Συνέχεια από Δευτέρα, 6 Φεβρουαρίου 2023
PAUL FRIEDLȀNDERΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
25. ΦΑΙΔΡΟΣ (4η συνέχεια)
Οι δυό πρώτοι λόγοι τού πρώτου μέρους πραγματεύονται ένα ρητορικό «σχολικό» θέμα. Το ότι το «αντικειμενικό» θέμα εισέβαλε τώρα με δύναμη στον τρίτο λόγο, αυτό είναι σαν μια παράκαμψη απ’ την (κυρίως) γραμμή, που επαναφέρεται ωστόσο αμέσως ξανά, εκεί που ο Φαίδρος αναφέρεται και πάλι, με τα πρώτα του λόγια μετά τον γνήσιο «ερωτικό» λόγο τού Σωκράτη, στον Λυσία, εκφράζοντας την αμφιβολία, αν ο δάσκαλος εκείνος τής ρητορικής θα μπορούσε να αποδεχθή αυτήν την «αντικειμενικότητα» μαζί με τον Σωκράτη (257 Β). Υποχρεωνόμαστε να γυρίσουμε λοιπόν σχεδόν βίαια στον «κύκλο» τής τυπικής ρητορείας, και το δεύτερο μέρος τού διαλόγου, που ξεκινά τώρα, θα καταστήση στην πραγματικότητα αντικείμενο μιας τυπικο-ρητορικής κριτικής εκείνους τούς λόγους. Το ίδιο ωστόσο το περιεχόμενο «διεμβολίστηκε» τώρα μ’ αυτήν την άκρως εκπληκτική, εσωτερική στροφή. Ο Έρως ανυψώθηκε από ένα αντικείμενο «σχολικής απαγγελίας» σε μιαν ολοζώντανη δύναμη. Κι εμείς ανυψωθήκαμε, απ’ το επίπεδο μιας ρητορικής, πνευματικής άσκησης στο βασίλειο των αιωνίων μορφών, θεωρώντας, σε μια μυθική εικόνα, την κοσμική μοίρα τής ψυχής. Κι αν το δεύτερο μέρος τού διαλόγου φαίνεται τώρα να εκπίπτη ξανά στο επίπεδο μιας ρητορικής συζήτησης, εμείς μπορούμε να είμαστε από πρίν σίγουροι, ότι δεν είναι για τον Σωκράτη, όπως είναι για τον συνομιλητή του, αυτοσκοπός η ρητορεία, αλλά ότι παραχωρεί αυτήν την «επιστροφή», για να μπορέση να διαφωτίση και ’κεί τις (ενδεχόμενες) φιλοσοφικές δυνατότητες της ρητορικής.
Τέσσερις «συλλογισμοί» διατρέχουν το δεύτερο, βασικό μέρος τού διαλόγου. Ο πρώτος αφορά στην αντίθεση μεταξύ του γραπτού, διεξοδικά δηλ. προετοιμασμένου, και του αυτοσχέδιου λόγου. Μια αντίθεση που υποδηλώθηκε ήδη απ’ το πρώτο μέρος, καθώς ο Λυσίας χαρακτηρίστηκε απ’ τον Φαίδρο ως ο σημαντικότερος λογογράφος τού καιρού του («δεινότατος ών τών νύν γράφειν», 228 Α), και ο Σωκράτης προσπάθησε να συναγωνιστή έναν τόσο περίφημο «καλλιτέχνη» αυτοσχεδιάζοντας ως ερασιτέχνης («ιδιώτης») (236 D). Ο Πλάτων ξεκινά έτσι, όπως δείξαμε και προηγουμένως, μιαν εξαιρετικά «καλλιεργημένη» από τούς τεχνίτες τού λόγου συζήτηση, όχι γιατί έδινε τόσο μεγάλη βαρύτητα σ’ αυτήν την ίδια, αλλά για να την ανυψώση πέρα απ’ τον εαυτό της προς τα εκεί, όπου ένας εντελώς διαφορετικός προφορικός λόγος, ο παιδαγωγικός δηλ. διάλογος του φιλοσόφου, θα φανερωθή ως η πιο γνήσια μορφή τού ανθρώπινου λόγου. Ο δεύτερος «συλλογισμός» αναφέρεται στο ερώτημα, αν ο ομιλητής πρέπη να διαθέτη αληθινή γνώση τού αντικειμένου για το οποίο μιλά, ή αν επαρκή μια σχετική έστω «γνωριμία» με το αντικείμενο. Στο πρώτο μέρος αποδείχτηκε βέβαια, πως δεν είναι μόνον ανόητο το να αποδίδη κανείς την παραμικρήν αξία στο «να ξεγελάση κάποιους, οιουσδήποτε ανθρώπους, κερδίζοντας κάποιαν, οποιαδήποτε εκτίμηση και αξία απ’ αυτούς» (243 Α 1. 2), αλλά και ότι η φλυαρία μιας άγνοιας περί έρωτος συνιστά και αποτελεί σοβαρή παράβαση απέναντι στον ίδιον τον θεό (242 C κ.ε.). Για να συμπεριληφθή τώρα ολόκληρη η σχέση φιλοσοφίας και ρητορικής στον «προβληματισμό», κορυφούμενη στο παράδοξο αίτημα μιας φιλοσοφικής ρητορικής εκ μέρους τού Πλάτωνα. Ο τρίτος τώρα «συλλογισμός» αφορά στην αντίθεση ενός αόριστου και ακατάστατου λόγου απέναντι σ’ έναν λόγο, στον οποίον έχει προσδιορισθή με ακρίβεια το θέμα, και ο οποίος οικοδομείται στη βάση ενός καθαρού σχεδίου. Μια αντίθεση που κατέστη κι αυτή σαφής στο πρώτο ήδη μέρος, στην κριτική που εξάσκησε ο Σωκράτης στον λόγο τού Λυσία (235 Α), καθώς και στον τρόπο με τον οποίον αντιμετώπισε, με τον ορισμό στην αρχή (237 CD) και με τη σαφή και ξεκάθαρη «τάξη» γενικώς, τα ελαττώματα εκείνου τού λόγου. Κι αν επανέρχεται τώρα εκ νέου ο συγκεκριμένος προβληματισμός, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο από μιαν απλή εξάσκηση «σχολικών» προσδιορισμών και διευθετήσεων από την πλευρά τού Πλάτωνα, καθώς ο εννοιολογικός προσδιορισμός καθίσταται μάλλον ένα μέσον, για να κατευθυνθή σε «μια μορφή» («έν είδος») το πνεύμα, ενώ και η τάξη οδηγεί στο διαρθρωμένο σύστημα των «σχημάτων», το οποίο ο Πλάτων «αντικρύζει», το αργότερο από την εποχή τού «Κρατύλου». Ο τέταρτος τέλος «συλλογισμός» αφορά στην αντίθεση μιας διδασκαλίας, που ενδιαφέρεται για τα τυπικά και μόνο μέσα τού λόγου, απέναντι σε μιαν άλλη διδασκαλία, που ξεύρει να υπολογίζη με ακρίβεια την ψυχική κατάσταση των ακροατών, δημιουργώντας έναν κατάλληλο προς αυτήν την κατάσταση λόγο. Ακόμα και γι’ αυτόν ωστόσο τον «συλλογισμό», μπορούμε να αναζητήσουμε τις ρίζες στο πρώτο διαλογικό μέρος. Εφ’ όσον δεν μπορεί να μη συναρτάται με την τωρινή συζήτηση το ότι εκεί ο Σωκράτης προλογίζει με μιαν οξύτατη ανάλυση της συγκεκριμένης «περίπτωσης» τον πρώτο του λόγο, όπου και καθορίζονται με ακρίβεια η ηλικία, η ομορφιά και η έλξη που προκαλεί ο νέος άνθρωπος, ταυτόχρονα με την «κολακευτική» και επίβουλη παρουσία τού μεγαλύτερου άνδρα που τον πλησιάζει, καθώς και η (συγκεκριμένη) στιγμή τής συνάντησής τους.
Ο Πλάτων δεν θέτει ωστόσο σε μιαν απλή σειρά και αλληλουχία, όπως σε μια «πραγματεία», τους τέσσερις αυτούς «συλλογισμούς», αλλά τους περιπλέκει αναμεταξύ τους με τέτοιον τρόπο, ώστε ο τρίτος κι ο τέταρτος «συλλογισμός» να αποτελούν το κέντρο, ο δεύτερος να τους περικλείη, όπως έναν πυρήνα, χωρισμένος στα δύο, και ο πρώτος να περιβάλη το σύνολο, επίσης χωρισμένος στα δύο, σαν ένα εξωτερικό κέλυφος. Αυτή η «μεγαλοφυής» και συγκεντρωτική δομή αναδεικνύει στο κέντρο της τη διαλεκτική και την ψυχολογία – όχι ως ξεχωριστές «ειδικότητες», αλλά ως το υψηλότερο σημείο τής φιλοσοφικής έρευνας–, επιτρέποντας να «περιβάλλονται» οι κύριες και βασικές συζητήσεις απ’ τα γενικώτερα ερωτήματα για τη σχέση τής τέχνης τού λόγου με τη φιλοσοφία.
Το πρώτο «πρόβλημα», εκείνο για την αξία τής γραφής, τίθεται απ’ τον Φαίδρο, που δεν μπορεί να συγκρατηθή απ’ το να αναμετρήση στον ενθουσιώδη αυθορμητισμό τού Σωκράτη τις ικανότητες του δασκάλου του Λυσία, ξεχνώντας πως ο ίδιος τον χαρακτήρισε εν συντομία, αυτόν τον «έναν απ’ τους πολιτικούς», με την υβριστική λέξη «λογογράφος». Εμπλεκόμαστε λοιπόν, όπως ήδη είπαμε, στους αγώνες εκείνου τού καιρού, με τον Σωκράτη κατ’ αρχάς, αντί να οδηγή στα πραγματικά πλατωνικά βάθη, να υποστηρίζη το αμφισβητούμενο κόμμα, παραπέμποντας σ’ ένα άλλο είδος «λογογραφίας», το οποίο εκτιμάται σε υψηλό ακριβώς βαθμό απ’ τους πολιτικούς: τη σύνταξη και την εισαγωγή τών νόμων. Μια ματιά στους περιφημότερους νομοθέτες τής Ελλάδας και της Περσίας αποδεικνύει ότι η «λογογραφία» δεν είναι κάτι το «αγενές» καθεαυτή· το αν είναι δε καλή ή κακή, αυτό ανάγεται στο «πώς» είναι γραμμένοι αυτοί οι «λόγοι». Αφού τέθηκε τώρα αυτό το αποφασιστικό ερώτημα, διευρύνεται για μια στιγμή το πανόραμα: τα διάφορα γραπτά κείμενα μπορούν να αφορούν στη δημοσιότητα ή σ’ έναν ιδιωτικό κύκλο, μπορούν να είναι είτε ποιητικά είτε πεζά. Και θα ήταν περισσότερο από παράξενο, αν ο Πλάτων δεν είχε εδώ υπ’ όψιν του και τη δική του διαλογική ποίηση, ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα,– ίσως-ίσως και τους «Νόμους» του, από κάποιαν απόσταση. Καθίσταται λοιπόν ήδη σαφές εδώ, για να γίνη σαφέστερο αργότερα, το πολύ μεγαλύτερο βάθος, στο οποίο ο Σωκράτης και θα μεταφέρη τις συζητήσεις τού καθημερινού πολιτικού αγώνα. Ο οποίος και ανοίγει προσωρινά, με το ερώτημα για το «πώς», τον δρόμο για τα υπόλοιπα προβλήματα.
Τέσσερις «συλλογισμοί» διατρέχουν το δεύτερο, βασικό μέρος τού διαλόγου. Ο πρώτος αφορά στην αντίθεση μεταξύ του γραπτού, διεξοδικά δηλ. προετοιμασμένου, και του αυτοσχέδιου λόγου. Μια αντίθεση που υποδηλώθηκε ήδη απ’ το πρώτο μέρος, καθώς ο Λυσίας χαρακτηρίστηκε απ’ τον Φαίδρο ως ο σημαντικότερος λογογράφος τού καιρού του («δεινότατος ών τών νύν γράφειν», 228 Α), και ο Σωκράτης προσπάθησε να συναγωνιστή έναν τόσο περίφημο «καλλιτέχνη» αυτοσχεδιάζοντας ως ερασιτέχνης («ιδιώτης») (236 D). Ο Πλάτων ξεκινά έτσι, όπως δείξαμε και προηγουμένως, μιαν εξαιρετικά «καλλιεργημένη» από τούς τεχνίτες τού λόγου συζήτηση, όχι γιατί έδινε τόσο μεγάλη βαρύτητα σ’ αυτήν την ίδια, αλλά για να την ανυψώση πέρα απ’ τον εαυτό της προς τα εκεί, όπου ένας εντελώς διαφορετικός προφορικός λόγος, ο παιδαγωγικός δηλ. διάλογος του φιλοσόφου, θα φανερωθή ως η πιο γνήσια μορφή τού ανθρώπινου λόγου. Ο δεύτερος «συλλογισμός» αναφέρεται στο ερώτημα, αν ο ομιλητής πρέπη να διαθέτη αληθινή γνώση τού αντικειμένου για το οποίο μιλά, ή αν επαρκή μια σχετική έστω «γνωριμία» με το αντικείμενο. Στο πρώτο μέρος αποδείχτηκε βέβαια, πως δεν είναι μόνον ανόητο το να αποδίδη κανείς την παραμικρήν αξία στο «να ξεγελάση κάποιους, οιουσδήποτε ανθρώπους, κερδίζοντας κάποιαν, οποιαδήποτε εκτίμηση και αξία απ’ αυτούς» (243 Α 1. 2), αλλά και ότι η φλυαρία μιας άγνοιας περί έρωτος συνιστά και αποτελεί σοβαρή παράβαση απέναντι στον ίδιον τον θεό (242 C κ.ε.). Για να συμπεριληφθή τώρα ολόκληρη η σχέση φιλοσοφίας και ρητορικής στον «προβληματισμό», κορυφούμενη στο παράδοξο αίτημα μιας φιλοσοφικής ρητορικής εκ μέρους τού Πλάτωνα. Ο τρίτος τώρα «συλλογισμός» αφορά στην αντίθεση ενός αόριστου και ακατάστατου λόγου απέναντι σ’ έναν λόγο, στον οποίον έχει προσδιορισθή με ακρίβεια το θέμα, και ο οποίος οικοδομείται στη βάση ενός καθαρού σχεδίου. Μια αντίθεση που κατέστη κι αυτή σαφής στο πρώτο ήδη μέρος, στην κριτική που εξάσκησε ο Σωκράτης στον λόγο τού Λυσία (235 Α), καθώς και στον τρόπο με τον οποίον αντιμετώπισε, με τον ορισμό στην αρχή (237 CD) και με τη σαφή και ξεκάθαρη «τάξη» γενικώς, τα ελαττώματα εκείνου τού λόγου. Κι αν επανέρχεται τώρα εκ νέου ο συγκεκριμένος προβληματισμός, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο από μιαν απλή εξάσκηση «σχολικών» προσδιορισμών και διευθετήσεων από την πλευρά τού Πλάτωνα, καθώς ο εννοιολογικός προσδιορισμός καθίσταται μάλλον ένα μέσον, για να κατευθυνθή σε «μια μορφή» («έν είδος») το πνεύμα, ενώ και η τάξη οδηγεί στο διαρθρωμένο σύστημα των «σχημάτων», το οποίο ο Πλάτων «αντικρύζει», το αργότερο από την εποχή τού «Κρατύλου». Ο τέταρτος τέλος «συλλογισμός» αφορά στην αντίθεση μιας διδασκαλίας, που ενδιαφέρεται για τα τυπικά και μόνο μέσα τού λόγου, απέναντι σε μιαν άλλη διδασκαλία, που ξεύρει να υπολογίζη με ακρίβεια την ψυχική κατάσταση των ακροατών, δημιουργώντας έναν κατάλληλο προς αυτήν την κατάσταση λόγο. Ακόμα και γι’ αυτόν ωστόσο τον «συλλογισμό», μπορούμε να αναζητήσουμε τις ρίζες στο πρώτο διαλογικό μέρος. Εφ’ όσον δεν μπορεί να μη συναρτάται με την τωρινή συζήτηση το ότι εκεί ο Σωκράτης προλογίζει με μιαν οξύτατη ανάλυση της συγκεκριμένης «περίπτωσης» τον πρώτο του λόγο, όπου και καθορίζονται με ακρίβεια η ηλικία, η ομορφιά και η έλξη που προκαλεί ο νέος άνθρωπος, ταυτόχρονα με την «κολακευτική» και επίβουλη παρουσία τού μεγαλύτερου άνδρα που τον πλησιάζει, καθώς και η (συγκεκριμένη) στιγμή τής συνάντησής τους.
Ο Πλάτων δεν θέτει ωστόσο σε μιαν απλή σειρά και αλληλουχία, όπως σε μια «πραγματεία», τους τέσσερις αυτούς «συλλογισμούς», αλλά τους περιπλέκει αναμεταξύ τους με τέτοιον τρόπο, ώστε ο τρίτος κι ο τέταρτος «συλλογισμός» να αποτελούν το κέντρο, ο δεύτερος να τους περικλείη, όπως έναν πυρήνα, χωρισμένος στα δύο, και ο πρώτος να περιβάλη το σύνολο, επίσης χωρισμένος στα δύο, σαν ένα εξωτερικό κέλυφος. Αυτή η «μεγαλοφυής» και συγκεντρωτική δομή αναδεικνύει στο κέντρο της τη διαλεκτική και την ψυχολογία – όχι ως ξεχωριστές «ειδικότητες», αλλά ως το υψηλότερο σημείο τής φιλοσοφικής έρευνας–, επιτρέποντας να «περιβάλλονται» οι κύριες και βασικές συζητήσεις απ’ τα γενικώτερα ερωτήματα για τη σχέση τής τέχνης τού λόγου με τη φιλοσοφία.
Το πρώτο «πρόβλημα», εκείνο για την αξία τής γραφής, τίθεται απ’ τον Φαίδρο, που δεν μπορεί να συγκρατηθή απ’ το να αναμετρήση στον ενθουσιώδη αυθορμητισμό τού Σωκράτη τις ικανότητες του δασκάλου του Λυσία, ξεχνώντας πως ο ίδιος τον χαρακτήρισε εν συντομία, αυτόν τον «έναν απ’ τους πολιτικούς», με την υβριστική λέξη «λογογράφος». Εμπλεκόμαστε λοιπόν, όπως ήδη είπαμε, στους αγώνες εκείνου τού καιρού, με τον Σωκράτη κατ’ αρχάς, αντί να οδηγή στα πραγματικά πλατωνικά βάθη, να υποστηρίζη το αμφισβητούμενο κόμμα, παραπέμποντας σ’ ένα άλλο είδος «λογογραφίας», το οποίο εκτιμάται σε υψηλό ακριβώς βαθμό απ’ τους πολιτικούς: τη σύνταξη και την εισαγωγή τών νόμων. Μια ματιά στους περιφημότερους νομοθέτες τής Ελλάδας και της Περσίας αποδεικνύει ότι η «λογογραφία» δεν είναι κάτι το «αγενές» καθεαυτή· το αν είναι δε καλή ή κακή, αυτό ανάγεται στο «πώς» είναι γραμμένοι αυτοί οι «λόγοι». Αφού τέθηκε τώρα αυτό το αποφασιστικό ερώτημα, διευρύνεται για μια στιγμή το πανόραμα: τα διάφορα γραπτά κείμενα μπορούν να αφορούν στη δημοσιότητα ή σ’ έναν ιδιωτικό κύκλο, μπορούν να είναι είτε ποιητικά είτε πεζά. Και θα ήταν περισσότερο από παράξενο, αν ο Πλάτων δεν είχε εδώ υπ’ όψιν του και τη δική του διαλογική ποίηση, ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα,– ίσως-ίσως και τους «Νόμους» του, από κάποιαν απόσταση. Καθίσταται λοιπόν ήδη σαφές εδώ, για να γίνη σαφέστερο αργότερα, το πολύ μεγαλύτερο βάθος, στο οποίο ο Σωκράτης και θα μεταφέρη τις συζητήσεις τού καθημερινού πολιτικού αγώνα. Ο οποίος και ανοίγει προσωρινά, με το ερώτημα για το «πώς», τον δρόμο για τα υπόλοιπα προβλήματα.
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου