Η καταστροφική αφαιρετική θεολογία του Λεοντίου του Βυζάντιου.
Ενώ λοιπόν η διδασκαλία περί της Αγίας Τριάδος είχε κάπως διασαφηνιστεί, φτάνουν οι Χριστολογικές έριδες για να ανατρέψουν τα κατεκτημένα και να γυρίσουν τα πράγματα από την αρχή!
Στο προσκήνιο εμφανίζονται οι δύο Λεόντιοι! Ο Λεόντιος ο Ιεροσολυμίτης και ο Λεόντιος ο Βυζάντιος, ιδιαιτέρως δε ο δεύτερος. Απορροφημένος από τις Χριστολογικές έριδες και με μεγάλη αγάπη για την αφηρημένη φιλοσοφική σκέψη. Πριν από τον Λεόντιο βεβαίως ο Κύριλλος είχε ανοίξει την πόρτα της αφαίρεσης, καθώς εννόησε το ομοούσιος με την έννοια του ομογενής. Έτσι ο Υιός είναι ομογενής του Πατρός, δηλαδή ομοούσιος. Ο Υιός, ο οποίος έρχεται από την ουσία του Θεού Πατρός δεν μπορεί να είναι έτερος, ξένος απ' Αυτόν που τον γέννησε, αλλά είναι ομοούσιος μ' Αυτόν, με καλές σχέσεις και ομοφυής. Οπωσδήποτε η ταυτότης τής ουσίας παίζει και εδώ τον ρόλο της, αλλά αυτή η αλήθεια εξαρτάται πλέον από μια αφαίρεση, έρχεται σαν συμπέρασμα και δεν δίνεται κατευθείαν από τον όρο ομοούσιος, όπως στην εποχή του Μ. Αθανασίου.
Τοιουτοτρόπως το ομοούσιος αρχίζει να χρησιμοποιείται στην Χριστολογία! «Ομοούσιος με τον Πατέρα όσον αφορά την θεότητα και ομοούσιος με μας όσον αφορά την ανθρωπότητα». Ο Κύριλλος ξανά, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει το ομοούσιος στον ίδιο λόγο, για να εκφράσει τόσο την ταυτότητα της ουσίας με τον Θεό, όσο και την ομοιότητα της ουσίας με τους ανθρώπους. Το ομοούσιος γίνεται ένας όρος γενικός, για κάθε χρήση.
Οι δύο Λεόντιοι αφομοιώνουν την Τριαδική θεωρία στην ενσάρκωση και φέρνουν μια σημαντική αλλαγή στην σημασία της ουσίας. Ο Λεόντιος Βυζάντιος γράφει πως η λέξη υπόσταση δείχνει ένα άτομο, αλλά η λέξη ενυπόστατος (αντικείμενο) δείχνει την ουσία, φανερώνοντας πως δεν πρόκειται για ένα συμβεβηκός που υπάρχει και σε άλλα αντικείμενα, όπως είναι οι ιδιότητες. Μια ιδιότης δεν είναι ουσία, δηλαδή πράγμα που διαθέτει αντικειμενική ύπαρξη, αλλά είναι κάτι που φανερώνεται στην σχέση του με μια ουσία, αλλά μια ουσία χωρίς αντικειμενικότητα είναι ένα πράγμα αδύνατον.
Εννοεί πως μια ουσία, καθώς είναι η καθολικότης συγκεκριμένων αντικειμένων, πρέπει να υπάρχει μέσα σε κάθε αντικείμενο από αυτά. Γνωρίζει πολύ καλά τις διακρίσεις του Αριστοτέλη ανάμεσα στις ιδιαίτερες ουσίες και στην μοναδική κοινή ουσία που σχετίζεται με συγκεκριμένα αντικείμενα.
Η έννοια της ουσίας την οποία χρησιμοποιεί συνεχώς είναι η λογική σημασία του “ουσιώδους”. Ένα “ουσιώδες” το οποίο ταυτίζεται με το “καθόλου”, με την καθολικότητα.
Έτσι λοιπόν φροντίζει να μας θυμίσει ότι το γένος, η τάξη και το είδος συμβάλλουν στην ουσία ενός ιδιαιτέρου αντικειμένου και γι' αυτό τον λόγο ονομάζονται “ουσιώδεις”, όμως ποιότης και συμβεβηκός είναι “επουσιώδη”. Συνεχίζει λέγοντας πως οι παράγοντες που καθορίζουν την Φύση ενός αντικειμένου συμβάλλουν στην ουσία του, ενώ οι παράγοντες που καθορίζουν την υπόσταση ανήκουν στην κατηγορία των συμβεβηκότων.
Γι' αυτό, λόγου χάριν προκειμένου περί ενός ανθρώπου, η ουσία του καθορίζεται από τους όρους ζωήν έχων, λογικόν, θνητόν, αλλά η υπόστασίς του καθορίζεται από την “μορφή”, το χρώμα, τις διαστάσεις, το γένος, την μόρφωση, την εργασία. Προχωρώντας ακόμη περισσότερο στην αφαίρεση της Χριστολογίας από την θεολογία, δηλώνει πως στους πατέρες η ουσία έχει την ίδια σημασία με την Φύση, πως και οι δύο όροι εκφράζουν την ίδια έννοια που οι εθνικοί φιλόσοφοι δείχνουν με τον όρο είδος. Είδος δε είναι ο όρος ο οποίος χρησιμοποιείται σε μια πολλαπλότητα διαφορετικών αντικειμένων. Αντιθέτως η υπόσταση έχει την ίδια σημασία μ' αυτό που οι φιλόσοφοι ονομάζουν “ατομική ουσία”.
Φαίνεται ξεκάθαρα από τα λίγα αυτά η ροπή προς την εγκατάλειψη ορισμένων διακρίσεων που είναι ουσιώδεις στην Φιλοσοφία. Έτσι ενώ δέχεται πλήγματα η θεολογία διότι στο απλό εισέρχεται το σύνθετο και η φιλοσοφία με την σειρά της πάσχει, διότι οι θεολογικές ταυτότητες επιβάλλονται και στις φιλοσοφικές έννοιες! Διότι δεν είναι φιλοσοφικά ακριβές να λέμε πως υπόσταση και πρόσωπο έχουν την ίδια σημασία, παρότι θεολογικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και οι δύο όροι στο ίδιο αντικείμενο (πράγμα). Είναι χονδροειδές να δηλώνουμε πως οι θεολόγοι χρησιμοποίησαν τον όρο ουσία με την έννοια του είδους. Ενώ θα ήταν αληθές αν λέγαμε πως ουσία και υπόσταση είναι συνώνυμα!
Στην Χριστολογία λοιπόν η αφαιρετική σκέψη προξενεί βαρειές καταστροφές! Γιατί είναι πολύ διαφορετικά τα πράγματα από την μέχρι τότε παράδοση, όταν ομιλούμε για τις δύο ουσίες του Χριστού μ' έναν τέτοιο τρόπο που η ανθρώπινη ουσία να μην σημαίνει πλέον το σύνολο, το όλον της φυσικής ουσίας όλου του ανθρωπίνου είδους αλλά την ανάλυση της ατομικής ανθρωπότητος του Χριστού!
Το ίδιο καταστροφικό είναι και το γεγονός πως η θεία ουσία δεν σημαίνει πλέον το περιεχόμενο του Θεού, αλλά την μεταφυσική ανάλυση του Χριστού στην θεία του πλευρά. Στην Χριστολογία λοιπόν και στην σχέση της με την Τριάδα, η ουσία δεν δείχνει πλέον ένα αντικείμενο (πράγμα) αλλά μια ανάλυση. Ο Λεόντιος Βυζάντιος φτάνει μάλιστα μέχρι του σημείου να πει πως στην περίπτωση των προσώπων της Τριάδος η ταυτότης της ουσίας ενώνει, ενώ η διαφορά των υποστάσεων χωρίζει. Ενώ στην περίπτωση της ενανθρωπήσεως η διαφορά της ουσίας χωρίζει και η ταυτότης των υποστάσεων ενώνει!
Χάνεται λοιπόν η αξία της Ορθοδόξου Τριάδος, η οποία είχε επιτευχθεί με τόσο κόπο και η οποία δίδασκε πως η Τριάδα από την μεριά τής πραγματικότητος είναι ένα μοναδικό αντικείμενο εις εαυτόν και από την μεριά της αντικειμενικότητος είναι τρία αντικείμενα καθ' εαυτά!
Η σημασία της ουσίας που κυριαρχούσε σ' αυτούς τους “ορισμούς” δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στις δύο φύσεις του Χριστού.
Αρχίζουν λοιπόν οι Λεόντιοι να ομολογούν πως το Μυστήριο της Τριάδος είναι ακριβώς το αντίθετο τού μυστηρίου της ενσαρκώσεως. «Στην περίπτωση της Αγίας και άυλης Τριάδος ενότης υποστάσεων σε μία μοναδική Φύση, στην περίπτωση της Αγίας και αρρήτου ενσαρκώσεως, ενότης Φύσεων σε μία μοναδική υπόσταση». Αυτή η νόστιμη φράση όμως, αφήνει απ' έξω την ταυτότητα της συγκεκριμένης ουσίας. Αφήνει εύκολα να εννοηθεί πως τρία πρόσωπα σε μία ουσία δεν σημαίνει τίποτε άλλο από τρία πρόσωπα σε μία Φύση. Συνεχίζουν να επεκτείνουν όλο και περισσότερο την επιθυμία τους να εξισώσουν τα δύο δόγματα, τις δύο διαφορετικές διδασκαλίες με τον σκοπό να πετύχουν μια ομοιότητα στις εκφράσεις! Φτάνουν να πουν πως αν είναι νόμιμο να ομολογήσουμε πως τρεις υποστάσεις είναι ενοούσιοι σε μία μοναδική ουσία, είναι νόμιμο επίσης να δεχθούμε πως δύο φύσεις είναι ενυπόστατες σε μία μοναδική υπόσταση. Παρόλα αυτά ο τρόπος με τον οποίο εννοούσαν την φύση και επομένως και την ουσία δεν ήταν εντελώς αφαιρετικός. Είναι ξεκάθαροι πάνω στο γεγονός πως μόνον με την σκέψη μπορούμε να χωρίσουμε μία Φύση από ένα συγκεκριμένο αντικείμενο. Δεν μπορεί να υπάρξει στην ατμόσφαιρα της αφαιρέσεως.
Ισχυρίζονται λοιπόν πως οι δύο φύσεις του Χριστού είναι υποστασιασμένες σε μία υπόσταση ταυτόσημη και κοινή: όχι με την έννοια πως καθεμία υπάρχει ανυπόστατος σ' αυτή, αλλά με την έννοια πως και οι δύο είναι ενυπόστατες σε σχέση μ' αυτή την υπόσταση. Αυτό επιτρέπει στον Λεόντιο Βυζάντιο να προσφέρει μια ικανοποιητική εξήγηση της ενσαρκώσεως. Όταν όμως φθάνει να μιλήσει για την Τριάδα, εφαρμόζει σ΄ αυτή την περίπτωση έναν τύπο ορισμού που συγκεντρώνει στην υπόσταση ο,τιδήποτε ήταν καθορισμένο σε όλη του την σύνθεση, λογαριάζοντας την Φύση σαν συγκεκριμένη μόνον επειδή εξαρτάται από την υπόσταση, έτσι ώστε η θεωρία του να μην γλιτώνει κατ' ουδένα τρόπο τον τριθεϊσμό.
Ο αφαιρετικός τρόπος με τον οποίο εννοούσε την φύση δεν θα πείραζε εάν είχε κρατήσει την παραδοσιακή σημασία της, κατά την οποία η ουσία εκφράζει μια συγκεκριμένη οντότητα, μια πρώτη ουσία! Το πρόβλημα γεννήθηκε από την εξίσωση ουσίας και φύσεως, η οποία εξίσωση δεν μειώνει την ουσία σε δεύτερη ουσία, γιατί θα καταλήγαμε κατευθείαν στον τριθεϊσμό, αλλά την μειώνει σε μια αφαίρεση η οποία μπορεί να κινηθεί ανάμεσα στην ταυτότητα και στην ομοιότητα της ουσίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου