Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας
Κεφάλαιο 3: Ο Ουμανισμός και η αποθέωση του ανθρώπου ζ
Συνέχεια από 13.Φεβρουαρίου 2023
Ο βόρειος ουμανισμός: Desiderius Erasmus
Ο ηρωικός ουμανισμός, που έπαιξε ένα τέτοιο σπουδαίο ρόλο στην Ιταλία, είχε μετριασθεί όταν μετακινήθηκε προς τα βόρεια, πέρα από τις Άλπεις, και συνάντησε τη devotio moderna, ένα θρησκευτικό κίνημα που ίδρυσε ο Gerard Groote (1340-84) από την πόλη Deventer, ο οποίος πίστευε, πως για να είναι κανείς Χριστιανός όφειλε να ακολουθεί το ηθικό παράδειγμα του Χριστού. Το κίνημα ξεκίνησε στην Ολλανδία, αλλά διαδόθηκε στη Γερμανία και σε μεγάλο μέρος της Πολωνίας. Οι διδασκαλίες του κινήματος εκτέθηκαν στην Imitatio Christi, έργο που αποδίδεται στον Thomas à Kempis. Από θεσμικής πλευράς, το κίνημα δημιούργησε μια νέα μορφή μοναχισμού, που σκοπό είχε την πνευματική αυτοτελείωση, και ένα λαϊκό κίνημα γνωστό με το όνομα «Η αδελφότητα της κοινής ζωής».
Η devtio moderna προσέφερε μια απάντηση σε πολλούς από αυτούς που τους ταλάνιζε ο φιλοσοφικός σκεπτικισμός, αλλά δεν τους έλκυε ο ηρωικός ατομικισμός του ιταλικού ουμανισμού ή ο καιροσκοπισμός του Machiavelli. Ο Αδελφοί αναζητούσαν ανακούφιση στην πνευματικότητα, η οποία τόνιζε πως η ουσία της πίστης ήταν μια απλή ζωή με θρησκευτικό συναίσθημα (παρά με λογική ή βούληση). Η devotio moderna ήταν στην πράξη μια προσωπική και εσωτερική θρησκεία αγάπης, πίστης και ταπείνωσης, και έδινε μικρότερη σημασία στα έργα και τις τελετουργίες. Την θέση αυτή εξέφρασε με σαφήνεια ο Νικόλαος από την Κούζα (1401-1464), ο οποίος τόνισε την απλότητα της πίστεως σε αντίθεση προς την αβεβαιότητα της λογικής στο έργο του «Η σοφία της αγνωσίας» (1440). Το έργο του ήταν και από μόνο του σημαντικό, αλλά άσκησε σημαντική επίδραση στους Lefevre, Colet και Erasmus.
Σε σύγκριση προς τους Ιταλούς ουμανιστές, οι βόρειοι ήταν πιο μετριασμένοι στους ισχυρισμούς τους για τις ανθρώπινες ικανότητες, περισσότεροι σκεπτικοί, λιγότερο πεπεισμένοι πως η αγάπη κυβερνά τον κόσμο, περισσότερο ριζωμένοι στις Γραφές, δίνοντας μικρότερη σημασία στις πολεμικές αρετές και μεγαλεία, λιγότερο βασισμένοι σε γνωστικές, ερμητικές και νεοπλατωνικές πηγές, και περισσότερο στους εκκλησιαστικούς πατέρες που εστίαζαν περισσότερο στη Γραφή παρά στην φιλοσοφία. Τους απασχολούσε επίσης η μεταρρύθμιση της Εκκλησίας, η εξάλειψη της διαφθοράς, και η μείωση της προσκόλλησης στα τελετουργικά. Ο κίνδυνος λοιπόν που αποτελούσαν για την θεσμική Εκκλησία, δεν βρισκόταν τόσο στους ακραίους ισχυρισμούς τους περί των ικανοτήτων των ανθρώπων, όσο στο γεγονός πως το απλό τους μήνυμα απευθύνονταν σε μεγάλο μέρος των κοινών ανθρώπων. Οι ιταλικός ουμανισμός απευθύνονταν πάντα στις ανώτερες τάξεις και τους διανοούμενους. Ο βόρειος ουμανισμός είχε ένα πολύ πιο δημοκρατικό μήνυμα και συνέβαλε με δυναμικούς τρόπους στην αυξανόμενη διαμαρτυρία ενάντια στην θεσμική εκκλησία, που οδήγησε στην Μεταρρύθμιση.
Αυτή η μορφή ουμανισμού αποτελούσε μεγαλύτερο κίνδυνο για τους μοναχούς και κληρικούς απ’ ότι ο ιταλικός ουμανισμός, καθώς ήταν λιγότερο εξεζητημένος, λιγότερο παγανιστικός, και περισσότερο ριζωμένος σε ένα ιδανικό χριστιανικής φιλανθρωπίας, το οποίο η Εκκλησία αποδεχόταν έστω και τυπικά. Η Εκκλησία είχε αναγνωρίσει αυτό τον κίνδυνο από την αρχή και επιδίωξε να τον καταστείλει. Το πιο διάσημο παράδειγμα της επιδίωξης τους αυτής, ήταν η προσπάθεια να αναθεματίσουν τον Johannes Reuchlin (1455-1522), τόν ουμανιστή που έφερε τη διδασκαλία τη εβραϊκής γλώσσας στα γερμανικά πανεπιστήμια. Πολλοί ουμανιστές πήγαν να τον υπερασπιστούν, και ο πάπας Λέων ο Χ αρνήθηκε εν τέλει να τον αναθεματίσει, κάτι που ήταν ένα είδος νίκης για τον ουμανισμό. Οι γραμμές του πολέμου όμως είχαν χαραχτεί, και στην επόμενη γενιά, τη γενιά του Έρασμου και του Λούθηρου, θα άρχιζε η μάχη.
Ο Έρασμος γεννήθηκε στο Rotterdam το 1466. Ήταν άνομος γιος του Roger Gerard, ο οποίος είχε γίνει ιερέας, και της Margaret, κόρης ενός γιατρού. Φοίτησε σε ένα ουμανιστικό σχολείο στην πόλη Deventer το οποίο λειτουργούσαν οι «Αδελφοί της κοινής ζωής». Όταν πέθαναν οι γονείς του εξαναγκάστηκε να πάει σε ένα μοναστήρι Αυγουστινιανών στο Steyn κοντά στην Gouda, όπου έζησε από το 1485 μέχρι το 1492. Τον χειρίστηκαν με τόση σκληρότητα, που ανέπτυξε μια δια βίου εχθρότητα προς τους μοναχούς. Κατά την περίοδο αυτή βρήκε την μεγαλύτερη έμπνευση του από το έργο του Valla, την «Ρητορική» του οποίου είχε παραφράσει. Είχε επίσης γράψει το δοκίμιο «Η περιφρόνηση του κόσμου» (1489), όπου επαινούσε τον μονήρη βίο. Εν τέλει δραπέτευσε από το μοναστήρι, καθώς διορίστηκε γραμματέας στον επίσκοπο του Cambray, χειροτονήθηκε ιερέας, και πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε μέχρι το 1499.
Στο Παρίσι άκουσε διαλέξεις των οπαδών του Scotus στο Σεμινάριο των Φραγκισκανών, και δίδαξε λατινικά ιδιωτικά, για να συντηρηθεί. Το 1494 άσκησε κριτική στην δυσπιστία των μοναχών για τη μάθηση και υποστήριξε δυναμικά την κοσμική παιδεία και την χρησιμότητα των ειδωλολατρών κλασικών στο «Ενάντια στους βαρβάρους». Το έργο αυτό κατέδειξε την αυξανόμενη οικειότητα του με την ουμανιστική παράδοση των Πετράρχη, Boccaccio και Salutati. Το 1499 επισκέφθηκε την Αγγλία και γνώρισε τον Thomas More, και παρέμεινε φίλος του μέχρι τον θάνατο του (του More) το 1535. Έζησε τον περισσότερο καιρό στην Οξφόρδη, όπου εργάστηκε με τον ουμανιστή John Colet. Και ο Colet επίσης μισούσε τον σχολαστικισμό και εισήγαγε τον Έρασμο σε ένα πιο ιστορικό τρόπο ανάγνωσης της Καινής Διαθήκης. Ο Έρασμος είχε υιοθετήσει την έχθρα του Colet προς την νομιναλιστική έννοια ενός απόλυτου και απόμακρου Θεού, και άρχισε να τονίζει την ανθρωπότητα του Ιησού, σύμφωνα με την παράδοση της devotio moderna. Επέστρεψε στο Παρίσι, όπου έζησε από το 1500 μέχρι το 1506, και κατά την περίοδο αυτή έγραψε τα έργα «Παροιμίες» και «Εγχειρίδιο του χριστιανού στρατιώτη», που εδραίωσαν τη φήμη του ως κορυφαίου ουμανιστή. Το ύστερο έργο του ήταν σαφώς στην παράδοση της devotio moderna, εξέφραζε όμως τη συμπάθεια του και προς την παράδοση που έφτανε μέχρι τον Πετράρχη. Τόνιζε τη σημασία της ειλικρίνειας και δικαιοσύνης, έναντι του φορμαλισμού και συμβιβαστικότητας της κοινής γνώμης.
Μετά από μια σύντομη επίσκεψη στην Αγγλία, μετακόμισε στην Ιταλία, όπου έζησε από το 1506 μέχρι το 1509, όπου υπηρέτησε ως δάσκαλος του παράνομου γιου του James IV της Σκωτίας. Εργάστηκε μαζί με τον εκδότη Aldus Manutius στη Βενετία, επισκεπτόμενος την Ρώμη και τη Φλωρεντία. Στην Ρώμη του προσφέρθηκαν διάφορες θέσεις κληρικού, τίς οποίες απέρριψε, όπως ο Πετράρχης, δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στην ανεξαρτησία παρά στον πλούτο και την υπόληψη. Στη Φλωρεντία ήταν τόσο απορροφημένος από το έργο του, που φαίνεται να μην είχε συναντήσει, ή και να γνώριζε έστω την ύπαρξη των Leonardo, Michelangelo, Raphael ή Machiavelli, που την εποχή εκείνη ζούσαν στην πόλη.
Μετά την άνοδο του Henry VIII στο θρόνο, ο Έρασμος επέστρεψε στην Αγγλία, ελπίζοντας να εξασφαλίσει μια υποτροφία που θα του επέτρεπε να αφιερωθεί στις λογοτεχνικές του δραστηριότητες. Φεύγοντας από την Ιταλία είχε γράψει τη διάσημη σάτιρα «Εγκώμιο της τρέλας», με δηκτική κριτική στον μοναχισμό, αλλά και στα εκκλησιαστικά και πολιτικά ιδρύματα. Κατά την παραμονή του στην Αγγλία έμεινε κατά κύριο λόγο στο Cambridge, όπου εργάστηκε πάνω στην ελληνική έκδοση της Καινής Διαθήκης (1516), η οποία ήταν με το δικό της τρόπο σημαντική για τη Μεταρρύθμιση, όπως οι 95 θέσεις του Λούθηρου (1517).
Το 1514 βρισκόταν στο αποκορύφωμα της επιτυχίας του και αποκλήθηκε πρίγκηπας των ουμανιστών. Ο ευρύς θαυμασμός για το έργο του ήταν το αποτέλεσμα της επιτυχίας του να συνδυάσει την humanitas και την pietas σε ένα ζωντανό χριστιανικό ουμανισμό. Είχε εχθρούς ανάμεσα στους κληρικούς και μοναχούς, αλλά είχε και μεγάλη επιρροή στα ανώτατα επίπεδα. Το 1515 είχε διοριστεί σύμβουλος του πρίγκηπα Κάρολου, ο οποίος το επόμενο έτος έγινε βασιλιάς της Ισπανίας και το 1519 αυτοκράτορας Κάρολος ο Ε’. Ο Έρασμος μετακόμισε στη Louvain, για να είναι κοντά στην βασιλική αυλή στις Βρυξέλλες, και έγραψε το έργο «Η παιδεία ενός χριστιανού πρίγκηπα» (1516), για να προετοιμάσει τον Κάρολο για τις νέες του ευθύνες. Το 1519 εκδίδει το έργο «Άγιος Ιερώνυμος» και την πρώτη έκδοση του έργου «Colloquia», που θεωρείται ως το κορυφαίο του έργο.
Η Μεταρρύθμιση είχε βαθιά επίδραση στον Έρασμο και στον ρόλο του στην πολιτική και διανοητική ζωή της Ευρώπης. Με την αυξανόμενη υποκίνηση αναταραχής κατά της Εκκλησίας, η ζωή του Έρασμου στο Louvain είχε γίνει δύσκολη, λόγω της υποψίας, πως αυτός ήταν ο μυστικός υποστηρικτής του Λούθηρου. Ως αποτέλεσμα, μετακινήθηκε στη Βασιλεία το 1521, όπου έμεινε μέχρι το 1529, όταν και μετακόμισε στο Freiburg in Breisgau, όπου πέθανε το 1536.
Ο Έρασμος, όπως και ο Colet, και πολλοί άλλοι βόρειοι ουμανιστές, ήταν αφοσιωμένος σε μια θρησκεία εσωτερικής στροφής, πασιφισμού και ηθικών ιδανικών. Απέρριπτε τόσο τον σχολαστικισμό, όσο και τον νομιναλισμό. Στις «Παραφράσεις» του επεδίωξε να μειώσει το ρόλο του Χριστού σε αυτόν του ιερέα και του θύματος, και στράφηκε αντιθέτως προς την philosophia Christi, την φιλοσοφία περί Χριστού, ισχυριζόμενος, πως κεντρικής σημασίας είναι η εσωτερική ηθική στροφή. Πίστευε πως εσωτερική ευσέβεια ήταν ο πυρήνας της αληθινής θρησκείας, και όχι η παραδοχή της πίστεως. Στα πλαίσια αυτά συνδύασε στοιχεία της ουμανιστικής παράδοσης με την απλότητα και την ταπείνωση της devotio moderna, μετριάζοντας τις προμηθεϊκές και πολεμικές τάσεις του ιταλικού ουμανισμού και δίνοντας βάθος στον βόρειο ευσεβισμό. Σε αντίθεση προς τη διαφθορά της υπάρχουσας Εκκλησίας, αναζήτησε μεταρρυθμίσεις που θα έκαναν δυνατό ένα απλό ηθικό Χριστιανισμό χωρίς περιπλοκές από θεολογικές λεπτομέρειες. Γνώριζε από την υπόθεση Reuchlin, πως ο δρόμος αυτός θα τον έφερνε μάλλον σε αντιπαράθεση με τους κληρικούς, σχολαστικούς και μοναχούς. Η προσέγγιση του λοιπόν ήταν έμμεση, βασιζόμενος στην ρητορική και την ειρωνεία, παρά στη διαμάχη, ώστε να προσελκύσει τους άλλους στο δρόμο, μιμούμενος τον Λουκιανό και τον Σωκράτη της «Απολογίας».
Ο Έρασμος δεν πίστευε πως οι πηγές της διαφθοράς στην Εκκλησία οφείλονταν στη διδασκαλία. Ήταν πεπεισμένος, πως η διαταραχή στις ανθρώπινες υποθέσεις οφείλονταν πρωταρχικά στην κατάχρηση της εξουσίας και στο συμφέρον. Η κοσμική εξουσία της Εκκλησίας, ο οικονομικά ελκυστικός χαρακτήρας πολλών από τις πρακτικές της, και η πλατιά διαδεδομένη επίδραση του πλούτου στη διασφάλιση των θέσεων των κληρικών, ήταν περισσότερο συνδεδεμένα με τη διαφθορά της Εκκλησίας και τον επακόλουθο αντί-κληρικαλισμό, παρά με θεολογικές διδασκαλίες. Το γεγονός πως μόνο οι κληρικοί ήταν ικανοί να τελούν τα μυστήρια, τους έδωσε ευκαιρία κατάχρησης. Η πώληση των συγχωροχαρτιών ήταν μόνο ένα παράδειγμα τέτοιων καταχρήσεων, που ήταν διαδεδομένες στην Εκκλησία, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της θητείας των παπών Αλέξανδρου του Στ’ και Κλήμεντος του Ζ’. Η σύγχρονη θρησκευτική πρακτική, όπως έβλεπε το θέμα ο Έρασμος, συνεισέφερε ελάχιστα στο να διορθώσει την δημόσια ηθικότητα και εδραίωνε μάλλον τη διαφθορά. Η μεταρρύθμιση ήταν επειγόντως αναγκαία, και ο Έρασμος θεωρούσε πως μια μεταρρυθμισμένη Εκκλησία έπρεπε να συνδυάζει ευσέβεια και ηθικότητα, προσφέροντας στήριξη για την βασική ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Δεν αποζητούσε επομένως αλλαγές στη διδασκαλία ή τη λειτουργία των θεσμών μέσα στην Εκκλησία, αλλά βελτίωση της ηθικής συμπεριφοράς. Αυτός ήταν ο σκοπός της μεταρρύθμισης στην παιδεία. Πίστευε πως ένα τέτοιο πρόγραμμα θα μπορούσε να έχει επιτυχία, μόνο εάν υπήρχε αρκετός αριθμός κηρύκων εκπαιδευμένων στην φιλοσοφία περί Χριστού, την οποία είχε συλλάβει. Ήταν λοιπόν ύψιστης σημασίας, να έχει θέση μέσα στην Εκκλησία η ουμανιστική εκπαίδευση.
Ενώ ο Έρασμος απέρριπτε τις πιο ηρωικές μορφές ουμανισμού, μερικοί αναρωτήθηκαν, μήπως η έμφαση που έδινε στην ηθική ζωή ως κλειδιού για τη σωτηρία, υπονοούσε πως η Γραφή και η πίστη δεν ήταν απαραίτητες. Στον «Έπαινο του Έρασμου και του Λούθηρου», ο Μελάγχθων το παραδέχτηκε, ισχυριζόμενος πως ο Έρασμος ήταν ηθικός φιλόσοφος, όπως οι αρχαίοι, και όχι αληθινός θεολόγος. Ένα τέτοιο συμπέρασμα βασίστηκε σε μια στενή θεώρηση του Χριστιανισμού. Ο Έρασμος δεν απέρριπτε την ευσέβεια, αλλά ήταν δυσαρεστημένος με την χρήση θρησκευτικών πρακτικών για να καλυφθούν ακραίες μορφές ανηθικότητας. Θεωρούσε πως για την σωτηρία ήταν απαραίτητη τόσο η εσωτερική πίστη, όσο και η ηθική ζωή. Τον ανησυχούσε επίσης, πως αν οι Χριστιανοί πίστευαν ότι η πίστη από μόνη της αρκούσε για να σωθούν, οι άνθρωποι θα προσπαθούσαν να κάνουν το θέλημα του Θεού με ανήθικους τρόπους ή θα δικαιολογούσαν την ανηθικότητα τους με ευσεβείς δεήσεις. Το ηθικό δίδαγμα της ζωής του Χριστού, κατά την άποψη του, τόνιζε τον χριστιανικό πασιφισμό, και όχι τον πολεμοχαρή δογματισμό. Φοβόταν βαθιά πως η διαδικασία της μεταρρύθμισης θα γινόταν βίαιη και καταστροφική, ρίχνοντας τον κόσμο στον πόλεμο. Αντί μιας τέτοιας επαναστατικής αλλαγής, στήριξε τις ελπίδες του σε μια βαθμιαία διαδικασία μεταρρύθμισης μέσω ενός συστήματος παιδείας στα ανθρωπιστικά γράμματα και τη μελέτη της Γραφής, μια διαδικασία που στο μυαλό του κατέληγε σε ένα ηθικιστικό χριστιανικό ουμανισμό, καθαρισμένο από τον ιταλικό παγανισμό.
Όσο δύσκολο και να ήταν το πρόγραμμα αυτό, ο Έρασμος είχε καλούς λόγους να πιστεύει πως αυτός και οι ουμανιστές σύντροφοι του ήταν πολύ κοντά στην επιτυχία. Δεν ήταν μόνο σύμβουλος του αυτοκράτορα, αλλά ένας από τους μαθητές του έγινε πάπας, ο Αδριανός ο Στ’, και ο φίλος του και σύντροφος εν πνεύματι Thomas More, ήταν σύμβουλος τους Ερρίκου του Η’. Δεδομένης της πλατιάς επίδρασης της σκέψης του και της πραγματικής επίδρασης που αυτός και οι σύντροφοι του ασκούσαν στα πολιτικά πράγματα, ο Έρασμος ήταν πεπεισμένος πως ζούσε στην αυγή μιας άλλης χρυσής εποχής. Μέσα σε λίγα χρόνια όμως όλες αυτές οι ελπίδες γκρεμίστηκαν, και το μέλλον φάνταζε έρημο, υποσχόμενο όχι μια εποχή χρυσού, αλλά σιδήρου, όχι μια εποχή ειρήνης και ευημερίας, αλλά πολέμου και καταστροφής, κατά την οποία οι αντιμαχόμενες θρησκευτικές ομάδες πολέμησαν μέχρι θανάτου για διαφορές που αφορούσαν τη διδασκαλία τους. Η πηγή αυτής της αναπάντεχης ανατροπής ήταν φυσικά ο Λούθηρος.
Συνεχίζεται με: Η περί Χριστού φιλοσοφία του Έρασμου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου