Κεφάλαιο 3: Ο Ουμανισμός και η αποθέωση του ανθρώπου
Ο Πετράρχης και οι απαρχές του ουμανισμού στ
Συνέχεια από Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2023
Ο ιταλικός Ουμανισμός
Ο Pico ήταν πεπεισμένος πως η αλήθεια ήταν καθολική και πως όλες οι φιλοσοφίες και θρησκείες είχαν μερίδιο σε αυτήν. Στο μεταγενέστερο έργο του, «Heptaplus», ισχυρίζεται πως πέραν της ιεραρχίας του αγγελικού, του ουράνιου και του στοιχειακού κόσμου, υπάρχει και ένας τέταρτος κόσμος, τον οποίο συνιστά ο άνθρωπος. Στο έργο αυτό προσπάθησε επίσης να δείξει, πως η περί δημιουργίας ιστορία της Γενέσεως συμφωνεί με την ελληνική αντίληψη περί φύσεως. Στο τελευταίο του έργο, «Περί Είναι και Ενότητας», ισχυρίστηκε μάλιστα πως οι Πλάτων και Αριστοτέλης-τους οποίους οι σύγχρονοι του θεωρούσαν ως διαμετρικά αντίθετους-ουσιαστικά συμφωνούσαν. Οι προσπάθειες του καταδεικνύουν τόσο αναγκαιότητα, όσο και τις πραγματικές δυσκολίες της νεοπλατωνικής προσπάθειας να συμφιλιώσει την σοφία των ειδωλολατρών με τον Χριστιανισμό. Στον πυρήνα του όμως, το πρόγραμμα αυτό ήταν χριστιανικό και όχι ειδωλολατρικό. Το παράδειγμα του Pico μας δίνει τις αποδείξεις περί αυτού. Ήταν πεπεισμένος, πως η φιλοσοφία μπορούσε να πάει μόνο μέχρι εκεί, προσπαθώντας να διεισδύσει στην θεϊκή αλήθεια, η οποία όμως παρέμενε σκοτεινή κατά την άποψη του. Και έτσι, ενώ η φιλοσοφία μπορούσε να πάει μακριά τον άνθρωπο, ήταν απαραίτητο σε κάποιο σημείο να στηριχτεί στη θρησκεία. Στη δική του περίπτωση, όταν αποδείχθηκε αδύνατη η συμφιλίωση ειδωλολατρικών πηγών με τον Χριστιανισμό, επέλεξε να ακολουθήσει μια πιο ριζοσπαστική έννοια του Χριστιανισμού, επηρεαζόμενος από τον Savonarola. Στο έσχατο άκρο του λοιπόν, λίγο πριν την προμηθεϊκή απόρριψη του Θεού, ο ουμανισμός έκανε ένα βήμα πίσω από την άκρη του γκρεμού.
Ενώ το ουμανιστικό πρόγραμμα εξελίχτηκε προς μια κατεύθυνση που με τον καιρό έδινε όλο και περισσότερο βάρος στην ανθρώπινη βούληση, και όλο λιγότερο στην θεία βούληση, στην προσπάθεια του να βρει νόημα στην μυστηριώδη σχέση Θεού και ανθρώπου, δε δέχτηκε σε καμιά περίπτωση να λύση το πρόβλημα αρνούμενος την αποτελεσματικότητα ή την εξουσία του Θεού. Οι ουμανιστές γνώριζαν σαφώς αυτή την επικούρεια λύση στο πρόβλημα τους, αλλά επέλεξαν να μη την εφαρμόσουν. Πολλοί ισχυρίστηκαν πως οι ουμανιστές δεν ήταν θρησκευόμενοι, απλώς προσποιούνταν πως πιστεύουν, για να αποφύγουν το κάψιμο στην πυρά, την τιμωρία των αιρετικών. Η προσεκτική όμως εξέταση του βίου των περισσότερων ουμανιστών καθιστά σαφές, πως πολύ λίγοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν άθεοι κατά την περίοδο αυτή. Το ουμανιστικό πρόγραμμα στο έσχατο άκρο του, στον στοχασμό του Pico, εξυψώνει τον άνθρωπο σε μια σχεδόν θεϊκή κατάσταση, αλλά δεν απορρίπτει τον Θεό. Η δικαιολογία για την ανύψωση του ανθρώπου πάνω από τα άλλα όντα δεν βρίσκεται στη δική του ενδογενή τελειότητα ή δύναμη, αλλά στην κατάσταση του ως imago dei.
Η διαμάχη εντός του ουμανισμού περί της φύσης και σχέσης του Θεού και του ανθρώπου, ανακεφαλαιώνει κατά κάποιο τρόπο τη διαμάχη εντός του Χριστιανισμού, μεταξύ αρειανών και τριαδιστών, περί της σχέσης πατέρα και υιού εντός της Τριάδος. Αυτό καταλήγει για τους ουμανιστές στο ερώτημα, εάν ο άνθρωπος γίνεται καλύτερα κατανοητός ως ένα από τα δημιουργήματα, ή ως ον που μοιάζει περισσότερο στον Θεό. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό όμως εξαρτάται όχι μόνο από το πως αντιλαμβάνεται κανείς τον άνθρωπο, αλλά και πως αντιλαμβάνεται τον Θεό. Αν ο άνθρωπος είναι ένα απλό δημιούργημα, η εξέταση της ανθρώπινης φύσης δεν μπορεί να μας πει τίποτα για τον Θεό. Αν είναι όμως θεοειδής, τότε μπορούμε να φτάσουμε στην κατανόηση του Θεού και των βουλών Του, όχι μόνο δια της Γραφής, αλλά δια της εξέτασης των εαυτών μας. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η αρχαία φιλοσοφία, η οποία προσφέρει εμβριθείς ματιές στην ανθρώπινη ψυχή, μπορεί να μας βοηθήσει, όχι απλά στην κατανόηση του κόσμου, αλλά και στην κατανόηση του Θεού. Ενώ αυτό μπορεί να φαίνεται σε κάποιους μη χριστιανικό, οι ουμανιστές στηρίχτηκαν στο παράδειγμα του Αυγουστίνου.
Το αναδυόμενο για τον ουμανισμό πρόβλημα είχε προσχηματιστεί στον Pico. Η ουμανιστική παιδεία ανακάλυπτε και διέδιδε κείμενα πολλών διαφορετικών παραδόσεων, με γοργούς ρυθμούς. Αντιμετωπίζοντας την μάζα του νέου και συχνά αντιφατικού υλικού, η ουμανιστική πίστη πως η αλήθεια ήταν μια, ήταν πια δύσκολο να διατηρηθεί. Το να βρεθεί νόημα στις 900 θέσεις στο έργο του Pico «Συμπεράσματα», ήταν ακόμα και στην θεωρία ένας ηράκλειος άθλος, και πράγμα αδύνατο στην πράξη. Η έννοια της καθολικής σοφίας άρχισε λοιπόν να ξεθωριάζει.
Ο Pico απέδωσε στον άνθρωπο μια σχεδόν θεϊκή ικανότητα αυτό-δημιουργίας, και πολλοί ουμανιστές προσπάθησαν να γίνουν «αναγεννησιακοί άνθρωποι», επιδιώκοντας δόξα και ένα είδος αθάνατης φήμης στην πολιτική, λογοτεχνία και τις τέχνες. Σύμφωνα με τους ουμανιστές όμως, όπως το κατέστησε σαφές ο Machiavelli, ακόμα και τα μεγαλειώδη άτομα δεν μπορούν να επιτυγχάνουν πάντοτε. Η μοίρα παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στις ανθρώπινες υποθέσεις, και ο θάνατος θέτει το τελικό όριο στις ανθρώπινες επιδιώξεις. Μπορεί ο Θεός να έδωσε στους ανθρώπους θεοειδή ελευθερία, δεν τους έδωσε όμως θεοειδή δύναμη ή σοφία ή όριο ζωής, μέσα στο οποίο να επιτύχουν τους σκοπούς τους. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε τον ουμανισμό σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Από τη μια, μερικοί ουμανιστές επικεντρώθηκαν στην παραγωγή γλωσσικών και οπτικών εικόνων, που ενσωμάτωναν τα ουμανιστικά ιδεώδη, κρύβοντας όμως πολλές από τις αυξανόμενες ενοχλητικές αντιφάσεις, τις οποίες είχαν αντιμετωπίσουν. Άλλοι, μη θέλοντας να εγκαταλείψουν την αναζήτηση της καθολικής αλήθειας, επέμειναν στην διερεύνηση της φύσεως και του ανθρώπου, πέφτοντας όλο και πιο βαθιά στην κατάρα του σκεπτικισμού, ο οποίος είχε επιστρέψει στον μοντέρνο κόσμο με την επανεμφάνιση της «Ακαδημίας» του Κικέρωνα το 1471. Ο σκεπτικισμός αυτός αυξήθηκε και διαδόθηκε εντός του ουμανιστικού κινήματος. Δεν αρνιόταν την δυνατότητα κάθε γνώσης, εξέφραζε όμως κρίση για την αλήθεια των πραγμάτων και στηριζόταν στην πιθανή μάλλον, παρά στην απόλυτα βέβαιη ή αποδεικτική σκέψη. Ακόμα και έτσι, οδήγησε στην αύξηση της αίσθησης της έλλειψης σκοπού και της κρίσης, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην περίοδο που προηγήθηκε της Μεταρρύθμισης.
Το ουμανιστικό πρόγραμμα, όπως το οραματίστηκε ο Πετράρχης, είχε αρχίσει να διαλύεται μέσα στα πλαίσια αυτά. Τρεις διαφορετικοί δρόμοι εμφανίστηκαν, που αντιστοιχούσαν στα τρία στοιχεία τα οποία είχε τονίσει ο Πετράρχης στην ύστερη σκέψη του. Μια δυνατότητα ήταν να τεθεί πάνω απ’ όλα η αυγουστίνεια ευσέβεια, και να εγκαταλειφθεί ο πλατωνισμός και η πολεμική αρετή. Η δεύτερη δυνατότητα ήταν να δοθεί έμφαση στις πολεμικές αρετές των Ρωμαίων, και να εγκαταλειφθούν η χριστιανική ευσέβεια και ο πλατωνισμός. Ή τέλος, κάποιος θα μπορούσε να πάρει μια γενικώς νεοπλατωνική προσέγγιση του Χριστιανισμού, και να εγκαταλείψει την ευσέβεια και την πολεμική αρετή. Ο πρώτος ήταν ο δρόμος του Savonarola (και κατόπιν του Λούθηρου), ο δεύτερος του Machiavelli, και ο τρίτος, ο δρόμος του Έρασμου.
Εκπαιδευμένος στην αριστοτελική και αβερροϊκή παράδοση, ο Savonarola δεν είχε καμιά αγάπη, ή έστω ανοχή για τον ουμανισμό. Ο Savonarola είχε βιώσει στα είκοσι δυο του χρόνια μια ξαφνική θρησκευτική μεταστροφή, έγινε δομινικανός και άρχισε να ζει και να κηρύττει μια ζωή ταπείνωσης και αυταπάρνησης. Είχε φρίξει με τη διαφθορά των ουμανιστών της Φλωρεντίας, τους οποίους καθοδηγούσαν οι Μέδικοι, και θεωρούσε (δικαίως) πως η κούρια υπό τον Αλέξανδρο τον Στ’ ήταν απλώς άντρο ανομίας. Η θεολογία του (όπως αυτή του Λούθηρου είκοσι χρόνια αργότερα) ήταν αποκαλυπτική και αυστηρή. Επιτέθηκε στον παγανισμό των ουμανιστών, στην διαφθορά που προκαλεί ο πλούτος στις τάξεις της εξουσίας, και την αντισυνταγματική κυριαρχία των Μεδίκων στην Φλωρεντία. Μετά το θάνατο του Lorenzo του μεγαλοπρεπούς, και την επέμβαση των Γάλλων για να διώξουν τους Μεδίκους από την πόλη, ο Savonarola έγινε ηγέτης μιας σχεδόν θεοκρατικής δημοκρατίας, που κατά κάποιο τρόπο προεικόνισε την Γενεύη του Καλβίνου. Κυβέρνησε από το 1494 μέχρι το 1498. Ενώ ήταν εξαίρετος ρήτορας και κήρυττε κατά της αθεΐας, της οικονομικής διαφθοράς και την κατάχρηση της πολιτικής εξουσίας-όλα δημοφιλή θέματα-ήταν πολιτικά άτσαλος. Η δύναμη του προήλθε από την χαρισματική του ρητορική και βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στον ενθουσιασμό των οπαδών του. Έχοντας αποκτήσει την εξουσία του με τον τρόπο αυτό, δεν έκανε καμιά προσπάθεια να εξασφαλίσει τη θέση του με συνταγματική μεταρρύθμιση. Κατόπιν εξόργισε τον πάπα Αλέξανδρο τον στ’ με τη συνεχή κριτική του, και ο πάπας του αφαίρεσε το δικαίωμα να κηρύττει. Ανίκανος πλέον να χρησιμοποιεί τον άμβωνα για να ενθουσιάζει και να κινητοποιεί τους υποστηρικτές του, ανατράπηκε από ένα συνασπισμό των κυρίαρχων ομάδων στις οποίες είχε επιτεθεί, και κατόπιν κάηκε στην πυρά. Το λάθος του ήταν ένα μάθημα το οποίο έμαθαν καλά άνδρες όπως ο Machiavelli, ο οποίος είδε πως η ευσέβεια-όσο έντονη και να είναι-ήταν ανίκανη να παράσχει μια σταθερή βάση για την ανθρώπινη κοινωνικότητα.
Με την πτώση του Savonarola, στην εξουσία ήρθε ο Piero Soderini (1450-1513), και επανίδρυσε τη δημοκρατία της Φλωρεντίας. Μέσα σε αυτή την δημοκρατία έγινε για πρώτη φορά γνωστός ο Machiavelli, υπηρετώντας ως δεύτερος καγκελάριος. Ο πατέρας του Machiavelli ήταν γραμματέας, μέσα στην παράδοση των Dictatores, και ήταν φίλος του φλωρεντίνου καγκελάριου Bartolomeo Scala(1430-97). Έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να δει τον γιο του να λαμβάνει ουμανιστική παιδεία, που θα τον προετοίμαζε για μια παρόμοια δημόσια καριέρα.
Η υποστήριξη του ουμανισμού στην Φλωρεντία από πλευράς των Medici, τον έστρεψε περισσότερο προς την πλατωνική, παρά προς την ρεπουμπλικανική κατεύθυνση. Προτιμούσαν γενικώς την παραγωγή μιας μορφωμένης ελίτ, αφιερωμένης στην vita contemplativa, παρά πρακτικά σκεπτόμενους δημοκράτες (republicans) που θα μπορούσαν να διαφωνήσουν προς τους κανόνες τους. Ο Ficino ήταν το κατ’ εξοχήν παράδειγμα ενός τέτοιου αφηρημένου «πλατωνικού» ουμανιστή. Η προσέγγιση αυτή ήταν σε ισχύ ακόμα και κατά τα τελευταία χρόνια της εξουσίας τους, όταν ο Angelo Poliziano (1454-94), μαθητής των Ficino και Christoforo Landino (1424-98), αρίστευε στον ουμανισμό, σε μια σχολή (Studio), η οποία είχε υποτάξει όλα τα άλλα στην μελέτη των διαφόρων ειδών λογοτεχνικών έργων. Αλλά και αυτός στράφηκε προς μια λιγότερο πλατωνική κατεύθυνση, δίνοντας προτεραιότητα στη μελέτη της ιστορίας, και όχι της ποίησης και της φιλοσοφίας. Μετά την κατάρρευση των Medici, η ουμανιστική παιδεία προσέλαβε μια όλο και πιο πρακτική κατεύθυνση. Ο διάδοχος του Poliziano στο Studio ήταν ο Marcello Virgilio. Ήταν αριστοτελικός, και θεωρούσε για τον λόγο αυτό άθλια την φυγή από την πολιτική ζωή προς το πλατωνικό ιδεώδες. Σε αντίθεση προς τον Poliziano, τόνισε τη σημασία της studia humanitatis περισσότερο για την πολιτική, παρά για τη λογοτεχνία, για την vita activa και όχι για την vita contemplativa. Θεωρούσε λοιπόν την χρησιμότητα πιο σημαντική από την καθαρή μελέτη, και επιδίωξε να παραγάγει ανθρώπους της δράσης παρα ανθρώπους της σκέψης. Υπό τον Soderini υπηρέτησε ως πρώτος καγκελάριος, και ήταν έτσι συνάδελφος του Machiavelli.
Ο Machiavelli ελκύστηκε από ένα πιο πρακτικό ουμανισμό, η ανάγνωση και το γράψιμο ήταν όμως μέρος της ζωής του. Θεωρούσε τον εαυτό του πολιτικό και ποιητή. Και στα δυο όμως ήταν ρεαλιστής, και θεωρούσε τον πλατωνισμό οποιασδήποτε μορφής ελάχιστα χρήσιμο, απορρίπτοντας τον ιδεαλισμό του Ficino και των οπαδών του. Ο ουμανισμός του λοιπόν δεν ήταν πλατωνικός ή αυγουστίνειος αλλά ρωμαϊκός. Αλλά και στον θαυμασμό του για τους Ρωμαίους, η σκέψη του φεύγει από τον πρώιμο θαυμασμό των ουμανιστών για τους Ρωμαίους ηθικιστές, και κατευθύνεται προς τους πολιτικούς και ιστορικούς. Ο Λίβιος και ο Τάκιτος λοιπόν είχαν γι’ αυτόν μεγαλύτερη σημασία από τον Κικέρωνα ή τον Σενέκα. Επίσης τον απασχολούσε λιγότερο η ατομική ηθική καθαρότητα και περισσότερο η πολιτική αποτελεσματικότητα. Ενώ ο Πετράρχης ανέβασε ένα ηθικό Σκιπίωνα πάνω από τον έξυπνο, αλλά ανήθικο Αννίβα, ο Machiavelli προτίμησε σαφώς τον δεύτερο, αν και αναγνώριζε πως ο επιτυχημένος πρίγκηπας έπρεπε να εμφανίζεται ως πρώτος.
Η στάση του προς τη θρησκεία ήταν περίπλοκη. Η αποτυχία του Savonarola τον έπεισε πως από μόνη της η ευσέβεια δεν μπορούσε να παράσχει επαρκή θεμελίωση της κοινωνικής ζωής. Αντιλαμβανόταν επίσης, πως η διαφθορά της Εκκλησίας ήταν διαδεδομένη και βαθιά ριζωμένη. Ήταν επομένως αντικληρικός (αν και όχι τόσο, όσο ο φίλος του Guicciardini). Συμμετείχε κάθε τόσο στις λειτουργίες, αλλά δεν επέδειξε πραγματικό ζήλο για οποιαδήποτε μορφή θρησκείας. Σε αντίθεση προς αυτό που τείνουμε να πιστεύουμε σήμερα, είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν ήταν άθεος, αν και οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις, όπως και πολλών συναδέλφων του ουμανιστών, είναι δύσκολο να χαρακτηρισθούν ορθόδοξες.
Ενώ πίστευε πως ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο (γύρω στις 40-50 χιλιάδες χρόνια πριν), τον ενδιέφερε περισσότερο η δημιουργία και η οργάνωση της ανθρώπινης κοινωνίας, η οποία κατά την άποψη του δεν είχε θεία σύσταση. Υποστήριζε πως ο Θεός έδωσε στους ανθρώπους ελεύθερη επιλογή και δεν εμπλέκεται στις ανθρώπινες υποθέσεις. Η επιτυχία και η αποτυχία της ανθρώπινης κοινωνίας εξαρτάται αποκλειστικά από τον άνθρωπο. Η προσευχή και οι θρησκευτικές τελετουργίες δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να βελτιώσουν τη ζωή μας πάνω στη γη και τίποτα για να μας βελτιώσουν τις πιθανότητες σωτηρίας. Ο Θεός μας κρίνει σύμφωνα με το τι κάνουμε με την ελευθερία μας. Επομένως, σωζόμαστε ή καταδικαζόμαστε βάσει των επιτευγμάτων μας.
Η θέση αυτή είναι οπωσδήποτε πελαγιανική και σύμφωνα με τα κριτήρια μας ετερόδοξη, αν και τέτοιες πελαγιανικές αντιλήψεις δεν θεωρούνταν ανορθόδοξες την εποχή εκείνη. Ο Machiavelli είναι όμως πιο αυθεντικά πελαγιανός από πολλούς σύγχρονους του ουμανιστές, γιατί όπως ο Πελάγιος, φανταζόταν πως ο Θεός έχει μια ιδιαίτερη προτίμηση όχι απλά για την αρετή, αλλά για την υπεράνθρωπη αρετή. Για τον Machiavelli οι αληθινά ενάρετοι άνδρες δεν είναι οι άγιοι ή οι μάρτυρες, αλλά αυτοί που ιδρύουν κράτη και τους δίνουν τους νόμους τους. Όπως και ο Κικέρων, δήλωσε πως οι ιδρυτές αυτοί επιτυγχάνουν την αποθέωση. Ο Θεός τους αγαπά και τους εξυψώνει γιατί παράγουν το ύψιστο αγαθό.
Σύμφωνα με τον Machiavelli, το πιο αγαπητό για το Θεό δεν είναι το πνευματικό ή το ποιμαντικό έργο, αλλά η πολιτική στο ύψιστο επίπεδο. Όπως το θέτει ο De Grazia:
«Αυτό που ο Niccolò πιστεύει ή θα ήθελε να είναι αληθινό ή αυτό που βρίσκεται στα γραπτά του ως έκφραση της πίστης του ή της προσπάθειας του να πείσει τον εαυτό του ή να προσηλυτίσει άλλους, είναι ένα νέο ή μεταρρυθμισμένο σύστημα επανόρθωσης, μια αληθινή θρησκεία, όπου η κυρίαρχη θεότητα είναι ο Θεός, οι άγιοι πάνω στη γη είναι λίγοι, φτωχοί και ειλικρινείς, οι αγαπημένοι του Θεού είναι οι κατασκευαστές των κρατών στην πράξη και στα γραπτά, μεγάλοι νομοθέτες, ιδρυτές θρησκειών, πολεμιστές και σωτήρες της χώρας, οι οποίοι κατανόησαν θεϊκά την είσοδο και την έξοδο του κακού τους, πάνε μετά θάνατον στην άμεση και τελική κρίση του Θεού και πάνε κατευθείαν στον τόπο των ηρώων.»
Ο Machiavelli φαντάζεται πως ο Θεός αναγνωρίζει, ότι οι πρίγκηπες πρέπει να κάνουν κακό για να ιδρύσουν και να διατηρήσουν ένα καλά ρυθμισμένο κράτος, το ύψιστο γήινο αγαθό. Ο Θεός λοιπόν πρέπει να αναγνωρίσει την ουσιαστική αγαθότητα του πρίγκηπα. Παρά το «κακό» που κάνει ο πρίγκηπας, δεν καίγεται στην κόλαση, και είναι στην πραγματικότητα καλοδεχούμενος στον παράδεισο. Ο ουμανισμός του Machiavelli είναι επομένως χριστιανικός με την ευρύτατη έννοια του όρου, αλλά είναι ένας Χριστιανισμός υποταγμένος στις πολύ ανθρώπινες ανάγκες του κόσμου.
Περιγράφοντας τέτοιους νομοθέτες, ο Machiavelli τους σκιαγραφεί ως αυτοδημιούργητες προμηθεϊκές μορφές, στηριζόμενος βασικά στον Pico, τον οποίο θαύμαζε πολύ. Κατά την άποψη του, υπάρχουν κατά κάποιο τρόπο εκτός της συνηθισμένης ανθρώπινης κοινωνίας, και αναπτύσσουν μια ανεξαρτησία και αυτάρκεια, που τους ξεχωρίζει από τα άλλα ανθρώπινα όντα. Η άκρα αυτοπεποίθηση τους, τους εξοπλίζει ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις απαιτήσεις της ζωής και συνεπώς της πολιτικής. Μια τέτοια ανεξαρτησία είναι έκδηλη στα τέσσερα μεγάλα παραδείγματα επιτυχημένων ιδρυτών, που παραθέτει ο Machiavelli: Μωυσής, Κύρος, Θησεύς και Ρωμύλος. Όλοι τους ήταν παιδιά χωρίς πατέρα, και για τον λόγο έπρεπε να βασιστούν σχεδόν εκ γεννήσεως στα δικά τους χέρια. Το σημείο αυτό τονίζει ο Machiavelli όταν διαπραγματεύεται την περίπτωση του Cesare Borgia, που ήταν ίσως το ίδιο μεγάλος όσο και οι τέσσερις ήρωες του Machiavelli, αλλά απέτυχε να εξασφαλίσει τη δύναμη του, και στηρίζονταν στον πατέρα του.
Σε αντίθεση προς τον Pico και τον Ficino, ο Machiavelli παραδεχόταν πως οι δυνάμεις ακόμα και των μεγαλύτερων ανθρώπων είναι πεπερασμένες. Από την περισσότερο αισθητική και θεωρητική προοπτική, ο Pico και ο Ficino μπορούσαν να φανταστούν πως ο αληθινά δημιουργικός άνθρωπος, μπορούσε να επαναδημιουργήσει τον κόσμο δια της μιμήσεως. Η εμπειρία του Machiavelli στην πολιτική ζωή τον έπεισε πως όλα τα ανθρώπινα όντα ήταν περιορισμένα από μια μεγάλη ποικιλία απρόβλεπτων παραγόντων. Ακόμα και στην πιο αποδοτική τους φάση, οι άνθρωποι μπορούν να πετύχουν μόνο τα μισά.
Μέσα στον πεσιμιστικό του ρεαλισμό, ο Machiavelli είναι πιο κοντά στον Πετράρχη παρά στον Ficino. Όπως είδαμε, ο Πετράρχης ήταν πεπεισμένος πως το χάος και ο πόλεμος ήταν η φυσική κατάσταση των πραγμάτων. Έλπιζε πως ένας νέος Σκιπίων θα μπορούσε να φέρει τάξη σε αυτό το χάος, αλλά καθώς έλειπε ένας τέτοιος, ήταν πεπεισμένος πως η ευτυχία μπορούσε να αποκτηθεί μόνο με την απόσυρση στην μοναξιά με μια μικρή ομάδα φίλων. Ξεκινώντας από τον Ficino και στηριζόμενος στον Πλάτωνα, οι ουμανιστές άρχισαν να πιστεύουν πως υπήρχε μια εγγενής αρχή σε όλα τα πράγματα, μια τάξη αγάπης που τραβούσε τα πάντα προς το αγαθό, και με τον τρόπο αυτό προς το Θεό. Στον Machiavelli βλέπουμε την απόρριψη αυτής της ιδέας. Από την εποχή του Κάιν, μας λέει, η αγαπητική αρμονία του κόσμου έχει διασπαστεί από την οργή και την φιλοδοξία. Τα ανθρώπινα όντα δεν κατευθύνονται προς το κοινό αγαθό και το Θεό, αλλά προς το δικό τους αγαθό, ένα αγαθό το οποίο απολαμβάνουν πάντα εις βάρος των άλλων. Υπερηφάνεια, φθόνος, αδράνεια, φιλοδοξία, μίσος, κτηνωδία και απάτη-η παραλλαγή των εφτά θανάσιμων αμαρτημάτων κατά τον Machiavelli-τρέχουν αχαλίνωτα. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, οι άνθρωποι πρέπει να αγωνίζονται διαρκώς για να μην τους καταπιεί η κακή μοίρα. Μόνο ένα καλά θεμελιωμένο και διοικούμενο κράτος μπορεί να απαλύνει αυτή την κατάσταση, και να προστατέψει τους ανθρώπους από την καταστροφή. Και είναι σπάνιοι αυτοί που είναι ικανοί να ιδρύσουν και να διατηρήσουν τέτοια κράτη. Οι ιδρυτές αυτοί όμως, παρέχουν στους ανθρώπους το ύψιστο αγαθό και είναι ιδιαίτερα πολύτιμοι.
Ενώ η αντίληψη του Machiavelli για τον κόσμο της κοινωνίας είναι από πολλές απόψεις παρόμοια με αυτή του Πετράρχη, τα συμπεράσματα του είναι διαφορετικά. Το κλειδί της ευτυχίας είναι για τον Πετράρχη ένα είδος ισορροπίας, και αυτή επιτυγχάνεται με την κυριαρχία πάνω στον εαυτό του καθενός. Ο πιο μεγάλος κίνδυνος μιας τέτοιας ισορροπίας, όπως τον αντιλαμβάνεται, δεν προέρχεται από τις δυσκολίες, αλλά από την επιτυχία, που δεν προέρχεται από την κακή, αλλά από την καλή τύχη. Για τον λόγο αυτό πιστεύει πως μόνο η ιδιωτική ζωή προσφέρει τη δυνατότητα της αληθινής ευτυχίας. Για τον Machiavelli, η καλή τύχη δεν είναι κίνδυνος. Είναι κίνδυνος εφόσον μας βγάζει από την προσοχή και προφύλαξη. Είναι βασικό να αναγνωρίζουμε την αδιάκοπη πίεση της κακής τύχης και να είμαστε διαρκώς προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο. Ο κόσμος του Machiavelli μπορεί να έχει δημιουργηθεί από το Θεό, αλλά δεν κυβερνάται από την θεϊκή αγάπη. Κυβερνάται στην πραγματικότητα από την αμαρτία, και μόνο αντιλαμβανόμενοι πως να αμαρτάνουμε προς το κοινό συμφέρον, μπορούμε να προχωρήσουμε και να δώσουμε χώρο στην ανθρώπινη άνθιση. Ο κόσμος στον οποίο κατοικεί ο Machiavelli μοιάζει πολύ με τον κόσμο του νομιναλισμού, ο οποίος αποκαλύφθηκε δυο αιώνες πριν. Είναι όμως ένας κόσμος στον οποίο Θεός δεν κάνει κάτι, και όπου ακόμα και αυτοί με την μεγαλύτερη ανθρώπινη ισχύ και ιδιοφυία, επιτυγχάνουν μόνο εν μέρει και για μικρό χρονικό διάστημα. Κανονικοί άνθρωποι μπορούν να πετύχουν στιγμιαία και αυτό κατά τύχη. Ο ουμανισμός λοιπόν του Machiavelli είναι ηρωικός και τραγικός. Βλέπουμε στην σκέψη του την αποθέωση του ατόμου μέσα στο βασίλειο της πράξεως. Βλέπουμε όμως, πως οι νέοι αυτοί τιτάνες δεν είναι αρκετά τιτάνιοι για να κυριαρχήσουν στον ιλιγγιώδη χαοτικό κόσμο που γυρίζει γύρω από αυτούς. Ο ουμανισμός του λοιπόν προσφέρει λυπητερή παρηγοριά σε αυτούς που αναζητούν ειρήνη και σταθερότητα, και μόνο ελάχιστη ελπίδα σε αυτούς που διψούν για δόξα ή ελπίζουν να αποκτήσουν σοφία.
Ενώ το ουμανιστικό πρόγραμμα εξελίχτηκε προς μια κατεύθυνση που με τον καιρό έδινε όλο και περισσότερο βάρος στην ανθρώπινη βούληση, και όλο λιγότερο στην θεία βούληση, στην προσπάθεια του να βρει νόημα στην μυστηριώδη σχέση Θεού και ανθρώπου, δε δέχτηκε σε καμιά περίπτωση να λύση το πρόβλημα αρνούμενος την αποτελεσματικότητα ή την εξουσία του Θεού. Οι ουμανιστές γνώριζαν σαφώς αυτή την επικούρεια λύση στο πρόβλημα τους, αλλά επέλεξαν να μη την εφαρμόσουν. Πολλοί ισχυρίστηκαν πως οι ουμανιστές δεν ήταν θρησκευόμενοι, απλώς προσποιούνταν πως πιστεύουν, για να αποφύγουν το κάψιμο στην πυρά, την τιμωρία των αιρετικών. Η προσεκτική όμως εξέταση του βίου των περισσότερων ουμανιστών καθιστά σαφές, πως πολύ λίγοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν άθεοι κατά την περίοδο αυτή. Το ουμανιστικό πρόγραμμα στο έσχατο άκρο του, στον στοχασμό του Pico, εξυψώνει τον άνθρωπο σε μια σχεδόν θεϊκή κατάσταση, αλλά δεν απορρίπτει τον Θεό. Η δικαιολογία για την ανύψωση του ανθρώπου πάνω από τα άλλα όντα δεν βρίσκεται στη δική του ενδογενή τελειότητα ή δύναμη, αλλά στην κατάσταση του ως imago dei.
Η διαμάχη εντός του ουμανισμού περί της φύσης και σχέσης του Θεού και του ανθρώπου, ανακεφαλαιώνει κατά κάποιο τρόπο τη διαμάχη εντός του Χριστιανισμού, μεταξύ αρειανών και τριαδιστών, περί της σχέσης πατέρα και υιού εντός της Τριάδος. Αυτό καταλήγει για τους ουμανιστές στο ερώτημα, εάν ο άνθρωπος γίνεται καλύτερα κατανοητός ως ένα από τα δημιουργήματα, ή ως ον που μοιάζει περισσότερο στον Θεό. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό όμως εξαρτάται όχι μόνο από το πως αντιλαμβάνεται κανείς τον άνθρωπο, αλλά και πως αντιλαμβάνεται τον Θεό. Αν ο άνθρωπος είναι ένα απλό δημιούργημα, η εξέταση της ανθρώπινης φύσης δεν μπορεί να μας πει τίποτα για τον Θεό. Αν είναι όμως θεοειδής, τότε μπορούμε να φτάσουμε στην κατανόηση του Θεού και των βουλών Του, όχι μόνο δια της Γραφής, αλλά δια της εξέτασης των εαυτών μας. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η αρχαία φιλοσοφία, η οποία προσφέρει εμβριθείς ματιές στην ανθρώπινη ψυχή, μπορεί να μας βοηθήσει, όχι απλά στην κατανόηση του κόσμου, αλλά και στην κατανόηση του Θεού. Ενώ αυτό μπορεί να φαίνεται σε κάποιους μη χριστιανικό, οι ουμανιστές στηρίχτηκαν στο παράδειγμα του Αυγουστίνου.
Το αναδυόμενο για τον ουμανισμό πρόβλημα είχε προσχηματιστεί στον Pico. Η ουμανιστική παιδεία ανακάλυπτε και διέδιδε κείμενα πολλών διαφορετικών παραδόσεων, με γοργούς ρυθμούς. Αντιμετωπίζοντας την μάζα του νέου και συχνά αντιφατικού υλικού, η ουμανιστική πίστη πως η αλήθεια ήταν μια, ήταν πια δύσκολο να διατηρηθεί. Το να βρεθεί νόημα στις 900 θέσεις στο έργο του Pico «Συμπεράσματα», ήταν ακόμα και στην θεωρία ένας ηράκλειος άθλος, και πράγμα αδύνατο στην πράξη. Η έννοια της καθολικής σοφίας άρχισε λοιπόν να ξεθωριάζει.
Ο Pico απέδωσε στον άνθρωπο μια σχεδόν θεϊκή ικανότητα αυτό-δημιουργίας, και πολλοί ουμανιστές προσπάθησαν να γίνουν «αναγεννησιακοί άνθρωποι», επιδιώκοντας δόξα και ένα είδος αθάνατης φήμης στην πολιτική, λογοτεχνία και τις τέχνες. Σύμφωνα με τους ουμανιστές όμως, όπως το κατέστησε σαφές ο Machiavelli, ακόμα και τα μεγαλειώδη άτομα δεν μπορούν να επιτυγχάνουν πάντοτε. Η μοίρα παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στις ανθρώπινες υποθέσεις, και ο θάνατος θέτει το τελικό όριο στις ανθρώπινες επιδιώξεις. Μπορεί ο Θεός να έδωσε στους ανθρώπους θεοειδή ελευθερία, δεν τους έδωσε όμως θεοειδή δύναμη ή σοφία ή όριο ζωής, μέσα στο οποίο να επιτύχουν τους σκοπούς τους. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε τον ουμανισμό σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Από τη μια, μερικοί ουμανιστές επικεντρώθηκαν στην παραγωγή γλωσσικών και οπτικών εικόνων, που ενσωμάτωναν τα ουμανιστικά ιδεώδη, κρύβοντας όμως πολλές από τις αυξανόμενες ενοχλητικές αντιφάσεις, τις οποίες είχαν αντιμετωπίσουν. Άλλοι, μη θέλοντας να εγκαταλείψουν την αναζήτηση της καθολικής αλήθειας, επέμειναν στην διερεύνηση της φύσεως και του ανθρώπου, πέφτοντας όλο και πιο βαθιά στην κατάρα του σκεπτικισμού, ο οποίος είχε επιστρέψει στον μοντέρνο κόσμο με την επανεμφάνιση της «Ακαδημίας» του Κικέρωνα το 1471. Ο σκεπτικισμός αυτός αυξήθηκε και διαδόθηκε εντός του ουμανιστικού κινήματος. Δεν αρνιόταν την δυνατότητα κάθε γνώσης, εξέφραζε όμως κρίση για την αλήθεια των πραγμάτων και στηριζόταν στην πιθανή μάλλον, παρά στην απόλυτα βέβαιη ή αποδεικτική σκέψη. Ακόμα και έτσι, οδήγησε στην αύξηση της αίσθησης της έλλειψης σκοπού και της κρίσης, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην περίοδο που προηγήθηκε της Μεταρρύθμισης.
Το ουμανιστικό πρόγραμμα, όπως το οραματίστηκε ο Πετράρχης, είχε αρχίσει να διαλύεται μέσα στα πλαίσια αυτά. Τρεις διαφορετικοί δρόμοι εμφανίστηκαν, που αντιστοιχούσαν στα τρία στοιχεία τα οποία είχε τονίσει ο Πετράρχης στην ύστερη σκέψη του. Μια δυνατότητα ήταν να τεθεί πάνω απ’ όλα η αυγουστίνεια ευσέβεια, και να εγκαταλειφθεί ο πλατωνισμός και η πολεμική αρετή. Η δεύτερη δυνατότητα ήταν να δοθεί έμφαση στις πολεμικές αρετές των Ρωμαίων, και να εγκαταλειφθούν η χριστιανική ευσέβεια και ο πλατωνισμός. Ή τέλος, κάποιος θα μπορούσε να πάρει μια γενικώς νεοπλατωνική προσέγγιση του Χριστιανισμού, και να εγκαταλείψει την ευσέβεια και την πολεμική αρετή. Ο πρώτος ήταν ο δρόμος του Savonarola (και κατόπιν του Λούθηρου), ο δεύτερος του Machiavelli, και ο τρίτος, ο δρόμος του Έρασμου.
Εκπαιδευμένος στην αριστοτελική και αβερροϊκή παράδοση, ο Savonarola δεν είχε καμιά αγάπη, ή έστω ανοχή για τον ουμανισμό. Ο Savonarola είχε βιώσει στα είκοσι δυο του χρόνια μια ξαφνική θρησκευτική μεταστροφή, έγινε δομινικανός και άρχισε να ζει και να κηρύττει μια ζωή ταπείνωσης και αυταπάρνησης. Είχε φρίξει με τη διαφθορά των ουμανιστών της Φλωρεντίας, τους οποίους καθοδηγούσαν οι Μέδικοι, και θεωρούσε (δικαίως) πως η κούρια υπό τον Αλέξανδρο τον Στ’ ήταν απλώς άντρο ανομίας. Η θεολογία του (όπως αυτή του Λούθηρου είκοσι χρόνια αργότερα) ήταν αποκαλυπτική και αυστηρή. Επιτέθηκε στον παγανισμό των ουμανιστών, στην διαφθορά που προκαλεί ο πλούτος στις τάξεις της εξουσίας, και την αντισυνταγματική κυριαρχία των Μεδίκων στην Φλωρεντία. Μετά το θάνατο του Lorenzo του μεγαλοπρεπούς, και την επέμβαση των Γάλλων για να διώξουν τους Μεδίκους από την πόλη, ο Savonarola έγινε ηγέτης μιας σχεδόν θεοκρατικής δημοκρατίας, που κατά κάποιο τρόπο προεικόνισε την Γενεύη του Καλβίνου. Κυβέρνησε από το 1494 μέχρι το 1498. Ενώ ήταν εξαίρετος ρήτορας και κήρυττε κατά της αθεΐας, της οικονομικής διαφθοράς και την κατάχρηση της πολιτικής εξουσίας-όλα δημοφιλή θέματα-ήταν πολιτικά άτσαλος. Η δύναμη του προήλθε από την χαρισματική του ρητορική και βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στον ενθουσιασμό των οπαδών του. Έχοντας αποκτήσει την εξουσία του με τον τρόπο αυτό, δεν έκανε καμιά προσπάθεια να εξασφαλίσει τη θέση του με συνταγματική μεταρρύθμιση. Κατόπιν εξόργισε τον πάπα Αλέξανδρο τον στ’ με τη συνεχή κριτική του, και ο πάπας του αφαίρεσε το δικαίωμα να κηρύττει. Ανίκανος πλέον να χρησιμοποιεί τον άμβωνα για να ενθουσιάζει και να κινητοποιεί τους υποστηρικτές του, ανατράπηκε από ένα συνασπισμό των κυρίαρχων ομάδων στις οποίες είχε επιτεθεί, και κατόπιν κάηκε στην πυρά. Το λάθος του ήταν ένα μάθημα το οποίο έμαθαν καλά άνδρες όπως ο Machiavelli, ο οποίος είδε πως η ευσέβεια-όσο έντονη και να είναι-ήταν ανίκανη να παράσχει μια σταθερή βάση για την ανθρώπινη κοινωνικότητα.
Με την πτώση του Savonarola, στην εξουσία ήρθε ο Piero Soderini (1450-1513), και επανίδρυσε τη δημοκρατία της Φλωρεντίας. Μέσα σε αυτή την δημοκρατία έγινε για πρώτη φορά γνωστός ο Machiavelli, υπηρετώντας ως δεύτερος καγκελάριος. Ο πατέρας του Machiavelli ήταν γραμματέας, μέσα στην παράδοση των Dictatores, και ήταν φίλος του φλωρεντίνου καγκελάριου Bartolomeo Scala(1430-97). Έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να δει τον γιο του να λαμβάνει ουμανιστική παιδεία, που θα τον προετοίμαζε για μια παρόμοια δημόσια καριέρα.
Η υποστήριξη του ουμανισμού στην Φλωρεντία από πλευράς των Medici, τον έστρεψε περισσότερο προς την πλατωνική, παρά προς την ρεπουμπλικανική κατεύθυνση. Προτιμούσαν γενικώς την παραγωγή μιας μορφωμένης ελίτ, αφιερωμένης στην vita contemplativa, παρά πρακτικά σκεπτόμενους δημοκράτες (republicans) που θα μπορούσαν να διαφωνήσουν προς τους κανόνες τους. Ο Ficino ήταν το κατ’ εξοχήν παράδειγμα ενός τέτοιου αφηρημένου «πλατωνικού» ουμανιστή. Η προσέγγιση αυτή ήταν σε ισχύ ακόμα και κατά τα τελευταία χρόνια της εξουσίας τους, όταν ο Angelo Poliziano (1454-94), μαθητής των Ficino και Christoforo Landino (1424-98), αρίστευε στον ουμανισμό, σε μια σχολή (Studio), η οποία είχε υποτάξει όλα τα άλλα στην μελέτη των διαφόρων ειδών λογοτεχνικών έργων. Αλλά και αυτός στράφηκε προς μια λιγότερο πλατωνική κατεύθυνση, δίνοντας προτεραιότητα στη μελέτη της ιστορίας, και όχι της ποίησης και της φιλοσοφίας. Μετά την κατάρρευση των Medici, η ουμανιστική παιδεία προσέλαβε μια όλο και πιο πρακτική κατεύθυνση. Ο διάδοχος του Poliziano στο Studio ήταν ο Marcello Virgilio. Ήταν αριστοτελικός, και θεωρούσε για τον λόγο αυτό άθλια την φυγή από την πολιτική ζωή προς το πλατωνικό ιδεώδες. Σε αντίθεση προς τον Poliziano, τόνισε τη σημασία της studia humanitatis περισσότερο για την πολιτική, παρά για τη λογοτεχνία, για την vita activa και όχι για την vita contemplativa. Θεωρούσε λοιπόν την χρησιμότητα πιο σημαντική από την καθαρή μελέτη, και επιδίωξε να παραγάγει ανθρώπους της δράσης παρα ανθρώπους της σκέψης. Υπό τον Soderini υπηρέτησε ως πρώτος καγκελάριος, και ήταν έτσι συνάδελφος του Machiavelli.
Ο Machiavelli ελκύστηκε από ένα πιο πρακτικό ουμανισμό, η ανάγνωση και το γράψιμο ήταν όμως μέρος της ζωής του. Θεωρούσε τον εαυτό του πολιτικό και ποιητή. Και στα δυο όμως ήταν ρεαλιστής, και θεωρούσε τον πλατωνισμό οποιασδήποτε μορφής ελάχιστα χρήσιμο, απορρίπτοντας τον ιδεαλισμό του Ficino και των οπαδών του. Ο ουμανισμός του λοιπόν δεν ήταν πλατωνικός ή αυγουστίνειος αλλά ρωμαϊκός. Αλλά και στον θαυμασμό του για τους Ρωμαίους, η σκέψη του φεύγει από τον πρώιμο θαυμασμό των ουμανιστών για τους Ρωμαίους ηθικιστές, και κατευθύνεται προς τους πολιτικούς και ιστορικούς. Ο Λίβιος και ο Τάκιτος λοιπόν είχαν γι’ αυτόν μεγαλύτερη σημασία από τον Κικέρωνα ή τον Σενέκα. Επίσης τον απασχολούσε λιγότερο η ατομική ηθική καθαρότητα και περισσότερο η πολιτική αποτελεσματικότητα. Ενώ ο Πετράρχης ανέβασε ένα ηθικό Σκιπίωνα πάνω από τον έξυπνο, αλλά ανήθικο Αννίβα, ο Machiavelli προτίμησε σαφώς τον δεύτερο, αν και αναγνώριζε πως ο επιτυχημένος πρίγκηπας έπρεπε να εμφανίζεται ως πρώτος.
Η στάση του προς τη θρησκεία ήταν περίπλοκη. Η αποτυχία του Savonarola τον έπεισε πως από μόνη της η ευσέβεια δεν μπορούσε να παράσχει επαρκή θεμελίωση της κοινωνικής ζωής. Αντιλαμβανόταν επίσης, πως η διαφθορά της Εκκλησίας ήταν διαδεδομένη και βαθιά ριζωμένη. Ήταν επομένως αντικληρικός (αν και όχι τόσο, όσο ο φίλος του Guicciardini). Συμμετείχε κάθε τόσο στις λειτουργίες, αλλά δεν επέδειξε πραγματικό ζήλο για οποιαδήποτε μορφή θρησκείας. Σε αντίθεση προς αυτό που τείνουμε να πιστεύουμε σήμερα, είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν ήταν άθεος, αν και οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις, όπως και πολλών συναδέλφων του ουμανιστών, είναι δύσκολο να χαρακτηρισθούν ορθόδοξες.
Ενώ πίστευε πως ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο (γύρω στις 40-50 χιλιάδες χρόνια πριν), τον ενδιέφερε περισσότερο η δημιουργία και η οργάνωση της ανθρώπινης κοινωνίας, η οποία κατά την άποψη του δεν είχε θεία σύσταση. Υποστήριζε πως ο Θεός έδωσε στους ανθρώπους ελεύθερη επιλογή και δεν εμπλέκεται στις ανθρώπινες υποθέσεις. Η επιτυχία και η αποτυχία της ανθρώπινης κοινωνίας εξαρτάται αποκλειστικά από τον άνθρωπο. Η προσευχή και οι θρησκευτικές τελετουργίες δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να βελτιώσουν τη ζωή μας πάνω στη γη και τίποτα για να μας βελτιώσουν τις πιθανότητες σωτηρίας. Ο Θεός μας κρίνει σύμφωνα με το τι κάνουμε με την ελευθερία μας. Επομένως, σωζόμαστε ή καταδικαζόμαστε βάσει των επιτευγμάτων μας.
Η θέση αυτή είναι οπωσδήποτε πελαγιανική και σύμφωνα με τα κριτήρια μας ετερόδοξη, αν και τέτοιες πελαγιανικές αντιλήψεις δεν θεωρούνταν ανορθόδοξες την εποχή εκείνη. Ο Machiavelli είναι όμως πιο αυθεντικά πελαγιανός από πολλούς σύγχρονους του ουμανιστές, γιατί όπως ο Πελάγιος, φανταζόταν πως ο Θεός έχει μια ιδιαίτερη προτίμηση όχι απλά για την αρετή, αλλά για την υπεράνθρωπη αρετή. Για τον Machiavelli οι αληθινά ενάρετοι άνδρες δεν είναι οι άγιοι ή οι μάρτυρες, αλλά αυτοί που ιδρύουν κράτη και τους δίνουν τους νόμους τους. Όπως και ο Κικέρων, δήλωσε πως οι ιδρυτές αυτοί επιτυγχάνουν την αποθέωση. Ο Θεός τους αγαπά και τους εξυψώνει γιατί παράγουν το ύψιστο αγαθό.
Σύμφωνα με τον Machiavelli, το πιο αγαπητό για το Θεό δεν είναι το πνευματικό ή το ποιμαντικό έργο, αλλά η πολιτική στο ύψιστο επίπεδο. Όπως το θέτει ο De Grazia:
«Αυτό που ο Niccolò πιστεύει ή θα ήθελε να είναι αληθινό ή αυτό που βρίσκεται στα γραπτά του ως έκφραση της πίστης του ή της προσπάθειας του να πείσει τον εαυτό του ή να προσηλυτίσει άλλους, είναι ένα νέο ή μεταρρυθμισμένο σύστημα επανόρθωσης, μια αληθινή θρησκεία, όπου η κυρίαρχη θεότητα είναι ο Θεός, οι άγιοι πάνω στη γη είναι λίγοι, φτωχοί και ειλικρινείς, οι αγαπημένοι του Θεού είναι οι κατασκευαστές των κρατών στην πράξη και στα γραπτά, μεγάλοι νομοθέτες, ιδρυτές θρησκειών, πολεμιστές και σωτήρες της χώρας, οι οποίοι κατανόησαν θεϊκά την είσοδο και την έξοδο του κακού τους, πάνε μετά θάνατον στην άμεση και τελική κρίση του Θεού και πάνε κατευθείαν στον τόπο των ηρώων.»
Ο Machiavelli φαντάζεται πως ο Θεός αναγνωρίζει, ότι οι πρίγκηπες πρέπει να κάνουν κακό για να ιδρύσουν και να διατηρήσουν ένα καλά ρυθμισμένο κράτος, το ύψιστο γήινο αγαθό. Ο Θεός λοιπόν πρέπει να αναγνωρίσει την ουσιαστική αγαθότητα του πρίγκηπα. Παρά το «κακό» που κάνει ο πρίγκηπας, δεν καίγεται στην κόλαση, και είναι στην πραγματικότητα καλοδεχούμενος στον παράδεισο. Ο ουμανισμός του Machiavelli είναι επομένως χριστιανικός με την ευρύτατη έννοια του όρου, αλλά είναι ένας Χριστιανισμός υποταγμένος στις πολύ ανθρώπινες ανάγκες του κόσμου.
Περιγράφοντας τέτοιους νομοθέτες, ο Machiavelli τους σκιαγραφεί ως αυτοδημιούργητες προμηθεϊκές μορφές, στηριζόμενος βασικά στον Pico, τον οποίο θαύμαζε πολύ. Κατά την άποψη του, υπάρχουν κατά κάποιο τρόπο εκτός της συνηθισμένης ανθρώπινης κοινωνίας, και αναπτύσσουν μια ανεξαρτησία και αυτάρκεια, που τους ξεχωρίζει από τα άλλα ανθρώπινα όντα. Η άκρα αυτοπεποίθηση τους, τους εξοπλίζει ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις απαιτήσεις της ζωής και συνεπώς της πολιτικής. Μια τέτοια ανεξαρτησία είναι έκδηλη στα τέσσερα μεγάλα παραδείγματα επιτυχημένων ιδρυτών, που παραθέτει ο Machiavelli: Μωυσής, Κύρος, Θησεύς και Ρωμύλος. Όλοι τους ήταν παιδιά χωρίς πατέρα, και για τον λόγο έπρεπε να βασιστούν σχεδόν εκ γεννήσεως στα δικά τους χέρια. Το σημείο αυτό τονίζει ο Machiavelli όταν διαπραγματεύεται την περίπτωση του Cesare Borgia, που ήταν ίσως το ίδιο μεγάλος όσο και οι τέσσερις ήρωες του Machiavelli, αλλά απέτυχε να εξασφαλίσει τη δύναμη του, και στηρίζονταν στον πατέρα του.
Σε αντίθεση προς τον Pico και τον Ficino, ο Machiavelli παραδεχόταν πως οι δυνάμεις ακόμα και των μεγαλύτερων ανθρώπων είναι πεπερασμένες. Από την περισσότερο αισθητική και θεωρητική προοπτική, ο Pico και ο Ficino μπορούσαν να φανταστούν πως ο αληθινά δημιουργικός άνθρωπος, μπορούσε να επαναδημιουργήσει τον κόσμο δια της μιμήσεως. Η εμπειρία του Machiavelli στην πολιτική ζωή τον έπεισε πως όλα τα ανθρώπινα όντα ήταν περιορισμένα από μια μεγάλη ποικιλία απρόβλεπτων παραγόντων. Ακόμα και στην πιο αποδοτική τους φάση, οι άνθρωποι μπορούν να πετύχουν μόνο τα μισά.
Μέσα στον πεσιμιστικό του ρεαλισμό, ο Machiavelli είναι πιο κοντά στον Πετράρχη παρά στον Ficino. Όπως είδαμε, ο Πετράρχης ήταν πεπεισμένος πως το χάος και ο πόλεμος ήταν η φυσική κατάσταση των πραγμάτων. Έλπιζε πως ένας νέος Σκιπίων θα μπορούσε να φέρει τάξη σε αυτό το χάος, αλλά καθώς έλειπε ένας τέτοιος, ήταν πεπεισμένος πως η ευτυχία μπορούσε να αποκτηθεί μόνο με την απόσυρση στην μοναξιά με μια μικρή ομάδα φίλων. Ξεκινώντας από τον Ficino και στηριζόμενος στον Πλάτωνα, οι ουμανιστές άρχισαν να πιστεύουν πως υπήρχε μια εγγενής αρχή σε όλα τα πράγματα, μια τάξη αγάπης που τραβούσε τα πάντα προς το αγαθό, και με τον τρόπο αυτό προς το Θεό. Στον Machiavelli βλέπουμε την απόρριψη αυτής της ιδέας. Από την εποχή του Κάιν, μας λέει, η αγαπητική αρμονία του κόσμου έχει διασπαστεί από την οργή και την φιλοδοξία. Τα ανθρώπινα όντα δεν κατευθύνονται προς το κοινό αγαθό και το Θεό, αλλά προς το δικό τους αγαθό, ένα αγαθό το οποίο απολαμβάνουν πάντα εις βάρος των άλλων. Υπερηφάνεια, φθόνος, αδράνεια, φιλοδοξία, μίσος, κτηνωδία και απάτη-η παραλλαγή των εφτά θανάσιμων αμαρτημάτων κατά τον Machiavelli-τρέχουν αχαλίνωτα. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, οι άνθρωποι πρέπει να αγωνίζονται διαρκώς για να μην τους καταπιεί η κακή μοίρα. Μόνο ένα καλά θεμελιωμένο και διοικούμενο κράτος μπορεί να απαλύνει αυτή την κατάσταση, και να προστατέψει τους ανθρώπους από την καταστροφή. Και είναι σπάνιοι αυτοί που είναι ικανοί να ιδρύσουν και να διατηρήσουν τέτοια κράτη. Οι ιδρυτές αυτοί όμως, παρέχουν στους ανθρώπους το ύψιστο αγαθό και είναι ιδιαίτερα πολύτιμοι.
Ενώ η αντίληψη του Machiavelli για τον κόσμο της κοινωνίας είναι από πολλές απόψεις παρόμοια με αυτή του Πετράρχη, τα συμπεράσματα του είναι διαφορετικά. Το κλειδί της ευτυχίας είναι για τον Πετράρχη ένα είδος ισορροπίας, και αυτή επιτυγχάνεται με την κυριαρχία πάνω στον εαυτό του καθενός. Ο πιο μεγάλος κίνδυνος μιας τέτοιας ισορροπίας, όπως τον αντιλαμβάνεται, δεν προέρχεται από τις δυσκολίες, αλλά από την επιτυχία, που δεν προέρχεται από την κακή, αλλά από την καλή τύχη. Για τον λόγο αυτό πιστεύει πως μόνο η ιδιωτική ζωή προσφέρει τη δυνατότητα της αληθινής ευτυχίας. Για τον Machiavelli, η καλή τύχη δεν είναι κίνδυνος. Είναι κίνδυνος εφόσον μας βγάζει από την προσοχή και προφύλαξη. Είναι βασικό να αναγνωρίζουμε την αδιάκοπη πίεση της κακής τύχης και να είμαστε διαρκώς προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο. Ο κόσμος του Machiavelli μπορεί να έχει δημιουργηθεί από το Θεό, αλλά δεν κυβερνάται από την θεϊκή αγάπη. Κυβερνάται στην πραγματικότητα από την αμαρτία, και μόνο αντιλαμβανόμενοι πως να αμαρτάνουμε προς το κοινό συμφέρον, μπορούμε να προχωρήσουμε και να δώσουμε χώρο στην ανθρώπινη άνθιση. Ο κόσμος στον οποίο κατοικεί ο Machiavelli μοιάζει πολύ με τον κόσμο του νομιναλισμού, ο οποίος αποκαλύφθηκε δυο αιώνες πριν. Είναι όμως ένας κόσμος στον οποίο Θεός δεν κάνει κάτι, και όπου ακόμα και αυτοί με την μεγαλύτερη ανθρώπινη ισχύ και ιδιοφυία, επιτυγχάνουν μόνο εν μέρει και για μικρό χρονικό διάστημα. Κανονικοί άνθρωποι μπορούν να πετύχουν στιγμιαία και αυτό κατά τύχη. Ο ουμανισμός λοιπόν του Machiavelli είναι ηρωικός και τραγικός. Βλέπουμε στην σκέψη του την αποθέωση του ατόμου μέσα στο βασίλειο της πράξεως. Βλέπουμε όμως, πως οι νέοι αυτοί τιτάνες δεν είναι αρκετά τιτάνιοι για να κυριαρχήσουν στον ιλιγγιώδη χαοτικό κόσμο που γυρίζει γύρω από αυτούς. Ο ουμανισμός του λοιπόν προσφέρει λυπητερή παρηγοριά σε αυτούς που αναζητούν ειρήνη και σταθερότητα, και μόνο ελάχιστη ελπίδα σε αυτούς που διψούν για δόξα ή ελπίζουν να αποκτήσουν σοφία.
Συνεχίζεται με
Ο βόρειος ουμανισμός: Desiderius Erasmus
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου