Συνέχεια από: Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2023
ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟΡΙΩΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΩΜΑ ΤΟΝ ΑΓΙΑΣΜΕΝΟ
5
Σχόλιο στην επιστολή του Διονύσιου του Αρεοπαγίτη, επισκόπου Αθηνών, προς το θεραπευτή Γάιο· «Πώς μας λες ότι ο Ιησούς, που είναι πέρ' απ' όλα (επέκεινα όλων), είναι δεμένος κατά την ουσία με όλους τους ανθρώπους; Και ούτε που λέγεται άνθρωπος επειδή είναι αίτιος των ανθρώπων, αλλά γιατί είναι ο ίδιος αληθινά, σύμφωνα με ακέραια την ουσία του, άνθρωπος»(1).
Επειδή κατά την απλή εκδοχή της αγίας Γραφής ως αίτιος των όλων ο Θεός σημαίνεται με όλα τα ονόματα όσων ο ίδιος έχει δημιουργήσει (2), ο θεραπευτής Γάιος νομίζει ότι τάχα και μετά τη σάρκωση απ' αυτή μόνο την άποψη λέγεται άνθρωπος ο Θεός [ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ]. Γι' αυτό ο πολύς Διονύσιος τον διορθώνει με τους λόγους του, διδάσκοντας ότι δε λέγεται με το γενικό αυτό νόημα άνθρωπος μετά τη σάρκωση του ο Θεός των όλων, αλλά επειδή είναι άνθρωπος αληθινά κατά την ουσία του ολόκληρη. Της ουσίας αυτής μόνη κι αληθινή απόδειξη είναι η φυσική (κατα φύσιν) συστατική της δύναμη και που δε θα πέσει κανένας έξω αν τη ονομάσει ενέργεια φυσική, που βασικά και πρώτιστα τη χαρακτηρίζει, σαν ειδοποιός κίνηση, κοινή σε κάθε περιεκτική ιδιότητα που ιδιάζει φυσικώς σ' αυτήν(3). Χωρίς αυτήν υπάρχει μόνο το μη ον, γιατί το μη ον μονάχα, σύμφωνα με τον μεγάλο δάσκαλο, δεν έχει καθόλου ούτε κίνηση ούτε ύπαρξη.
Διδάσκει λοιπόν μεγαλόφωνα ότι κανένα απολύτως από τα δικά μας δεν έχει αρνηθεί ο Θεός, όταν έλαβε σάρκα, παρά μόνο την αμαρτία, που δεν ανήκε στη φύση μας. Αποφάνθηκε ρητά ότι δεν είναι απλά άνθρωπος, αλλά σε όλη του την ουσία άνθρωπος αληθινά. Κι ως προς το όνομα, που έλαβε μετά την ανθρώπινη ουσίωση του (την ενανθρώπησή του), διακηρύσσει: «Εμείς όμως δεν αφορίζουμε τον Ιησού σαν άνθρωπο»(4). Γιατί δεν τον διδάσκουμε ονομαστικά μόνο απλό άνθρωπο (δεν αποφαινόμαστε πως είναι απλός άνθρωπος) διασπώντας τη υπέρλογη ένωση(5). Όχι βέβαια από το γεγονός ότι είναι αιτία των ανθρώπων αλλά από την άποψη της ουσίας αποδίνουμε το όνομα άνθρωπος σ' εκείνον, που είναι Θεός κατά φύση κι έλαβε αληθινά τη δική μας ουσία. Ούτε είναι άνθρωπος μόνο, γιατί είναι ο ίδιος και Θεός, «ούτε υπερούσιος μόνο»(6), γιατί ο ίδιος είναι συνάμα και άνθρωπος, αφού δεν είναι ονομαστικά μόνο απλός άνθρωπος ούτε γυμνός (καθαρός) Θεός, «αλλά άνθρωπος αληθινά ο κατ' εξοχήν (εξαιρετικά) φιλάνθρωπος»(7). Γιατί με τον άπειρο έρωτά του προς τους ανθρώπους έγινε αυτό ακριβώς που ήταν το αντικείμενο του πόθου του όπως ήταν στη φύση του, χωρίς να πάθει τίποτε ο ίδιος στην ουσία του από την άρρητη κένωση, ούτε εξαιτίας της άρρητης πρόσληψης ν' αλλάξει κάτι ή να μειώσει στο σύνολο την ανθρώπινη φύση· ο λόγος τούτων έγινε η πραγματική σύστασή του.
«Πέρα από τον άνθρωπο»(8), επειδή γεννήθηκε θεϊκά χωρίς άνδρα, και «κατά άνθρωπο»(9), με ανθρώπινο τρόπο, επειδή γεννήθηκε με το νόμο της κύησης. «Πήρε σαν ουσία του την ουσία των ανθρώπων ο περ' από την ουσία (ο υπερούσιος)»(10).
Γιατί δεν μας έδωσε στον εαυτό του σαν κούφιο φάντασμα τη μορφοποίησή του στο σχήμα της σάρκας, όπως λένε τα μανιχαϊκά φληναφήματα, ούτε κατέβασε μαζί του από τον ουρανό την σάρκα, ενωμένη με την ουσία του, κατά τα μυθολογήματα του Απολιναρίου· έχει γίνει ακριβώς τούτο, άνθρωπος δηλαδή σ' όλη την ουσία του, με την πρόσληψη της σάρκας που έχει ψυχή νοερή κι έχει ενωθεί μαζί του με υποστασιακή ένωση.
«Πολύ περισσότερο δεν παύει ο πάντοτε υπερούσιος να είναι υπερπλήρης από υπερουσιότητα»(11). Γιατί δεν εμπήκε στο ζυγό της φύσης, όταν έγινε άνθρωπος, το αντίθετο μάλλον έγινε· συνεπήρε στον εαυτό του και την φύση κάνοντάς την ένα άλλο μυστήριο, ενώ ο ίδιος έμεινε ολότελα ακατάληπτος.
Έδειξε τη σάρκωσή του με την υπερούσια γέννηση του περισσότερο ακατανόητη από κάθε μυστήριο κι έγινε τόσο πιο πολύ κατανοητός εξαιτίας της, όσο ακατανόητος φάνηκε μέσα σ' αυτή. «Παραμένει κρυμμένος και μετά την φανέρωσή του», λέει ο δάσκαλος, «ή, για να πω το αρμοδιώτερο για το Θεό, και μέσα στη φανέρωσή του(12). Και τούτο το χαρακτηριστικό του Ιησού έχει αποκρυβεί και με κανένα λόγο και κανένα νου δεν κοινοποιήθηκε το μυστήριό του, αλλά και όταν το λέει κάποιος μένει ανείπωτο και όταν το συλλογίζεται παραμένει άγνωστο»(13). Τι άλλο από τούτο θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερη αποδεικτικήν ισχύ, για την θεϊκή υπερουσιότητα που δηλώνει το κρυφό με τη φανέρωση, με το λόγο το άρρητο, με το νου την κατ' εξοχήν αγνωσία και, για να πω το μεγαλύτερο, που φανερώνει με την ουσίωσή του το υπερουσιο; «Άφησε το ξεχείλισμα της υπερουσιότητός του. Αλλά και ουσία όταν έλαβε αληθινά, την έλαβε πέρα από την ουσία»(14). Εκαινοτόμησε δηλαδή τους νόμους της φυσικής γέννησης κι έγινε αληθινός άνθρωπος δίχως την ανδρικήν ας πούμε σπορά. Το φανερώνει τούτο η Παρθένος που εκυοφόρησε υπερφυσικά δίχως άνδρα (15) τον υπερούσιο Λόγο, που διαπλάσθηκε σε άνθρωπο από τα παρθενικά αίματα μ' ένα παράξενο, που εξουδετερώνει τη φύση, νόμο.
«Και εκτελούσε τις ανθρώπινες ενέργειες με υπεράνθρωπη δύναμη (16)», ανανεώνοντας από τη ρίζα τη φύση των στοιχείων. Το δείχνει ολοκάθαρα το άστατο νερό, που κρατάει το βάρος των υλικών και χωμάτινων ποδιών του χωρίς να υποχωρεί αλλά με μιαν υπερφυσική δύναμη πυκνώνει και γίνεται συμπαγές. Αφού στ' αλήθεια με στεγνά πόδια που έχουν όγκο σωματικό και υλικό βάρος περπάτησε και πέρασε την υγρή και άστατη ουσία βαδίζοντας πάνω στη θάλασσα σα να ήταν έδαφος και με το βάδισμα φανέρωνε τη φυσική ενέργεια του σώματος του αχώριστην από τη δύναμη της θεότητάς του. Εφόσον βέβαια η κίνηση του βαδίσματος ανήκε στη σωματική του φύση κι όχι στη υπεράπειρη και υπερούσια θεότητα την ενωμένη μαζί της σε μιαν υπόσταση. Γιατί μετά τη ουσίωσή του σε άνθρωπο ο υπερούσιος Λόγος, μαζί με την ανθρώπινη ουσία κράτησε απαραμείωτη σαν δική του τη γενική κίνηση της ουσίας, που τον χαρακτήριζε σαν άνθρωπο και που γίνεται ειδική σε κάθε τι που ενεργούσε σαν άνθρωπος. Αφού βέβαια έγινε αληθινά άνθρωπος που ανάπνεε, μιλούσε, βάδιζε, χειρονομούσε, χρησιμοποιούσε κατάλληλα τις αισθήσεις του για να αντιλαμβάνεται τα αισθητά, που πεινούσε και διψούσε, έτρωγε, κοιμόταν, κοπίαζε, δάκρυζε, αγωνιούσε -μόλο που ήταν δύναμη αυτοϋπόστατη- και που εκτελούσε αυτοδύναμα όλα τα λοιπά, όπως η ψυχή κινεί φυσικά το σύμφυτο μ' αυτή σώμα, ενεργοποιούσε κι εκείνος τη φύση που είχε προσλάβει και που έγινε αληθινά και λέγεται δική του. Για να κυριολεκτήσω, ο ίδιος χωρίς μεταβολή έγινε πραγματικά αυτό ακριβώς που είναι η φύση κι όχι εικονικά κι ολοκλήρωσε την οικονομία για μας.
Δεν αφάνισε λοιπόν τη συστατική ενέργεια της ουσίας που έχει προσλάβει, καθώς δεν αφάνισε ούτε την ίδια την ουσία ο δάσκαλος όταν είπε: «έλαβε ουσία πέρ' από την ουσία και εκτελούσε τις ανθρώπινες ενέργειες πέρ' από τον άνθρωπο»(17), αλλά έδειξε και στις δύο περιπτώσεις την καινότητα των τρόπων που σώζεται στη μονιμότητα των φυσικών λόγων, που χωρίς αυτούς κανένα από τα όντα δεν είναι αυτό που είναι.
Αν όμως ισχυρισθούμε ότι θέση της ουσίας που έχει προσληφθεί και αφαιρέση της συστατικής της ενέργειας είναι η άρνηση που γίνεται με νόημα υπεροχής (η υπεροχική αποφατική διατύπωση), με ποια δικαιολογία, αυτήν που ορίσθηκε εξ ίσου και για τις δύο θα την παρουσιάσωμε να σημαίνει την ύπαρξη της μιας και οπωσδήποτε την αναίρεση της άλλης(18); Ή αλλιώς, αφού δεν είναι αυτοκίνητη η φύση που έχει προσληφθή, αλλά κινείται από τη θεότητα που έχει συνδεθεί μαζί της αληθινά με υποστασιακή ένωση, κι αν αφαιρέσωμε τη συστατική κίνησή της, δε θα ομολογήσουμε ούτε την ίδια την ουσία που φανερώθηκε ότι δεν είναι αυτοϋπόστατη, δηλαδή δεν υπάρχει καθεαυτή, αλλά έλαβε την ύπαρξη μέσα στο Θεό Λόγο που αληθινά την έκανε ουσία του και τότε η αιτία της παραίτησής μας από την ομολογία θα είναι ίση και για τις δυο περιπτώσεις. Αλλιώς θα συναποδεχθούμε μαζί με τη φύση και τη κίνηση, χωρίς την οποία δεν υπάρχει και η φύση, έχοντας υπόψη ότι άλλος είναι ο λόγος του είναι κι άλλος ο τρόπος της ύπαρξης (πώς είναι) κι ότι ο ένας βεβαιώνει τη φύση, ενώ ο άλλος την οικονομία(19). Η συνάντηση των δύο τούτων, αφού αποτέλεσε το μέγα μυστήριο της υπερφυσικής φυσιολογίας του Ιησού, έδειξε ότι σώζεται μέσα σ' αυτό και η διαφορά και η ένωση των ενεργειών. Τη μία τη βλέπουμε χωρίς διαίρεση (αδιαιρέτως) στο φυσικό λόγο των ενωμένων, την άλλη την αναγνωρίζουμε χωρίς σύγχυση (ασυγχύτως) στον ενικό τρόπο των πράξεων.
Γιατί τι λογής και ποια, που και πως θα είναι μία φύση χωρίς τη συστατική δύναμή της; Γιατί το γενικό (το καθόλου), επειδή δεν έχει καμμίαν ολότελα δύναμη, ούτε αυτό υπάρχει, ούτε είναι κάτι, ούτε έχει πουθενά καμμιά δική του θέση(20), μας λέει ο πολύς τούτος δάσκαλος. Και αν είναι τούτα αβάσιμα, τότε πρέπει να ομολογήσουμε μ' ευλάβεια και τις φύσεις του Χριστού που αυτός αποτελεί υπόστασή τους και τις φυσικές ενέργειές του, που αυτός είναι η αληθινή ένωσή τους κατά τις δύο φύσεις. Αν βέβαια σύμφωνα με τον εαυτό του ενεργεί μοναδικά, δηλαδή ενικά και διά μέσου όλων αδιάσπαστα παρουσιάζει μαζί με τη θεϊκή δύναμη την ενέργεια της σάρκας του. Πως θα είναι κατά φύση Θεός και πάλι κατά φύση άνθρωπος ο ίδιος, χωρίς να έχει το κατά φύση και στις δύο περιπτώσεις και χωρίς αυτό να λείπει από καμμιά; Και τί θ' αναγνωρίσουμε πώς είναι και τί λογής, αν δεν πιστοποιούσε με όσα ενεργούσε φυσικά, αυτό που χωρίς τροπή είναι; Και πως θα πιστευθεί ως προς καθένα από αυτά που τον αποτελούν, όπου περιέχεται και που έχει την ουσία τους, αν μείνει ακίνητος και δεν εκδηλώσει καμμιάν ενέργεια;
Έλαβε λοιπόν ουσία πέρα από την ουσία και δημιούργησε νέα αρχή γένεσης (δημιουργίας) και γέννησης διαφορετική μέσα στη φύση.
Η σύλληψη του έγινε με σπορά από τον ίδιο της σάρκας του και όταν γεννήθηκε, έγινε επισφράγιση της παρθενίας εκείνης που τον γέννησε και έδειξε να αληθεύει στην περίπτωσή της η αντίφαση των αντιθέτων. Φάνηκε η ίδια παρθένος και μητέρα καινοτομώντας τη φύση με τη σύμπτωση των αντιθέτων, αν βέβαια η παρθενία και η γέννηση ανήκουν στα αντίθετα, που με τα φυσικά δεδομένα δεν μπορεί να εννοηθεί κανένας συμβιβασμός τους. Γι' αυτό και η παρθένος είναι αληθινά Θεοτόκος που με τρόπο υπερφυσικό, σαν από σπορά, συνέλαβε κι εγέννησε τον υπερούσιο Λόγο· γιατί εκείνου που εσπάρθηκε και κυοφορήθηκε γνήσια μητέρα είναι εκείνη που τον γέννησε.
Και πάνω από ό,τι άνθρωπος ασκούσε τις ανθρώπινες ενέργειες, σε μιαν απόλυτη ένωση χωρίς καμμιά μεταβολή (τροπή), φανερώνοντας ενωμένη με τη θεϊκή δύναμη την ανθρώπινη ενέργεια, αφού η δική μας φύση ασύγχυτα ενωμένη με τη δική του πραγματοποιήσε μιαν ολική περιχώρηση, χωρίς να έχει κανένα σημείο ανεξάρτητο και χωριστό από την ενωμένη μαζί της υποστατικά θεότητα. Γιατί, όταν ξεπερνώντας μας έλαβε αληθινά την ουσία μας ο υπερούσιος Λόγος, μαζί με την κατάφαση της φύσης συνένωσε και την απόφαση των στοιχείων της με δύναμη της υπεροχής του και έγινε άνθρωπος που έχει συνενωμένο τον υπερφυσικό τρόπο τού πως είναι, με το λόγο του «είναι» της φύσης(21), για να πιστοποιήσει ότι και η φύση δεν δέχεται με την καινότητα των τρόπων αλλοίωση στο λόγο της ύπαρξης και για να δείξει την υπεράπειρη δύναμη, που αναγνωρίζεται εξίσου και στη γένεση των εναντίων (αντιθέτων). Βέβαια είχε μεταβάλει σαν έργα βούλησης τα πάθη της φύσης κι όχι όπως εμείς σαν αποτελέσματα φυσικής ανάγκης· αντίθετα από ό,τι συμβαίνει σε εμάς, ξεπέρασε τη φυσική παθητότητά μας παρουσιάζοντας εξουσιαστικά σαν κινούμενο της βούλησής του ό,τι συμβαίνει από τη φύση του είναι σ' εμάς της βούλησης μας κινητικό (22).
Τούτο ο δάσκαλος διασαφηνίζει με τα εξής: «Προς τι να διαπραγματευθεί κανένας τα λοιπά που είναι πάμπολλα; Όποιος έχει τη θεία όραση θα γνωρίσει μέσω αυτών πέρα από το νου ότι οι καταφατικοί χαρακτηρισμοί της φιλανθρωπίας του Ιησού έχουν υπεροχική αποφατική δύναμη»(23).
Αφού κατά την άρρητη σύλληψή του μαζί με τη φύση ο υπερούσιος Λόγος έλαβε και κάθε τι που ανήκει σ' αυτή, δεν είχε τίποτε το ανθρώπινο που να καταφάσκεται με το φυσικό λόγο, το οποίο να μην είναι συνάμα και θείο που αποφάσκεται με τον τρόπο τον υπερφυσικό.
Τούτων η γνώση, επειδή ήταν πάνω από το νου, ήταν αναπόδεικτη κι είχε μόνο τρόπο κατανόησης την πίστη όσων γνήσια σέβονται το μυστήριο του Χριστού. Αποδίδοντας συνοπτικά το νόημα του μυστηρίου σημειώνει· «Για να μιλήσουμε περιληπτικά, δεν ήταν ούτε άνθρωπος»(24), γιατί από τη φύση του ήταν ελεύθερος από φυσικές ανάγκες, αφού δεν είχε υποταχθεί στη μοίρα της γέννησης που δεσμεύει εμάς. «Όχι επειδή δεν ήταν άνθρωπος»(25), γιατί κατά την ουσία του ολόκληρη ήταν αληθινά άνθρωπος υπομένοντας από τη φύση του όλες τις δικές μας φυσικές ιδιότητες. «Αλλά γιατί μόλο που προερχόταν από τους ανθρώπους»(26), αφού ήταν της ίδιας ουσίας μ' εμάς κι ήταν όπως είμαστε εμείς κατά τη φύση άνθρωπος, «ήταν πέρα από τους ανθρώπους»(27) με καινότητα τρόπων άγνωστή μας καθορίζοντας τη φύση (28).
«Και αληθινά έγινε άνθρωπος πέρ' από τον άνθρωπο»(29), καθώς είχε συνενωμένους αφαλκίδευτα μεταξύ τους τους υπερφυσικούς τρόπους και τους φυσικούς λόγους, που ο συμβιβασμός τους ήταν αδύνατος, ενώ αυτός που τίποτε δεν του είναι αδύνατο έγινε η αληθινή ένωσή τους και με κανένα από τα δύο που αποτελεί υπόστασή τους δεν ενεργεί χωριστά από το άλλο, αλλά μάλλον με το ένα πιστοποιεί το άλλο. Αφού αυτός είναι αληθινά και τα δύο, σαν Θεός ήταν το κινητικό αίτιο της ανθρώπινης φύσης του, σαν άνθρωπος ήταν η φανέρωση της θεότητάς του. Είχε την ιδιότητα του πάθους με θεϊκό τρόπο, για να πω έτσι, επειδή ήταν εκούσια, αφού δεν ήταν ονομαστικά μόνο ανθρώπινη (δεν ήταν απλός άνθρωπος). Είχε την ιδιότητα της θαυματουργίας με ανθρώπινο τρόπο, αφού ενεργούσε μέσω της σάρκας, επειδή δεν ήταν καθαρός (γυμνός) Θεός. Γι' αυτό είναι τα πάθη θαυμαστά, καθώς καινοποιούνται με την κατά φύση θεϊκή δύναμη και τα θαύματα παθητά, καθώς συμπληρώνονται με την κατά φύση παθητική δύναμη της σάρκας εκείνου που τα θαυματουργεί. Επειδή το γνώριζε τούτο ο δάσκαλος έλεγε: «Στο εξής δεν έπραξε τις θείες ενέργειες του σύμφωνα με την θεϊκή δύναμη»(30), γιατί αυτές δεν τις έπραξε θεϊκά χωρισμένες από τη σάρκα, αφού δεν είναι μόνο υπερούσιος· ούτε τις ανθρώπινες ενέργειες σύμφωνα με την ανθρώπινη δύναμη, γιατί αυτές δεν τις έπραξε σαρκικά μόνο, χώρια από τη θεότητα, αφού δεν ήταν μόνο άνθρωπος, «αλλά του Θεού που έγινε άνδρας» παρουσίασε ανάμεσά μας μία νέα ενέργεια, τη «θεανδρική» (31).
Με την πρόσληψη της σάρκας που είχε ψυχή νοερή έγινε άνθρωπος αληθινά ο κατ' εξοχήν φιλάνθρωπος και είχε ανδρωμένη (εναθρωπισμένη) και θεϊκή ενέργεια κατά άρρητη συνένωση με τη σαρκική. Έτσι ολοκλήρωσε τη για χάρη μας οικονομία θεανδρικά, σαν Θεός δηλαδή και σαν άνδρας συνάμα ενεργώντας τα θεϊκά και τα ανθρώπινα ή, για να μιλήσω σαφέστερα, συνδυάζοντας στην πολιτεία του θεϊκή και ανθρώπινη μαζί ενέργεια.
Με την άρνηση λοιπόν της διαιρέσεως των θείων και των ανθρωπίνων μεταξύ τους εγκαθιστώντας ο σοφός την κατάφαση της ένωσής τους δεν αγνόησε τη βασική διαφορά των ενωμένων. Γιατί η ένωση απομακρύνοντας τη διαίρεση δεν εφαλκίδευσε τη διαφορά. Αν πάλι το λόγο της διαφοράς τον διασώζει ο τρόπος της ένωσης, τότε είναι περιφραστική διατύπωση ο λόγος του αγίου, που θέλει με την κατάλληλη κλήση του διπλού στη φύση Χριστού να μας δείξει τη διπλή του ενέργεια· αν βέβαια και κατά την φύση και κατά την ποιότητα με κανένα τρόπο δεν έχει ατονήσει από την ένωση ο ουσιαστικός λόγος των ενωμένων. Δεν επιχειρεί με μίαν άρνηση των άκρων την κατάφαση ενός μέσου, όπως κάνουν μερικοί. Γιατί δεν υπάρχει κάποιο μέσο στο Χριστό, που να καταφάσκεται μέ την απόφαση των άκρων(32). Έγραψε «καινή, καινούργια»(33), γιατί χαρακτηρίζει καινούργιο μυστήριο, που λόγο του αποτελεί ο απόρρητος τρόπος της συμφυΐας. Ποιος εννόησε πως ο Θεός γίνεται σάρκα κι ωστόσο παραμένει Θεός; Πως ενώ παραμένει Θεός αληθινός είναι και αληθινός άνθρωπος; Παρουσιάζει τον εαυτό του να είναι και τα δύο με φυσική ύπαρξη και καθένα από τα δύο διά μέσου του άλλου και να μη μεταβάλλεται σε κάποιο από τα δύο. Τα δέχεται αυτά μόνο η πίστη απονέμοντας τιμή σιωπηλή στο Λόγο, που στη φύση του κανένας λόγος των όντων δεν είναι φυτεμένος. Είπε «θεανδρική»(34) και δεν εννοούσε μιαν ενέργεια ούτε ένα πράγμα σύνθετο. Ούτε να είναι δηλαδή κατά τη φύση καθαρή θεότητα μόνο, ούτε σκέτη ανθρώπινη οντότητα. Ούτε πάλι ν' αρμόζει στο σύνθετο από τη φύση του μεταίχμιο δύο άκρων, αλλά να ταιριάζει ακριβώς στο Θεό που έγινε άνδρας, που τέλεια δηλαδή ενανθρώπησε. Ούτε πάλι την πρόβαλλε σαν «μία», επειδή όπως νόμισαν μερικοί δεν μπορεί να νοηθεί αλλιώτικα η έννοια καινή, παρά σαν μόνο μία. Η «καινότητα» είναι έννοια ποιου και όχι ποσού, αλλιώς θα εισαγάγει μαζί της κατ' ανάγκη και ανάλογη φύση, αφού όρος κάθε φύσης είναι ο λόγος της ουσιώδους ενέργειάς της, που δε θα τη χαρακτήριζε βέβαια διπλή φτιάχνοντας φιλότιμα έναν τραγέλαφο.
Μα κι αν το δεχθούμε τούτο, πως αυτός που είναι έτσι από τη φύση του κι ενώ έχει μία ενέργεια και μάλιστα φυσική, θα πραγματοποιήσει μ' αυτή την ίδια και τα θαύματα και τα πάθη, που διαφέρουν μεταξύ τους κατά το λόγο της φύσης τους, χωρίς την έλλειψη που επισυμβαίνει μετά τη φθορά της ύλης; Γιατί κανένα από τα όντα δεν έχει στη φύση του τη δυνατότητα να πράττει τα αντίθετα· παραμένει στα όρια του και κυβερνάται από το λόγο της φύσης του.
Γι' αυτό δεν είναι θεμιτό να μιλούμε για μιαν απλή ή φυσική ενέργεια από κοινού για τη θεότητα και τη σάρκα. Γιατί τότε θα δεχθούμε και μία φύση και τότε η τριάδα θα γίνει τετράδα(35). Δεν έχει ταυτισθεί, μας λέει, με τη σάρκα ούτε κατά τη φύση ούτε κατά τη δύναμη ούτε κατά την ενέργεια. Κατ' αυτά ο υιός ταυτίσθηκε φυσικά με τον πατέρα και το πνεύμα εξαιτίας της μιας ουσίας. Για κανένα όμως απ' αυτά δεν ταυτίσθηκε με τη σάρκα εξαιτίας της ένωσης κι ας έχει με την ένωσή της μαζί του ζωοποιήσει τη σάρκα, ενώ έχει τη φυσική θνητότητα. Αλλιώς θα παρουσιασθεί και μεταβλητή φύση ότι έχει, και ότι έχει μεταβάλει την ουσία της σάρκας σε κάτι που δεν ήταν πρώτα, και ότι έχει ταυτοποιήσει φύση και ένωση.
Τη θεανδρική ενέργεια ας τη στοχασθούμε όπως αποδόθηκε. Την επολιτεύθηκε για χάρη μας, όχι για χάρη του εαυτού του και εκαινοποίησε τη φύση μας με τα υπερφυσικά. Πολιτεία σημαίνει ζωή που βιώνεται κατά το νόμο της φύσης. Κι αφού ο Κύριος είναι διπλός στη φύση, παρουσιάσθηκε εύλογα να έχει κατάλληλο βίο, που υπακούει στο θείο κι ανθρώπινο νόμο και να είναι συγκροτημένος σε ασύγχυτη ταυτότητα. Βίο καινούργιο κι αυτόν, όχι μονάχα ξένο και παράδοξο για τους ανθρώπους και που ακόμα δεν έχει γνωρίσει η φύση των όντων, αλλά και που αποτελεί τον τύπο της νέας ενέργειας εκείνου που έζησε με τρόπο νέο. Ονόμασε ίσως την ενέργεια θεανδρική αυτός που βρήκε αρμόδια ονομασία στο μυστήριο αυτό, για να συγκεκριμενοποιήσει τον τρόπο της αντίδοσης που πραγματοποιείται κατά την απόρρητη ένωση και κάνει ώστε ν' ανήκουν αμοιβαία οι ιδιότητες του ενός μέρους του Χριστού στο άλλο χωρίς τη μεταβολή και τη σύμφυση του ενός μέρους προς το άλλο κατά το φυσικό λόγο.
Όπως δηλαδή του ξίφους που το πυρακτώσαμε η δύναμη που κόβει έγινε δύναμη που καίει και συνάμα η καυστική δύναμη έγινε δύναμη που κόβει -γιατί ενώθηκε όπως η φωτιά με το σίδερο- έτσι και η καυστική δύναμη της φωτιάς ενώθηκε με την ιδιότητα του σιδήρου να κόβει. Και ο σίδηρος απόχτησε δύναμη που καίει με την ένωση του με τη φωτιά κι η φωτιά απόχτησε δύναμη που κόβει με την ένωσή της με το σίδερο. Κανένα από τα δύο δεν έπαθε μεταβολή προς το άλλο με την αντίδοση του ενός προς το άλλο κατά την ένωση, αλλά καθένα και μέσα στην ιδιότητα εκείνου που συντελείται κατά την ένωση δεν ξεπέφτει από τη δική του φυσική ιδιότητα. Έτσι και μέσα στο μυστήριο της θεϊκής σάρκωσης το θεϊκό και το ανθρώπινο ενώθηκαν υποστατικά, χωρίς κανένα από τα δύο να βγει από τη φυσική ενέργειά του εξαιτίας της ένωσης και χωρίς να έχει αποκτήσει μετά την ένωση την άσχετη του ενέργεια ξεχωριστή από εκείνην που είναι ενωμένη μαζί του και συνυπάρχει μ' αυτό.
Γιατί, αφού με όλη τη δραστική δύναμη(36) της θεότητας του ο Λόγος που έγινε σάρκα είχε συνενωμένη μαζί του με άλυτη ένωση όλη την παθητική δύναμη της ίδιας της ανθρωπότητάς του, ενεργούσε ανθρώπινα, αν και Θεός, τα θαύματα, που λάβαιναν την ολοκλήρωση τους μέσα σε σάρκα παθητή από τη φύση της. Και πάλι αν και άνθρωπος χειριζόταν θεϊκά τα πάθη της φύσης που διεκπαιρεώνονταν με θεϊκή εξουσία. Και τα δύο τα πραγματοποιούσε θεανδρικά, αφού ήταν Θεός μαζί και άνθρωπος· με τούτο μας αποδίνει στον εαυτό μας έτσι όπως φανήκαμε πως είμαστε και μ' εκείνα μας παραδίνει στον εαυτό του, αφού γίνωμε ό,τι μας έχει υποτυπώσει. Και με τα δύο μαζί πιστοποιεί την αλήθεια εκείνων, από τα οποία αποτελείται, μέσα στα οποία υπάρχει και των οποίων είχε την ουσία σαν ο μόνος αληθινός και αξιόπιστος, και θέλει να τον ομολογούμε ό,τι είναι στην ουσία του. (37)
Αφού έχετε μπροστά σας κι ολοκληρώνετε τη μορφή του, ω αγιασμένοι στο λόγο και στο βίο, μιμηθείτε τη μακροθυμία του κι όταν λάβετε τη γραφή μου αυτή, σταθήτε φιλάνθρωποι κριτές των στοχασμών μου. Παραβλέψετε με τη συμπάθεια σας τα παραστρατήματα του παιδιού σας, που μόνη αυτή την ανταμοιβή θέλει για την υπακοή του. Γίνετε οι μεσίτες μου για τη συμφιλίωσή μου μ' αυτόν δημιουργώντας την ειρήνη που ξεπερνά κάθε νου (38) κι άρχοντάς (39) της είναι ο ίδιος ο Σωτήρας, που με την έξη της πράξης ελευθερώνει από τον σάλο των παθών όσους τον φοβούνται κι είναι πατέρας του μελλοντικού αιώνα (40) γεννώντας μέσω της αγάπης και της γνώσης εκείνους που γέμισαν τον άνω κόσμο. Σ' αυτόν ανήκει η δόξα, η μεγαλωσύνη, η εξουσία μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα στους αιώνες. Αμήν.
ΜΕ ΛΙΓΗ ΠΡΟΣΟΧΗ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΕΝΝΟΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΥΒΡΙΣΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ, ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ, ΤΗΝ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΗ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ, ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΣΑΝ ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ ΤΗΣ, ΤΗΝ ΠΛΗΡΗ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΜΑΣ ΝΑ ΕΝΝΟΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΧΩΡΙΣ ΤΟΥΣ ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ, ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ.
Σημειώσεις
1) ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Επιστολή Δ΄ τω Γαϊω Θεραπευτή, PG 3, 1072 A. Ο Άγιος Μάξιμος αποκρούει εδώ την αίρεση του μονοενεργητισμού
2) Βλ. Ρωμ. 1,20.
3) Ό,τι ο άγιος Μάξιμος αναφέρει εδώ αποκρούοντας την αίρεση του μονοενεργητισμού, συμφωνεί με την πλούσια υπεράσπιση της κίνησης, που αποτελεί το βασικό θέμα στο δεύτερο μέρος του έργου τούτου και που το έχει γράψει πριν από το πρώτο, για ν' αντικρούσει τον ωριγενισμό. Η φυσική ενέργεια είναι η κίνηση που δίνει την ειδική μορφή της στην ανθρώπινη φύση, δίχως την οποία η ανθρώπινη φύση δεν θα είχε τη μορφή της, την ιδιαιτερότητά της· δε θα ήταν ανθρώπινη φύση. Είναι η πιο γενική από τις ιδιότητες του ανθρώπου. Δηλαδή η ανθρώπινη φύση είναι μια πραγματικότητα δυναμική και μέσα σ' αυτόν τον ειδικά ανθρώπινο δυναμισμό εκδηλώνονται όλες οι άλλες ανθρώπινες ιδιότητες.
4) ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Επιστολή Δ΄ τω Γαϊω Θεραπευτή, PG 3, 1072 A
5) ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Επιστολή Δ΄ τω Γαϊω Θεραπευτή, PG 3, 1072 A
6) όπου παραπάνω
7) όπου παραπάνω
8) όπου παραπάνω
9) όπου παραπάνω
10) όπου παραπάνω
11) όπου παραπάνω
12) Αναφορικά με το παράδοξο τούτο της Αποκάλυψης ο Karl Barth έχει παρατηρήσει, όχι παράλογα, ότι ο Λόγος, από το γεγονός ακριβώς ότι έχει κρυφθή σε ένα άνθρωπο και δεν έχει δειχθή αποκαλυμμένος μερικά με μιαν ατελή ανθρωπότητα, έγινε κατανοητός από τους ανθρώπους. «Ο άνθρωπος μέσα στον οποίο έχει κρυφθή Λόγος του Θεού και γι' αυτό έγινε κατανοητός, έπρεπε να είναι άνθρωπος ολόκληρος και γνήσιος. Το περικάλυμμα έπρεπε να είναι κλειστό, το ιγκόγνιτο έπρεπε να είναι πλήρες. Δεν έπρεπε να είναι ένας άμεσος αποκαλυπτής. Δεν έπρεπε η αποκάλυψη να είναι μια θεοφάνεια καταληπτή από τον καθένα. Και τούτο, επειδή ακριβώς αν δεν είχε υπάρξει με τρόπο σαφή άνθρωπος ή πλήρης άνθρωπος, δε θα είχε υπάρξει το όργανο, με το οποίο ο Θεός μπορεί να γίνη κατανοητός. Στην περίπτωση αυτή δε θα ήταν αποκαλυπτός. Ένα ον πάνω από τον ή ένα πνεύμα ή ένας άγγελος που θ' αποκάλυπτε το Θεό, έστω κι εν μέρει μονάχα άμεσα, θα του αφαιρούσε μάλλον, ακριβώς γι' αυτό και κατ' αναλογία με την αμεσότητα αυτή, μέρος από την κατανόηση του». Και τούτο «γιατί κανένα άλλο πλάσμα εκτός από τον άνθρωπο δεν μπορεί να συναντήση τον άνθρωπο». «Από άνθρωπο προς άνθρωπο και μόνο εκεί υπάρχει διάλογος, κατανόηση, επικοινωνία». Αν ήταν ανάγκη το περικάλυμμα που έχει δεχθή ν' αποκαλύψη αληθινά το Θεό, να είναι ταυτόχρονα μια πόρτα ανοιχτή, τούτο έπρεπε να πραγματοποιηθή έτσι που ο Θεός, κρύβοντας την καθαρή θεότητά του, να γίνη άνθρωπος, για να κάνη αποδεκτή από μας τη θεότητά του. Με τέτοια προοπτική έπρεπε ν' αδειάση από τη θεία εικόνα του ( Φιλ. 2,6). «Έπρεπε να γίνη άνθρωπος για να μας φθάση, για να συναντηθούμε με το Θεό» ( Die Lehre vom Wortgottes, Prolegomena zur christlichen Dogmatik, M ü nchen, Kaiser - Verlag 1927, σ. 217-222). Ο άγιος Μάξιμος διακρίνεται από τον Barth σε όλα όσα πιο πέρα αναφέρει σχετικά με τη θεία μέθοδο, με την οποία ο ενσαρκωμένος Λόγος κινεί τ' ανθρώπινα. Ο Χριστός βέβαια πραγματοποιεί κάποια αποκάλυψη της θεότητας με την ανθρωπότητα, που έχει προσλάβει. Ακόμα κι ο άνθρωπος που ζη Πνευματικά κάνει το Πνεύμα ευδιάκριτο. Όμως ο άγιος Μάξιμος δεν υποστηρίζει μόνο την κατάβαση του Θεού στην ανθρώπινη φύση, αλλά και την ανάβαση αυτής σ' Εκείνον, γεγονός που δημιουργεί ένα νέο μυστήριο. Με την ενσάρκωση πραγματοποιείται στον υπέρτατο βαθμό το παράδοξο, που είναι γενικά δεμένο με την ανθρώπινη ύπαρξη. Κάθε άνθρωπος γνωρίζει τον εαυτό του ή αποκαλύπτεται στον εαυτό του και στους άλλους, επειδή βρίσκεται σε διάλογο με την ανώτατη αυθεντία της ύπαρξης, επειδή βρίσκεται σε διάλογο με την ανώτατη αυθεντία της ύπαρξης, επειδή είναι υπεύθυνος μπροστά στην αυθεντία αυτή. Ο Θεός είναι ευδιάκριτος στον άνθρωπο και μέσω αυτού στους άλλους στο μέτρο που ο άνθρωπος ζη πιο έντονα την ευθύνη αυτή και μέσω αυτής την ευκρίνεια του Θεού. Εξάλλου στο μέτρο που ο άνθρωπος γίνεται πιο ανθρώπινος κατεβαίνει προς τους άλλους. Στην κατάβαση αυτή αποκαλύπτεται ο Θεός μέσα του και στην κατάβαση αυτή βρίσκεται το μεγαλείο του ανθρώπου. Γιατί πρέπει ο άνθρωπος να κατεβή από ένα ψεύτικο ύψος, από ένα ύψος απ-άνθρωπο, προς το οποίο έχει αισθανθή πειρασμό από την αρχή. Με την κατάβαση αυτή γίνεται κατανοητός από τους άλλους και ταυτόχρονα αποκαλύπτει το Θεό μέσα του και γύρω του ευκρινώς. Στο Χριστό ο Θεός έχει πραγματοποιήσει την απόλυτη κατάβαση, την υπέρτατη κένωση, την κατάβαση την κατεξοχήν εισδυτική και οξεία, αποκαλυπτόμενος μ' αυτήν και ως ο πιο κατανοητός των ανθρώπων και ως Θεός που έχει άμεσα αποκαλυφθή. Μέσα στο Χριστό ο άνθρωπος ως υπεύθυνος έναντι του Θεού και ο Θεός ως αυθεντία έναντι της ευθύνης αυτής δεν είναι πια δύο πρόσωπα παρά ένα. Ο Λόγος του Θεού που απαντά με τρόπο απόλυτο στο Θεό-Πατέρα γίνεται απόλυτα υπεύθυνος απέναντι Του για τους ανθρώπους, αφυπνίζοντας τους ως προσωπικούς λόγους βαθιά υπεύθυνους. Μ' αυτή την ευθύνη έναντι του Θεού ο άνθρωπος νικά την παθητότητα μ ετην υπομονή και υψώνεται στο Θεό. Η υπομονή δεν είναι το αντίθετο της κίνησης, αλλά η πιο έντονη μορφή κίνησης προς το Θεό του ανθρώπου που πειράζεται από τα πάθη να μείνη μακριά απ' Αυτόν.
13) ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Επιστολή τω Γαϊω Θεραπευτή, PG 3, 1069Β.
14) ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Επιστολή Δ΄ τω Γαϊω Θεραπευτή, PG 3, 1072 A Β
15) ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, όπου παραπάνω, 1072Β
16) όπου παραπάνω.
17) όπου παραπάνω.
18) Όσοι έλεγαν ότι μέσα στο Χριστό υπάρχει μία μόνο ενέργεια, και μάλιστα η θεία, και εδήλωναν ότι το γεγονός αυτό προκύπτει από την άρνηση, με το νόημα του ξεπεράσματος, του ανθρώπινου στοιχείου μέσα στο Χριστό. Εκφράσεις όμως όπως τούτες εδώ: «Ο Ιησούς δεν είναι άνθρωπος», «Ο Ιησούς δεν ενεργεί σαν άνθρωπος, αφού είναι πάνω από τον άνθρωπο κι αφού ενεργεί με τρόπο υπερανθρώπινο», οδηγούν στο συμπέρασμα ότι με το ξεπέρασμα βεβαιώνουν την ανθρώπινη ουσία. Τότε γιατί αρνούνται την ανθρώπινη ενέργεια; Ο άγιος Μάξιμος ανατρέπει το συλλογισμό τους με την εξής παρατήρηση· οι αρνήσεις αυτές αναφέρονται στην ανθρώπινη ουσία και στην ανθρώπινη ενέργεια. Αν είναι έτσι, πως μπορεί ν' αποδείξη κανένας ότι εφαρμοσμένες στην ουσία δεν σημαίνουν την κατάργησή της, ενώ έχουν το νόημα της κατάργησης, όταν εφαρμοσθούν πάνω στην ενέργεια;
19) Ο άγιος Μάξιμος κάνει διάκριση ανάμεσα στο λόγο ή το νόημα μιας ύπαρξης, και τον τρόπο με τον οποίο αυτή πραγματώνεται, που γίνεται υποστατική. Ο τρόπος να συγκεκριμενοποιηθεί είναι η ενέργεια. Η ύπαρξη δεν μπορεί να γίνει συγκεκριμένα υποστατική παρά μόνο όταν εκδηλωθεί με ενέργειες, με ιδιότητες δυναμικές, με αρετές. Φύση χωρίς ενέργεια είναι μια αφαίρεση που δεν μπορεί ούτε να γίνεί καν γνωστή.
20) ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Επιστολή Δ΄ τω Γαϊω Θεραπευτή, PG 3, 1072 A Β
21) Με το να δεχθή την ανθρώπινη φύση ο Θεός Λόγος επιβεβαίωνε το λόγο της, και χρησιμοποιώντας τις ενέργειες της φύσης αυτής με τρόπο θεϊκό, τις αρνιόταν, όχι όμως καταργώντας τες αλλά ξεπερνώντας το αποτέλεσμά τους. Πρέπει να θυμώμαστε ότι ο άγιος Μάξιμος εννοεί πάντοτε τις αρνήσεις όχι σαν εκφράσεις που καταργούν αυτό που αρνούνται, παρά σαν εκφράσεις που καταργούν αυτό που αρνούνται, παρά σαν εκφράσεις που βεβαιώνουν τον υπερπλεονασμό του υπό άρνηση περιεχομένου. Ο Θεός είναι αγαθός γιατί έχει καλωσύνη που υπερεκχειλίζει. Στην περίπτωση των ανθρωπίνων ενεργειών τούτο δε θέλει να πη ότι οι ενέργειες αυτές γίνονται φύσει εντονώτερες μέσα στο Χριστό, αλλά ότι το αποτέλεσμά τους υπερεκχειλίζει εξαιτίας της θείας δύναμης που τις γεμίζει.
22) Αυτό που η φύση οφείλει να υπομείνη παθητικά (τα πάθη, τα αδιάβλητα πάθη), στο Χριστό γίνεται έργο της θέλησης, λ.χ. ο πόνος, ο θάνατος. Όχι βέβαια μεμιάς αλλά με προσπάθεια του ανθρώπινου στοιχείου, ενισχυμένου χωρίς αμφιβολία από τη θεία δύναμη. Με τούτο δίνει και σ' εμάς επίσης τη δύναμη να τα κυριαρχήσωμε με τη θέληση μας, να υψώσουμε με την προσπάθεια πάνω από τα πάθη, πάνω από τη παθητότητα, που έκανε την είσοδο της στην ανθρώπινη αμέσως έπειτ ' από το αμάρτημα του Αδάμ.
23) ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Επιστολή Δ΄ τω Γαϊω Θεραπευτή, PG 3, 1072Β
24) όπου παραπάνω.
25) όπου παραπάνω.
26) όπου παραπάνω.
27) όπου παραπάνω.
28) Ο Χριστός περιβαλλόταν την ανθρώπινη φύση, δηλαδή την ξεπερνούσε, χωρίς να την εγακταλείπη, χωρίς να βγαίνη απ' αυτή. Νικούσε την παθητότητα της φύσης μας υπομένοντας το φορτίο της, χωρίς να καταρρεύση πνευματικά κάτω απ' αυτό, αλλά αντίθετα βγαίνοντας ενισχυμένος από την αντίσταση αυτή.
29) όπου παραπάνω.
30) όπου παραπάνω.
31) όπου παραπάνω.
32)Με την άρνηση του χωρισμού των δύο φύσεων και των δύο ενεργειών μέσα στο Χριστό δεν βεβαιώνονται μια φύση και μια ενέργεια διάμεσες ανάμεσα στη θεία και ανθρώπινη φύση κι ενέργεια. Τέτοια ενδιάμεση φύση κι ενέργεια στο Χριστό δεν υπάρχει. Στην περίπτωση αυτή ο Χριστός δε θα ήταν ούτε Θεός ούτε άνθρωπος. Ίδια θα ήταν και η δική μας προοπτική. Σε τέτοια περίπτωση η θεία φύση θα ήταν μεταβλητή, επίσης και η δική μας. Και ποιος θα βεβαίωνε ότι η ανθρώπινη φύση δε θα γλιστρούσε σε ακόμα χαμηλότερο σκαλί; Όλα αυτά οδηγούν στον πανθεϊσμό ή σ' ένα είδος θεοσοφίας.
33) όπου παραπάνω.
34) όπου παραπάνω.
35) Αν ο Χριστός είχε μία μόνο ενέργεια, θα είχε και μια μόνο φύση. Γιατί δεν υπάρχει καμμιά φύση χωρίς τη δική της ενέργεια που τη χαρακτηρίζει σα δυναμική πραγματικότητα μέσα στην ιδιαιτερότητα της. Θα ήταν μια φύση αποτελεσμένη από τη σύμμειξη των δύο στη θεοσοφία που πανθεΐζει. Η Αγία Τράπεζα θα γινόταν δυάδα χάνοντας το ένα θείο πρόσωπο ή θα γινόταν τετράδα με την εμφάνιση ενός νέου προσώπου διαφορετικού από το πρόσωπο του Λόγου που προϋπήρχε. Υπερασπίζοντας το αμετακίνητο των φύσεων ο άγιος Μάξιμος υπερασπιζόταν το αμετακίνητο των προσώπων. Η χριστιανική διδασκαλία είναι κατεξοχήν προσωποκεντρική.
36) Ο Χριστός είχε μέσα στην ανθρώπινη δύναμη κι ενέργεια του τη θεία δύναμη κι ενέργεια κι έτσι τα αποτελέσματα της ανθρώπινης ενέργειας ήταν όχι μόνο ανθρώπινα, αλλά εξίσου και θεϊκά. Ή καλύτερα, το ανθρώπινο αποτέλεσμα ήταν ξεχειλισμένο από το αποτέλεσμα της θείας ενέργειας. Η ανθρώπινη δύναμη ήταν κυρίως δύναμη για να υποφέρη. Η υπομονή απαιτεί και η ίδια μια δύναμη, μια προσπάθεια. Ο Υιός του Θεού έχει αναλάβει αυτή τη δύναμη της υπομονής, της παθητότητας, και την έχει γεμίσει με τη δική του θεία δύναμη. Έχει έτσι ενισχυμένη τη δύναμη του ανθρώπου να υποφέρη, χωρίς μείωση του ανθρώπινου αισθήματος του πόνου. Ο Θεός έχει υποφέρει σαν Θεός και σαν άνθρωπος ταυτόχρονα. Ο Θεός έχει υποφέρει ανθρώπινα και ο άνθρωπος θεϊκά. Επειδή ήταν Θεός πραγματοποιούσε τα θαύματα ανθρώπινα και τ' αποτελείωνε με το σώμα του. Πρόσθετε όμως στη σωματική δύναμη τη θεία, και δημιούργησε έτσι με το σώμα αποτελέσματα πάνω από τη σωματική δύναμη. Κι επειδή ήταν άνθρωπος, υπόμενε θεϊκά τα πάθη, γιατί ταυτόχρονα σαν Θεός συμπλήρωνε τη δύναμη του ανθρώπου νε υποφέρη με τη θεία δύναμη. Τελικά ήταν η ίδια η ανθρώπινη δύναμη από τη θεία ή η ίδια η θεία δύναμη που εκδηλωνόταν μέσω της ανθρώπινης, που πραγματοποιούσε τα θαύματα ανθρώπινα ή υπόφερε τα πάθη θεϊκά, με υπομονή πάνω από την ανθρώπινη, κάνοντας τον άνθρωπο νικητή πάνω σ' αυτά.
37) Υπομένοντας και νικώντας τα πάθη μας μας έχει κάνει κύριους του εαυτό μας, αλλά ταυτόχρονα μας έχει δείξει αυτό που είχαμε γίνει έπειτ ' από την παθητότητα, υποφέροντας την ως το τέλος, θα είχαμε πιστέψει ότι αυτή ανήκει στη φύση μας από τη δημιουργία της. Ελευθερώνοντας μας από τη παθητότητα, με την παθητότητά μας, μας έχει εμάς τους ίδιους αναδείξει μ' ένα τρόπο νικητές της παθητότητας. Γιατί μας ύψωσε με τη θέλησή μας εκεί όπου έπρεπε να είχαμε υψωθή από την ίδια τη φύση μας. Έκαμε τα θαύματά του αναλαμβάνοντας την παθητότητά μας και ξεπερνώντας τη σαν άνθρωπος. Μας έχει δοθή σαν άνθρωπος για να μας οδηγήση από ανθρώπινο δρόμο στην αληθινή μας «ανθρωπότητα». Ταυτόχρονα, με τα θαύματα αυτά μας έχει κάνει δικούς του, γιατί χρησιμοποίησε τα δικά μας σώματα, αυτή τη φορά όχι για να μας οδηγήση στην αληθινή μας «ανθρωπότητα», παρά για να εκδηλώση μ' αυτή τη θεότητά του, για να μας κάνη όργανα της θεότητάς του. Χωρίς αμφιβολία ανάμεσα σ' αυτά τα δύο αποτελέσματα υπάρχει στενός σύνδεσμος, γιατί δεν μπορεί να υπάρχη μια αληθινή «ανθρωπότητα» χωρίς να είναι όργανο της θεότητας
38) Φιλιπ. 4,7
39) Ησ. 9,6
40) Ησ. 9,6
Το πρωτότυπο κείμενο
Εἰς τήν πρός Γάϊον τόν θεραπευτήν ἐπιστολήν τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, ἐπισκόπου Ἀθηνῶν· " Πῶς, φής, Ἰησοῦς, ὁ πάντων ἐπέκεινα, πᾶσιν ἀνθρώποις ἐστίν οὐσιωδῶς συντεταγμένος; Οὐδέ γάρ ὡς αἴτιος ἀνθρώπων ἐνθάδε λέγεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ὡς αὐτός κατ᾿ οὐσίαν ὅλην ἀληθῶςἄνθρωπος ὤν."
Ἐπειδή κατά τήν ἁπλῆν ἐκδοχήν τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὡς πάντων αἴτιος ὁ Θεός πᾶσι σημαίνεται τοῖς τῶν ἐξ αὐτοῦ παρηγμένων ὀνόμασιν, οἰόμενον, τυχόν, καί μετά τήν σάρκωσιν τούτῳ μόνῳ τῷ τρόπῳ πάλιν ἄνθρωπον τόν Θεόν ὀνομάζεσθαι τούτοις τόν θεραπευτήν Γάϊον ἐπανορθοῦται τοῖς ῥήμασιν ὁ πολύς Διονύσιος, διδάσκων ὡς οὐχ ἁπλῶς ὁ τῶν ὅλων Θεός σαρκωθείς λέγεται ἄνθρωπος ἀλλ᾿ ὡς αὐτό κατ᾿ οὐσίαν ὅλην ἀληθῶς ἄνθρωπος ὤν. Ἧς μόνη τε καί ἀληθής ἐστιν ἀπόδειξις ἡ κατά φύσιν αὐτῆς συστατική δύναμις, ἥν οὐκ ἄν τις ἁμάρτοι τῆς ἀληθείας φυσικήν φήσας ἐνέργειαν, κυρίως τε καί πρώτως χαρακτηριστικήν αὐτῆς, ὡς εἰδοποιόν ὑπάρχουσαν κίνησιν, γενικωτάτην πάσης τῆς φυσικῶς αὐτῇ προσούσης περιεκτικῆς ἰδιότητος, ἧς χωρίς μόνον ἐστί τό μή ὄν, ὡς μόνου τοῦ μηδαμῶς ὄντος, κατά τοῦτον τόν μέγαν διδάσκαλον, οὔτε κίνησιν οὔτε ὕπαρξιν ἔχοντος. Τρανότατα γοῦν διδάσκει μηδέν ἠρνῆσθαι παντάπασι τῶν ἡμετέρων τόν Θεόν σαρκωθέντα, πλήν τῆς ἁμαρτίας, ἐπεί μηδέ τῆς φύσεως ἦν, οὐχ ἁπλῶς ἄνθρωπον, ἀλλ᾿ αὐτό κατ᾿ οὐσίαν ὅλην ἀληθῶς ἄνθρωπον ὄντα διαῤῥήδην ἀποφηνάμενος. Οὗ κυρίως εἶναι διά τῶν ἐπαγομένων καί τήν κλῆσιν ἀνθρωπικῶς οὐσιωθέντος διατεινόμενός φησιν· " Ἡμεῖς δέ τόν Ἰησοῦν οὐκ ἀνθρωπικῶς ἀφορίζομεν." Ἐπεί μή ψιλόν ἄνθρωπον αὐτόν δογματίζομεν, τέμνοντες τήν ὑπέρ ἔννοιαν ἕνωσιν. Οὐσιωδῶς γάρ, ἀλλ᾿ οὐχ ὡς ἀνθρώπων αἰτίου ἐπ᾿ αὐτοῦ τοῦ φύσει Θεοῦ καθ᾿ ἡμᾶς ἀληθῶς οὐσιωθέντος τό ἄνθρωπος ὄνομα λέγομεν. Οὐδέ γάρ ἄνθρωπος μόνον, ὅτι καί Θεός ὁ αὐτός, εἴπερ μή ψιλός ἄνθρωπος μήτε γυμνός ὑπάρχει Θεός, "ἀλλ᾿ ἄνθρωπος ἀληθῶς ὁ διαφερόντως φιλάνθρωπος." Ἀπείρῳ γάρ πόθῳ τῷ πρός ἀνθρώπους ὅπερ ἐστίν ἀληθῶς αὐτό φύσει τό ποθούμενον γέγονε, μήτε τι πεπονθώς εἰς τήν ἰδίαν οὐσίαν πρός τῆς ἀφθέγκτου κενώσεως, μήτε τι τῆς ἀνθρωπίνης διά τήν ἀπόρρητον πρόσληψιν ἀμείψας, ἤ μειώσας τό σύνολον φύσεως, ὧν ὁ λόγος κυρίως αὐτῆς καθέστηκε σύστασις. " Ὑπέρ ἀνθρώπους," ὅτι θεϊκῶς ἀνδρός χωρίς "καί κατά ἀνθρώπους," ἀνθρωπικῶς ὅτι νόμῳ κυήσεως. " Ἐκ τῆς ἀνθρώπων οὐσίας ὁ ὑπερούσιος οὐσιωμένος· " οὐ γάρ ψιλήν μόνην ἐφάντασεν ἡμῖν ἐν ἑαυτῷ τήν ἐν εἴδει σαρκός διαμόρφωσιν, κατά τούς τῶν Μανιχαίων λήρους, ἤ σάρκα συνουσιωμένην οὐρανόθεν ἑαυτῷ συγκατήγαγε, κατά τούς Ἀπολιναρίου μύθους, ἀλλ᾿ αὐτό κατ᾿ οὐσίαν ὅλην ἀληθῶς ἄνθρωπος γεγονώς, προσλήψει δηλονότι σαρκός νοερῶς ἐψυχωμένης, ἑνωθείσης αὐτῷ καθ᾿ ὑπόστασιν.
"Ἔστι δέ οὐδέν ἦττον ὑπερουσιότητος ὑπερπλήρης ὁ ἀεί ὑπερούσιος." Οὐ γάρ ὑπεζεύχθη τῇ φύσει γενόμενος ἄνθρωπος, τοὐναντίον δέ μᾶλλον συνεπῆρεν ἑαυτῷ τήν φύσιν, ἕτερον αὐτήν ποιήσας μυστήριον, αὐτός δέ μείνας παντάπασιν ἄληπτος, καί τήν οἰκείαν σάρκωσιν λαχοῦσαν γένεσιν ὑπερούσιον μυστηρίου παντός δείξας ἀληπτοτέραν, τοσοῦτον καταληπτός δι᾿ αὐτήν γεγονώς ὅσον πλέον ἐγνώσθη δι' αὐτῆς ἀληπτότερος. " Κρύφιος γάρ ἐστι καί μετά τήν ἔκφανσιν," φησίν ὁ διδάσκαλος, " ἤ, ἵνα τό θειότερον εἴπω, καί ἐν τῇ ἐκφάνσει. Καί τοῦτο γάρ Ἰησοῦ κέκρυπται, καί οὐδενί λόγῳ, οὐδέ νῷ τό κατ᾿ αὐτόν ἐξῆκται μυστήριον, ἀλλά καί λεγόμενον ἄῤῥητον μένει, καί νοούμενον, ἄγνωστον." Τί τούτου πρός ἀπόδειξιν θείας ὑπερουσιότητος γένοιτ᾿ ἄν ἀποδεικτικώτερον, ἐκφάνσει τό κρύφιον καί λόγῳ τήν ἀφασίαν καί νῷ δηλούσης τήν καθ᾿ ὑπεροχήν ἀγνωσίαν, καί τό δή μεῖζον εῖπεῖν, οὐσιώσει τό ὑπερούσιον; "Ἀμέλει τῇ ταύτης περιουσίᾳ καί εἰς οὐσίαν ἀληθῶς ἐλθών ὑπέρ οὐσίαν οὐσιώθη·" τούς νόμους δηλαδή καινοτομήσας τῆς κατά φύσιν γενέσεως, καί δίχα τῆς ἐξ ἀνδρός ἐν εἴδει σπορᾶς ἀληθῶς γενόμενος ἄνθρωπος. Καί δηλοῖ Παρθένος αὐτόν ὑπερφυῶς κύουσα τόν ὑπερούσιον Λόγον χωρίς ἀνδρός ἐκ τῶν αὐτῆς παρθενικῶν αἱμάτων ἀνθρωπικῶς, ξένῳ παρά τήν φύσιν θεσμῷ, διαπλαττόμενον. " Καί ὑπέρ ἄνθρωπον ἐνήργει τά ἀνθρώπου·" τήν τῶν στοιχείων ἀπαθῶς καινοτομήσας φύσιν ταῖς βάσεσι. Καί δηλοῖ σαφῶς ὕδωρ ἄστατον, ὑλικῶν καί γεηρῶν ποδῶν ἀνέχον βάρος καί μή ὑπεῖκον, ἀλλ᾿ ὑπερφυεῖ δυνάμει πρός τό ἀδιάχυτον συνιστάμενον· εἴπερ ἀληθῶς ἀβρόχοις ποσί, σωματικόν ὄγκον ἔχουσι, καί ὕλης βάρος, τήν ὑγράν καί ἄστατον οὐσίαν μεταβατικῶς ἐπεπόρευτο, περιπατῶν ἐπί θαλάσσης ὡς ἐπ᾿ ἐδάφους, καί τῇ δυνάμει τῆς ἑαυτοῦ θεότητος ἀχωρίστως διά τῆς μεταβάσεως συνεκφαίνων τῆς οἰκείας σαρκός τήν κατά φύσιν ἐνέργειαν· εἴπερ φύσει ταύτης ἡ μεταβατική καθέστηκε κίνησις, ἀλλ᾿ οὐ τῆς ἡνωμένης αὐτῇ καθ᾿ ὑπόστασιν ὑπεραπείρου καί ὑπερουσίου θεότητος. Ἅπαξ γάρ ἀνθρωπικῶς οὐσιωθείς ὁ ὑπερούσιος Λόγος μετά τῆς ἀνθρωπίνης οὐσίας ἀμείωτον εἶχεν, ὡς ἰδίαν αὐτοῦ, καί τήν γενικῶς αὐτόν ὡς ἄνθρωπον χαρακτηρίζουσαν τῆς οὐσίας κίνησιν πᾶσιν οἷς ὡς ἄνθρωπος ἐνήργει φυσικῶς εἰδοποιουμένην· εἴπερ ἀληθῶς γέγονεν ἄνθρωπος, ἀναπνέων, λαλῶν, βαδίζων, χεῖρας κινῶν, προσφυῶς ταῖς αἰσθήσεσι χρώμενος εἰς ἀντίληψιν τῶν αἰσθητῶν, πεινῶν, διψῶν, ἐσθίων, ὑπνῶν, κοπιῶν, δακρύων, ἀγωνιῶν, καίτοι δύναμις ὤν αὐθυπόστατος, καί τά λοιπά πάντα οἷς αὐτουργικῶς ψυχῆς δίκην φυσικῶς τό συμφυές σῶμα κινούσης, τήν προσληφθεῖσαν φύσιν κινῶν ὡς αὐτοῦ καί γενομένην ἀληθῶς καί λεγομένην, ἤ κυρίως εἰπεῖν, αὐτός δίχα τροπῆς τοῦθ᾿ ὅπερ ἐστί πραγματικῶς ἡ φύσις γενόμενος ἀφαντάστως τήν ὑπέρ ἡμῶν οἰκονομίαν πεπλήρωκεν. Οὐκ ἀνεῖλεν οὖν τήν συστατικήν τῆς προσληφθείσης οὐσίας ἐνέργειαν, ὥσπερ οὐδ᾿ αὐτήν τήν οὐσίαν ὁ διδάσκαλος, εἰπών· " Ὑπέρ οὐσίαν οὐσιώθη, καί ὑπέρ ἄνθρωπον ἐνήργει τά ἀνθρώπου· " ἀλλ᾿ ἔδειξεν ἐπ᾿ ἀμφοῖν τήν καινότητα τῶν τρόπων ἐν τῇ μονιμότητι τῶν φυσικῶν σωζομένην λόγων, ὧν χωρίς οὐδέν τῶν ὄντων ἐστίν ὅπερ ἐστίν. Εἰ δέ φῶμεν, ὡς τῆς μέν προσληφθείσης οὐσίας θέσις, τῆς δέ συστατικῆς αὐτῆς ἐνεργείας ἀφαίρεσις, ἡ καθ᾿ ὑπεροχήν ἐστιν ἀπόφασις, τίνι λόγῳ τήν αὐτήν ἐπ᾿ ἀμφοῖν ἴσως τεθεῖσαν, τῆς μέν ὕπαρξιν, τῆς δέ πάντως ἀναίρεσιν σημαίνουσαν δείξομεν; Ἤ πάλιν ἐπείπερ οὐκ αὐτοκίνητος ἡ προσληφθεῖσα φύσις ἐστίν, ὑπό τῆς ἡνωμένης αὐτῇ καθ᾿ ὑπόστασιν ἀληθῶς κινουμένῃ θεότητος, καί τήν συστατικήν αὐτῆς ἀφαιρούμεθα κίνησιν, μηδ᾿ αὐτήν τήν οὐσίαν ὁμολογήσομεν, οὐκ αὐθυπόστατον φανεῖσαν, τουτέστι καθ᾿ ἑαυτήν, ἀλλ᾿ ἐν αὐτῷ τῷ κατ᾿ ἀλήθειαν αὐτήν οὐσιωθέντι Θεῷ Λόγῳ τό εἶναι λαβοῦσαν, ἴσην ἐπ᾿ ἀμφοῖν τήν αἰτίαν ἔχοντες τῆς παραιτήσεως, ἤ καί τήν κίνησιν τῇ φύσει συνομολογήσομεν, ἧς χωρίς οὐδέ φύσις ἐστί, γινώσκοντες ὡς ἕτερος μέν ὁ τοῦ εἶναι λόγος ἐστίν, ἕτερος δέ ὁ τοῦ πῶς εἶναι τρόπος, ὁ μέν τήν φύσιν, ὁ δέ τήν οἰκονομίαν πιστούμενος. Ὧν ἡ σύνοδος τό μέγα τῆς ὑπερφυοῦς Ἰησοῦ φυσιολογίας ποιησαμένη μυστήριον σωζομένην ἔδειξεν ἐν ταυτῷ τήν διαφοράν τῶν ἐνεργειῶν καί τήν ἕνωσιν, τήν μέν ἀδιαιρέτως ἐν τῷ φυσικῷ θεωρουμένην λόγῳ τῶν ἡνωμένων, τήν δέ ἀσυγχύτως ἐν τῷ μοναδικῷ γνωριζομένην τρόπῳ τῶν γινομένων. Τί γάρ καί τίς, ποῦ τε καί πῶς φύσις ἔσται συστατικῆς ἔρημος γενομένη δυνάμεως; Τό γάρ καθόλου μηδέ μίαν ἔχον δύναμιν οὔτε ἔστιν, οὔτε τί ἐστίν, οὔτε ἔστι τις αὐτοῦ παντελῶς θέσις, φησίν ὁ πολύς οὗτος διδάσκαλος. Εἰ δέ τούτων λόγος οὐδείς, εὐσεβῶς ὁμολογεῖσθαι χρή τάς τε τοῦ Χριστοῦ φύσεις ὧν αὐτός ὑπόστασις ἦν, καί τάς αὐτοῦ φυσικάς ἐνεργείας, ὧν αὐτός ἕνωσις ἦν ἀληθής, κατ᾿ ἄμφω τάς φύσεις· εἴπερ ἑαυτῷ προσφυῶς, μοναδικῶς, ἤγουν ἑνοδειδῶς, ἐνεργῶν, καί διά πάντων ἀχωρίστως τῇ θεϊκῇ δυνάμει συνεκφαίνων τῆς οἰκείας σαρκός τήν ἐνέργειαν. Πῶς γάρ ἔσται φύσει Θεός, καί φύσει πάλιν ἄνθρωπος ὁ αὐτός, οὐκ ἔχων ἀνελλιπῶς τό φύσει κατ᾿ ἄμφω πεφυκός; Τί τε καί τίς ὑπάρχων γνωσθήσεται, μή πιστούμενος οἷς ἐνήργει φυσικῶς ὅπερ ἐστί μή τρεπόμενον; πῶς δέ πιστώσεται καθ᾿ ἕν τῶν ἐξ ὧν , ἐν οἷς τε καί ἅπερ ἐστίν ἀκίνητος μένων καί ἀνενέργητος; Ὑπέρ οὐσίαν οὖν οὐσιώθη, γενέσεως ἀρχήν καί γεννήσεως ἑτέραν τῇ φύσει δημιουργήσας, συλληφθείς μέν σπορᾷ τῆς οἰκείας σαρκός, τεχθείς δέ σφραγίς τῆς παρθενίας τῇ τεκούσῃ γενόμενος, καί τῶν ἀμίκτων ἐπ᾿ αὐτῆς τήν ἀντίφασιν δείξας συναληθεύουσαν. Ἡ γάρ αὐτή καί παρθένος καί μήτηρ, καινοτομοῦσα τήν φύσιν τῇ συνόδῳ τῶν ἀντικειμένων, εἴπερ τῶν ἀντικειμένων παρθενία καί γέννησις, ὧν ἐκ φύσεως οὐκ ἄν τις ἐπινοηθήσεται σύμβασις. Διό καί θεοτόκος ἀληθῶς ἡ Παρθένος, ὑπερφυῶς δίκην σπορᾶς συλλαβοῦσά τε καί τεκοῦσα τόν ὑπερούσιον Λόγον· ἐπείπερ τοῦ σπαρέντος τε καί συλληφθέντος κυρίως ἡ τίκτουσα μήτηρ.
Καί ὑπέρ ἄνθρωπον ἐνήργει τά ἀνθρώπου, κατ᾿ ἄκραν ἕνωσιν δίχα τροπῆς συμφυεῖσαν δεικνύς τῇ θεϊκῇ δυνάμει τήν ἀνθρωπίνην ἐνέργειαν· ἐπειδή καί ἡ φύσις ἀσυγχύτως ἐνωθεῖσα τῇ φύσει δι᾿ ὅλου περικεχώρηκε, μηδέν ἀπόλυτον παντάπασιν ἔχουσα, καί τῆς ἡνωμένης αὐτῇ καθ᾿ ὑπόστασιν κεχωρισμένον θεότητος. Ὑπέρ ἡμᾶς γάρ ἀληθῶς τήν ἡμῶν οὐσίαν οὐσιωθείς ὁ ὑπερούσιος Λόγος συνῆψε τῇ καταφάσει τῆς φύσεως καί τῶν αὐτῆς φυσικῶν καθ᾿ ὑπεροχήν τήν ἀπόφασιν, καί γέγονεν ἄνθρωπος, τόν ὑπέρ φύσιν τοῦ πῶς εἶναι τρόπον ἔχον συνημμένον τῷ τοῦ εἶναι λόγῳ τῆς φύσεως, ἵνα καί τήν φύσιν πιστώσηται τῇ τῶν τρόπων καινότητι, μή δεχομένην κατά τόν λόγον ἀλλοίωσιν, καί δείξῃ τήν ὑπεράπειρον δύναμιν ὡσαύτως κἀν τῇ τῶν ἐναντίων γενέσει γνωριζομένην· ἀμέλει ἐξουσίᾳ γνώμης ἔργα πεποιηκώς τά πάθη τῆς φύσεως, ἀλλ᾿ οὐχ ὡς ἡμεῖς ἀνάγκης ἀποτελέσματα φυσικῆς, ἔμπαλιν ἤ ἐφ' ἡμῶν ἔχει, τό καθ᾿ ἡμᾶς φύσει παθητόν διεξῆλθεν, ἐξουσίᾳ γνώμῃ κινητόν δείξας ἐφ᾿ ἑαυτοῦ τό πεφυκός ἐφ᾿ ἡμῶν εἶναι γνώμης κινητικόν. Ὅπερ τοῖς ἑξῆς σαφηνίζων φησίν ὁ διδάσκαλος· "Τί ἄν τις τά λοιπά πάμπολλα ὄντα διέλθοι; δι᾿ ὧν ὁ θείως ὁρῶν ὑπέρ νοῦν γνώσεται καί τά ἐπί τῇ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Ἰησοῦ καταφασκόμενα, δύναμιν ὑπεροχικῆς ἀποφάσεως ἔχοντα." Τά γάρ τῆς φύσεως πάντα μετά τῆς φύσεως κατά σύλληψιν ἄῤῥητον ὑποδύς ὁ ὑπερούσιος λόγος οὐδέν εἶχεν ἀνθρώπινον φυσικῷ λόγῳ καταφασκόμενον, ὅ μή καί θεῖον ἦν, τρόπῳ τῷ ὑπέρ φύσιν ἀποφασκόμενον. Ὧν ὑπέρ νοῦν ὡς ἀναπόδεικτος ὑπῆρχεν ἡ γνῶσις, μόνην κατάληψιν ἔχουσα τήν πίστιν τῶν γνωσίως τό τοῦ Χριστοῦ σεβαζομένων μυστήριον. Οὗτινος ὥσπερ συνοπτικόν τόν λόγον ἀποδιδούς φησι· " Καί γάρ, ἵνα συνελόντες εἴπωμεν, οὐδέ ἄνθρωπος ἦν," ὅτι φύσει τῆς κατά φύσιν ἀνάγκης ἄνετος ἦν, τῷ καθ᾿ ἡμᾶς οὐχ ὑπαχθείς θεσμῷ γενέσεως. "Οὐχ ὡς μή ἄνθρωπος," ὅτι κατ᾿ οὐσίαν ὅλην ἀληθῶς ἄνθρωπος ἦν, φύσει τῶν καθ᾿ ἡμᾶς φυσικῶν ἀνεχόμενος, "ἀλλ᾿ ὡς ἐξ ἀνθρώπων·" ἐπείπερ ἡμῖν ὁμοούσιος ἦν, ὅπερ ἡμεῖς κατά φύσιν ἄνθρωπος ὤν, "ἀνθρώπων ἐπέκεινα," καινότητι τρόπων, ὅπερ οὐχ ἡμεῖς, τήν φύσιν περιγράφων. " Καί ὑπέρ ἄνθρωπον ἀληθῶς ἄνθρωπος γεγονώς," τούς ὑπέρ φύσιν τρόπους καί τούς κατά φύσιν λόγους ἀλυμάντως ἔχων ἀλλήλοις συνημμένους, ὧν ἀμήχανος ἡ σύμβασις ἦν, αὐτός ᾧ μηδέν ἐστιν ἀμήχανον ἀληθής γενόμενος ἕνωσις μηδετέρῳ τό παράπαν ὧν ὑπόστασις ἦν θατέρου κεχωρισμένως ἐνεργῶν, δι᾿ ἑκατέρου δέ μᾶλλον πιστούμενος θάτερον· εἴπερ ἄμφω κατ᾿ ἀλήθειαν ὤν ὡς μέν Θεός τῆς ἰδίας ἦν κινητικός ἀνθρωπότητος, ὡς ἄνθρωπος δέ τῆς οἰκείας ἐκφαντικός ὑπῆρχε θεότητος. Θεϊκῶς μέν, ἵν᾿ οὕτως εἴπω, τό πάσχειν ἔχων, ἐκούσιον γάρ, ἐπεί μή ψιλός ἄνθρωπος ἦν, ἀνθρωπικῶς δέ τό θαυματουργεῖν, διά σαρκός γάρ, ἐπεί μή γυμνός ὑπῆρχε Θεός. Ὡς εἶναι τά μέν πάθη θαυμαστά τῇ κατά φύσιν θε«κῇ δυνάμει τοῦ πάσχοντος καινιζόμενα, τά δέ θαύματα παθητά, τῇ κατά φύσιν τοῦ αὐτά θαυματουργοῦντος παθητικῇ δυνάμει συμπληρούμενα τῆς σαρκός. Ὅπερ εἰδώς ὁ διδάσκαλός φησι· " Καί τό λοιπόν οὐ κατά Θεόν τά θεῖα δράσας," ὅτι μή μόνον θεϊκῶς κεχωρισμένα σαρκός, οὐ γάρ ὑπερούσιος μόνον, οὔτε τά ἀνθρώπινα κατά ἄνθρωπον, ὅτι μή μονον σαρκικῶς κεχωρισμένα θεότητος, οὐ γάρ ἄνθρωπος μόνον, "ἀλλ᾿ ἀνδρωθέντος Θεοῦ καινήν τινα τήν " θεανδρικήν" ἐνέργειαν ἡμῖν πεπολετευμένος." Καί γάρ προσλήψει σαρκός νοερῶς ἐψυχωμένης ἀληθῶς ἄνθρωπος γεγονώς, ὁ διαφερόντως φιλάνθρωπος, τήν δέ θεϊκήν ἐνέργειαν καθ᾿ ἕνωσιν ἄῤῥητος τῇ συμφυΐα τῆς σαρκικῆς ἐσχηκώς ἀνδρωθεῖσαν, τήν ὑπέρ ἡμῶν οἰκονομίαν πεπλήρωκε θεανδρικῶς, ἠγουν θεϊκῶς ἅμα καί ἀνδρικῶς τά τε θεῖα καί τά ἀνθρώπινα δράσας, ἤ σαφέστερον εἰπεῖν, θεϊκήν ἐν ταυτῷ καί ἀνδρικήν ἐνέργειαν πεπολιτευμένος.
Οὐκοῦν ἀποφάσει τῆς τῶν θείων καί ἀνθρωπίνων πρός ἄλληλα διαιρέσεως τήν τῆς ἑνώσεως κατάφασιν ὁ σοφός ποιησάμενος τήν φυσικήν τῶν ἡνωμένων διαφοράν οὐκ ἠγνόησεν· ἡ γάρ ἕνωσις τήν διαίρεσιν ἀπωσαμένη τήν διαφοράν οὐκ ἐλώβησεν. Εἰ δέ τῆς διαφορᾶς τόν λόγον ὁ τῆς ἑνώσεως τρόπος ἔχει σωζόμενον, ἄρα περίφρασίς ἐστιν ἡ τοῦ ἁγίου φωνή, καταλλήλῳ κλήσει τοῦ διττοῦ τήν φύσιν Χριστοῦ τήν διττήν παραδηλοῦντος ἐνέργειαν· εἴπερ φύσει τε καί ποιότητι κατ᾿ οὐδένα τρόπον ἐκ τῆς ἑνώσεως ὁ τῶν ἡνωμένων οὐσιώδης μεμείωται λόγος. Ἀλλ᾿ οὐχ ὥς τινι, ἀποφάσει τῶν ἄκρων τινός μέσου ποιουμένου κατάφασιν. Οὐκ ἔστι γάρ τι μέσον ἐπί Χριστοῦ, τῇ τῶν ἄκρων ἀποφάσει καταφασκόμενον. " Καινήν μέν," ὡς κοινοῦ μυστηρίου χαρακτηριστικήν, οὗ λόγος ἐστίν ὁ ἀπόῤῥητος τρόπος (1057) τῆς συμφυΐας. Τίς γάρ ἔγνω πῶς σαρκοῦται Θεός, καί μένει Θεός; πῶς μένων Θεός ἀληθής, ἄνθρωπός ἐστιν ἀληθής; ἄμφω δεικνύς ἑαυτόν ἀληθῶς ὑπάρξει φυσικῇ, καί δι' ἐκατέρου θάτερον, καί μηδετέρῳ τρεπόμενος. Ταῦτα μόνη πίστις χωρεῖ, σιγῇ τιμῶσα τόν Λόγον, οὗτινος τῇ φύσει τῶν ὄντων ἐμπέφυκε λόγος οὐδείς. "Θεανδρικήν" δέ, οὐχ ὡς ἁπλῆν, οὐδέ πρᾶγμά τι σύνθετον, καί ἤ μόνης γυμνῆς κατά φύσιν θεότητος, ἤ μόνης ψιλῆς ὑπάρχουσαν ἀνθρωπότητος, ἤ συνθέτῳ φύσει τινῶν ἄκρων μεταιχμίῳ προσήκουσαν, ἀλλ᾿ ἀνδρωθέντι Θεῷ, τουτέστι τελείως ἐνανθρωπήσαντι, προσφυεστάτην. Οὐδ᾿ αὖ πάλιν μίαν, ὡς οὐκ ἄν ἄλλως νοηθῆναι "τῆς καινῆς" καθά τισιν ἔδοξεν, ἤ "μιᾶς δυναμένης·" ποιότητος γάρ, ἀλλ᾿ οὐ ποσότητος ἡ "καινότης·" ἐπεί καί φύσιν ἐξ ἀνάγκης ἑαυτῇ συνεισάξει τοιαύτην· εἴπερ πάσης φύσεως ὅρος ὁ τῆς οὐσιώδους αὐτῆς ἐνεργείας καθέστηκε λόγος, ἥν οὐ διπλῆν εἴποι ποτ᾿ ἄν τραγελάφων μύθοις φιλοτιμούμενος. Πῶς δέ καί τούτου δοθέντος ὁ τοῦτο πεφυκώς μίαν ἔχων ἐνέργειαν, καί ταύτην φυσικήν, ἐπιτελέσει τῇ αὐτῇ τά θαύματα καί τά πάθη, λόγῳ φύσεως ἀλλήλων διαφέροντα, δίχα στερήσεως ἐπισυμβαινούσης τῇ ἀπογενέσει τῆς ἕξεως; Οὐδέν γάρ τῶν ὄντων μιᾷ καί τῇ αὐτῇ ἐνεργείᾳ τἀναντία πέφυκε δρᾷν, ὅρῳ τε καί λόγῳ συνεχόμενον φύσεως. Διό μίαν ἁπλῶς ἤ φυσικήν ἐπί Χριστοῦ θεότητος καί σαρκός ἐνέργειαν λέγειν οὐ θέμις, εἴπερ μή ταυτόν ποιότητι φυσικῇ θεότης καί σάρξ, ἐπί καί φύσιν, καί γενήσεται τετράς ἡ τριάς.
Οὔτε γάρ κατά φύσιν, οὔτε κατά δύναμιν, οὔτε κατ᾿ ἐνέργειαν, γέγονε ταυτόν, φησί, τῇ σαρκί. Οὐδενί γάρ ᾦ πέφυκεν εἶναι διά τήν μίαν οὐσίαν Πατρί καί Πνεύματι ταυτόν ὁ Υἱός, γέγονε ταυτόν τῇ σαρκί διά τήν ἕνωσιν, κἄν πεποίηκεν αὐτήν ζωοποιόν ἑνώσει τῇ πρός αὐτόν, ἔχουσαν τό φύσει θνητόν. Ἐπεί καί τρεπτῆς ὑπάρχων δειχθήσεται φύσεως, καί τήν οὐσίαν τῆς σαρκός εἰς ὅπερ οὐκ ἦν ἀλλοιώσας, καί ταυτόν πεποιηκώς τῇ φύσει τήν ἕνωσιν. Τήν γάρ θεανδρικήν ἐνέργειαν, ὡς ἀπεδόθη νοήσωμεν· ἥν ἡμῖν οὐχ ἑαυτῷ πολιτευσάμενος τήν φύσιν τοῖς ὑπέρ φύσιν ἐκαίνισε. Πολιτεία γάρ ἐστι βίος κατά νόμον φύσεως διεξαγόμενος. Διπλοῦς δέ ὤν τήν φύσιν ὁ Κύριος, εἰκότως βίον ἔχων ἐφάνη κατάλληλον, νόμῳ τε θείῳ καί ἀνθρωπίνῳ, κατά ταυτόν ἀσυγχύτως συγκεκροτημένον· καινόν καί αὐτόν, οὐχ ὡς μόνον ξένον τοῖς ἐπί γῆς καί παράδοξον, καί οὕτω τῇ φύσει τῶν ὄντων διεγνωσμένον, ἀλλά καί χαρακτῆρα καινῆς τοῦ καινῶς βιώσαντος ἐνεργείας. Ἥν θεανδρικήν τυχόν προσηγόρευσεν ὁ τῷ μυστηρίῳ τούτῳ κλῆσιν ἐπινοήσας ἁρμόδιον, ἵνα δείξῃ τόν κατά τήν ἀπόῤῥητον ἕνωσιν τῆς ἀντιδόσεως τρόπον, κατ᾿ ἐπαλλαγήν τά φυσικῶς ἑκατέρῳ μέρει τοῦ Χριστοῦ προσόντα θατέρῳ πεποιημένον, χωρίς τῆς ἑκατέρου μέρους πρός θάτερον κατά τόν φύσει (1060) λόγον μεταβολῆς καί συμφύρσεως. Ὥσπερ γάρ τοῦ πυρακτωθέντος ξίφους τό τμητικόν γέγονε καυστικόν, καί τό καυστικόν τμητικόν (ἡνώθη γάρ ὥσπερ σιδήρῳ τό πῦρ), οὕτω καί τῷ τοῦ σιδήρου τμητικῷ τό τοῦ πυρός καυστικόν, καί γέγονε μέν καυστικός ὁ σίδηρος ἑνώσει τῇ πρός τό πῦρ, καί τμητικόν τό πῦρ ἑνώσει τῇ πρός τόν σίδηρον· οὐδέτερον δέ τρόπον τῇ καθ᾿ ἕνωσιν ἀντιδύσει πρός θάτερον πέπονθεν, ἀλλ᾿ ἑκάτερον κἀν τῇ τοῦ συγκειμένου καθ᾿ ἕνωσιν ἰδιότητι μεμένηκε τῆς κατά φύσιν οἰκείας ἀνέκπτωτον· οὕτω κἀν τῷ μυστηρίῳ τῆς θείας σαρκώσεως θεότης καί ἀνθρωπότης ἡνώθη καθ᾿ ὑπόστασιν, μηδετέρας τῆς φυσικῆς ἐκστάσης ἐνεργείας διά τήν ἕνωσιν, μήτε μήν ἄσχετον αὐτήν κεκτημένης μετά τήν ἕνωσιν, καί τῆς συγκειμένης καί συνυφεστώσης διακεκριμμένην. Ὅλῃ γάρ τῇ δραστικῇ δυνάμει τῆς οἰκείας θεότητος ὀ σαρκωθείς Λόγος ὅλην ἐσχηκώς συμφυεῖσαν καθ᾿ ἕνωσιν ἄλυτον τήν παθητικήν τῆς ἰδίας ἀνθρωπότητος δύναμιν ἀνθρωπίνως Θεός ὤν ἐνήργει τά θαύματα, διά σαρκός φύσει παθητῆς συμπληρούμενα, καί θεϊκῶς ἄνθρωπος ὤν διεξῄει τά πάθη τῆς φύσεως, κατ᾿ ἐξουσίαν ἐπιτελούμενα θεϊκήν· ἄμφω δέ μᾶλλον θεανδρικῶς, ὡς Θεός ὁμοῦ καί ἄνθρωπος ὤν τοῖς μέν ἡμᾶς ἑαυτοῖς ἀποδιδούς, φανέντας ὅπερ γεγόναμεν, τοῖς δέ διδούς ἡμᾶς ἑαυτῷ, γενομένους ὅπερ παρέδειξε, καί δι᾿ ἀμφοτέρων πιστούμενος τήν τῶν ἐξ ὧν, ἐν οἷς τε καί ἅπερ ὑπῆρχεν ἀλήθειαν, ὡς μόνος ἀληθής και πιστός, καί ὅπερ ἐστι παρ᾿ ἡμῶν ὁμολογεῖσθαι βουλόμενος. Ὅν ἔχοντες, ἡγιασμένοι λόγῳ τε καί βίῳ, μορφούμενον μιμήσασθε τήν μακροθυμίαν, καί τήν παροῦσαν δεχόμενοι γραφήν, φάνητέ μοι τῶν ἐμφερομένων φιλάνθρωποι κριταί νικῶντες συμπαθείᾳ τά τοῦ παιδός ὑμῶν ὀλισθήματα, μόνην ταύτην ἐκδεχομένῳ τῆς εὐπειθείας ἀντίδοσιν, καί γένεσθέ μοι μεσῖται τῆς πρός αὐτόν καταλλαγῆς εἰρήνην δημιουργοῦντες τήν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν, ἧς αὐτός ἄρχων ἐστίν ὁ Σωτήρ, ἕξει πρακτικῇ τῆς τῶν παθῶν ταραχῆς ἐλευθερῶν τούς φοβουμένους αὐτόν, καί Πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, Πνεύματι γεννῶν δι᾿ ἀγάπης καί γνώσεως τούς τόν ἄνω κόσμον πληρώσαντας. Αὐτῷ δόξα, μεγαλωσύνη, κράτος, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου