Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2023

Ο Κάντ και η Aθεΐα

Δημήτρης Γ. Ιωάννου
 


Ο κατ’ εξοχήν φιλόσοφος της νεωτερικότητας Ιμάνουελ Καντ ασχολήθηκε πολύ με ηθικά ζητήματα. Ο στοχαστής αυτός διαφοροποιήθηκε πολύ από τους προγενέστερους ηθικούς φιλοσόφους, ακόμη και από την χριστιανική θρησκεία. «Θεωρεί ότι το αφετηριακό και πρωταρχικό θέμα της ηθικής δεν είναι η αναζήτηση της ευτυχίας αλλά η ηθικότητα, η αρετή και το καθήκον… Από το ζήτημα τούτο, που το θεωρεί ως το λογικά πρώτο και πρωταρχικό θέμα της ηθικής, διακρίνει το διαφορετικό ζήτημα σχετικά με το ύψιστο αγαθό και τον τελικό σκοπό των πράξεων και του βίου». (Κ. Ανδρουλιδάκης, Καντιανή Ηθική, εκδ. Σμίλη, 2018, σ.18).

Ο Καντ λοιπόν δεν ρωτά «τι είναι το αγαθό», αλλά τι είναι η «ηθικότητα». Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια πολύ κακή αρχή. Σχηματίζουμε πρώτα την έννοια του αγαθού, και κατόπιν της ηθικότητας, στηριζόμενοι στην απάντηση που δώσαμε στο ερώτημα «τι είναι το αγαθό». Ήδη στην «Κριτική του καθαρού Λόγου» ο Καντ είχε θεωρήσει ότι το υποκείμενο δεν έρχεται σε επαφή με το «πράγμα καθεαυτό», αλλά το «πράγμα ως φαινόμενο». Δεν είμαστε δηλαδή άμεσοι δέκτες της πραγματικότητας, γιατί βλέπουμε τον κόσμο υπό το πρίσμα των εποπτειών του χώρου και του χρόνου, οι οποίες είναι ανθρώπινες αρχές της οικοδόμησης του θεωρείν τον κόσμο. Αλλά γιατί θα πρέπει να σκεφτούμε έτσι; Ο χώρος και ο χρόνος υπάρχουν πραγματικά, και ο άνθρωπος μπορεί να έχει άμεση πρόσβαση σε αυτές τις πραγματικότητες. Είμαστε ενδοκοσμικά όντα, έχουμε σώμα και κινούμαστε μέσα στο χώρο, ενώ ψυχικά βιώνουμε την ροή του χρόνου. Γιατί πρέπει να θεωρήσουμε ότι τα πράγματα καθεαυτά βρίσκονται εκτός χώρου και χρόνου; Παρομοίως και με το πράγμα καθεαυτό, μπορεί ένα κόκκινο αντικείμενο να αλλάζει χρώμα στο σκοτάδι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι πραγματικά κόκκινο, αλλά εμφανίζεται σε μας ως τέτοιο. Υπό κανονικές συνθήκες το πράγμα είναι κόκκινο.

Όμοια με τα όσα είπε προηγουμένως περί εμπειρίας και αίσθησης, λέγει και για την ηθική. Δεν έχουμε πρόσβαση πραγματική στο τι είναι το αγαθό, δεν φέρουμε εντός μας συνείδηση, που, αν δεν είναι απαμβλυμένη, μας δίνει μια εικόνα του αγαθού. Δεν έχουμε άμεση πρόσβαση σε αυτό. Ο Χριστιανισμός κηρύττει ότι η ουσία του ηθικού είναι η αγάπη, και η ανθρώπινη συνείδηση μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτό το κήρυγμα. Βέβαια, η συνείδηση χρειάζεται καλλιέργεια, αλλά κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει ότι αυτό είναι το αγαθό, έστω και αν υπάρχουν αντίπαλες θεωρίες. Ο Καντ λοιπόν θεωρεί ότι δεν έχουμε άμεση πρόσβαση στο αγαθό, και γι’ αυτό λέγει ότι πρέπει να σταματήσουμε την προσπάθεια να το ανακαλύψουμε, και αντί γι’ αυτό πρέπει να προσπαθούμε να ορίσουμε τι είναι το «ηθικό». Και προσπαθεί στο εξής να ορίσει την ηθικότητα, την οποία ανακαλύπτει στην έννοια του «καθήκοντος». Και πάλι αναποδογυρίζονται τα πράγματα. Πρώτα πρέπει να ορίσουμε το αγαθό, και μετά μπορούμε βάσει αυτού να ορίσουμε και το ηθικό. Ο Καντ όμως ήταν θερμός οπαδός του Διαφωτισμού, πίστευε ότι πρέπει να καταργηθούν οι αυθεντίες και να σκέπτεται κανείς για λογαριασμό του.

Ο Θεός , στην προσέγγιση αυτή, εμφανίζεται μια «αυθεντία», η οποία και μας λέγει «αγαθό είναι η αγάπη». Αλλά αυτό είναι μια λάθος προσέγγιση στον χριστιανισμό. Δεν ήρθαμε μόνοι μας στον κόσμο, αλλά η ζωή μάς δόθηκε ως δώρο. Και δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η λογική μας έχει απεριόριστες δυνάμεις, αλλά ότι υποτάσσεται και αυτή σε Αυτόν που μας δημιούργησε. Εκτός από την λογική, είμαστε εξοπλισμένοι και με την δυνατότητα να αγαπάμε, να νιώθουμε συμπάθεια, να νιώθουμε επίσης ότι μας έφερε στην ύπαρξη ένα ανώτερο Ον, το οποίο και είναι το κατ’ εξοχήν Αγαθό, συμφώνα με την χριστιανική αποκάλυψη. Ο όρος «αυθεντία» για τον Θεό είναι λανθασμένος. Δίνει μια εικόνα για τον Θεό ως ενός αυταρχικού και βλοσυρού όντος, που απαιτεί από μας να το υπακούσουμε δίχως να γνωρίζουμε το γιατί. Όπως είπαμε δεν είμαστε δημιουργημένοι από μόνοι μας, αλλά κάποιος μας δημιούργησε. Πήραμε από τον Θεό την ζωή ως δώρο. Και ο Θεός που μας δημιούργησε δεν είναι εκείνο το απόμακρο ον του Καντ, που το ζητά ως αίτημα ο πρακτικός λόγος, για να διασφαλιστεί ότι θα τιμωρηθούν όσοι δεν πράττουν το καθήκον τους και θα αμειμφθούν όσοι το τήρησαν. Πλαστήκαμε κατ’ εικόνα του Θεού. Είμαστε διυποκειμενικά πλάσματα, αναζητούμε την μεταξύ ημών κοινωνία, και έχουμε την δυνατότητα να αναζητούμε το αγαθό, το δίκαιο , το όμορφο κ.λπ. Ο άνθρωπος έχει ακόμη μέσα του έμφυτη την τάση να αναζητεί την ευτυχία του, και αυτό δεν είναι ένα κατώτερο χαρακτηριστικό του , όπως διατείνεται ο Καντ. Μπορούμε να ανακαλύπτουμε βαθμιαία ότι ευτυχία είναι ο κόσμος της αγάπης και της συμπόνιας, της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας. Όλα αυτά θέλουν βέβαια καλλιέργεια, και ο Θεός ενανθρώπησε για να γνωρίσει ο άνθρωπος το θείο είναι, κατά την εικόνα του οποίου πλάστηκε, και έτσι γνώρισε ο άνθρωπος ότι αγαθό είναι η αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον, καθώς επίσης και η ταπείνωση και η μετριοφροσύνη. Όσοι δέχθηκαν το χριστιανικό άγγελμα, ήταν ευτυχισμένοι ακόμη και όταν τους έριχναν στα άγρια θηρία οι αυτοκράτορες για να τους κατασπαράξουν, όταν τους υπέβαλαν σε κάθε λογής βασανιστήριο. Και αυτό γιατί είχαν αποδεχτεί το χριστιανικό άγγελμα, είχαν ανταποκριθεί σε όσα ορίζει το ευαγγέλιο και ήταν γεμάτοι από αγάπη και ταπείνωση. Ο Θεός ήταν γι’ αυτούς Πατέρας και οι ίδιοι υιοί. Όπως δέχτηκαν το δώρο της ύπαρξης από αυτόν, έτσι δέχτηκαν και το καινούργιο δώρο, να γνωρίσουν την κατά Θεόν ζωή και να ζήσουν σύμφωνα με ότι είπε ο Χριστός.

Ο Καντ δεν δέχτηκε όλα αυτά, γιατί στην πραγματικότητα έρχονται σε αντίθεση με την ανθρώπινη «αυτονομία», το χρέος που έχουμε να σκεπτόμαστε για λογαριασμό μας. Ο νέος Θεός του ήταν ο Λόγος, τον οποίο η δυτική σκέψη είχε υπερβατικοποιήσει. Στην πραγματικότητα, η έννοια του Λόγου, με την νεωτερική σημασία της, γεννήθηκε από τον σχολαστικισμό, τον Θωμά Ακινάτη, ο οποίος και σκέφθηκε ότι αντικείμενο της ανθρώπινης λογικής μπορεί να γίνει και ο ίδιος ο Θεός. Γι’ αυτό λοιπόν έδωσε λογικά επιχειρήματα για να αποδείξει ότι ο Θεός υπάρχει, και γενικά μίλησε για μια ενιαία σφαίρα του υπαρκτού, Θεό και κόσμο μαζί, την οποία μπορεί να διατρέξει ο Λόγος. Κατόπιν, με τον Ντεκάρτ είχαμε μια εξύψωση του Λόγου σε κυρίαρχη ανθρώπινη δύναμη, ενώ με τον Καντ φτάσαμε στην θεοποίησή του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Καντ ζητούσε να γίνονται και γιορτές του λόγου.

Ο Καντ έθεσε το περίφημο εκείνο ερώτημα, που εναντιωνόταν στην παραδοσιακή φιλοσοφία, «τι μπορώ να γνωρίσω»; Το ερώτημα όμως αυτό είναι στην πραγματικότητα άτοπο. Δεν έχουμε πλήρη ορισμό της ανθρώπινης ύπαρξης ώστε να ξέρουμε ποιες δυνάμεις έχει αυτή και τι μπορεί να γνωρίσει, και ούτε αυτό που πρότεινε ως απάντηση είχε ουσιαστική σημασία. Δεν γνωρίζω μόνο με την διάνοια, αλλά υπάρχουν και άλλα είδη γνώσης. Όταν γνωρίζουμε έναν άλλο άνθρωπο, δεν ισοδυναμεί αυτό με ότι αντλήσαμε γι’ αυτόν κάποιες πληροφορίες, γιατί μόνο η άμεση κοινωνία μπορεί να μας κάνει γνωστό αληθινά κάποιον άλλο άνθρωπο. Όταν γνωρίζουμε έναν άλλο άνθρωπο, τότε δεν δρα μόνο η διάνοια, αλλά κινητοποιείται ολόκληρος ο ανθρωπινός ψυχοδυναμισμός, προκειμένου να γνωρίσουμε αληθινά αυτόν τον άλλον άνθρωπο. Η αγάπη δεν είναι ένα κατώτερο συναίσθημα , όπως νόμιζε ο Καντ, αλλά έχει στην πραγματικότητα «νοερή» αξία. Με την αγάπη, όπως λέγει κάπου ο Άγιος Γρηγόριος Νυσσης, θεωρούμε αληθινά, εναγκαλιζόμαστε και γνωρίζουμε δηλαδή, τους άλλους ανθρώπους και τον κόσμο. Η αγάπη έχει ύψιστη γνωστική αξία.

Έχοντας αρνηθεί όλα αυτά, ο Καντ έφτασε στο σημείο να ορίσει «τι μπορώ να γνωρίζω;». Πρόκειται για να ένα ανόητο ερώτημα, γιατί δεν μπορούμε να ξέρουμε, όπως είπαμε, το σύνολο του ανθρώπινου ψυχοδυναμισμού, ούτε μπορούμε να στηριζόμαστε μόνο στην ανθρώπινη διάνοια. Ο Καντ απάντησε ότι μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο όχι όπως αυτός πραγματικά είναι, αλλά ως «φαινόμενο», εντός του χώρου και του χρόνου που δεν έχουν αντικειμενική υπόσταση, και με την βοήθεια κάποιων κατηγοριών, στα οποία υπάγουμε την εξωτερική πραγματικότητα. Και για τους λόγους που είπαμε, θεώρησε ότι είναι αδύνατον να γνωρίσουμε τον Θεό και τις λοιπές θρησκευτικές πραγματικότητες και αξίες. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε, όπως πίστεψε, να κάνει τον άνθρωπο «αυτόνομο», ικανό δηλαδή να αξιοποιεί μόνο τις ατομικές γνωστικές του δυνάμεις για να ανακαλύψει την πραγματικότητα και να απαντήσει και στα λοιπά μεταφυσικά ερωτήματα.

Εκτός από τον κόσμο της θεωρητικής γνώσης, της εμπειρίας και της αίσθησης, για τον οποίο πίστεψε ότι έδωσε τις ορθές απαντήσεις, του έμεινε ο κόσμος της ηθικής, ο κόσμος της πράξης. Ακολούθησε την πεπατημένη: θεώρησε ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να δεχτεί από καμία αυθεντία (δηλ. τον Θεό) τον ηθικό νόμο, αλλά να τον οικοδομήσει από μόνος του. Είχε όμως ήδη αφήσει έξω τον Θεό από την πραγματικότητα, ώστε δεν μπορούσε να πει ότι ο αληθινός ηθικός νόμος είναι η αγάπη, η αλληλεγγύη και η καλοσύνη. Έψαξε να βρει ποια αφηρημένη αρχή θα τεθεί ως βάση της ηθικής του θεωρίας, και ανακάλυψε ότι αυτή ήταν το «καθήκον». Ηθικό είναι να πράττεις ό,τι ορίζει το καθήκον, και το καθήκον προστάζει. Φθάνει λοιπόν στην περίφημη κατηγορηματική προσταγή, λέγοντας ότι «πράξε μόνο με τέτοιο αξίωμα, ώστε μέσω αυτού, να μπορείς συγχρόνως να θέλεις αυτό να μπορεί να γίνει ένας παγκόσμιος νόμος». Για παράδειγμα , δεν πρέπει να λες ψέματα, γιατί, αν αρχίσουν όλοι να ψεύδονται, δεν θα μπορούσε να σταθεί η ανθρώπινη κοινωνία. Δεν πρέπει ακόμη να αθετείς τις υποσχέσεις σου, γιατί αν όλοι αθετούν τις υποσχέσεις τους, τότε και πάλι θα γίνει προβληματική η ανθρώπινη κοινωνία. Ο Καντ φθάνει μάλιστα να ισχυριστεί ότι δεν πρέπει ποτέ να λέμε ψέματα, ακόμη και αν κάποιος δολοφόνος ψάχνει κάποιον να σκοτώσει που έχει κρυφθεί στο σπίτι μας. Αν μας ρωτήσει μήπως ξέρουμε πού είναι το θύμα του, θα πρέπει να του πούμε την αλήθεια. Θα πρέπει να νιώθουμε ευσέβεια και ευλάβεια απέναντι στο καθήκον μας.

Ωστόσο, τα πιο σημαντικά πράγματα δεν γίνονται από καθήκον. Μια μητέρα φροντίζει τα παιδιά της από αγάπη, και όχι από καθήκον και κάποιος άλλος ελεεί έναν συνάνθρωπό του από αγάπη. Η έννοια του καθήκοντος είναι κατώτερη από αυτήν της αγάπης, γιατί προκύπτει στην περίπτωση που υπάρχει έλλειψη αγάπης. Λέμε «είναι καθήκον σου να βοηθάς τον άλλον», αλλά αυτό στον χριστιανισμό δεν στηρίζεται παρά στο γεγονός ότι δεν έχουμε αγάπη αρκετή για τον συνάνθρωπο, οπότε προκύπτει η έννοια του «καθήκοντος». Και ούτε μπορεί να πει κανείς ότι «πρέπει να αγαπάμε τον Θεό από καθήκον», αλλά επειδή αυτό υπαγορεύει το βαθύτερο είναι μας, η καρδιά μας. Περαιτέρω, η αρχή του Καντ περί του καθήκοντος δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να προοδεύσει πραγματικά από ηθική άποψη, δηλαδή να φτάσει στο σημείο, που λέγει ο χριστιανισμός, να αγαπά τον άλλον σαν τον εαυτό του, να θυσιάζεται γι’ αυτόν, να είναι ταπεινός και να θεωρεί τον εαυτό του ως τον χειρότερο όλων κλπ.

Η καντιανή ηθική είναι μια κοσμική ηθική, που έχει εξορίσει το Θεό από τον κόσμο του ανθρώπου. Ισχυρίζεται ωστόσο ότι πρέπει να πιστεύει κανείς στον Θεό, γιατί αυτό είναι αίτημα του πρακτικού λόγου, εφόσον ο άνθρωπος ζητά να αμειφτεί ο ενάρετος για τις πράξεις του και να τιμωρηθεί ο κακός. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να πιστεύει κανείς στον Θεό, για τον οποίο Θεό ισχυρίζεται ότι δεν επεμβαίνει στα ανθρώπινα πράγματα και δεν αναπτύσσει αληθινή σχέση με τον άνθρωπο. Τα θαύματα του Χριστού και οι παραβολές Του θα πρέπει να διαβάζονται σαν παραδείγματα με ηθική σημασία, να εξυψώνουν δηλαδή το καθήκον και να βοηθούν τους ανθρώπους να εμπεδώσουν την έννοια του νόμου, που το καθήκον και η κατηγορηματική προσταγή προσδιορίζουν.

Ο Καντ έδωσε ένα πλήρες σύστημα κοσμικής ηθικής και επηρέασε γενικά την νεωτερική σκέψη. Το επόμενο βήμα είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα, η απαξίωση δηλαδή από την φιλοσοφία, λ.χ. με την Αποδόμηση, του λόγου, η κατηγορία της νεωτερικής σκέψης για «λογοκεντρισμό» κλπ. Ο Καντ ζητούσε μια εύτακτη κοινωνία δίχως Θεό, έναν εγκόσμιο παράδεισο δίχως Θεό, και η μοντέρνα σκέψη κατεδάφισε αυτό το όραμα. Παρά τον θαυμασμό πολλών για το Καντ, δεν μπορώ να βρω σε τι πραγματικά βοήθησε να προοδεύσει η ανθρώπινη ηθικότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: