Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2023

MICHAEL HAGNER – HOMO CEREBRALIS – Ο ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ (4)

Συνέχεια από Δευτέρα, 20 Φεβρουαρίου 2023

MICHAEL HAGNER – HOMO CEREBRALIS – Ο ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

DER WANDEL VOM SEELENORGAN ZUM GEHIRN – Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΨΥΧΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ ΣΕ ΕΓΚΕΦΑΛΟ

 Η «εποπτεύουσα λογική», που ήταν συστατική για την ανάπτυξη της ανθρωπολογίας και της επιστήμης τών ψυχικών εμπειριών τον 18ον αιώνα, ήταν (πια) ταυτόχρονα μια εποπτεύουσα λογική, που μπορούσε να εντοπισθή στα σωματικά χαρακτηριστικά.

Οι αλλαγές αυτές οδηγούσαν συχνά στο συμπέρασμα, ότι η σκέψη περί εντοπισμού (της ψυχής στο σώμα…) αποτελούσε την έκφραση ενός αναγωγισμού, απέναντι στον οποίον εγειρόταν συχνά-πυκνά μια αντι-εντοπιστική διαμαρτυρία. Τρεις ανταγωνιστικές έριδες γύρω απ’ την έρευνα του εγκεφάλου τέθηκαν έτσι σε μια συστηματική συνάρτηση: η συζήτηση για το «ψυχικό όργανο» του 18ου αιώνα· η διαμάχη περί ανεξαρτήτων oργάνων τού εγκεφαλικού φλοιού τον 19ον αιώνα· η διαμάχη για σαφώς προσδιορισμένες περιοχές στον εγκεφαλικό φλοιό τον όψιμο 19ον αιώνα· και μια τροποποιημένη τελικά συνέχιση της τελευταίας διαμάχης τον πρώιμο 20ον αιώνα, συνοδευόμενη από μια πρόσφατη «άνθιση» του ολισμού. Η ιστορική αντιπαράθεση ενός αναγωγικού εντοπισμού και ενός ολιστικού, δικαιότερου και καταλληλότερου για τον άνθρωπο αντι-εντοπισμού ξεκινά απ’ τις νευρολογικές συζητήσεις γύρω στο τέλος τής Δημοκρατίας τής Βαϊμάρη



Ήδη από την αρχαιότητα είχαν υπάρξει «φυσιοκρατικές» εξηγήσεις για εκτεταμένες περιοχές τής πνευματικής ζωής: ας σκεφτούμε τα πάθη ή τις «εξάψεις», που ερμηνεύτηκαν επί αιώνες με χιουμοριστικά φυσιολογικό τρόπο· και δεν ήταν μόνο ο καρτεσιανός δυαλισμός, αλλά και η μηχανιστική θεωρία τού Thomas Hobbes. Αντίστοιχα, και οι «φιλοσοφικές» κατηγορίες τροφοδοτήθηκαν πριν το 1800 πολλαπλώς από φυσιοκρατικές, χημικές και φυσιολογικές θεωρίες· αντίθετα οι «φυσιολογικές» κατηγορίες μετά το 1800 είναι οτιδήποτε άλλο παρά ενιαίες, αντιπαρατιθέμενες σ’ ένα μεγάλο τους μέρος διαμετρικά η μια απέναντι στην άλλη, όπως π.χ. οι μορφολογικές παρατηρήσεις τών ανατόμων απέναντι στις βιοφυσικές παρατηρήσεις τών πειραματικών φυσιολόγων γύρω στα 1850. Το ερώτημα θα έπρεπε άρα να είναι, για ποια «πολιτογράφηση» (φυσικήν ένταξη…) και σε ποιο ιστορικό πλαίσιο γίνεται λόγος. Σημαντικώτερος εξάλλου απ’ την «πολιτογράφηση» ή την «υλοποίηση» του Ταυτού ή του Εγώ εμφανίζεται ο κατακερματισμός τού πνεύματος σε επιμέρους τμήματα, τα οποία επαναπροσδιορίζονται επανειλημμένα στη διάρκεια του 19ου αιώνα, συναρθρούμενα κατ’ αρχάς ως ποιότητες, χαρακτηριστικά, ταλέντα και κλίσεις, και αργότερα ως λειτουργίες. Η ενότητα του Είναι και του βιώματος δεν είναι πια αυτονόητη, το άτομο πρέπει στην «κυριολεξία» να θεμελιωθή (( sola scriptura; )), κι αυτή η «διαρρύθμιση» επιτελείται στον χώρο τής βιο-ιατρικής. Ο Foucault έχει επακριβώς επισημάνει εδώ και πολύν καιρό, «ότι σ’ αυτόν τον πολιτισμό (την κουλτούρα), η φιλοσοφική ύπαρξη του ανθρώπου καθορίζεται ουσιαστικά απ’ την ιατρική σκέψη». Τίποτα δεν έχει αλλάξει σε όλα αυτά μέχρι τις μέρες μας – και παρ’ όλ’ αυτά δεν «παρεμβαίνουν» εδώ έννοιες όπως ο αναγωγισμός ή η «πολιτογράφηση». Θα συνδέαμε π.χ. – μαζί με τον Φουκώ – την ιατρική σκέψη με τον Φρόυντ ή – μαζί με τον Χάμπερμας – με τη «διαμαρτυρία» απέναντί της; Ακόμα και ο «εντοπισμός» (των πνευματικών λειτουργιών…) είναι επανειλημμένα ιστορικά ύποπτος για τον υλισμό, διάφορες ωστόσο θεμελιακές σκέψεις τού «εντοπισμού» διατυπώνονται για πρώτη φορά τον πρώιμο 19ον αιώνα στα πλαίσια της ρομαντικής φυσικής φιλοσοφίας, κατανοούμενες συνήθως ως «επάλξεις» ακριβώς απέναντι σε μια αναγωγική άποψη του ανθρώπου· και μια σημαντική εκδοχή τού «εντοπισμού» αναπτύσσεται γύρω στα 1850 σε ένα σαφώς αντι-υλιστικό πλαίσιο. Κάτι δεν πάει λοιπόν καλά με τις ιστορικές έννοιες της «πολιτογράφησης» και του αναγωγισμού (όπου τα πνευματικά φαινόμενα ανάγονται στην ψυχή τού ανθρώπου…), αν τους αποδοθή μια «επίπεδη» και μόνον ερμηνευτική λειτουργία. Ενώ το ίδιο συμβαίνει και με την έννοια του «εντοπισμού».

Παρ’ όλες τις «νόμιμες» αναζητήσεις για συστήματα συγχρονισμού ή ταυτοχρονίας, υπάρχουν ιστορικο-κατηγοριακές διαφορές ανάμεσα στον «εντοπισμό» απ’ τη μια πλευρά και τον Δαρβινισμό και την ψυχανάλυση απ’ την άλλη. Κοιτώντας στο παρασκήνιο, η σκέψη περί «εντοπισμού» δεν φανερώνεται ως μια αυτοτελής κατ’ αρχάς, «επιστημονική» θεωρία, αλλά διακλαδώνεται σε διάφορα πεδία τής γνώσης. Η διάχυση αυτή οδηγούσε σε παραλλαγές, δίχως να εγκαταλείπεται ωστόσο η κεντρική σκέψη – η κατανομή διαφόρων πνευματικών λειτουργιών σε διάφορες περιοχές τού εγκεφάλου. Ο «εντοπισμός» δεν θεωρήθηκε ποτέ ως ένα ενιαίο γνωστικό οικοδόμημα, και δεν απέκτησε επίσης ποτέ το «οξύτατο» βάθος τού Δαρβινισμού ή της ψυχανάλυσης. Κι όποιος ενδιαφέρεται σήμερα για τη «νευρο-απεικόνιση», για τους εγκεφαλικά ασθενείς τού Oliver Sacks ή για το δεξιό – δημιουργικότερο, αλλά εκλαμβανόμενο ως καταπιεσμένο απ’ την εκπαίδευση – εγκεφαλικό ημισφαίριο, δεν θα βρη παρά άκρως ελάχιστες συναρτήσεις προς την «εντοπιστική» έρευνα του 19ου αιώνα. Ο «εντοπισμός» επαναπροσδιορίζεται προφανώς συνεχώς, και o «πολιτιστικός» του χαρακτήρας τονίστηκε κατ’ ουσίαν εξαιτίας «θεαματικών γεγονότων», όπως π.χ. οι – άγονες (κατά τα άλλα) – έρευνες στους εγκεφάλους τού Λένιν ή τού Αϊνστάιν. Ο «εντοπισμός» διαμελίστηκε, παρόμοια με το αντικείμενό του, σε περισσότερα «αποσπάσματα». Προσπαθώντας λοιπόν να «τακτοποιήσω» κατά το δυνατόν αυτά τα «αποσπάσματα» και να ανακατασκευάσω τις κοινές τους αναφορές και διαφορές, διερευνώ τα διάφορα γνωστικά πεδία, στα οποία και διατυπώνονται οι σκέψεις περί «εντοπισμού», δοκιμάζονται στην πράξη, αλλά και απορρίπτονται. Εδώ ανήκουν η φυσική ανθρωπολογία, και ιδιαίτερα οι διαφορές φυλών και φύλλων, η φρενολογία, η ψυχιατρική, η ρομαντική φυσική φιλοσοφία και η πειραματική φυσιολογία: πρόκειται αναμφισβήτητα για πεδία, τα οποία φαίνονται ασύμμετρα αναμεταξύ τους με την πρώτη ματιά, για καθιερωμένες επιστημονικές ειδικότητες από τη μια, και για κινήσεις και «μόδες» που έχουν εγκαταλειφθή από καιρό από την άλλη. Μπορεί όμως αυτός ακριβώς ο «μαίανδρος» του «εντοπισμού» ανάμεσα σε διαφορετικά πεδία να καθιστά κατανοητή κατ’ αρχάς την επιστημονική του «επιβολή».

Η φυσική ανθρωπολογία έφτιαξε ένα «ράστερ» (πλακέτα γενικών συνδέσεων) για την εγκεφαλική εγκαθίδρυση πνευματικών διακρίσεων, το οποίο επεκτάθηκε και εκλεπτύνθηκε στη φρενολογία. Ο συνεπαγόμενος προκαθορισμός τού ανθρώπου κατέστη ηπιότερος στη ρομαντική φυσική φιλοσοφία, τη στιγμή που ο (σχετικός) πειραματισμός δεν είχε προσφέρει παρά ελάχιστα στην όλη υπόθεση, για να ενσωματωθή ωστόσο οριστικά κατόπιν η «εντοπιστική» σκέψη στις βιοεπιστημες ή «επιστήμες τής ζωής», μια διαδικασία που κράτησε απ’ τον όψιμο 18ον έως τον όψιμο 19ον αιώνα. Πρόκειται άρα παντελώς για εξελίξεις, που οι αιτίες τους δεν καθορίζονται από έναν σαφή διαχωρισμό επιστήμης και μη-επιστήμης. Προσπαθώ να αναλύσω λοιπόν τούς ιστορικούς μάλλον όρους εκείνων τών μέσων, των τεχνικών και των πηγών γνώσεως από εντελώς διαφορετικά πεδία, που συνδέονται (όλα) με τις περί «εντοπισμού» σκέψεις.

Η ιστορία τού «εντοπισμού» τον 19ον αιώνα είναι επίσης η ιστορία αντιπαρατιθέμενων ακριβώς «συμπεριφορών» (κουλτούρες!) και τεχνικών τής παραγωγής γνώσης εντός τής ιατρικής. Η κλινική γνώση βασίζεται στη γνώση και κατάταξη συμπτωμάτων και ενδείξεων, και ο γιατρός γίνεται έτσι ένας σημειολόγος και ανιχνευτής από μιαν ορισμένη άποψη. Μια διπλή αβεβαιότητα διαμορφώνει το έργο του: οι ασθένειες που δεν είναι προσιτές στην άμεση παρατήρηση διαγιγνώσκονται κατ’ αρχάς με τη βοήθεια των συμπτωμάτων· και το σύμπτωμα δεν είναι, κατά δεύτερον, σταθερό και μονοσήμαντο. Το ότι διαφορετικές φαινομενικά προϋποθέσεις οδηγούν σε εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα, αυτό δημιουργεί συνεχώς καινούργιες, ίσως και πολύ πιο ενδιαφέρουσες ενδείξεις, συντελώντας ωστόσο και σε μια σύγχυση, που «δυσφήμησε» αρκετές φορές τον 19ον αιώνα την κλινική πράξη.

Η κλινική πράξη που προχωρά αποδεικνύοντας συνεχώς τις ικανότητές της, έχει ως αντικείμενο στα φαινόμενα το μοναδικό και έκτακτο, την περιπτωσιολογία και τους ανθρώπους, όντας έτσι υποχρεωμένη να θέτη διαρκώς το ερώτημα, πώς θα οδηγηθή απ’ το ιδιαίτερο στο γενικό. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει με την πειραματική επιστήμη, η οποία προχωρά ποσοτικοποιώντας, κατευθυνόμενη προς τη γενικότητα των φαινομένων και την αντίστοιχη δυνατότητα αναπαραγωγής τους, με συνέπεια τα συμπεράσματά της να διαθέτουν έναν πολύ υψηλότερο βαθμό βεβαιότητας. Συνοδευόμενη βέβαια και απ’ το ερώτημα, ποιαν εξήγηση μπορεί (ενδεχομένως) να προσφέρη για μιαν ατομική περίπτωση.

Στην ιατρική τού 19ου αιώνα συναντάμε μια συνεχή, «άσχετη» γειτνίαση ενδεικτικής και πειραματικής επιστήμης, και η διδασκαλία τού «εντοπισμού» αποτελεί ένα εξέχον παράδειγμα αυτής τής «δυναμικής». Και η σύνδεση κατ’ αρχάς τών αβέβαιων και πολλαπλών ατομικών περιπτώσεων με την πειραματική άσκηση είναι αυτή που οδηγεί σε μιαν επιστήμη, που πιστεύει πράγματι, κατά τα τέλη τού 19ου αιώνα, πως θα μπορούσε να εξηγήση πλήρως τον άνθρωπο.

Σ’ αυτό το σημείο θα σταματήσω κι εγώ, διακόπτοντας την έρευνά μου. Όχι επειδή θα τελείωνε έτσι και η ιστορία τού «εντοπισμού», το αντίθετο μάλιστα, καθώς ο «εντοπισμός» περνά σε μια δεύτερη φάση, της οποίας είμαστε εμείς σήμερα ακόμα οι μάρτυρες. Χωρίς ωστόσο τις αρχές τής ιστορίας τού “homo cerebralis”, η σημερινή κατάσταση του «εγκατεστημένου» κάπου ανάμεσα σε εγκεφαλικές εικόνες, σε εγκεφαλικό “jogging” και εγκεφαλικό θάνατο ανθρώπου, θα ήταν εντελώς ακατανόητη.


( Τέλος τής εισαγωγής τού βιβλίου τού Michael Hagner: “Homo cerebralis – Ο εγκεφαλικός άνθρωπος: Η μετατροπή τού (εγκεφάλου ως) ψυχικού οργάνου σε (απλόν) εγκέφαλο» )

ΠΩΣ ΤΟ ΛΕΕΙ Ο ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ; Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑ! ΚΑΙ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: