8]. Με άλλα λόγια, η εξωτερική ησυχία συνίσταται στο να αποφύγει ο άνθρωπος τον «σάλον των βιοτικών μελημάτων», δηλαδή τις άχρηστες δοσοληψίες, τις διάφορες εικόνες και τις ποικίλες εντυπώσεις, τους θορύβους και τους πολλούς πειρασμούς, αρκούμενος στα άκρως απαραίτητα.
Αυτό το είδος της ησυχίας ως ένα βαθμό τον ασκούν οι Χριστιανοί τις Κυριακές, όταν «αποθέτοντες πάσαν βιωτικήν μέριμναν»[9] αφιερώνουν την ημέρα στη λατρεία και τον λόγο του Θεού, που εμπνέουν ζωντανή ελπίδα για εκείνον τον αληθινό αιώνα που «έρχεται οσονούπω». Στον πόθο τους για το γεγονός της Θείας Λειτουργίας που μέλλει να συντελεσθεί, αρχίζουν με προσδοκία να ζουν ησυχαστικά ήδη από την προηγούμενη ημέρα, περιορίζοντας κατά το δυνατόν τις εξωτερικές δραστηριότητες και τρέφοντας τον νου και την καρδιά με την προσευχή και τη μελέτη των θείων λόγων. Αποφεύγοντας τους εξωτερικούς περισπασμούς παραμένουν στην παρουσία του Θεού, η οποία περικαθαίρει το σπιλωμένο ιμάτιο της ματαιότητας των λογισμών. Προσθέτουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τον έναν αγιασμό επάνω στον άλλο. Τέτοιου είδους ησυχία αυξάνει την έμπνευση και κάνει οικείο τον λόγο του Θεού. Όταν προσέλθει ο πιστός στο φρικτό Μυστήριο και σταθεί ενώπιον του μεγάλου Βασιλέως, ο Κύριος τον αναγνωρίζει και τον σφραγίζει με τον αγιασμό της Θείας Ευχαριστίας.
Η εξωτερική ησυχία είναι μεν αναγκαία, αλλά μάλλον ως προϋπόθεση για την εσωτερική, η οποία ορίζεται από τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακας ως «λογισμών επιστήμη και ασύλητος έννοια»[10]. Για την άσκησή της ο πιστός αγωνίζεται να αναχαιτίσει την περιπλάνηση του νου και της ψυχής στον κτιστό κόσμο, ώστε να μη δώσει λαβή σε οποιονδήποτε αλλότριο λογισμό να εισβάλει μέσα του, οπότε να μπορεί να προσομιλεί «αθολότως» στον Θεό. Καθίσταται δηλαδή ικανός να μιλάει στον Θεό καθαρά, με ένα νόημα και με νου διαυγή. Παράλληλα με τεταμένη την προσοχή του αφουγκράζεται τη φωνή του Κυρίου στα μύχια του είναι του.
Επομένως, η εσωτερική ησυχία είναι η στάση του ανθρώπου στην παρουσία του Θεού με τον νου στην καρδιά. Κατά την ησυχία της ψυχής ο ασκητής παλεύει να περιορίσει τον νου μέσα στην καρδιά του και από εκεί, εν τω κρυπτώ, να επικαλείται τον Θεό διηνεκώς. Όλο το είναι του ανθρώπου συσσωρεύεται στην καρδιά και το Όνομα του Κυρίου σταδιακά την καθαρίζει. Τότε ο νους του ανθρώπου ως ισχυρός ηγεμόνας αγρυπνεί στα προπύργιά της. Ατενίζει τους λογισμούς που προσπαθούν να την πλησιάσουν, και διακρίνει σαφώς τους αγαθούς από αυτούς που ντυμένοι προβατόμορφα επιχειρούν να τη συλήσουν. Έτσι, ανοίγει διάπλατα τις πύλες στους πρώτους και τις κλείνει ερμητικά για τους τελευταίους. «Ου γαρ τα νοήματα του εχθρού αγνοεί» και τα διακρίνει εναργώς από τα νοήματα του Θεού[11].
Κατ’ αυτόν τον τρόπο όλο το είναι του ανθρώπου, ενοποιημένο πλέον, κολλά στον Θεό. Και όποιος κολλά στον Θεό, γίνεται ένα πνεύμα μαζί Του, σύμφωνα με τον λόγο του Αποστόλου, «ο κολλώμενος τω Κυρίω εν πνεύμά εστιν»[12]. Αυτή η ιερή εργασία είναι η επιστήμη των λογισμών, και το ότι έχει «ασύλητον έννοιαν» σημαίνει πως κατά τη διάρκειά της ο νους του πιστού παραμένει αδιαλείπτως ενωμένος με τον Θεό και τίποτε δεν μπορεί να τον αποσπάσει από Αυτόν.
Πολλοί άνθρωποι έχουν ζήλο· προσεύχονται και δέχονται χάρη, αλλά αδυνατούν να τη φυλάξουν, διότι δεν έχουν μάθει να περιφρουρούν τον νου τους από τους κακούς λογισμούς. Καθώς παραμένει ξέφραγος, εισέρχονται ανεξέλεγκτα οι λογισμοί και διαρρέει η χάρη, ωσότου μάθει ο πιστός όχι μόνο να «εργάζεται» τον Παράδεισο μέσα του, αλλά και να τον «φυλάσσει»[13] με την τήρηση του νου.
Τα δύο είδη της ησυχίας περιγράφονται με απλά λόγια στο ρητό του Γεροντικού: «Περιόρισε το σώμα σου στο κελλί σου και τον νου στο σώμα σου».
Η πρώτη συνίσταται στην κατάπαυση από τα εξωτερικά έργα και η δεύτερη στην κατάπαυση από τους λογισμούς, με την απόθεση κάθε νοήματος και τη σταύρωση της λογικής.
Η δεύτερη προϋποθέτει την τέλεια παράδοση του ασκητή στα κραταιά χέρια του Θεού, και την αδιάλειπτη διαμονή του στο Πνεύμα Του. Αυτή είναι η αληθινή εσωτερική ησυχία, και όσοι αποπειράθηκαν να την αποκτήσουν διαπίστωσαν ότι μακράν από το να είναι ραχάτι, απαιτεί αγώνα έως θανάτου. Ο λόγος των Αγίων «δώσε αίμα και λάβε Πνεύμα» δεν είναι σχήμα υπερβολής ή αποκύημα νοσηρής φαντασίας. Η εσωτερική ησυχία είναι καρπός και στέφανος εσωτερικού μαρτυρίου, μαρτυρίου της συνειδήσεως[14].
Όπως ο απόστολος Παύλος στην Προς Κορινθίους επιστολή, έτσι και ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς κάνει διάκριση ανάμεσα στη σαρκική σοφία[15]ενός κόσμου που έχει ως κύριό του τον άρχοντα του σκότους, και στη σοφία του Θεού, την «άνωθεν καταβαίνουσαν», που είναι «αγνή, ειρηνική, επιεικής, μεστή ελέους»[16]. Η πρώτη είναι η σοφία των φιλοσόφων και όλων των σοφών του αιώνος τούτου. Η σοφία όμως του Θεού είναι πνευματική, και για να την αποκτήσει κανένας δεν χρειάζεται υψηλή διανόηση ή σπουδαία μόρφωση, αλλά η μαθητεία στον Σταυρό του Χριστού. Η αληθινή σοφία αποκτάται, όταν καθαρίσει ο άνθρωπος την εικόνα του Θεού που φέρει μέσα του και γίνει οικείος Του, όταν δηλαδή αποκτήσει τον Δοτήρα της γνώσεως ένοικο στην καρδιά του. Ο Κύριος για να δείξει την ανωτερότητα αυτής της σοφίας δεν επέλεξε φιλοσόφους ως μαθητές Του, αλλά πτωχούς, απλούς και αγράμματους αλιείς.
Ο άγιος Γρηγόριος διαχωρίζει επίσης δύο βασιλείες. Η μία ανήκει στον κοσμοκράτορα του αιώνος τούτου. Η άλλη που είναι αόρατη «ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου, ουκ έστιν εντεύθεν»[17], είναι η ευλογημένη και υπεράγαθη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Η γνώση ότι αυτός ο κόσμος «κείται εν τω πονηρώ» κάνει τον άνθρωπο νηφάλιο, νηπτικό, διορατικό. Με τη βοήθεια των εντολών αρχίζει ο αγώνας της διακρίσεως μεταξύ της Βασιλείας του Θεού και της βασιλείας του εχθρού, διότι τα όρια δεν είναι πάντοτε σαφή.
Η Βασιλεία του Θεού είναι μεν παρούσα και σε αυτόν τον κόσμο, αλλά με τρόπο μυστικό και πνευματικό. Φανερώνεται μόνο εκεί, όπου υπάρχουν δοχεία καθαρά και «εσφραγισμένα τω Πνεύματι», ευπρεπισμένα για να τη δεχθούν, δοχεία που, όπως κατεξοχήν η Παναγία, δέχονται τη δωρεά του Κυρίου και τη σφραγίζουν, μη επιτρέποντας ούτε μόριο του θησαυρού να διαρρεύσει. Ο Ίδιος ο Χριστός ανήγγειλε ότι, «η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν»[18]. Η Βασιλεία του Θεού είναι κρυμμένη ως πολύτιμος μαργαρίτης μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, σε αυτήν όμως την καρδιά, που είναι καθαρή και αγιασμένη.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου