ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟΡΙΩΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΩΜΑ ΤΟΝ ΑΓΙΑΣΜΕΝΟ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Στον αγιασμένο δούλο του Θεού, πατέρα πνευματικό και διδάσκαλο κύριο Θωμά, εγώ ο Μάξιμος ταπεινός κι άμαρτωλός, ανάξιος δούλος και μαθητής.
Αφού από εμπεριστατωμένη σπουδή γύρω από τα θεία, πολυαγαπημένε του Θεού, επέτυχες την σταθερή απόκτηση της απλανούς θεωρίας, έγινες φρονιμότατος εραστής όχι απλώς της σοφίας, αλλά του κάλλους αυτής. Και κάλλος της σοφίας είναι η γνώση που συμπληρώνεται με πράξη (γνῶσις ἔμπρακτος), η η πράξη που ολοκληρώνεται με τη σοφία (πρᾶξις ἔνσοφος), που χαρακτήρας τους είναι, επειδή αποτελείται κι από τα δύο, ο λόγος της θείας πρόνοιας και της κρίσης. Σύμφωνα μ' αυτόν, αφού συνδύασες πνευματικά το νού με την αίσθηση, έδειξες όσο γίνεται αληθινά, πως ο Θεός δημιούργησε σύμφωνα με την εικόνα του τον άνθρωπο, και συνάμα μας γνώρισες τον πλούτο της αγαθότητάς του, δείχνοντας στον εαυτό σου λαμπρά με την αρμονική σύζευξη των αντίθετων το Θεό να παίρνει σωματική υπόσταση. Κι αφού, ως μιμητής του Θεού, έφερες την ταπείνωσή σου στα μέτρα του ύψους του, δεν επαξίωσες να κατεβείς ως εμένα, ζητώντας από εμένα εκείνα, όσα εσύ έχεις ζήσει και τα γνωρίζεις βιώνοντάς τα. Κι αυτά είναι κεφαλαιώδη θέματα εκείνων των υπερένδοξων και μακάριων αγίων (του Διονυσίου και Γρηγορίου), αληθινά Εκλεκτών, που ανέκαθεν κατά ένα αιώνιο προορισμό τούς έκανε δικούς του ο Θεός• αγίων, που δέχτηκαν μέσα τους όλην αληθινά τη χύση της σοφίας που είναι δυνατό να δεχτούν οι άγιοι και με την απόθεση της φυσικής ζωής έκαναν ουσία της ψυχής τους το Χριστό, και γι' αυτό είχαν αυτόν μόνο να ζει μέσα τους• και για να πω το σημαντικότερο, που έγινε γι' αυτούς η ψυχή της ψυχής τους και εμφανίζεται σε όλους με όλα τα έργα και τους λόγους και τα διανοήματά τους, ώστε να πιστεύεται ότι οι εκδηλώσεις τους δεν είναι δικές τους, αλλά έχει σ' αυτούς κατά χάρη ο Χριστος υποκαταστήσει τον εαυτό του.
Πως όμως ν' αναφέρω τον Κύριό μας Ιησού, χωρίς να έχω λάβει ακόμα πνεύμα αγιότητας; Πως να μιλήσω για τα θαυμαστά του Κυρίου, εγώ ο μουγγός, που έχω προσδέσει κυριολεκτικά τη διάνοιά μου στη σχέση μου με τα φθειρόμενα; Πως θα κάνω ν’ ακουστούν έστω και κάποιες μικρές δοξολογίες του, εγώ ο κουφός, που έχω αποστρέψει τελείως την ακοή της ψυχής μου, εξαιτίας της αγάπης μου προς τα πάθη, από τη μακάρια φωνή του Λόγου; Πως θα γίνει φανερός σ' εμένα ο Λόγος, σ' εμένα που μ' έχει νικήσει ο κόσμος, ώστε να νικά τον κόσμο και να μην εμφανίζεται δεμένος με τον κόσμο, τη στιγμή που από φιλόυλη διάθεση δεν μπορώ να γνωρίζω τη φύση του; Πως δεν είναι τολμηρό ν' απλώνω τα χέρια μου στα άγια εγώ ο βδελυρός και στα καθαρά εγώ ο ακάθαρτος; Γι' αυτό θα μπορούσα να παραιτηθώ από την εκτέλεση της διαταγής σου τρέμοντας την κατηγορία της αυθάδειας, αν δεν φοβόμουν περισσότερο τον κίνδυνο της απείθειας. Έχοντας λοιπόν βρεθεί ανάμεσα σ' αυτά τα δύο, προτιμώ την κατηγορία της αυθάδειας, θεωρώντας την πιο υποφερτή, κι αποφεύγω τον ασυγχώρητο κίνδυνο της απείθειας. Με τη μεσιτεία των αγίων και τη βοήθεια των ευχών σας κι έχοντας το Χριστό το μεγάλο Θεό και Σωτήρα μας να μου χορηγεί την ευσεβή κατανόηση και τον δέοντα λόγο, θα δώσω για κάθε θέμα όσο το δυνατό συντομότερη απάντηση (γιατί ο λόγος που απευθύνεται σε δάσκαλο με λίγα μπορεί να προσποριστεί μεγάλα κέρδη), άρχίζοντας από το Γρηγόριο το Θεολόγο, που είναι για μας πολύ πιο πλησιέστερος χρονικά.
Απορία 1η
Του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου από τον Α' Λόγο του περί του Υιού απάντησις στο χωρίο «Γι' αυτό, ενώ ήταν από την αρχή μονάδα, προχώρησε στη δυάδα και σταμάτησε ως την Τριάδα». Και πάλι από τον δεύτερο Ειρηνικό του ιδίου στα λεγόμενα• «Εξαιτίας του πλούτου της κινήθηκε από τη Μονάδα, ξεπέρασε τη δυάδα, επειδή είναι πάνω από την ύλη και τη μορφή που συνιστούν τα σώματα, κι εγκαταστάθηκε στα όρια της Τριάδας εξαιτίας της τελειότητά της».
Αν προσέχοντας, δούλε του Θεού, τη φαινομενική διαφωνία, απορείς για την αληθινή συμφωνία, δεν είναι δυνατό να βρείς πιο ταυτόσημη έννοια από τις λέξεις αυτές. Γιατί είναι ταυτόσημη έννοια το να ξεπεραστεί η δυάδα και το να μη σταματήσει ως τη δυάδα, και επίσης να μείνει στα όρια της Τριάδας και το να σταματήσει η κίνηση της μονάδας ως την Τριάδα, εάν βέβαια πρεσβεύουμε μοναρχία (αρχή του ενός) όχι φτωχική (ασήμαντη), που να περιορίζεται σ' ένα πρόσωπο, ή πάλι ακατάστατη, που να διαχέεται στο άπειρο, αλλά αυτήν που είναι Τριάδα ομότιμη κι αποτελείται από τον Πατέρα, τον Υιό και το άγιο Πνεύμα, των οποίων πλούτος είναι η κοινή τους φύση και το ένα ανάβλυσμα της λαμπρότητας, που ούτε διαχέεται η θεότητα πάνω από αυτά για να μη δεχτούμε πλήθος θεών, ούτε πάλι περιορίζεται μέσα σ' αυτά, για να μην κατακριθούμε για πενία θεότητας.
Αυτό βέβαια δεν είναι δικαιολόγηση της υπερούσιας αιτίας των όντων, αλλά απόδειξη ευσεβούς αντίληψης γι' αυτήν, εφόσον η θεότητα είναι Mονάδα και όχι δυάδα, και Τριάδα αλλά όχι πλήθος, ως άναρχη που είναι και ασώματη και ειρηνική.
Και είναι αληθινά μονάδα η Μονάδα• γιατί δεν είναι αρχή των έπειτα από αυτήν, σύμφωνα με μια συστολή του απλώματός της (της διαστολής της), για να διαχυθεί προχωρώντας φυσικώς σε πλήθος, αλλά είναι ενυπόστατη οντότητα της ομοούσιας Τριάδας. Επίσης είναι αληθινά η Τριάδα, τριάδα, που δεν συμπληρώνεται με ανεξάρτητους αριθμούς (γιατί δεν είναι σύνθεση μονάδων, ώστε να υποστεί διαίρεση), αλλ᾽ είναι ενούσια ύπαρξη μονάδας τρισυπόστατης. Γιατί η Τριάδα είναι αληθινή μονάδα, γιατί αυτή είναι η ουσία της, και είναι αληθινή Τριάδα η μονάδα, γιατί αυτή είναι η υπόστασή της (οὕτως ὑφέστηκεν)· επειδή είναι και μια θεότητα με ουσία μοναδική και υφίσταται τριαδικώς (ἑνούσιος ὕπαρξις τρισυποστάτου μονάδος). Αν όμως ακούοντας τη λέξη κίνηση θαύμασες πως κινείται η υπεράπειρη θεότητα, η κίνηση δεν είναι πάθος της θεότητας, αλλά αίσθηση δική μας, που πρώτα δεχόμαστε την έλλαμψη του λόγου του είναι της, κι έτσι δεχόμαστε το φωτισμό για τον τρόπο του πως αυτή υφίσταται, αν βέβαια το είναι προηγείται από το πως είναι. Κίνηση λοιπόν της θεότητας είναι η προκαλούμενη από έκλαμψη γνώση προς εκείνους που μπορούν να τη δεχτούν σχετικά με την ουσία και τον τρόπο της υπόστασής της.
(Συνεχίζεται)Το πρωτότυπο κείμενο
Τῷ ἡγιασμένῳ δούλῳ τοῦ Θεοῦ, Πατρί πνευματικῷ καί διδασκάλῳ κυρίῳ Θωμᾶ, Μάξιμος ταπεινός καί ἁμαρτωλός, ἀνάξιος δοῦλος καί μαθητής.
Ἀπλανοῦς θεωρίας ἐξ ἐμμελοῦς περί τά θεῖα σπουδῆς ἕξιν λαβών ἀναλλοίωτον, οὐχ ἁπλῶς σοφίας, ἀλλά τοῦ κάλλους αὐτῆς, Θεῷ λίαν ἠγαπημένε, γέγονας ἐραστής σωφρονέστατος. Σοφίας δέ κάλλος ἐστί γνῶσις ἔμπρακτος, ἤ πρᾶξις ἔνσοφος, ὧν ἐστι χαρακτήρ ὡς δι᾿ ἀμφοῖν συμπληρούμενος, ὁ τῆς θείας προνοίας καί κρίσεως λόγος. Καθ᾿ ὅν αἰσθήσει τόν νοῦν συμπλέξας διά τοῦ πνεύματος, ἔδειξας ὡς ἀληθῶς πῶς ὁ Θεός κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ποιεῖν πέφυκε τόν ἄνθρωπον, τόν τε πλοῦτον τῆς ἀγαθότητος κατέστησας γνώριμον, πολυτελῶς τῇ καλῇ μίξει τῶν ἐναντίων ἐν σεαυτῷ δεικνύς τόν Θεόν ταῖς ἀρεταῖς σωματούμενον, οὗ τῷ ὕψει συμμετρήσας μιμήσει τήν κένωσιν ἕως ἐμοῦ κατελθεῖν οὐκ ἀπηξίωσας, ἐκεῖνα ζητῶν ὧν πεπονθώς ἔχει τήν εἴδησιν. Εἰσί δέ Διονυσίου καί Γρηγορίου κεφάλαια τῶν ἁγίων ἐκείνων ὑπερευφήμων τε καί μακαρίων ἀνδρῶν, τῆς ὄντως ἐκλογῆς τῶν ἀνέκαθεν κατά πρόθεσιν τῶν αἰώνων τῷ Θεῷ προσθεμένων, τῶν πᾶσαν ὡς ἀληθῶς τήν ἐφικτήν τοῖς ἁγίοις χύσιν τῆς σοφίας εἰσδεξαμένων, καί τῇ ἀποθέσει τῆς κατά φύσιν ζωῆς ψυχῆς οὐσίαν πεποιημένων, καί διά τοῦτο ζῶντα μονώτατον τόν Χριστόν ἐσχηκότων, καί τό δή μεῖζον εἰπεῖν, ψυχήν αὐτοῖς τῆς ψυχῆς γεγενημένον καί διά πάντων ἔργων τε καί λόγων καί νοημάτων πᾶσιν ἐμφανιζόμενον ὡς ἐντεῦθεν ἐκείνων μέν οὐκ εἶναι πεπεῖσθαι τά προτεθέντα, Χριστοῦ δέ κατά χάριν αὐτοῖς ἑαυτόν ὑπαλλάξαντος. Ἀλλά πῶς εἴπω Κύριον Ἰησοῦν, μήπω πνεῦμα λαβών ἁγιότητος; Πῶς λαλήσω τάς δυναστείας τοῦ Κυρίου, ὁ μογίλαλος, καί τόν νοῦν τῇ σχέσει προσηλώσας τῶν φθειρομένων; Πῶς ἀκουστάς ποιήσω κἄν τινας αἰνέσεις αὐτοῦ, ὁ κωφός, καί τό τῆς ψυχῆς ἀκουστικόν διά τήν πρός τά πάθη φιλίαν ἔχων παντελῶς ἀπεστραμμένον τοῦ λόγου τήν μακαρίαν φωνήν; Πῶς ἐμφανής ὁ λόγος γενήσεταί μοι, τῷ ἡττημένῳ τῷ κόσμῳ, νικᾷν τόν κόσμον, ἀλλ' οὐκ ἐμφανίζεσθαι τῷ κόσμῳ πεφυκώς, εἴπερ φιλύλῳ διαθέσει κατά φύσιν ἐστίν ἀνεπίγνωστος; Πῶς οὐ τολμηρόν, τοῖς ἁγίοις τόν ἐναγῆ, καί τοῖς καθαροῖς ἐγχειρεῖν τόν ἀκάθαρτον; Διό παρῃτησάμην ἄν τήν ἐπί τοῖς κεκελευσμένοις ἐγχείρησιν, τόν τῆς προπετείας ψόγον φοβούμενος, εἰ μή πλέον ἐδεδοίκειν τῆς ἀπειθείας τόν κίνδυνον. Δυοῖν οὖν τούτων μέσος ληφθείς τῆς προπετείας αἱροῦμαι μᾶλλον ψόγον ὡς ἀνεκτότερον, φεύγων ὡς ἀσύγγνωστον τῆς ἀπειθείας τόν κίνδυνον. Καί τῇ μεσιτείᾳ τῶν ἁγίων καί βοηθείᾳ τῶν ὑμετέρων εὐχῶν, Χριστοῦ τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν χορηγοῦντος τό νοεῖν εὐσεβῶς καί λέγειν δεόντως, περί ἑκάστου κεφαλαίου τήν ἀπόκρισιν ὡς οἷόν τε ποιήσομαι σύντομον [πρός διδάσκαλον ὁ λόγος] μικροῖς πορίζεσθαι μεγάλα δυνάμενον), ἀρχόμενος ἀπό Γρηγορίου τοῦ θεόφρονος, ὡς μᾶλλον ἡμῖν ὄντος τῷ χρόνῳ προσεχεστέρου.
1
Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἐκ τοῦ περί Υἱοῦ πρώτου λόγου εἰς τό• "Διά τοῦτο μονάς ἀπ᾿ ἀρχῆς εἰς δυάδα κινηθεῖσα μέχρι Τριάδος ἔστη." Καί πάλιν τοῦ αὐτοῦ ἐκ τοῦ δευτέρου Εἰρηνικοῦ εἰς τό• "Μονάδος μέν κινηθείσης, διά τό πλούσιον, δυάδος δέ ὑπερβαθείσης• ὑπέρ γάρ τήν ὕλην καί τό εἶδος, ἐξ ὧν τά σώματα, Τριάδος δέ ὁρισθεῖσης, διά τό τέλειον."
Εἰ μέν τήν δοκοῦσαν εἶναι διαφωνίαν, δοῦλε Θεοῦ, σκοπήσας τήν ἀληθῆ συμφωνίαν ἠπόρησας, οὐκ ἔστι κατ᾿ ἔννοιαν τούτων τῶν φωνῶν ἑνικωτέραν εὑρεῖν. Ταυτόν γάρ ἐστιν ὑπερβαθῆναι δυάδα καί μή στῆναι μέχρι δυάδος, καί πάλιν ὁρισθῆναι Τριάδα καί μέχρι Τριάδος στῆναι τῆς μονάδος τήν κίνησιν, εἴπερ μοναρχίαν πρεσβεύομεν οὐκ ἀφιλότιμον, ὡς ἑνί προσώπῳ περιγεγραμμένην, ἤ πάλιν ἄτακτον, ὡς εἰς ἄπειρον χεομένην, ἀλλ᾿ ἥν ὁμότιμος φύσει Τριάς Πατήρ καί Υἱός καί Πνεῦμα συνίστησιν ἅγιον, ὧν πλοῦτος ἡ συμφυΐα καί τό ἕν ἔξαλμα τῆς λαμπρότητος, οὔτε ὑπέρ ταῦτα τῆς θεότητος χεομένης, ἵνα μή δῆμον θεῶν εἰσαγάγωμεν, οὔτε ἐντός τούτων ὁριζομένης, ἵνα μή πενίαν θεότητος κατακριθῶμεν. Οὐκ ἔστιν οὖν αἰτιολογία τοῦτο τῆς ὑπερουσίου τῶν ὄντων αἰτίας, ἀλλ᾿ εὐσεβοῦς περί αὐτῆς δόξης ἀπόδειξις, εἴπερ μονάς, ἀλλ᾿ οὐ δυάς, καί Τριάς, ἀλλ᾿ οὐ πλῆθος, ἡ θεότης, ὡς ἄναρχος, ἀσώματός τε καί ἀστασίαστος. Μονάς γάρ ἀληθῶς ἡ μονάς• οὐ γάρ ἐστιν ἀρχή τῶν μετ᾿ αὐτήν, κατά διαστολῆς συστολήν, ἵνα χεθῇ φυσικῶς εἰς πλῆθος ὁδεύουσα, ἀλλ᾿ ἐνυπόστατος ὀντότης ὁμοουσίου Τριάδος. Καί Τριάς ἀληθῶς ἡ Τριάς, οὐκ ἀριθμῷ λυομένῳ συμπληρουμένη (οὐ γάρ ἐστι μονάδων σύνθεσις, ἵνα πάθῃ διαίρεσιν) , ἀλλ᾿ ἑνούσιος ὕπαρξις τρισυποστάτου μονάδος. Μονάς γάρ ἀληθῶς ἡ Τριάς, ὅτι οὕτως ἐστί, καί Τριάς ἀληθῶς ἡ μονάς, ὅτι οὕτως ὑφέστηκεν• ἐπειδή καί μία θεότης οὖσά τε μοναδικῶς, καί ὑφισταμένη τριαδικῶς. Εἰ δέ κίνησιν ἀκούσας ἐθαύμασας πῶς ὑπεράπειρος κινεῖται θεότης, ἡμῶν, οὐκ ἐκείνης τό πάθος, πρῶτον τόν τοῦ εἶναι λόγον αὐτῆς ἐλλαμπομένων, καί οὕτω τόν τοῦ πῶς αὐτήν ὑφεστάναι τρόπον φωτιζομένων, εἴπερ τό εἶναι τοῦ πῶς εἶναι πάντως προεπινοεῖται. Κίνησις οὖν θεότητος ἡ δι᾿ ἐκφάνσεως γινομένη περί τε τοῦ εἶναι αὐτήν καί τοῦ πῶς αὐτήν ὑφεστάναι τοῖς αὐτῆς δεκτικοῖς καθέστηκε γνῶσις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου