Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2023

Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής - ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟΡΙΩΝ (4)

 Συνέχεια από: Συνέχεια από Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2023

ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟΡΙΩΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΩΜΑ ΤΟΝ ΑΓΙΑΣΜΕΝΟ

4

Του ιδίου αγίου (Γρηγορίου) από το δεύτερο Λόγο του περί Υιού στα λεγόμενα· «Ως Λόγος λοιπόν δεν ήταν ούτε υπάκουος ούτε ανυπάκουος. Γιατί αυτά ανήκουν σ' εκείνους που βρίσκονται κάτω από εξουσία και στους κατώτερους· το ένα ανήκει στους καλοκάγαθους, και το άλλο σ᾽ εκείνους που είναι άξιοι για τιμωρία. Ως μορφή δούλου, συγκαταβαίνει στους ομόδουλούς του και τους δούλους και παίρνει τη μορφή του αλλότριού του, φέροντας στον εαυτό του όλον εμένα με όλα τα δικά μου, για να δαπανήσει στον εαυτο του το χειρότερο, όπως η φωτιά εξαφανίζει το κερί, ή όπως ο ήλιος την πρωινή δροσιά της γης, και να λάβω εγώ όλα εκείνου εξαιτίας της σύγκρασής μου μαζί του. Γι' αυτό τιμά έμπρακτα την υπακοή και τη δοκιμάζει στο πάθος. Γιατί δεν φτάνει η διάθεση μόνο, όπως βέβαια και σ' εμάς, αν δεν προχωρήσουμε στην πράξη. Γιατί το έργο είναι η απόδειξη της διάθεσης. Δεν είναι ίσως άσχημο να υποθέσουμε και το άλλο, ότι δοκιμάζει τη δική μας υπακοή κι ότι μετράει όλα τα δικά μας με τα δικά του πάθη, με κάποια τέχνη φιλανθρωπίας, ώστε να μπορεί να γνωρίζει από τα δικά του τα δικά μας, και πόσο πρέπει να μας απαιτούνται ευθύνες και πόσο να συγχωρούμαστε, λογαριάζοντας μαζί με το πάθος και την ασθένειά μας».

Ως Θεός από τη φύση του ο Λόγος είναι οπωσδήποτε ελεύθερος, λέει, από την υπακοή και την παρακοή, γιατί ως Κύριος είναι ο φυσικός δοτήρας και κάθε εντολής, της οποίας η υπακοή είναι τήρηση, ενώ η παρακοή παράβαση. Γιατί ο νόμος των εντολών και η εκπλήρωση η παράβασή του αφορά όσα χαρακτηρίζονται από κίνηση, όχι εκείνο που το φυσικό Είναι του είναι η στάση.

Ως μορφή δούλου, δηλαδή Θεός που έγινε άνθρωπος στη φύση, συγκατέβηκε στους ομόδουλους του και δούλους, παίρνοντας ως μορφή του το αλλότριο, αφού υποδύθηκε μαζί με τη φύση μας και την παθητότητά της. Γιατί είναι ξένο προς τον αναμάρτητο από τη φύση του το επιτίμιο εκείνου που αμάρτησε, κι αυτό είναι η παθητότητα, στο οποίο εξαιτίας της παράβασης κατακρίθηκε όλη η φύση.

Αν τώρα κενώθηκε στη μορφή του δούλου, δηλαδή έγινε άνθρωπος, και πήρε, δείχνοντας συγκατάβαση, ως μορφή το αλλότριο, δηλαδή έγινε άνθρωπος παθητός από τη φύση του, θεωρείται επομένως κένωσή του και συγκατάβαση ως αγαθού μαζί και φιλάνθρωπου· και η μεν τον δείχνει να έχει γίνει άνθρωπος αληθινά και η δε αληθινά από τη φύση του άνθρωπος παθητός. Γι' αυτό λέει ο διδάσκαλος· «έχοντας στον ευατό του ολόκληρον εμένα μαζί με τα δικά μου στοιχεία», δηλαδή ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, σε ένωση υποστασιακή μαζί της με τα αδιάβλητα πάθη της. Με αυτά, αφού εξαφάνισε το χειρότερο δικό μας στοιχείο, εξαιτίας του οποίου παρεισέφρησε στη φύση μας η παθητότητα, εννοώ το νόμο της αμαρτίας που πήγασε από την παρακοή, που ισχύς του είναι η παραφύση διάθεση της γνώμης μας, εισάγοντας τη δύναμη των παθών στην παθητότητα της φύσης μας άλλοτε χαλαρή και άλλοτε έντονη, όχι μόνο μας έσωσε από την κατοχή της αμαρτίας, αλλά μας μετέδωσε και θεία δύναμη καταργώντας το επιτίμιό μας, δύναμη που πραγματοποιεί την ατρεψία της ψυχής και την αφθαρσία του σώματος μέσα στην ταυτότητα της γνώμης σχετικά με το φυσικό καλό, γι' αυτούς που επιχειρούν σοβαρά να τιμήσουν τη χάρη με τα έργα τους. Αυτό νομίζω θέλοντας να διδάξει και ο άγιος λέει· «Για να εξαφανίσει στον εαυτό του το χειρότερο, όπως η φωτιά το κερί ή όπως ο ήλιος την πρωινή δροσιά στη γη, και να μεταλάβω εγώ τα δικά του εξαιτίας της σύγκρασής μου μ' αυτόν», να γίνω δηλαδή με τη δύναμη της χάριτος εξίσου μ' εκείνον καθαρός από πάθη.

Γνωρίζω και μια άλλη άποψη για το λεγόμενο, «παίρνει ως μορφή το αλλότριό του», που την άκουσα από κάποιον άγιο σοφό στο λόγο και στο βίο. Όταν ρωτήθηκε εκείνος έλεγε πως είναι αλλότριο στη φύση του Λόγου η υπακοή, όπως και η υποταγή, που την ανέχθηκε ολόκληρη για χάρη μας, επειδή καταπατήσαμε την εντολή, και πραγματοποίησε τη σωτηρία του γένους μας, κάνοντας δικό του το δικό μας. Γι' αυτό τιμά την υπακοή στην πράξη, με το να γίνει νέος Αδάμ στη φύση για χάρη του παλαιού, και την ασκεί με το πάθος του περνώντας θεληματικά από τα ίδια μ' εμάς παθήματα, εφόσον βέβαια σύμφωνα μ' αυτόν τον αληθινά μεγάλο δάσκαλο, «εκοπίασε και επείνασε και εδίψασε και εδοκίμασε αγωνία και εδάκρυσε», σύμφωνα με το νόμο του σώματος, πράγμα που αποτελεί σαφή απόδειξη ενεργητικής διάθεσης και τεκμήριο της συγκατάθεσης προς τους ομόδουλους και τους δούλους του. Γιατί έμεινε Δεσπότης στη φύση και έγινε δούλος για μένα το φυσικό δούλο, για να με κάνει κύριο εκείνου που με την απάτη με υπόταξε στην τυραννία του. Γι' αυτό ακριβώς, ενεργώντας τα δουλικά έργα σαν Δεσπότης, δηλαδή τα σαρκικά σαν Θεός, φανέρωνε την απαθή κι από τη φύση της κυρίαρχη δύναμη μέσα στα σαρκικά, που αφανίζει με το πάθος τη φθορά και δημιουργεί με το θάνατο την ανώλεθρη ζωή, και πράττοντας σαν δούλος τα δεσποτικά του έργα, δηλαδή σαρκικώς πράττοντας τα θεϊκά του έργα, αποδείκνυε την άφατη κένωση που θεοποιούσε όλο το γένος μας με παθητή σάρκα, το οποίο είχε γίνει γη με τη φθορά.

Γιατί με την εναλλαγή αυτών επιβεβαίωνε με σαφήνεια τόσο τις φύσεις που υπόστασή τους αποτελούσε ο ίδιος, όσο και τις ενέργειες της ουσίας τους, δηλαδή τις κινήσεις, που ένωνε ασύγχυτα στον εαυτό του, χωρίς να δέχεται διαίρεση στις δύο φύσεις που ήταν αυτός η υπόστασή τους, εφόσον προσφυώς στον εαυτό του ενεργούσε μοναδικώς, δηλαδή ενοειδώς, και με καθένα από όσα αυτός έπραττε με τη δύναμη της θεότητάς του συμφανέρωνε την ενέργεια της δικής του σάρκας. Γιατί από αυτόν, που είναι ένας, δεν υπάρχει άλλο ενικότερο, ούτε πάλι ήταν κάτι ολότελα πιο ενικό και πιο σωστικό από τα δικά του έργα. Γι' αυτό ήταν στ' αλήθεια ο ίδιος και Θεός πάσχων και στ' αλήθεια άνθρωπος που θαυματουργούσε, επειδή ήταν και αληθινή υπόσταση αληθινών φύσεων σε υπόσταση άρρητη. Σ' αυτές ενεργώντας με τρόπο κατάλληλο και προσφυή παρουσιαζόταν να σώζεται (σωζόμενος), διασώζοντάς αυτές (τις φύσεις) αληθινά ασύγχυτες, αφού βέβαια έμεινε απαθής και παθητός στη φύση, αθάνατος και θνητός, ορατός και νοητός (νοούμενος), επειδή είναι ο ίδιος φύσει Θεός και φύσει άνθρωπος.

Μ' αυτή την έννοια, κατά τη γνώμη μου, ο φύσει Δεσπότης τιμά την υπακοή και την επιχειρεί διά μέσου του πάθους, όχι για να σώσει μόνο με την ενέργειά του όλη τη φύση αποκαθαίροντάς την από το χειρότερο, αλλά για να δοκιμάσει και τη δική μας υπακοή μαθαίνοντας τα δικά μας με τη βίωση των δικών μας αυτός που περικλείει όλη τη γνώση στη φύση του, μαθαίνοντας δηλαδή κατά πόσο κρινόμαστε οφειλέτες και κατά πόσο συγχωρούμαστε ως προς την τέλεια υποταγή, με την οποία πρέπει να οδηγήσει στον Πατέρα του όσους αποδείχθηκαν ότι σώζονται από αυτόν με τη δύναμη της χάριτος. Γιατί είναι αληθινά μεγάλο και φρικτό το μυστήριο της σωτηρίας μας. Απαιτείται από μέρους μας τόσο, όσο εκείνος έχει λάβει από τη φύση, και συγχωρούμαστε τόσο, όσο αυτός μας παραχώρησε με την ένωσή του με εμάς, εάν βέβαια η έξη της φιλομαρτήμονας γνώμης δεν κάνει ύλη κακίας την ασθένεια της φύσης μας. Και φαίνεται να εννοεί κάτι τέτοιο ο μεγάλος αυτός δάσκαλος, βεβαιώνοντάς μας το με τα εξής. Γιατί λέει· «Αν το φως που φέγγει στο σκοτάδι, δηλαδη στη ζωή αυτή, διώχθηκε εξαιτίας του σωματικού σκεπάσματος από το άλλο σκοτάδι, εννοώ το σκοτάδι του πονηρού που μας πειράζει, πόσο είναι το σκοτάδι, αφού είναι πιο αδύναμο; Και γιατί είναι θαυμαστό, φεύγοντας εκείνο το φως εντελώς, να πιαστούμε εμείς; Γιατί είναι μεγαλύτερο για κείνον να διωχθεί, παρά να πιαστούμε εμείς, για όσους σκέπτονται ορθά αυτά τα πράγματα».

Το πρωτότυπο κείμενο
4
Τοῦ αὐτοῦ ἐκ τοῦ δευτέρου περί Υἱοῦ Λόγου, εἰς τό· " Ὡς μέν γάρ Λόγος, οὔτε ὑπήκοος ἦν, οὔτε ἀνήκοος· τῶν γάρ ὑπό χεῖρα ταῦτα καί τῶν δευτέρων· τό μέν τῶν εὐγνωμονεστέρων, τό δέ τῶν ἀξίων κολάσεως. Ὡς δέ δούλου μορφή, συγκαταβαίνει τοῖς ὁμοδούλοις καί δούλοις, καί μορφοῦται τό ἀλλότριον, ὅλον ἐν ἑαυτῷ φέρων μετά τῶν ἐμῶν, ἵνα ἐν ἑαυτῷ δαπανήσῃ τό χεῖρον, ὡς κηρόν πῦρ, ἤ ὡς ἀτμίδα γῆς ἥλιος, κἀγώ μεταλάβω τῶν ἐκείνου διά τήν σύγκρασιν. Διά τοῦτο ἔργῳ τιμᾷ τήν ὑπακοήν καί πειρᾶται ταύτης ἐκ τοῦ παθεῖν. Οὐ γάρ ἱκανόν ἡ διάθεσις, ὥσπερ οὐδέ ἡμῖν, εἰ μή καί διά τῶν πραγμάτων χωρήσαιμεν. Ἔργον γάρ ἀπόδειξις διαθέσεως. Οὐ χεῖρον δέ ἴσως κἀκεῖνο ὑπολαβεῖν, ὅτι δοκιμάζει τήν ἡμετέραν ὑπακοήν, καί πάντα μετρεῖ τοῖς ἑαυτοῦ πάθεσι τά ἡμέτερα, τέχνη φιλανθρωπίας, ὥστε ἔχειν εἰδέναι τοῖς ἑαυτοῦ τά ἡμέτερα, καί πόσον μέν ἀπαιτούμεθα, πόσον δέ συγχωρούμεθα, λογιζομένης μετά τοῦ πάσχειν καί τῆς ἀσθενείας."  

Ὡς μέν γάρ φύσει Θεός Λόγος, ὑπακοῆς, φησί, καί παρακοῆς πάντως ἐλεύθερος, ὅτι καί φύσει πάσης ἐντολῆς ὡς Κύριος ὑπάρχει δοτήρ, ἧς ἡ μέν ὑπακοή τήρησίς ἐστιν, ἡ δέ παρακοή παράβασις. Τῶν γάρ φύσει κινουμένων ὁ κατ᾿ ἐντολήν νόμος καί ἡ κατ᾿ αὐτόν πλήρωσίς ἐστι καί παράβασις, οὐχί οὗ φύσει τό εἶναι στάσις ἐστίν.  

Ὡς δέ δούλου μορφῇ, τουτέστιν ἄνθρωπος φύσει γενόμενος, συγκατέβη τοῖς ὁμοδούλοις καί δούλοις, φορφωθείς τό ἀλλότριον, ἅμα τῇ φύσει καί τό καθ᾿ ἡμᾶς τῆς φύσεως ὑποδύς παθητόν. Ἀλλότριον γάρ τοῦ κατά φύσιν ἀναμαρτήτου τό τοῦ ἁμαρτήσαντος ἐπιτίμιον, ὅπερ ἐστί τό διά τήν παράβασιν κατακριθέν τῆς ὅλης φύσεως παθητόν.  

Εἰ δέ κενωθείς μέν δούλου μορφῇ, τουτέστιν ἄνθρωπος συγκαταβάς δέ μορφοῦται τό ἀλλότριον, τουτέστιν ἄνθρωπος φύσει γίνεται παθητός, κένωσις ἅρα περί αὐτόν ὡς ἀγαθόν ὁμοῦ καί φιλάνθρωπον θεωρεῖται καί συγκατάβασις, ἡ μέν ἄνθρωπον ἀληθῶς, ἡ δέ φύσει παθητόν ἄνθρωπον ἀληθῶς ὄντα δεικνῦσα γεγενημένον. Διό φησιν ὁ διδάσκαλος· (1044)  "  Ὅλον ἐν ἑαυτῷ ἐμέ φέρων μετά τῶν ἐμῶν, " τουτέστι τήν ἀνθρωπείαν φύσιν ὁλόκληρον, ἑνώσει τῇ καθ᾿ ὑπόστασιν μετά τῶν αὐτῆς ἀδιαβλήτων παθῶν. Οἷς ἡμῶν δαπανήσας τό χεῖρον, διό τῇ φύσει τό παθητόν ἐπεισεκρίθη, λέγω δέ τόν ἐκ τῆς παρακοῆς νόμον τῆς ἁμαρτίας, οὗ  κράτος ἐστίν ἡ παρά φύσιν τῆς ἡμετέρας γνώμης διάθεσις, ἐμπάθειαν τῷ παθητῷ τῆς φύσεως ἐπεισάγουσα κατ᾿ ἄνεσιν καί ἐπίτασιν, οὐ μόνον σέσωκεν ὑπό τῆς ἁμαρτίας κατεχομένους, ἀλλά καί θείας δυνάμεως μεταδέδωκεν ἐν ἑαυτῷ λύσας ἡμῶν τό ἐπιτίμιον, ψυχῆς ἀτρεψίαν καί σώματος ἀφθαρσίαν ἐργαζομένης ἐν τῇ περί τό φύσει καλόν τῆς γνώμης ταυτότητι, τοῖς ἔργῳ τιμᾷν τήν χάριν σπουδάζουσιν. Ὅπερ οἶμαι διδάσκων ὁ ἅγιός φησιν· "Ἵνα ἐν ἑαυτῷ δαπανήσῃ τό χεῖρον, ὡς κηρόν πῦρ, ἤ ὡς ἀτμίδα γῆς ἥλιος, κἀγώ μεταλάβω τῶν ἐκείνου διά τήν σύγκρασιν·" καθαρός δηλαδή τῇ χάριτι πάθους ἴσως ἐκείνῳ γενόμενος. 

Οἶδα δέ καί λόγον ἕτερον περί τοῦ, "Μορφοῦται τό ἀλλότριον," παρά τινος ἁγίου σοφοῦ καί λόγον καί βίον μαθών. Ἔλεγε γάρ ἐρωτηθείς ἐκεῖνος ἀλλότριον εἶναι τοῦ Λόγου φύσει τήν ὑπακοήν, ὥσπερ καί τήν ὑποταγήν, ἥν ὑπέρ ἡμῶν παραβάντων τήν ἐντολήν ἐκτίσας ὅλην εἰργάσατο τοῦ γένους τήν σωτηρίαν, ἑαυτοῦ ποιούμενος τό ἡμέτερον. Διά τοῦτο ἔργῳ τιμᾷ τήν ὑπακοήν, νέος Ἀδάμ ὑπέρ τοῦ παλαιοῦ φύσει γενόμενος, καί πειρᾶται ταύτης ἐκ τοῦ παθεῖν, διά τῶν αὐτῶν ἑκουσίως ἡμῖν ἐνεχθείς παθημάτων. Εἴπερ κατά τοῦτον ἀληθῶς τόν μέγαν διδάσκαλον, "Ἐκοπίασε, καί ἐπείνασε, καί ἐδίψησε, καί ἠγωνίασε, καί ἐδάκρυσε" νόμῳ σώματος, ὅ δή σαφής ἐνεργοῦς ἐστιν ἀπόδειξις διαθέσεως, καί τῆς προς τούς ὁμοδόλους τε καί δούλους τεκμήριον συγκαταβάσεως. Δεσπότης γάρ φύσει μεμένηκε, καί δοῦλος δ᾿ ἐμέ τόν φύσει δοῦλον γενόμενος, ἵνα ποιήσῃ δεσπότην τοῦ δι᾿ ἀπάτης τυραννικῶς κυριεύσαντος, διά τοῦτο τά μέν δουλικά δεσποτικῶς ἐνεργῶν, τουτέστι τά σαρκικά θεϊκῶς, τήν ἀπαθῆ καί φύσει δεσπόζουσαν ἐν τοῖς   σαρκικοῖς ἐπεδείκνυτο δύναμιν, διά πάθους,   τήν φθοράν ἀφανίζουσαν, καί διά θανάτου ζωήν δημιουργοῦσαν ἀνώλεθρον, τά δεσποτικά δέ πράττων δουλικῶς, τουτέστι τά θεῖα σαρκικῶς, τήν ἄφατον ἐνεδείκνυτο κένωσιν, διά σαρκός παθητῆς τό γένος ἅπαν τῇ φθορᾷ γεωθέν θεουργοῦσαν. 

Τῇ γάρ τούτων ἐπαλλαγῇ σαφῶς ἐπιστοῦτο τάς τε φύσεις ὧν αὐτός ὑπόστασις ἦν, καί τάς αὐτῶν οὐσιώδεις ἐνεργείας, ἤγουν κινήσεις, ὧν αὐτός ἕνωσις ἦν ἀσύγχυτος, μή δεχομένη διαίρεσιν κατ᾿ ἄμφω τάς φύσεις ὧν αὐτός ὑπόστασις ἦν, εἴπερ  ἑαυτῷ προσφυῶς μοναδικῶς, τουτέστιν ἑνοειδῶς ἐνεργῶν, καί δι᾿ ἑκάστου τῶν ὑπ' αὐτοῦ γινομένων τῇ δυνάμει τῆς ἑαυτοῦ θεότητος ἀχωρίστως συνεκφαίνων τῆς οἰκείας σαρκός τήν ἐνέργειαν.  Αὐτοῦ γάρ ἑνός ὄντος οὐδέν ἑνικώτερον, οὐδ᾿ αὐτοῦ πάλιν τῶν ἑαυτοῦ παντελῶς ἐνικώτερον ἤ σωστικώτερον. Διά τοῦτο καί πάσχω Θεός ἦν ἀληθῶς, καί θαυματουργῶν ἄνθρωπος ἦν ὁ αὐτός ἀληθῶς, ὅτι καί φύσεων ἀληθῶν καθ᾿ ἕνωσιν ἄῤῥητον ὑπόστασις ἦν ἀληθής. Αἷς καταλλήλως τε καί προσφυῶς ἐνεργῶν ἐδείκνυτο σώζων αὐτάς ἀληθῶς ἀσυγχύτους σωζόμενος· εἴπερ ἀπαθής μεμένηκε φύσει καί παθητός, ἀθάνατος καί θνητός, ὁρατός καί νοούμενος, ὡς φύσει Θεός καί φύσει ἄνθρωπος ὁ αὐτός. 

Οὕτω μέν οὖν, κατ᾿ ἐμέ φάναι, τιμᾷ τήν ὑπακοήν ὁ φύσει Δεσπότης, καί πειρᾶται ταύτης ἐκ τοῦ παθεῖν, οὐχ ἵνα σώσῃ μόνον τοῖς ἑαυτοῦ τήν ἅπασαν  φύσιν ἀποκαθάρας τοῦ χείρονος, ἀλλ᾿ ἵνα καί τήν ἡμετέραν ὑπακοήν δοκιμάσῃ μανθάνων τῇ πείρᾳ τῶν ἡμετέρων τά καθ᾿ ἡμᾶς, ὁ πᾶσαν γνῶσιν τῇ φύσει περιγράφων, πόσον μέν ἀπαιτούμεθα, πόσον δέ συγχωρούμεθα πρός τήν τελείαν ὑποταγήν, δι᾿ ἧς προσάγειν πέφυκε τῷ Πατρί τούς σωζομένους, κατ᾿ αὐτόν φανέντας τῇ δυνάμει τῆς χάριτος. Ὡς μέγα καί φρικτόν ὄντως τό τῆς ἡμῶν σωτηρίας μυστήριον. Ἀπαιτούμεθα γάρ ὅσον ἐκεῖνος φύσει τό καθ᾿ ἡμᾶς, συγχωρούμεθα δέ ὅσον αὐτός ὑπέρ ἡμᾶς ἑνώσει τό καθ᾿ ἡμᾶς. Εἰ μήπου γνώμης φιλαμαρτήμονος ἕξις ποιεῖται κακίας ὕλην τῆς φύσεως τήν ἀσθένειαν. Καί δῆλός ἐστι ταύτης ὑπάρχων τῆς ἐννοίας ὁ πολύς οὗτος διδάσκαλος, τοῖς ἑξῆς αὐτήν βεβαιῶν. Φησί γάρ· " Εἰ γάρ τό φῶς ἐδιώχθη διά τό πρόβλημα, φαῖνον ἐν τῇ σκοτίᾳ, τῷ βίῳ τούτῳ, ὑπό τῆς ἄλλης σκοτίας, τοῦ πονηροῦ λέγω καί τοῦ πειραστοῦ, τό σκότος πόσον, ὡς ἀσθενέστερον; Καί τί θαυμαστόν, εἰ ἐκείνου διαφυγόντος παντάπασιν ἡμεῖς ποσῶς καταληφθείημεν;  Μεῖζον γάρ ἐκείνῳ τό διωχθῆναι, ἤπερ ἡμῖν τό καταληφθῆναι, παρά τοῖς ὀρθῶς ταῦτα λογιζομένοις."  

Δεν υπάρχουν σχόλια: