Συνέχεια από: Συνέχεια από Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2023
ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟΡΙΩΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΩΜΑ ΤΟΝ ΑΓΙΑΣΜΕΝΟ
4
Του ιδίου αγίου (Γρηγορίου) από το δεύτερο Λόγο του περί Υιού στα λεγόμενα· «Ως Λόγος λοιπόν δεν ήταν ούτε υπάκουος ούτε ανυπάκουος. Γιατί αυτά ανήκουν σ' εκείνους που βρίσκονται κάτω από εξουσία και στους κατώτερους· το ένα ανήκει στους καλοκάγαθους, και το άλλο σ᾽ εκείνους που είναι άξιοι για τιμωρία. Ως μορφή δούλου, συγκαταβαίνει στους ομόδουλούς του και τους δούλους και παίρνει τη μορφή του αλλότριού του, φέροντας στον εαυτό του όλον εμένα με όλα τα δικά μου, για να δαπανήσει στον εαυτο του το χειρότερο, όπως η φωτιά εξαφανίζει το κερί, ή όπως ο ήλιος την πρωινή δροσιά της γης, και να λάβω εγώ όλα εκείνου εξαιτίας της σύγκρασής μου μαζί του. Γι' αυτό τιμά έμπρακτα την υπακοή και τη δοκιμάζει στο πάθος. Γιατί δεν φτάνει η διάθεση μόνο, όπως βέβαια και σ' εμάς, αν δεν προχωρήσουμε στην πράξη. Γιατί το έργο είναι η απόδειξη της διάθεσης. Δεν είναι ίσως άσχημο να υποθέσουμε και το άλλο, ότι δοκιμάζει τη δική μας υπακοή κι ότι μετράει όλα τα δικά μας με τα δικά του πάθη, με κάποια τέχνη φιλανθρωπίας, ώστε να μπορεί να γνωρίζει από τα δικά του τα δικά μας, και πόσο πρέπει να μας απαιτούνται ευθύνες και πόσο να συγχωρούμαστε, λογαριάζοντας μαζί με το πάθος και την ασθένειά μας».
Ως Θεός από τη φύση του ο Λόγος είναι οπωσδήποτε ελεύθερος, λέει, από την υπακοή και την παρακοή, γιατί ως Κύριος είναι ο φυσικός δοτήρας και κάθε εντολής, της οποίας η υπακοή είναι τήρηση, ενώ η παρακοή παράβαση. Γιατί ο νόμος των εντολών και η εκπλήρωση η παράβασή του αφορά όσα χαρακτηρίζονται από κίνηση, όχι εκείνο που το φυσικό Είναι του είναι η στάση.
Ως μορφή δούλου, δηλαδή Θεός που έγινε άνθρωπος στη φύση, συγκατέβηκε στους ομόδουλους του και δούλους, παίρνοντας ως μορφή του το αλλότριο, αφού υποδύθηκε μαζί με τη φύση μας και την παθητότητά της. Γιατί είναι ξένο προς τον αναμάρτητο από τη φύση του το επιτίμιο εκείνου που αμάρτησε, κι αυτό είναι η παθητότητα, στο οποίο εξαιτίας της παράβασης κατακρίθηκε όλη η φύση.
Αν τώρα κενώθηκε στη μορφή του δούλου, δηλαδή έγινε άνθρωπος, και πήρε, δείχνοντας συγκατάβαση, ως μορφή το αλλότριο, δηλαδή έγινε άνθρωπος παθητός από τη φύση του, θεωρείται επομένως κένωσή του και συγκατάβαση ως αγαθού μαζί και φιλάνθρωπου· και η μεν τον δείχνει να έχει γίνει άνθρωπος αληθινά και η δε αληθινά από τη φύση του άνθρωπος παθητός. Γι' αυτό λέει ο διδάσκαλος· «έχοντας στον ευατό του ολόκληρον εμένα μαζί με τα δικά μου στοιχεία», δηλαδή ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, σε ένωση υποστασιακή μαζί της με τα αδιάβλητα πάθη της. Με αυτά, αφού εξαφάνισε το χειρότερο δικό μας στοιχείο, εξαιτίας του οποίου παρεισέφρησε στη φύση μας η παθητότητα, εννοώ το νόμο της αμαρτίας που πήγασε από την παρακοή, που ισχύς του είναι η παραφύση διάθεση της γνώμης μας, εισάγοντας τη δύναμη των παθών στην παθητότητα της φύσης μας άλλοτε χαλαρή και άλλοτε έντονη, όχι μόνο μας έσωσε από την κατοχή της αμαρτίας, αλλά μας μετέδωσε και θεία δύναμη καταργώντας το επιτίμιό μας, δύναμη που πραγματοποιεί την ατρεψία της ψυχής και την αφθαρσία του σώματος μέσα στην ταυτότητα της γνώμης σχετικά με το φυσικό καλό, γι' αυτούς που επιχειρούν σοβαρά να τιμήσουν τη χάρη με τα έργα τους. Αυτό νομίζω θέλοντας να διδάξει και ο άγιος λέει· «Για να εξαφανίσει στον εαυτό του το χειρότερο, όπως η φωτιά το κερί ή όπως ο ήλιος την πρωινή δροσιά στη γη, και να μεταλάβω εγώ τα δικά του εξαιτίας της σύγκρασής μου μ' αυτόν», να γίνω δηλαδή με τη δύναμη της χάριτος εξίσου μ' εκείνον καθαρός από πάθη.
Γνωρίζω και μια άλλη άποψη για το λεγόμενο, «παίρνει ως μορφή το αλλότριό του», που την άκουσα από κάποιον άγιο σοφό στο λόγο και στο βίο. Όταν ρωτήθηκε εκείνος έλεγε πως είναι αλλότριο στη φύση του Λόγου η υπακοή, όπως και η υποταγή, που την ανέχθηκε ολόκληρη για χάρη μας, επειδή καταπατήσαμε την εντολή, και πραγματοποίησε τη σωτηρία του γένους μας, κάνοντας δικό του το δικό μας. Γι' αυτό τιμά την υπακοή στην πράξη, με το να γίνει νέος Αδάμ στη φύση για χάρη του παλαιού, και την ασκεί με το πάθος του περνώντας θεληματικά από τα ίδια μ' εμάς παθήματα, εφόσον βέβαια σύμφωνα μ' αυτόν τον αληθινά μεγάλο δάσκαλο, «εκοπίασε και επείνασε και εδίψασε και εδοκίμασε αγωνία και εδάκρυσε», σύμφωνα με το νόμο του σώματος, πράγμα που αποτελεί σαφή απόδειξη ενεργητικής διάθεσης και τεκμήριο της συγκατάθεσης προς τους ομόδουλους και τους δούλους του. Γιατί έμεινε Δεσπότης στη φύση και έγινε δούλος για μένα το φυσικό δούλο, για να με κάνει κύριο εκείνου που με την απάτη με υπόταξε στην τυραννία του. Γι' αυτό ακριβώς, ενεργώντας τα δουλικά έργα σαν Δεσπότης, δηλαδή τα σαρκικά σαν Θεός, φανέρωνε την απαθή κι από τη φύση της κυρίαρχη δύναμη μέσα στα σαρκικά, που αφανίζει με το πάθος τη φθορά και δημιουργεί με το θάνατο την ανώλεθρη ζωή, και πράττοντας σαν δούλος τα δεσποτικά του έργα, δηλαδή σαρκικώς πράττοντας τα θεϊκά του έργα, αποδείκνυε την άφατη κένωση που θεοποιούσε όλο το γένος μας με παθητή σάρκα, το οποίο είχε γίνει γη με τη φθορά.
Γιατί με την εναλλαγή αυτών επιβεβαίωνε με σαφήνεια τόσο τις φύσεις που υπόστασή τους αποτελούσε ο ίδιος, όσο και τις ενέργειες της ουσίας τους, δηλαδή τις κινήσεις, που ένωνε ασύγχυτα στον εαυτό του, χωρίς να δέχεται διαίρεση στις δύο φύσεις που ήταν αυτός η υπόστασή τους, εφόσον προσφυώς στον εαυτό του ενεργούσε μοναδικώς, δηλαδή ενοειδώς, και με καθένα από όσα αυτός έπραττε με τη δύναμη της θεότητάς του συμφανέρωνε την ενέργεια της δικής του σάρκας. Γιατί από αυτόν, που είναι ένας, δεν υπάρχει άλλο ενικότερο, ούτε πάλι ήταν κάτι ολότελα πιο ενικό και πιο σωστικό από τα δικά του έργα. Γι' αυτό ήταν στ' αλήθεια ο ίδιος και Θεός πάσχων και στ' αλήθεια άνθρωπος που θαυματουργούσε, επειδή ήταν και αληθινή υπόσταση αληθινών φύσεων σε υπόσταση άρρητη. Σ' αυτές ενεργώντας με τρόπο κατάλληλο και προσφυή παρουσιαζόταν να σώζεται (σωζόμενος), διασώζοντάς αυτές (τις φύσεις) αληθινά ασύγχυτες, αφού βέβαια έμεινε απαθής και παθητός στη φύση, αθάνατος και θνητός, ορατός και νοητός (νοούμενος), επειδή είναι ο ίδιος φύσει Θεός και φύσει άνθρωπος.
Μ' αυτή την έννοια, κατά τη γνώμη μου, ο φύσει Δεσπότης τιμά την υπακοή και την επιχειρεί διά μέσου του πάθους, όχι για να σώσει μόνο με την ενέργειά του όλη τη φύση αποκαθαίροντάς την από το χειρότερο, αλλά για να δοκιμάσει και τη δική μας υπακοή μαθαίνοντας τα δικά μας με τη βίωση των δικών μας αυτός που περικλείει όλη τη γνώση στη φύση του, μαθαίνοντας δηλαδή κατά πόσο κρινόμαστε οφειλέτες και κατά πόσο συγχωρούμαστε ως προς την τέλεια υποταγή, με την οποία πρέπει να οδηγήσει στον Πατέρα του όσους αποδείχθηκαν ότι σώζονται από αυτόν με τη δύναμη της χάριτος. Γιατί είναι αληθινά μεγάλο και φρικτό το μυστήριο της σωτηρίας μας. Απαιτείται από μέρους μας τόσο, όσο εκείνος έχει λάβει από τη φύση, και συγχωρούμαστε τόσο, όσο αυτός μας παραχώρησε με την ένωσή του με εμάς, εάν βέβαια η έξη της φιλομαρτήμονας γνώμης δεν κάνει ύλη κακίας την ασθένεια της φύσης μας. Και φαίνεται να εννοεί κάτι τέτοιο ο μεγάλος αυτός δάσκαλος, βεβαιώνοντάς μας το με τα εξής. Γιατί λέει· «Αν το φως που φέγγει στο σκοτάδι, δηλαδη στη ζωή αυτή, διώχθηκε εξαιτίας του σωματικού σκεπάσματος από το άλλο σκοτάδι, εννοώ το σκοτάδι του πονηρού που μας πειράζει, πόσο είναι το σκοτάδι, αφού είναι πιο αδύναμο; Και γιατί είναι θαυμαστό, φεύγοντας εκείνο το φως εντελώς, να πιαστούμε εμείς; Γιατί είναι μεγαλύτερο για κείνον να διωχθεί, παρά να πιαστούμε εμείς, για όσους σκέπτονται ορθά αυτά τα πράγματα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου