Συνέχεια από Παρασκευή, 3 Φεβρουαρίου 2023
MICHAEL HAGNER – HOMO CEREBRALIS – Ο ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
DER WANDEL VOM SEELENORGAN ZUM GEHIRN – Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΨΥΧΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ ΣΕ ΕΓΚΕΦΑΛΟ
Ο Mendelssohn εισέρχεται αμέσως στο θέμα και ερμηνεύει εκείνη την αυθαίρετη «πράξη» (του εγκεφάλου στον Spalding) ως μια σωματική ενέργεια, με πνευματική αιτία. Γνωρίζει φυσικά, ότι υπάρχουν κάποιες «δυσκολίες» με την επενέργεια του άϋλου στο υλικό, το αφήνει όμως «προς το παρόν στην άκρη», θέλοντας να επικεντρωθή στις ίδιες τις εμπειρίες. Η σχέση αυτή (υλικού και αῢλου) «εξασκείται» με την προϊούσα επανάληψη της πράξης, και δεν χρειάζεται πλέον μια σαφής, οπωσδήποτε, συνείδησή της. Όπως συμβαίνει π.χ. με το διάβασμα, το οποίο είναι αρχικά μια αργή και συνειδητή διεργασία, μπορούμε όμως «να εξακολουθήσουμε να διαβάζουμε», καθώς αποκτάμε όλο και μεγαλύτερη ευχέρεια, «χωρίς σαφή συνείδηση (του πράγματος)». Η ψυχή έχει ωστόσο πολύ περισσότερες δυνατότητες, να πράττη δηλ. εντελώς διαφορετικά, ταυτόχρονα, πράγματα. Τη στιγμή που ο μουσικός παίζει χωρίς σαφή π.χ. συνείδηση το μουσικό του όργανο – και μπορεί να επιτελή εντελώς διαφορετικές, ενδεχομένως, κινήσεις με το ένα χέρι απ’ το άλλο –, μπορεί ταυτόχρονα να βαδίζη, να μιλά, ακόμα και να σκέφτεται κάτι εντελώς διαφορετικό. Αυτή η «πολυφωνία» μπορεί να παράγεται βέβαια απ’ τις (εσωτερικές, πολυφωνικές) «φούγκες», κι αυτό ταιριάζει με την ερμηνεία περί «αδιαθεσιών» τού ανώτατου επισκοπικού συμβούλου Spalding. Η εσωτερική (του) τάξη είχε περιέλθει, λόγω υπεραπασχόλησης και πολλαπλής διάσπασης σε κάθε είδους λόγο και γραφή, σε απόλυτη σύγχυση έτσι, ώστε η προσοχή (του) να αρχίση να «ταλαντεύεται» δεξιά κι αριστερά, «και να μην καθοδηγείται πλέον απ’ τη συνείδηση της ίδιας του της προαίρεσης». Εκείνη η συγγραφή τής απόδειξης είχε ξεχειλίσει, κατά τον Mendelssohn, το ποτήρι: η «ξένη» ιδέα (που του ερχόταν) κατανικούσε τη δική του, σκόπιμη πρόθεση και διέκοπτε «τη συνέχεια των οργανικών ωθήσεων». Το πεδίο τών σκέψεων παρέμενε βέβαια εν τάξει, τη στιγμή που οι ενεργητικές ιδέες «ανακατεύονταν» εντελώς· πρόκειται όμως για μιαν απλή και αμέριστη ψυχή που επιτελεί και τα δυό, και της οποίας μπορούν απλώς να ανασταλούν οι (όποιες) αυθαίρετες λειτουργίες.
Ο Mendelssohn μάς καλεί ωστόσο να σκεφτούμε, ότι ο Spalding είχε διαπράξει, στην πιεστική κατάσταση που βρέθηκε, ένα λάθος. Για να βρη έναν τόπο «αναπαύσεως», προσέφυγε σε θρησκευτικές θεωρήσεις, κάτι που μπορούσε να προκαλέση επικίνδυνες συνέπειες. Θα έπρεπε δηλ. να έχη αντιμετωπίσει «απευθείας» μάλλον τη δυσχερή του κατάσταση: «Μια ελεύθερη ματιά στην ανοιχτή φύση· μια ήσυχη θεώρηση στην ενεργητική ζωή ανθρώπων και ζώων· ένας σωματικός πόνος, ή κάθε άλλη εξωτερική αίσθηση κάποιας, οιασδήποτε ισχύος, λίγη τροφή ή ένα δροσιστικό ποτό, στα οποία θα μπορούσε να έχη (ενδεχομένως) προσφύγει, θα είχαν ίσως λειτουργήσει πιο θεραπευτικά». Εκεί που η ψυχή εκτίθεται αβοήθητη σε ήχους, έννοιες και προτάσεις, μπορεί να οδηγήση, στρεφόμενη κατ’ αρχάς προς τα έξω, την υποδοχή τών εξωτερικών ερεθισμάτων σε μια καινούργια τάξη, παρέχοντας «πολιτικά δικαιώματα» στις τυχαίες και ανεπιθύμητες σκέψεις. Να μην υποχωρήση δηλ. στον εαυτό της, αλλά να αποδεχθή, καλώς υπολογισμένα, αυτά που την παρενοχλούν. Είναι πάντως αδύνατον – και θα αποτελούσε μια κατάσταση ανίατης επιπλέον αναρχίας – να είχε διαχωριστή σε δυό μέρη, ένα «κανονικό» κι ένα «ακανόνιστο», ο εγκέφαλος του Spalding. «Η ψυχή εξουσιάζει αυτές τις διαφορετικές “προόδους” […]· επενεργεί η ίδια στη μια, και αφήνει, επιτρέπει στην άλλη να επενεργή κατά τα δικά της σχέδια. Γνωρίζει δε να τα εναρμονίζη όλα αυτά όπως τούς πολίτες μιας ευνομούμενης πόλης, να τα συνδέη σ’ ένα μοναδικό τρόπον τινά, ταξινομημένο άμορφο “σώμα” φωτός και σκιάς έτσι, ώστε το σύνολο να επενεργή σύμφωνα με τους βασικούς της σκοπούς».
Ο εγκέφαλος υπόκειται στην απεριόριστη κυριαρχία τής ψυχής, η οποία και προωθεί, μέσα απ’ το διακεκριμένο της όργανο, το «ψυχικό όργανο» (τον εγκέφαλο!), τις εντολές της στο υπόλοιπο σώμα. Τα εργαλεία τής ομιλίας και της γραφής είναι απ’ την πλευρά τους υποτασσόμενα και μη εντοπιζόμενα όργανα ή υπο-εργαλεία στον εγκέφαλο, τα οποία και εκτελούν συνήθως την εντολή, όπως το χέρι και το πόδι, περιερχόμενα (ωστόσο) στην περίπτωση μιας φυσιολογικής ταραχής εκτός ελέγχου, εγκαταλείποντας την υπηρεσία τους. Ανάμεσα στο Εγώ ως καθαρή πνευματικότητα και σ’ αυτά τα όργανα υφίσταται – από φυσιολογικής πλευράς – μια καθαρά σκόπιμη συνεργασία («συμμαχία», δεσμός), και καμμιά ισότιμη (φυσικά) συγγένεια. Όταν λοιπόν τα γράμματα δεν ακολουθούν τη συνηθισμένη τους σειρά, κι όταν απ’ τους «εξαμηνιαίους φόρους» προκύπτει ένας «αγιασμός τού στηθόδεσμου», κι όταν τα λόγια που εκφέρονται είναι διαφορετικά απ’ αυτά που ήθελε κανείς να πη, τότε όλ’ αυτά δεν έχουν σε τίποτα να κάνουν με την ψυχή, παρά μόνο με την «ισχυρογνωμοσύνη» (το «πείσμα»!) τών υποτασσομένων οργάνων· ή δεν πρόκειται – κατά τη θέση τού Mendelssohn – παρά για μιαν «αναταραχή τής ζωής», η οποία και πρέπει ακριβώς να τιθασευθή από (με) την κυριαρχία τής ψυχής. Και μπορούν έτσι να ενεργοποιηθούν, με τη μορφή μιας ηθικής πράξης, οι αρχές τού Διαφωτισμού. Το περίφημο ρητό τού Buffon: «Ο άνθρωπος είναι το στυλ του» (“Le style, c’ est l’ homme”) πραγματοποιείται στο σπουδαστήριο των βερολινέζων εργοστασιαρχών μετάξης. Η «τάξη» είναι ωστόσο, ήδη στα τέλη τού 18ου αιώνα, εύθραυστη, όπως φανερώνεται στις, ακούσιες ίσως, αμφιβολίες τού Johann Joachim Spalding: όποιος θέλει να μιλήση για τη «διάθεση», για το πώς διατίθεται η ψυχή, πρέπει να μιλήση για τον εγκέφαλο. Η «εποπτεύουσα λογική», που ήταν συστατική για την ανάπτυξη της ανθρωπολογίας και της επιστήμης τών ψυχικών εμπειριών τον 18ον αιώνα, ήταν (πια) ταυτόχρονα μια εποπτεύουσα λογική, που μπορούσε να εντοπισθή στα σωματικά χαρακτηριστικά.
Οι αλλαγές αυτές οδηγούσαν συχνά στο συμπέρασμα, ότι η σκέψη περί εντοπισμού (της ψυχής στο σώμα…) αποτελούσε την έκφραση ενός αναγωγισμού, απέναντι στον οποίον εγειρόταν συχνά-πυκνά μια αντι-εντοπιστική διαμαρτυρία. Τρεις ανταγωνιστικές έριδες γύρω απ’ την έρευνα του εγκεφάλου τέθηκαν έτσι σε μια συστηματική συνάρτηση: η συζήτηση για το «ψυχικό όργανο» του 18ου αιώνα· η διαμάχη περί ανεξαρτήτων oργάνων τού εγκεφαλικού φλοιού τον 19ον αιώνα· η διαμάχη για σαφώς προσδιορισμένες περιοχές στον εγκεφαλικό φλοιό τον όψιμο 19ον αιώνα· και μια τροποποιημένη τελικά συνέχιση της τελευταίας διαμάχης τον πρώιμο 20ον αιώνα, συνοδευόμενη από μια πρόσφατη «άνθιση» του ολισμού. Η ιστορική αντιπαράθεση ενός αναγωγικού εντοπισμού και ενός ολιστικού, δικαιότερου και καταλληλότερου για τον άνθρωπο αντι-εντοπισμού ξεκινά απ’ τις νευρολογικές συζητήσεις γύρω στο τέλος τής Δημοκρατίας τής Βαϊμάρης. Η μακροζωḯα ωστόσο αυτής τής αντιπαράθεσης «συσκοτίζει» κατά κάποιον τρόπο το ερώτημα, αν αυτές οι «έριδες» – αν υπήρξαν καν «έριδες» – μπορούν εν πάση περιπτώσει να συγκριθούν αναμεταξύ τους· σαν να ήταν η ιστορία τών διδασκαλιών περί ανθρώπου απ’ την εποχή τού Descartes ή του Gall ή του Δαρβίνου αποκλειστικά μια ιστορία του αναγωγισμού και της πολύπλευρης διαμαρτυρίας απέναντί του.
Θα ήθελα λοιπόν να αποσαφηνίσω τις δυσχέρειες που συνεπάγεται μια τέτοια «πόλωση», στο παράδειγμα της θέσης περί «πολιτογράφησης» (εντοπισμού και καταγραφής…) της πνευματικής ζωής. Η συνδεδεμένη με τον Gall μεταστροφή ερμηνεύτηκε με τέτοιον τρόπο, ώστε η ψυχολογική ανάλυση να ξεκινά, μέχρι και τον όψιμο 18ον αιώνα, από φιλοσοφικές κατηγορίες, οικειοποιούμενη έκτοτε τις κατηγορίες τής φυσιολογικής ανάλυσης. Κι αυτό δεν είναι λανθασμένο, μόνο που αναρωτιέται κανείς, συχνά πολύ γρήγορα, για την έννοια της «πολιτογράφησης»…
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου