Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2023

Ἡ διαλεκτική τοῦ ἀνθρώπινου καί τοῦ θείου ἔρωτα



Δημήτρης Μαυρόπουλος
 


Ὁ ὅρος «ἔρωτας» χαρακτηρίζει τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις σὲ μιὰ ἰδανικὴ μορφή, καὶ νοεῖται ὡς ἑλκτικὴ δύναμη ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὸ κάλλος. Ὁμόλογος ὅρος πρὸς τὸν ἔρωτα εἶναι ἡ ἀγάπη, ποὺ πρωτοεισάγεται μὲ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἡ ὁποία ὅμως ἔχει ἕνα διευρυμένο περιεχόμενο. Στὴ χριστιανικὴ παράδοση ἡ λέξη ἔρωτας εἰσάγεται στὶς ἀρχὲς τοῦ 2ου αἰώνα καὶ δηλώνει τὴν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεὸ ὡς ἀπάντηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἐπιτεταμένη δηλαδὴ ἀγάπη ποὺ ὑπερβαίνει τὸ στενὰ ἐννοούμενο σαρκικὸ θέλημα, ὀνομάζεται ἔρωτας, καὶ μάλιστα ἐπειδὴ πόθος της εἶναι ἡ σχέση μὲ τὸν Θεό, ὀνομάζεται θεῖος ἔρωτας.
Ὀνομάζουμε λοιπὸν ἀνθρώπινο ἔρωτα τὴν ἑλκτικὴ δύναμη μεταξὺ δύο, κατ ̓ ἀρχήν, ἑτεροτήτων, ποὺ παράγει σχέση ὑπαρξιακῆς ἀμοιβαιότητας, ἐνιδρύοντας ὑπέρβαση τῶν ἐγωιστικῶν ἀτομικοτήτων, ὥστε νὰ δημιουργηθεῖ κοινωνία προσώπων. Ἀναγνωρίζεται ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας ὡς δύναμη τῆς φύσεως (σώματος καὶ ψυχῆς) καὶ καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νὰ τὴν καλλιεργεῖ διὰ βίου, ὥστε νὰ μὴν ἐκτραπεῖ σὲ ἄρρωστη σχέση ἀτομικῶν ἐγώ, ποὺ παράγουν ψυχικὸ θάνατο. Αὐτὴ ἡ θεοποιὸς ἀγάπη ὡς δυναμικὴ κίνηση πρὸς τὸ ἕτερον (πρόσωπο), εἶναι ἐμφυτευμένη ἐντὸς τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης ὡς καταστατικὴ δομή της. Ἀντίπαλος αὐτῆς τῆς συνθήκης ἀγαπήσεως ἀναδεικνύεται τὸ ἐξατομικευμένο «ἐγὼ» τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκόμα καὶ ὅταν ρηγματοῦται αὐτὸ τὸ ἀτομικὸ «ἐγὼ» λόγῳ τῆς ἔκπληξης τοῦ ἔρωτα, ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι παρὸν καὶ νὰ ἀπειλεῖ τὴν ἴδια τὴν ὑπέρβασή του.
Ὀνομάζουμε θεῖο ἔρωτα τὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς θεότητας (ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί), συνθήκη ποὺ τὴν ὀνομάζουμε ἐπίσης τριαδικότητα, καὶ σὲ σχέση μὲ τὸν κόσμο «θεία Οἰκονομία». Σὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ὑπάρξεως καλεῖται νὰ μετάσχει ὁ ἄνθρωπος, καὶ μιὰ τέτοια ἐπίτευξη ὀνομάζεται σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Πρότυπο καὶ παράδειγμα ἀνθρώπου ποὺ ἔφτασε σὲ αὐτὸ τὸ κατόρθωμα λογίζεται ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος τόσο πολὺ ἀγάπησε τὸν κόσμο, ὥστε ἔδωσε τὴν ἴδια τὴ ζωή του γι ̓ αὐτόν.
Ἡ διαλεκτικὴ σχέση θείου καὶ ἀνθρώπινου ἔρωτα ἔγκειται στὸ ὅτι ὁ δεύτερος τρέφεται ἀπὸ τὸν πρῶτο καὶ ἀνάγεται σ ̓ αὐτόν, κατὰ τὴν ἔννοια ὅτι ὁ πρῶτος γίνεται αἰτία καὶ διδάσκαλος τοῦ δεύτερου, ὄντας συγχρόνως καὶ πρότυπο. Σκοπὸς καὶ τέλος αὐτῆς τῆς ἐρωτικῆς ἀναλογίας εἶναι ἡ ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου στὴ θεία δόξα, συνθήκη ποὺ προεικονίζεται καὶ ψηλαφεῖται ὡς κοινωνία μὲ τὸν Χριστὸ κάθε φορὰ ποὺ μετέχουμε τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ τῆς θείας Κοινωνίας.

2. Ἡ ἱστορία τῶν ὅρων ἀγάπη καὶ ἔρωτας

Ὁ ἀρχαιοελληνικὸς κόσμος προσέγγιζε, προσδιόριζε καὶ περιέγραφε τὶς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων χρησιμοποιώντας τὰ ρήματα ἀγαπῶ, φιλῶ καὶ ἐρῶ. Ἀπὸ τὸν Ὅμηρο μέχρι καὶ τὸν Ἀριστοτέλη τὸ περιεχόμενο αὐτῶν τῶν λέξεων γνώρισε μιὰ ποικιλία ἀναπτύξεων, ποὺ ξεδίπλωναν τὶς σχέσεις συγγένειας, φιλίας, δεσμῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάπτυξη σχέσεων μὲ ἔννοιες καὶ ἀρχὲς ζωτικὲς γιὰ τὸν βίο τῶν ἀνθρώπων: φιλοπατρία, ἀναζήτηση τοῦ ἀληθοῦς ἢ τοῦ κάλλους, ἀγαθὸ βίο.
Στὸν Ὅμηρο τὸ ἀγαπᾶν σημαίνει τὴ στοργή, ὄχι μόνον πρὸς τὸν οἰκεῖο καὶ τὸν φίλο, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὰ ζῶα ἢ τὰ πράγματα καὶ τὰ φαινόμενα τῆς δημιουργίας. Π.χ.: «ὡς δὲ πατὴρ ὃν παῖδα φίλα φρονέον ἀγαπάζῃ» (Ὀδ. Π 17), ἀλλὰ καὶ «κύνεον ἀγαπαζόμενοι» (Ὀδ. Φ 224).
Στὸν Πλάτωνα ἔχουμε τὴν πληρέστερη ἀνάπτυξη τῶν ἐνδιάθετων ἢ ἐνεργούμενων πράξεων τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος θέλγεται ἀπὸ τὸ κάλλος ἢ τὸ ἀγαθὸν καὶ ἀπαντάει στὴν ἕλξη του. Ὁ ἔρωτας νοεῖται ὡς δύναμη ἑλκτικὴ ποὺ μπορεῖ νὰ ἀναπληρώσει τὴν ἔνδεια (πενία) τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκολουθώντας τὸν δρόμο τοῦ ἔρωτα ὁ ἄνθρωπος σχετίζεται μὲ τὸ κάλλος ποὺ ἐνυπάρχει στὸν κόσμο καὶ φωτίζει τὴν ἀλήθεια τοῦ κόσμου. Νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὸ κάλλος αὐτὸ δὲν ἔχει μόνον σωματικότητα, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ὡς σοφία, ὡς καλλιτεχνία, ὡς ὡριμότητα. Παράλληλα, στὸν Πλάτωνα τὸ ἀγαπᾶν ἐκφράζει ἐπίσης αἰσθήματα: «ὥσπερ γὰρ οἱ ποιηταὶ τὰ αὑτῶν ποιήματα καὶ οἱ πατέρες τοὺς παῖδας ἀγαπῶσι» (Πολιτεία 330C).
Σημειώνω ὅτι εἰδικὰ στὸν Πλάτωνα ὁ ἔρωτας διαλέγεται μὲ τὸν θάνατο καὶ ὁ πρῶτος νοεῖται ὡς ὑπέρβαση τοῦ δεύτερου. Τὸ θέμα αὐτὸ ἀναπτύσσεται ἰδιαιτέρως στὰ δύο ἔργα του, τὸ Συμπόσιο καὶ τὸν Φαῖδρο, ποὺ γράφτηκαν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο. Ἀσφαλῶς καὶ ὁ πλατωνικὸς ἔρωτας ἀναγνωρίζεται σὲ σωματικὲς σχέσεις, ζητούμενο ὅμως εἶναι νὰ ἁρθεῖ σὲ σχέσεις πέραν τῆς σωματικότητας, ἐν τέλει νὰ ἀνοιχτεῖ πρὸς τὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν καὶ ἔτσι νὰ ὑπερβεῖ τὴν ἐγγενὴ στὴν ἀνθρώπινη φύση θνητότητα. Ἐπιγραμματικὰ θὰ λέγαμε: ἔρωτας ἐναντίον θανάτου.
Μὲ τὴν Καινὴ Διαθήκη εἰσάγεται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία ἡ λέξη «ἀγάπη», ὡς οὐσιαστικό, δηλωτικὴ τῶν σχέσεων ποὺ καλοῦνται νὰ ἐνεργήσουν ὅσοι στέργουν νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ὁδὸ ποὺ ὑποδεικνύει ὁ Χριστός, ἡ ὁποία ἔχει ὡς τελικὸ προορισμὸ τὴν κοινωνία μαζί του. Πρόκειται γιὰ τρόπο βίου, ἢ καλύτερα γιὰ τρόπο ὑπάρξεως, κατὰ τὸ πρότυπο τῆς τριαδικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ ἀποστροφὴ τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα του, ἐν σχέσει μὲ τοὺς μαθητές του: «ἵνα ἡ ἀγάπη ἣν ἠγάπησάς με ἐν αὐτοῖς ᾖ κἀγὼ ἐν αὐτοῖς» (Ἰωάν. 17,26).
Πάντως, ἡ ἔννοια τῆς ἀγάπης, ἐκτὸς τοῦ ὀντολογικοῦ περιεχομένου ποὺ τῆς προσδίδει ὁ Χριστός, ἔχει καὶ ἠθικὸ περιεχόμενο ἀνοίγοντάς την σὲ μιὰ ἄσκηση διὰ βίου, ἢ ὅπως λέει ὁ ἀββὰς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος: «ἕως ἂν καταντήσωμεν εἰς ἐκείνην τὴν ἑνότητα, ἥτις κέκτηται διδάσκαλον τὴν ἁγίαν Τριάδα» (Λόγος ΚΒ´, στ. 69). Εἶναι ἀλήθεια ὅτι αὐτὸ τὸ ἠθικὸ περιεχόμενο κυριάρχησε κατὰ καιροὺς στὸν βίο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀνάγοντας τὴν ἀγάπη σὲ αὐτονομημένη ἀρετή, ἐρήμην τοῦ ἀσκητικοῦ της χαρακτήρα. Ἀντὶ δηλαδὴ νὰ ἐνεργεῖται ἡ ἀγάπη ὡς διαρκὴς ἄσκηση γιὰ τὴν ἀνάδυση τῆς κατ ̓ εἰκόνα Θεοῦ πραγματικότητας τοῦ ἀνθρώπου, προβάλλεται ὡς αὐτόνομη ἀρετή, συνθήκη ποὺ κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ εἰσάγει τὴν οἴηση τῆς κενοδοξίας. Ἡ ἀλήθεια τοῦ προσώπου ὑποτάσσεται στὴ σκοπιμότητα τῆς ἀρετῆς, καὶ μάλιστα μιᾶς μετρήσιμης ἀρετῆς μὲ φανερὴ ἢ κρυμμένη τὴν ἀπαίτηση τῆς βράβευσης. Καὶ ὅμως, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο, «διὰ τὴν ἀλήθειάν ἐστιν ἡ ἀρετή, ἀλλ ̓ οὐ διὰ τὴν ἀρετὴν ἡ ἀλήθεια. Ὅθεν ὁ διὰ τὴν ἀλήθειαν πράττων τὴν ἀρετήν, κενοδοξίας οὐ τιτρώσκεται βέλεσιν· ὁ δὲ τὴν ἀλήθειαν ἀρετῆς ἕνεκεν ἐπιτηδεύων, σύνοικον ἔχει τῆς κενοδοξίας τὴν οἴησιν» (Πρὸς Θαλάσσιον, Λ ́, PG 90, 369A). Μὲ αὐτὴ τὴν ἠθικὴ διάσταση ἄλλωστε ἀντιλαμβάνεται μέχρι σήμερα τὴ λεγόμενη χριστιανικὴ ἀγάπη ὁ κόσμος, εἴτε ἀνήκει εἴτε δὲν ἀνήκει στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἠθικὴ διάσταση, ποὺ κυριάρχησε στὸν δυτικὸ Χριστιανισμό, συνέτεινε νὰ ἀναδυθεῖ μιὰ γενικὴ ἀντίληψη ἀλτρουϊσμοῦ καὶ φιλανθρωπίας, στὰ πλαίσια μάλιστα ἑνὸς ἀγνωστικιστικοῦ οὐμανισμοῦ, σκοτεινιάζοντας τὸ ὑπαρξιακὸ κέντρο τῆς ἀγάπης ὡς τρόπου ὑπάρξεως. Ἂν προσθέσουμε καὶ τὸν μισθαποδοτικὸ χαρακτήρα ποὺ προσέλαβε ἡ φιλανθρωπία γενικῶς, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ ἕναν γενικευμένο ἐγκλωβισμὸ τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας στὰ ὅρια τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, στὰ ὅρια τοῦ κόσμου τούτου.
Ἐν παρενθέσει ὑπενθυμίζω ὅτι οἱ ὅροι ἀγάπη καὶ ἔρως εἶχαν ἀποδυναμωθεῖ ἀπὸ τὸ ὀντολογικό τους περιεχόμενο στὴ δυτικὴ χριστιανικὴ ἀντίληψη, ἀφοῦ ἡ λατινικὴ γλώσσα εἰσήγαγε ὅρους ἠθικοῦ περιεχομένου γιὰ νὰ δηλώσει τὴν ἐνέργειά τους: amo (ἀγαπῶ, ἐρῶ), amor καὶ amatio (ἀγάπη καὶ ἔρως), ἀλλὰ καὶ caritas (ἀγάπη). Φυσικὸ ἦταν νὰ εἰσαχθεῖ αὐτὸ τὸ περιεχόμενο καὶ στὶς ἄλλες εὐρωπαἱκὲς γλῶσσες: γαλλ. amour, ἀγγλ. love καὶ charity, γερμ. Liebe.
Γιὰ νὰ διασωθεῖ τὸ ὀντολογικὸ περιεχόμενο τοῦ ὅρου «ἀγάπη» ἀναζητητήθηκε ὁμόλογος ὅρος, καὶ ἔτσι ἄρχισε νὰ εἰσάγεται ὁ ὅρος «ἔρως» στὶς ἀρχὲς τοῦ 2ου μ.Χ. αἰώνα. Εἶναι ὁ Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος († 115), ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, ὁ πρῶτος, ἀπὸ ὅσο ξέρουμε, ποὺ ὀνομάζει τὸν Χριστὸ ἔρωτά του, καὶ μάλιστα τὸν ἐσταυρωμένο Χριστό: «ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται». Αὐτὸς ὁ ἐσταυρωμένος ἔρωτας τοῦ Ἰγνατίου, ὁδηγεῖ τὸν ἅγιο νὰ ἀπαντήσει στὴν κλήση γιὰ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, παραδιδόμενος στὸ μαρτύριο. Ἔτσι εἰσάγεται στὴ χριστιανικὴ ἀντίληψη ὁ θεῖος ἔρως, ποὺ μέχρι τότε περιγραφόταν ἀσφαλῶς, ἀλλὰ ὡς θεία ἀγάπη. Ἡ διατύπωση «θεῖος ἔρως» σημαίνει ἀφ ̓ ἑνὸς περιγραφὴ τῆς θείας ἀγάπης πρὸς τὴ δημιουργία, τοῦ ἀνθρώπου συμπεριλαμβανομένου (τὸ πλήρωμα αὐτῆς), ἀφ ̓ ἑτέρου περιγραφὴ τῆς ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό («ἐξ ὅλης τῆς καρδίας του καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς του καὶ ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεώς του, βλ. Δευτ. 6,5).
Ἀπὸ ὅσα εἶπαμε ἕως τώρα, μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὸ περιεχόμενο τοῦ κατὰ κόσμον ἔρωτα ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ ἀγάπη, πρὶν προχωρήσουμε στὸ κυρίως θέμα μας ποὺ εἶναι ἡ διαλεκτικὴ θείου καὶ ἀνθρώπινου ἔρωτα.
α) Ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας –καί, κατὰ τὰ ψέματα, βρισκόμαστε λιγότερο ἢ περισσότερο στὴν τροχιὰ τοῦ Πλάτωνα– ἀναφέρεται στὴ λειτουργία τῶν αἰσθήσεων, εἰδικότερα στὸ αἰσθητὸ κάλλος, ἀκόμα κι ἂν ἐπιχειρήσουμε νὰ τὸ διακρίνουμε ἀπὸ τὸ ψυχικὸ κάλλος. Ἐπίσης ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας σχετίζεται μὲ τὴ σεξουαλικότητα, ἀκόμα κι ἂν ἐλλείπει ἡ ἐνεργὸς παρουσία της, ἀκόμα κι ἂν λειτουργεῖ ὡς «τόκος ψυχῆς». Γι ̓ αὐτὸ καὶ ὁ ἔρωτας προϋποθέτει διάλογο φύλων – καὶ πάντως ἐμπεριέχει ἰδιοτέλεια ἢ κεκρυμμένη ἀτομικότητα.
β) Ἡ ἀγάπη ἀγνοεῖ τὴ διάκριση φύλων. Οἱ αἰσθήσεις, κυρίως ὅραση, ἀκοὴ καὶ ἁφή, λειτουργοῦν ὡς ἐπιβεβαίωση τοῦ ἐλπιζομένου ἢ ὡς δίοδοι πρὸς τὸ ψυχικῶς πάσχειν. Ἐνιδρύει μάλιστα συνθήκη ἀνιδιοτέλειας. Εἶναι γνωστὴ ἡ διατύπωση τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὅτι «ἡ ἀγάπη οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» (Α´ Κορ. 13,5). Τὸ περιεχόμενο τῆς ἀγάπης ποὺ εἰσάγεται μὲ τὸν Χριστὸ ἔχει ἐσχατολογικὸ περιεχόμενο καὶ ἀναφέρεται σὲ κοινωνία προσώπων ἐρήμην τῶν διακρίσεων φύλων ἢ φυλῆς ἢ ἱστορικῶν ἰδιαιτεροτήτων. Θυμίζω τὴν ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ σὲ σχετικὴ ἐρώτηση τῶν μαθητῶν του: στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ οἱ ἄνθρωποι ὑπάρχουν ὡς ἄγγελοι («ἀλλ ̓ ὡς ἄγγελοι Θεοῦ ἐν οὐρανῷ εἰσι», Ματθ. 22,30)

3. Προσέγγιση τῶν ὅρων θεῖος καὶ ἀνθρώπινος ἔρωτας

Ἡ νηπτικὴ παράδοση καὶ θεολογία θὰ χρησιμοποιήσει ἐξόχως τὴ λέξη «ἔρως», προκειμένου νὰ ἀναπτύξει τὴ σχέση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν κόσμο καὶ τὸ πλήρωμα αὐτοῦ, τὸν ἄνθρωπο, καὶ τὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ τὶς σχέσεις ἀνθρώπων μεταξύ τους. Ἡ οἰκείωση αὐτοῦ τοῦ ὅρου ἀπὸ τοὺς νηπτικοὺς θεολόγους ὀφείλεται στὴν ἀνάγκη νὰ περιγραφοῦν σχέσεις ποὺ ὑπερβαίνουν τὶς ἱστορικὲς συνθῆκες καὶ ἀνάγονται σὲ τόπους καὶ τρόπους πέραν τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, χωρὶς νὰ ἐγκλωβίζονται στὴν ὑλικότητα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος θὰ ὑπογραμμίσει ὅτι ἡ ἐπιτεταμένη ἀγάπη λέγεται ἔρωτας, ἀφοῦ κανεὶς δὲν φοβᾶται ὅταν τὸν ὑφίσταται ἐρήμην τῆς σαρκικῆς ἀνάγκης, ἀλλὰ καυχιέται γιατὶ στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του ἔχει δεχθεῖ τὸ κέντρισμα ἄυλου πόθου («ἐπιτεταμένη γὰρ ἀγάπη ἔρως λέγεται· ᾧ οὐδεὶς ἐπαισχύνεται, ὅταν μὴ κατὰ σαρκὸς γένηται παρ ̓ αὐτοῦ ἡ τοξεία, ἀλλ ̓ ἐπικαυχᾶται μᾶλλον τῷ τραύματι ὅταν διὰ τοῦ βάθους τῆς καρδίας δέξηται τὴν τοῦ ἀΰλου πόθου ἀκίδα», Εἰς τὸ Ἄσμα, PG 44, 1048C).
Ὀνομάζουμε νηπτικὴ τὴν παράδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ τῆς Ἀνατολῆς (Ἑλλήνων καὶ Σύρων) ποὺ διατύπωσε, ἀνέλυσε καὶ ἀνέπτυξε ἰδιαίτερα τὶς σχέσεις Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου μὲ ὅρους ἐρωτικούς. Τὸ πρότυπο τὸ ἄντλησε ἀπὸ τὸν προφητικὸ λόγο τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰσραήλ, στὸν ὁποῖο ἐκδιπλώνεται ἡ εἰκόνα ἑνὸς ἱεροῦ γάμου, μὲ Νυμφίο τὸν Γιαχβὲ καὶ νύμφη τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, εἴτε συλλογικὰ εἴτε προσωπικά. Ὁ Ἱερεμίας, ὁ Ἰεζεκιήλ, ὁ Ἠσαΐας, καὶ κυρίως ὁ Ὠσηέ, θὰ διακηρύξουν τὴν ἀδιάκοπη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ νύμφη του, μιὰ ἀγάπη ποὺ δὲν αἵρεται ἀκόμη κι ὅταν ἡ δεύτερη ἐγκαταλείπει τὴ νυμφικὴ παστάδα καὶ παραδίδεται στὰ βρόχια τῆς πορνείας, δηλαδὴ τῆς εἰδωλολατρίας. Κατ ̓ ἐξοχὴν ἐπισημαίνουν, σχεδὸν ὅλοι οἱ νηπτικοὶ Πατέρες, τὸν τρόπο ἀγαπήσεως ποὺ μὲ δραματικὸ τρόπο περιγράφεται στὸ ἐρωτικὸ τραγούδι Ἄσμα Ἀσμάτων, ἀντλώντας ἀπὸ αὐτὸ εἰκόνες καὶ διατυπώσεις προκειμένου νὰ ἀναπτύξουν τὸν ἐρωτικὸ διάλογο Θεοῦ καὶ πιστῶν. Τώρα, βέβαια, τὸ πρόσωπο τοῦ Νυμφίου δὲν εἶναι ὁ Γιαχβέ, ἀλλὰ ὁ Ἐμμανουήλ, ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τοὺς νηπτικοὺς Πατέρες ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἐνιδρύει ἐρωτικὴ σχέση, γι ̓ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς γίνεται ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος συνεχίζει νὰ ἕλκει πρὸς αὐτὸν τοὺς φίλους καὶ ἀγαπημένους. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ τελευταῖο βιβλίο τῆς χριστιανικῆς βίβλου, ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, ἐπικεντρώνει τὴν τελικὴ νίκη κατὰ τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου στὴν περιγραφὴ τῆς γαμήλιας ἕνωσης τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησία, καὶ μάλιστα ὑπογραμμίζοντας ὅτι ἡ νίκη αὐτὴ ἐπιτεύχθηκε ἐπειδὴ ὁ Νυμφίος ὡς «ἐσφαγμένον Ἀρνίον», ὡς Χριστὸς δηλαδὴ τοῦ Πάθους καὶ τῆς Ἀνάστασης, δώρισε τὴν αἰώνια ζωή.
Ἀφετηρία τοῦ θείου ἔρωτα εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος νοεῖται ὡς ἐραστὴς τῶν ψυχῶν ἡμῶν, καὶ μάλιστα «μανικὸς ἐραστής», κατὰ τὴ διατύπωση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου (βλ.: «οὐδεὶς γάρ, οὐδεὶς ἐραστής, κἂν σφόδρα ᾖ μανικός, οὕτω τῆς ἐρωμένης περικαίεται τῆς ἑαυτοῦ, ὡς ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας τῶν ἡμετέρων ἐφίεται ψυχῶν», Catechesis ultima ad baptizandos Pg 167, ln 26). Ὁ Μέγας Φώτιος θὰ ἐπισημάνει ὅτι «αὐτὸς ἡμῶν ἠράσθη πρῶτος […] ἐχθρῶν καὶ πολεμίων ὑπαρχόντων. […] καὶ οὐκ ἠράσθη μόνον ἀλλὰ καὶ ἠτιμάσθη ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἐρραπίσθη καὶ ἐσταυρώθη καὶ ἐν νεκροῖς ἐλογίσθη. Διὰ τούτων ἁπάντων τὸν περὶ ἡμᾶς αὐτοῦ παρέστησεν ἔρωτα» (Εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, Ἀποσπάσματα). Καὶ μάλιστα ἡ σχέση του μὲ τὴ δημιουργία διέπεται ἀπὸ ἕναν ἑνοποιὸ ἔρωτα, ποὺ στὴ βιβλικὴ γλώσσα, ὅπως εἴπαμε, ὀνομάζεται ἀγάπη: «θεῖον αὐτὸν [ἔρωτα] λέγων, ἐπειδὴ καὶ πρῶτον αἴτιον τοῦ οὐρανίου ἔρωτος ὁ θεός ἐστιν […] εἰ γὰρ ὁ ἔρως αὐτός ἐστιν ἡ ἀγάπη […] δῆλον ὅτι πάντων ἑνοποιὸς ἔρως, ἤτοι ἀγάπη ὁ Θεός ἐστιν», κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο (Σχόλια, PG 4, 268C). Ἰδιαιτέρως ἔχει περιγραφεῖ αὐτὸς ὁ θεῖος ἔρωτας ἀπὸ τὰ λεγόμενα ἀρεοπαγιτικὰ συγγράμματα. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὸν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη, «[Ὁ Θεὸς] ποὺ εἶναι αἴτιος τῶν πάντων, ἀπὸ ὑπερβολὴ ἐρωτικῆς ἀγαθότητας γίνεται ἔξω ἑαυτοῦ μὲ τὶς προνοιακές του ἐνέργειες πρὸς ὅλα τὰ ὄντα, καὶ εἶναι σὰν νὰ νιώθει ὅτι θέλγεται ἀπὸ ἀγαθότητα, ἀγάπη καὶ ἔρωτα, καὶ ἀπὸ τὴν ὑπεροχική του καὶ διακεκριμένη θέση κλίνει στὴ θέση τῶν ὄντων μὲ μιὰ ἐκστατικὴ δύναμη, χωρὶς ὅμως νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του» («… αὐτὸς ὁ πάντων αἴτιος τῷ καλῷ καὶ ἀγαθῷ τῶν πάντων ἔρωτι δι ̓ ὑπερβολὴν τῆς ἐρωτικῆς ἀγαθότητος ἔξω ἑαυτοῦ γίνεται ταῖς εἰς τὰ ὄντα πάντα προνοίαις καὶ οἷον ἀγαθότητι καὶ ἀγαπήσει καὶ ἔρωτι θέλγεται καὶ ἐκ τοῦ ὑπὲρ πάντα καὶ πάντων ἐξῃρημένου πρὸς τὸ ἐν πᾶσι κατάγεται κατ ̓ ἐκστατικὴν ὑπερούσιον δύναμιν ἀνεκφοίτητον ἑαυτοῦ», Περὶ θείων ὀνομάτων, 4, 13, PG 3, 712ΑΒ).
Θεμελιώδης ἄξονας τῆς ἀνθρωπολογίας τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν εἰκόνα του («κατ ̓ εἰκόνα») μὲ αἰτούμενο τὴν κατάσταση τῆς ὁμοίωσης μὲ τὸν Θεό («καὶ καθ ̓ ὁμοίωσιν»). Ἂν θελήσουμε νὰ κατανοήσουμε αὐτὴ τὴν περιγραφή, θὰ πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε τὸ εἰκονολογικὸ περιεχόμενο τῶν ὅρων καὶ τί αὐτοὶ δηλώνουν. Γιὰ τὴν ἑρμηνευτικὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸ κατ ̓ εἰκόνα παραπέμπει στὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς θεότητας, ὁ ὁποῖος καθίσταται ἐπίσης τρόπος ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ τὸν τρόπο ὑπάρξεως τὸν ὀνομάζουμε ἀγάπη (ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί), ἀλλὰ ἐπίσης ἔρωτα ἢ τριαδικότητα, καθὼς ἐπίσης καὶ κοινωνία προσώπων. Αἰτούμενο τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ πραγμάτωση αὐτοῦ τοῦ τρόπου ὑπάρξεως, ὥστε νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, κατάσταση ποὺ ὀνομάζουμε θέωση, ἤ, ὅπως διατυπώνεται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Πέτρο, «ἵνα γένησθε θείας κοινωνοὶ φύσεως» (Β´ Πέτρ. 1,4). Αὐτὴ ἡ πρόσκληση –καὶ πρόκληση– ἐγκαινιάζει πορεία διὰ βίου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ ἀπαντήσει στὸν θεῖο ἔρωτα μὲ τὴ δική του ἔξοδο ἀπὸ τὸ αὐτονομημένο ἐγὼ τῆς φύσης του, πρῶτα πρὸς τὸν ἄλλο (τὸν «πλησίον» τοῦ Εὐαγγελίου), καὶ διὰ τῶν ἄλλων, δηλαδὴ διὰ τῆς ἀγάπης, νὰ ἀνοιχτεῖ στὴν παρουσία τοῦ ἀκτίστου καὶ τὴν ἐπίτευξη σχέσης μαζί του, ὥστε τὸ κτιστὸν (ὁ ἄνθρωπος), ὑποταγμένο κατὰ τὰ ἄλλα στὴν ἐγγενῆ ροπὴ τῆς φύσης του πρὸς τὸν θάνατο, νὰ τὸν ὑπερβαίνει ἀντλώντας ζωὴ (αἰώνια ζωή) ἀπὸ τὸν Θεό.
Γι ̓ αὐτὸ ἀπὸ πολὺ νωρίς, ἀπὸ τὰ ἀποστολικὰ χρόνια, οἱ σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους, ἰδιαίτερα οἱ γαμήλιες σχέσεις, νοήθηκαν ὡς ἄσκηση γιὰ τὴν εὕρεση αὐτῆς τῆς ἰδανικῆς ἔκστασης καὶ πληρότητας. Ὑπευνθυμίζω ὅτι ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, πρώτη γενιὰ μετὰ τοὺς Ἀποστόλους, τὸν ὁποῖο ἀναφέραμε καὶ παραπάνω, ὑπογραμμίζει ὅτι οἱ ἐρχόμενοι σὲ γάμο «μετὰ γνώμης τοῦ ἐπισκόπου τὴν ἕνωσιν ποιεῖσθαι, ἵνα ὁ γάμος ᾖ κατὰ Κύριον καὶ μὴ κατ ̓ ἐπιθυμίαν» (Πρὸς Πολύκαρπον, 5, 2). Μετὰ γνώμης ἐπισκόπου σημαίνει ἀναγωγὴ τῆς γαμήλιας σχέσης στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, τῆς ὁποίας προεδρεύει ὁ ἐπίσκοπος «εἰς τόπον καὶ τύπον Χριστοῦ». Σημειώνω μάλιστα ὅτι ἀκόμα δὲν ὑπάρχει στὴ λειτουργικὴ πράξη ἱερολογία τοῦ γάμου, κάτι ποὺ θὰ εἰσαχθεῖ τὸν ὄγδοο αἰώνα. Ἡ θεολογία τοῦ Ἰγνατίου συνεχίζει βέβαια τὴ θεολογία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος ἔχει ἤδη ἐπισημάνει ὅτι ἡ γαμήλια σχέση ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ἀνάγεται στὴ σχέση Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας («τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστί, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν», Ἐφεσ. 5,32). Αὐτὰ ὅλα σημαίνουν ὅτι ἡ δύναμη τῆς ἐπιθυμίας γιὰ σχέση μὲ τὸ ἕτερον εἶναι ὀντολογικὸ καὶ καταστατικὸ στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο μάλιστα, χωρὶς αὐτὴ τὴ δύναμη τῆς ἐπιθυμίας δὲν μπορεῖ νὰ ἀναπτυχθεῖ πόθος πρὸς τὸν ἄλλο, καρπὸς τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ ἀγάπη, ὑπογραμμίζοντας μάλιστα ὅτι ἀκριβῶς ἡ δύναμη τῆς ἐπιθυμίας ὁδηγεῖ στὴν ἀνάδειξη ἑνὸς ἀμοιβαίου ἔρωτα μεταξὺ ἑτεροτήτων («δίχα τῆς κατ ̓ ἐπιθυμίαν δυνάμεως, οὐ συνίσταται πόθος, οὗ τέλος ἐστίν ἡ ἀγάπη· τὸ γὰρ ἐρᾷν τινος ἴδιόν ἐστι ἐπιθυμίας», Κεφάλαια θεολογικά, Β ́, οδ ́, PG 90, 1248C). Τὸ μυστήριο αὐτὸ τῆς σχέσης ἀνδρὸς καὶ γυναικός, κατ ̓ οὐσίαν κεκρυμμένο, ἂν καὶ κραυγαλέα παρόν, κατέστη μέσα στοὺς αἰῶνες ἡ μυσταγωγικὴ προετοιμασία τῆς σχέσης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ μυηθοῦμε στὸ γαμήλιο μυστήριο τῆς ἕνωσης Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας, σὲ μιὰ ἐρωτικὴ σχέση ποὺ ὑπερβαίνει τὴ φθορὰ τῆς φύσης μας.
(Ἀνοίγω μιὰ μικρὴ παρένθεση γιὰ νὰ ἐξηγήσω ὅτι στὸν μοναχισμό, ναὶ μὲν δὲν φαίνεται νὰ λειτουργεῖ ἡ ἀνδρόγυνη σχέση, κατ ̓ οὐσίαν ὅμως πρόκειται γιὰ ὁμόλογη πορεία πρὸς ἐπίτευξη τῆς τελικῆς ἕνωσης μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ. Μὴν ξεχνᾶμε μάλιστα ὅτι κάθε ἀσκητὴς ἢ μοναχὸς ποὺ τολμάει τὸ μέγα ἅλμα νὰ ἀσκηθεῖ κατὰ τοὺς ὅρους τῆς ἔσχατης πραγματικότητας, νὰ ψηλαφήσει ἐντονότερα τὴν παρουσία τῆς θείας Βασιλείας, γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ τὴ σχέση ἑνὸς ἄνδρα καὶ μιᾶς γυναίκας, ἀποτελεῖ δηλαδὴ καρπὸ ἔρωτα. Τὴν ἄσκησή του γιὰ νὰ ὑπερβεῖ τὴν ἀτομικότητά του ἢ τὶς ἐγωιστικές του ροπὲς θὰ τὴν ἐνεργήσει μέσῳ συμφιλίωσής του μὲ τὰ ἄλλα ὄντα τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπὸ τὴν παρουσία τῶν ἄλλων – καὶ δὲν ἐννοῶ ἐξωτερικὲς ἢ κοινωνικὲς δράσεις, ἀλλὰ ἐξόχως ἐσωτερικὲς καὶ μυσταγωγικές.)
Ἐνδιαφέρον εἶναι στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας, ἀκόμη καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἔρωτας, νοεῖται ὡς σκαλοπάτι γιὰ τὴν εὕρεση τοῦ ἀληθοῦς ἔρωτα, εἴτε μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους εἴτε μὲ τὸν Θεό. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαίους νηπτικοὺς Πατέρες, εἶναι ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτικὸς στὸ σημεῖο αὐτό, διατυπώνοντας τὸ ἀξίωμα ὅτι ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας γίνεται ὄχημα γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ θείου ἔρωτα, χρησιμοποιώντας μάλιστα τὴ βιβλικὴ περίπτωση τῆς πόρνης ποὺ ἐκδηλώνει τὴ λατρεία της πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ: «Γνώρισα ἀνθρώπους», μᾶς λέει, «ποὺ αἰχμαλωτίσθηκαν σὲ ἀνθρώπινους ἔρωτες. Οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι, ἔχοντας αὐτὴ τὴν ἐρωτικὴ πείρα, μεταστοιχείωσαν ἀνάλογο ἔρωτα πρὸς τὸν Κύριο μέσῳ τῆς μετανοίας καὶ ἐκκεντρίστηκαν στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γι ̓ αὐτὸ ὁ Κύριος στὴ σώφρονα ἐκείνη πόρνη δὲν λέγει ὅτι φοβήθηκε τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ὅτι ἀγάπησε πολύ, καὶ κατόρθωσε εὔκολα νὰ ὑπερβεῖ τὸν ἀνθρώπινο ἔρωτα μὲ τὸν θεῖο» («Εἶδον ἀκαθάρτους ψυχὰς περὶ ἔρωτας σωμάτων ἐμμανῶς διακειμένας· καὶ δὴ αὗται σκῆψιν μετανοίας προσλαβόμεναι ἐκ πείρας ἔρωτος, τὸν αὐτὸν πρὸς Κύριον μετενηνόχασιν ἔρωτα· καὶ πάντα φόβον εὐθὺς ὑπερπηδήσασαι, ἀπλήστως εἰς ἀγάπην Θεοῦ ἐνεκεντρίσθησαν· διὰ τοῦτο καὶ ὁ Κύριος τῇ σώφρονι ἐκείνῃ πόρνῃ οὐ λέγει ὅτι ἐφοβήθη, ἀλλ ̓ ὅτι ἠγάπησε πολύ, καὶ ἠδηνήθη εὐχερῶς ἔρωτι ἔρωτα διακρούσασθαι» (Κλίμαξ, Ε´, 3´). Ἐπισημαίνει μάλιστα ὁ νηπτικὸς αὐτὸς Ἅγιος, ὅτι ὁ ἐρωτικὸς διάλογος, εἴτε θεῖος εἴτε ἀνθρώπινος, ἐμπεριέχει ὁμόλογη δυναμική: «Ὁ ὄντως ἐρῶν, ἀεὶ τοῦ φιλομένου φαντάζεται τὸ πρόσωπον, καὶ τοῦτο ἔνδον ἐνηδόνως περιπτύσσεται. Ὁ τοιοῦτος οὐκέτι οὐδὲ καθ ̓ ὕπνους ἠρεμεῖν τοῦ πόθου δύναται, ἀλλὰ κἀκεῖ τῷ ποθουμένῳ προσαδολεσχεῖ. Οὕτως ἐπὶ σωμάτων, οὕτως ἐπὶ ἀσωμάτων πέφυκε γίνεσθαι» (Κλίμαξ, Λ´, 3´). Γι ̓ αὐτὸ καὶ δὲν διστάζει νὰ ἀξιολογήσει ὅτι «πόθου τοῦ πρὸς τὸν Θεόν, ὁ τῶν σωμάτων ἔρως τύπος γινέσθω» (Κλίμαξ, ΚῺ´, λα´). Καὶ γνωρίζοντας τὶς ἐνδεχόμενες ἐνστάσεις ἑνὸς ἕρποντος εὐσεβισμοῦ, θὰ ἀπολογηθεῖ: «Οὐδὲν ἀπρεπὲς ἀπὸ τῶν ἀνθρωπίνων φόβου, καὶ πόθου, καὶ σπουδῆς, καὶ ζήλου, καὶ δουλείας, καὶ ἔρωτος Θεοῦ παραθεῖναι εἰκόνας. Μακάριος, ὅστις τοιοῦτον πρὸς Θεὸν ἐκτήσατο πόθον, οἷον μανικὸς ἐραστὴς πρὸς τὴν ἑαυτοῦ ἐρωμένην κέκτηται (Κλίμαξ, Λ´, ε´). Μποροῦμε ἔτσι νὰ φτάσουμε στὸ συμπέρασμα, κατὰ τὸν ἅγιο Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη, ὅτι «εἴτε θεῖο εἴτε ἀγγελικὸ εἴτε νοερὸ εἴτε ψυχικὸ εἴτε φυσικὸ κι ἂν χαρακτηρίσουμε τὸν ἔρωτα, θὰ τὸν ἐννοήσουμε ὡς μία ἑνωτικὴ καὶ συνεκτικὴ δύναμη, ἡ ὁποία κινεῖ τὰ ὑπέρτερα σὲ πρόνοια τῶν κατωτέρων, ἐνῶ τὰ ἴδιας τάξεως σὲ ἀλληλουχία καὶ κοινωνία μεταξύ τους, καὶ τὰ κατώτερα πρὸς ἐπιστροφὴ στὰ καλύτερα καὶ ἀνώτερα» («Τὸν ἔρωτα, εἴτε θεῖον εἴτε ἀγγελικὸν εἴτε νοερὸν εἴτε ψυχικὸν εἴτε φυσικὸν εἴποιμεν, ἑνωτικήν τινα καὶ συγκρατικὴν ἐννοήσωμεν δύναμιν τὰ μὲν ὑπέρτερα κινοῦσαν ἐπὶ πρόνοιαν τῶν καταδεεστέρων, τὰ δὲ ὁμόστοιχα πάλιν εἰς κοινωνικὴν ἀλληλουχίαν καὶ ἐπ ̓ ἐσχάτων τὰ ὑφειμένα πρὸς τὴν τῶν κρειττόνων καὶ ὑπερκειμένων ἐπιστροφήν», Περὶ θείων ὀνομάτων, 4, 15, PG 3, 713Α). Ἄλλωστε, στὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας κύριο γνώρισμα τοῦ ἔρωτα (θείου ἢ ἀνθρώπινου) εἶναι ἡ ἔξοδος τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν αὐτονομημένο ἑαυτό καὶ ἡ κίνηση πρὸς τὸν ἄλλο, κατεξοχήν μάλιστα πρὸς τὸν Θεό, συνθήκη ποὺ τὴν ὀνομάζουμε ἔκσταση, ἤ, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, «ἔστι δὲ καὶ ἐκστατικὸς ὁ θεῖος ἔρως οὐκ ἐῶν ἑαυτῶν εἶναι τοὺς ἐραστάς, ἀλλὰ τῶν ἐρωμένων» (Περὶ θείων ὀνομάτων, 4, 13).

4. Συμπεράσματα

α) Τὸ εἶναι τῆς θεότητας νοεῖται ὡς σχέση τριῶν προσώπων (Πατήρ, Υἱός, Πνεῦμα) ποὺ ἀλληλοπεριχωροῦνται σὲ μία ἑνότητα καὶ διακρίνονται σὲ τρεῖς ὑποστάσεις. Αὐτὴ τὴν πραγματικότητα, ὡς τρόπο ὑπάρξεως τῆς θεότητας, τὴν ὀνομάζουμε τριαδικότητα, ἀγάπη καὶ ἔρωτα. Στὴ νηπτικὴ θεολογία ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ ἡ πρόνοια γιὰ τὴν πορεία του, νοοῦνται ὡς διαρκὴς ἐρωτικὴ ἔκσταση τῆς θεότητας, αἰτία ἑπομένως καὶ ἔκφραση τῆς σχέσης της μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἐκστατικὴ αὐτὴ δυναμικὴ κορυφώθηκε μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Κατὰ τὴ διατύπωση τῆς λειτουργικῆς μας παράδοσης, «ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα Θεὸν τὸν Ἀδὰμ ἀπεργάσηται» (Δοξαστικὸ τῶν Αἴνων τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ), διατύπωση ποὺ βασίζεται στὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος ἔχει ἤδη συμπεράνει ὅτι ««αὐτὸς [ὁ Υἱὸς] υἱοποίησεν ἡμᾶς τῷ Πατρί, καὶ ἐθεοποίησε τοὺς ἀνθρώπους γενόμενος αὐτὸς ἄνθρωπος. […] γέγονεν ἄνθρωπος, ἵνα μᾶλλον ἡμᾶς θεοποιήσῃ» (Κατά Ἀρειανῶν 1, 38 καὶ 39, PG 26, 92B C).
Ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος φέρει τὸ ἀποτύπωμα τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, ἤ, γιὰ νὰ τὸ διατυπώσω καλύτερα, δημιουργεῖται μὲ πρότυπο τὴν τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ καλεῖται νὰ πραγματοποιεῖ τὸ εἶναι του ὡς κοινωνία προσώπων. Αὐτὴ τὴ συνθήκη ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου καλοῦμε ἀγάπη, καὶ κατὰ τὴν ἐπιτεταμένη της ἔκφραση ἔρωτα. Πρόκειται γιὰ θεμελιώδη συνθήκη βίου, ποὺ ἀποβλέπει στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ στὴ δυνατότητα νὰ ὑπάρξει ὁ ἄνθρωπος σῶος, ἀκέραιος καὶ ὑγιής, νὰ ὑπάρξει κατὰ τὸν τρόπο τῆς θεότητας. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς καταθέτει ὅτι ἡ πραγματικὴ σχέση τῶν πιστῶν μὲ τὸ πρόσωπό του γίνεται φανερὴ ἐὰν ὁ βίος τους ἐκδηλώνεται ὡς ἀγάπη: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰωάν. 13,35). Δὲν νοεῖται ἀληθὴς καὶ ἐνεργὸς πίστη στὸν Θεὸ ἐὰν δὲν ἀναδύεται ἀπὸ τὴ σχέση ἀγαπήσεως τῶν μελῶν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία καὶ γεννάει τὴν ὁμόνοια ψυχῶν καὶ σωμάτων (βλ. τὴν πρόσκληση τοῦ ἱερέα κατὰ τὴ θεία Λειτουργία: «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμε»)
Τόπος (καὶ τρόπος) ὅπου ἐνεργεῖται ἡ διὰ βίου ἄσκηση τῆς ἐρωτικῆς ὑπέρβασης θεωρεῖται ἢ ἡ γαμήλια ἕνωση ἢ ὁ μοναχισμός. Ἡ πρώτη ἄλλωστε γεννάει τὸν δεύτερο, καὶ ὁ δεύτερος στηρίζει καὶ δικαιώνει τὴν πρώτη, ἀφοῦ κάθε μέλος τῆς μοναστικῆς κοινότητας εἶναι καρπὸς ἐρωτικῆς σχέσης.

β) Τὸ 1997 κυκλοφόρησε ἕνα φυλλάδιο μὲ τὸν τίτλο «Νέα Ἐκκλησιαστικὴ Ἀκολουθία τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου», μὲ τὴν ἔνδειξη ὅτι συνετέθη «ὑπὸ ἀνωνύμου τινὸς ἐγγάμου». Σήμερα γνωρίζουμε ὅτι συγγραφέας αὐτῆς τῆς ἐργασίας εἶναι ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς. Διαβάζω ἀπὸ αὐτὸ τὸ φυλλάδιο τὴν πρώτη εὐχὴ ποὺ ἐκφωνεῖ ὁ ἱερέας γιὰ νὰ θεμελιώσει τὸν λόγο τοῦ γάμου, τῆς ἐρωτικῆς δηλαδὴ σχέσης, θεωρώντας ὅτι συνοψίζει μὲ λειτουργικὴ γλώσσα τὰ ὅσα ἐπεχείρησα νὰ παρουσιάσω στὴν ὁμιλία μου. Παρατίθενται τὰ στοιχεῖα ποὺ ἀνάγουν τὴ γαμήλια σχέση τῶν ἀνθρώπων στὴν ἴδια τὴ θεότητα, καὶ ἀναδεικνύουν τὴ διαλεκτικὴ θείου καὶ ἀνθρώπινου ἔρωτα.
«Τριὰς Ὑπερούσιε καὶ ὑπέρθεε, ἡ ἄφθεγκτος ἀγαθότης, Σοὶ τολμῶμεν ἀναθῆναι τὸ τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἔρωτος ὄνομα, ὅτι Θεόν σε καλοῦμεν καὶ ἐκ τῆς σῆς ἐκφαντορίας γινώσκομεν ὅτι ὁ Θεὸς ἡμῶν ἀγάπη ἐστί. Σὺ γάρ, ὁ πάντων αἴτιος, ἐκ τοῦ ὑπὲρ πάντα καὶ πάντων ἐξῃρημένου, δι’ ὑπερβολὴν τῆς ἐρωτικῆς ἀγαθότητος, πρὸς τὸ ἐν πᾶσι κατάγεσαι καὶ ἀγαπήσει καὶ ἔρωτι πάντα ποιεῖς, πάντα συνέχεις, πάντα τελειοῖς, ὡς τῆς πάντων εὐαρμοστίας καὶ ἀγλαΐας ζηλωτὴς πᾶσι τοῖς οὖσι μεταδίδων οἰκείως ἑκάστῳ καλλονήν. Σὲ τοίνυν προσαγορεύομεν τὸ ὄντως ἐραστὸν καὶ ἀγαπητόν, ἐπεὶ κατέστησας καὶ ἡμᾶς ἱκανοὺς τῆς ἀγάπης, δωρητὴς γενόμενος καὶ φυτουργὸς ἐν ἡμῖν τῆς πρὸς τοῦτο δυνάμεως, ὥσπερ ἐκφάνσεως οὔσης τῆς κατ’ εἰκόνα τὴν σὴν ἡμετέρας πλάσεως. Ὁ γὰρ πᾶσαν τὴν κτίσιν μετὰ σοφίας ὑποστήσας δέδωκας καὶ τῇ ἀνθρωπείᾳ ἡμῶν φύσει, ὡς μεγαλόδωρος Δεσπότης, τὴν κατ’ ἐπιθυμίαν δύναμιν, δι’ ἧς συνίσταται πόθος, οὗ τέλος ἐστὶν ἡ ἀγάπη. Δίχα τῆς ἐρωτικῆς ταύτης δυνάμεως οὐκ ἂν εἶεν ἡ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ἀμοιβαία τῆς ὑπάρξεως μετουσία καὶ περιχώρησις, οὐδὲ ἐν τοῖς ἀνθρώποις φιλίας δεσμός, οὐδὲ κοινωνία καὶ πόλις, οὐδὲ αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία περὶ ἧς ὁ Λόγος τῆς Τριαδικῆς Θεαρχίας ἐδεήθη “ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς καὶ ἡμεῖς ἕν ἐσμεν”. Ταῦτα οὖν ὁμολογοῦντες Σοῦ δεόμεθα καὶ Σὲ παρακαλοῦμεν, Συνεκτικὴ Τρίφωτε Μονάς, θεαρχικὴ καὶ σωστικὴ τῶν ὅλων, τοὺς δούλους σου τούτους (τὸν δεῖνα) καὶ (τὴν δεῖνα), τοὺς νῦν συναπτομένους εἰς γάμου κοινωνίαν, κραταίωσον εἰς τὴν ἀλλήλων καὶ εἰς τὴν σὴν ἀγάπησιν. Δὸς αὐτοῖς ἐν αὐταπαρνήσει βιῶσαι τὴν ἐν ἀγάπῃ συγκλήρωσιν τοῦ βίου παντός, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀνυποκρίτῳ ὑπομονῇ, τὸ οἰκεῖον ἕκαστος θέλημα μετὰ τοῦ ἑτέρου κοινωνῶν. Εὐλόγησον αὐτοὺς ἵνα, τὴν σὴν εἰκόνα ἐν ἑαυτοῖς φανεροῦντες, πληρώσωσι τὸ μέγα τοῦτο τοῦ γάμου μυστήριον, τὴν ἑνότητα κατορθοῦντες ἥτις κέκτηται διδάσκαλον τὴν σὴν Τρισήλιον καὶ Τρίφωτον Ὑπεραρχίαν» (Νέα Ἐκκλησιαστικὴ Ἀκολουθία τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου, Ἀθήνα 1997, σελ. 12-13).

Ὁμιλία ποὺ ἔγινε στὶς 4 Μαρτίου 2017 στὸ Ἵδρυμα Θεοχαράκη, στὰ πλαίσια προγράμματος τοῦ Κέντρου Τέχνης & Ψυχοθεραπείας, μὲ γενικὸ τίτλο «Ἔρωτας καὶ θάνατος στὴν τέχνη καὶ τὴ Ζωή». Βλ. «Ἡ διαλεκτικὴ τοῦ ἀνθρώπινου καὶ τοῦ θείου ἔρωτα» – 4/3/2017, – Ὁμιλητής: Δημήτριος Μαυρόπουλος, Θεολόγος, Συγγραφέας, Οὔρεσης Τοντόροβιτς, Καλλιτέχνης, εἰκονογράφος, βυζαντινολόγος. Συντονίζει: Δημήτριος Κυριαζής, M.D., PhD, Ψυχίατρος, Παιδοψυχίατρος, Ψυχαναλυτής.


πηγή: Aντίφωνο

ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΘΑ ΛΥΣΟΥΜΕ ΠΙΣΤΕΥΩ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ, ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΩΔΗ ΤΟΥ ΔΙΑΣΤΑΣΗ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: