ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
π. Χρίστος Μαλάης
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Που υποβλήθηκε στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της
Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ: Καθηγήτρια Δέσπω Αθ. Λιάλιου
ΜΕΛΗ: Καθηγητής Κωνσταντίνος Χρήστου
Καθηγητής π. Χρίστος Βλαχάβας
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το «δόγμα της αναλογίας του όντος» είναι η θεολογική πεποίθηση σύμφωνα με την οποία η κτιστή φύση των όντων είναι ανάλογη με την άκτιστη φύση του Θεού1. Αποτελεί μία προσπάθεια του κτιστού νου να κατανοήσει και να περιγράψει την ουσία του Θεού, μέσα από τη μελέτη της κτιστής πραγματικότητας2. Πρόκειται για μία μέθοδο προσέγγισης του Θεού, η οποία βασίζεται στις δυνάμεις της διανοίας και της ανθρώπινης νόησης. Στηρίζεται σε τρεις θεμελιώδεις θεολογικές κακοδοξίες: (α) ότι τα πάντα στον κόσμο αποτελούν κτιστές εικόνες των θείων αρχετύπων που υπάρχουν στο νου του Δημιουργού3, (β) ότι δεν υπάρχει ριζική διαφορά ανάμεσα στην κτιστή και στην άκτιστη αλήθεια, αφού αμφότερες υπάγονται σε ένα ενιαίο σύστημα πραγματικότητας4, (γ) ότι η ανθρώπινη διάνοια με τη βοήθεια της θείας χάριτος μπορεί να εξιχνιάσει την ουσία του Θεού, διεισδύοντας στην ουσία και στην ύπαρξη των κτιστών όντων5. Το «δόγμα της αναλογίας του όντος» αποτελεί το γνωσιολογικό θεμέλιο της σχολαστικής θεολογίας. Η αποδοχή του υποβιβάζει τη θεολογία σε σύστημα μεταφυσικής, μέσα στο οποίο υπάγεται τόσο η κτιστή όσο και η άκτιστη πραγματικότητα6. Η πρωτοβουλία του Θεού να αποκαλύψει τον εαυτό του στον άνθρωπο, μεταστρέφεται κατ’ αυτό τον τρόπο σε πρωτοβουλία του ανθρώπου να γνωρίσει με τις διανοητικές του δυνάμεις το Θεό7. Οι δυνάμεις του κτιστού λόγου απολυτοποιούνται και η ανθρώπινη διάνοια αντιμετωπίζεται ως η μοναδική γέφυρα ανάμεσα στα θεία και στα ανθρώπινα. Η λατινική θεολογία κατ’ αυτόν τον τρόπο, διαμέσου της αναλογίας του όντος «νομιμοποίησε» τις προσπάθειές της να επιβάλει το αντικειμενικό κύρος της μεταφυσικής ιδεολογίας του ρωμαιοκαθολικισμού και να καταδείξει τον λογικά υποχρεωτικό χαρακτήρα του8. Η γνώση του Θεού λοιπόν, όπως θεμελιώνεται στη λατινική θεολογία, με βάση την αναλογία του όντος, εξαντλείται σε μία νοητική προσέγγιση της θείας ουσίας, η οποία υποβιβάζεται έτσι σε ένα υπερβατικό αντικείμενο της ανθρώπινης διάνοιας9. Παρά το γεγονός ότι η αναλογία του όντος αποτελεί γνωσιολογικό θεμέλιο της απόκλισης της Δυτικής θεολογίας από την Πατερική παράδοση, καμία αυτοτελής εργασία δεν έχει συνταχθεί έως τώρα από πλευράς ορθοδόξου, με σκοπό τη μελέτη της αναίρεσής της από τους Πατέρες της Εκκλησίας. Προς την κατεύθυνση αυτή, ωστόσο, πολύ σημαντική υπήρξε η συνεισφορά του π. Ιω. Ρωμανίδη, ο οποίος σε όλα σχεδόν τα συγγράμματά του αναφέρεται με συνοπτικό αλλά ουσιαστικό τρόπο στην αναίρεση της αναλογίας του όντος, με βάση την ορθόδοξη θεολογία των Πατέρων. Σ’ αυτές τις αναφορές θα προσφύγουμε πολλές φορές κατά την ανάπτυξη της παρούσης εργασίας, με σκοπό την όσο το δυνατό πιο ακριβή παρουσίαση της στάσης που τηρεί η ανατολική-ορθόδοξη θεολογική παράδοση, απέναντι στις γνωσιολογικές βάσεις της σχολαστικής θεολογίας.
Βασική θέση της παρούσης εργασίας είναι ότι στο θεολογικό έργο του αγ. Γρηγορίου Παλαμά μπορούν να εντοπιστούν όλες οι διδαχές για την αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος», με σκοπό την αποκατάσταση της θεολογικής αλήθειας όπως αυτή θεμελιώθηκε από τους θεοφόρους Πατέρες της Εκκλησίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Κατά τον π. Ι. ΡΩΜΑΝΙΔΗ, Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ό.π., σελ. 130-131, «ἡ περὶ ἀρχετύπων εἰδῶν ἐν τῶ νοῒ τοῦ Θεοῦ διδασκαλία τῶν μὴ νομιναλιστῶν φραγκολατίνων, ἥτις καταργεῖ οὐσιαστικῶς τὴν θείαν ἐλευθερίαν, εἶναι ἡ ὅλη γνωσιολογικὴ βάσις τῆς λεγόμενης Σχολαστικῆς θεολογικῆς καὶ φιλοσοφικῆς παραδόσεως, καθ’ ἥν πιστεύεται ὅτι ὑπάρχει μία ἀναλογία τοῦ ὄντος καὶ τῆς πίστεως μεταξὺ τῶν κτιστῶν οὐσιῶν καὶ τῶν ἐν τῶ Θεῶ ἀκτίστων ἀρχετύπων εἰδῶν ἤ ἰδεῶν ἤ λόγων καὶ ὡς ἐκ τούτου δύναταί τις νὰ ἐξιχνιάση τὰ περὶ τῆς θείας οὐσίας διὰ τῆς διεισδύσεως μέσω τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου εἰς τὴν οὐσίαν καὶ τὴν καθ’ ὅλου ἔννοιαν τῶν ὄντων. Ἀκριβῶς διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἐπιστεύετο ἀφελῶς ὑπὸ τῶν φραγκολατίνων ὅτι ἡ περὶ Θεοῦ καὶ κόσμου ἀλήθεια εἶναι μία ἑνιαία ἑνότης, ἥτις ἀνήκει εἰς ἕν ἑνιαῖον σύστημα ἀληθείας».
2. Κατά τον Σ. ΓΙΑΓΚΑΖΟΓΛΟΥ, Philosophy and Theology: The Demonstrative Method in the Theology of Saint Gregory Palamas, GOThR, 41:1 (1996), σελ. 6, η analogia entis αποτελεί μία υπαρξιακή αναλογία ανάμεσα στο είναι των όντων και στις πνευματικές, αρχετυπικές ιδέες οι οποίες ενυπάρχουν στο Θεό. Αυτή η αναλογία, υποστηρίζει, παρέχει στο ανθρώπινο μυαλό τη δυνατότητα να εισδύσει στο είναι του Θεού, μέσα από τη μελέτη της κτιστής πραγματικότητας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, εκείνος που θα καταφέρει να αποκτήσει γνώση των πιο άγνωστων πτυχών της δημιουργίας, θα έλθει πιο κοντά στη θέα του Θεού από εκείνον που δε θα αποκτήσει αυτή τη γνώση.
3. Κατά τον π. Ι. ΡΩΜΑΝΙΔΗ, Τὸ Προπατορικὸν Ἁμάρτημα, εκδ. Δόμος, Ἀθήνα 2001., σελ. 24, για τους σχολαστικούς η «ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιουργία εἶναι ἁπλῶς ἐν χρόνω ἀπεικόνισμα τῶν ἀγεννήτων τῆς θείας οὐσίας ἀρχετύπων». Ο π. Ι. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ θεωρεί ως «πασιφανῆ πανθεϊσμό» το σόφισμα των σχολαστικών σύμφωνα με το οποίο «ὁ Θεὸς ἔχει οὐχὶ ἄμεσον καὶ πραγματικὴν πρὸς τὸν κόσμον σχέσιν, διότι τοῦτο θὰ ἐσήμαινε οὐσιαστικὴν ἐκ τοῦ κόσμου ἐξάρτησιν τῆς θείας οὐσίας, ἀλλ’ ἔχει ἔμμεσον μόνον σχέσιν, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν ὅτι ὁ Θεὸς γνωρίζει καὶ ἀγαπᾶ τὸν κόσμον ἐν τοῖς ἀρχετύποις αὐτοῦ».
4. Σύμφωνα με τον καθ. Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ἡ διπλή θεολογική μεθοδολογία Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ΠΘΣΓΠ, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 75, 85, σε αντίθεση με την ανατολική θεολογία, η δυτική υιοθετούσε κατά βάσιν την ίδια μέθοδο που είχαν οι θύραθεν επιστήμες. Οι σχολαστικοί δέχονταν ότι το επιστητό της θεολογίας είχε τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα με το επιστητό των άλλων επιστημών. Έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στη λογική προτεραιότητα της θεολογίας, η οποία έτσι από το ένα μέρος έκανε τη φιλοσοφία υπηρέτριά της, από το άλλο η ίδια έμπαινε σε περιορισμένα και κλειστά σχήματα μίας φιλοσοφίας.
5. Σύμφωνα με τον ΧΡ. ΤΕΡΕΖΗ, Ἡ Θεολογική Γνωσιολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1993, σελ. 46-47, «η αναλογική γνώση είναι δυνατόν να αναπτυχθεί στην περίπτωση που θεωρήσουμε ότι ανάμεσα στην ουσία του Θεού και στις ενέργειές της υπάρχει σύγχυση και όχι διάκριση. Μία τέτοια εκδοχή παρατηρείται στη σχολαστική θεολογία του Χριστιανισμού της Δύσης. Σύμφωνα με τον Thomas de Aquino υπάρχουν δύο ειδών θείες ενέργειες, η άκτιστη και η κτιστή (Summa Theologica, I, 22, 3 και ΙΙ, 91, 1-2). Η άκτιστη ταυτίζεται με τη θεία ουσία και έχει ως πραγματικό απείκασμά της τη κτιστή. Εάν, λοιπόν, γνωρίσουμε την κτιστή ενέργεια, αποκτούμε τις προϋποθέσεις για να γνωρίσουμε κατ’ αναλογίαν και την άκτιστη, πράγμα που αυτόματα θα οδηγήσει και στη γνώση της θείας ουσίας»
6. Όπως πολύ σωστά σημειώνει ο P. RICOEUR, Η Ζωντανή Μεταφορά, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1998, σελ 517, η θεωρία της αναλογίας του όντος γεννιέται από τη φιλοδοξία να περιληφθεί σε μία ενιαία θεωρία η οριζόντια σχέση των κατηγοριών προς την ουσία και η κάθετη σχέση των δημιουργημένων πραγμάτων με τον Δημιουργό.
7. Κατά τον καθ. Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ἡ διπλή θεολογική μεθοδολογία Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ό.π., σελ. 87 «το ἐπιστητό τῆς σχολαστικῆς θεολογίας εἶναι ἕνα μέρος τῆς ὅλης κτιστῆς πραγματικότητας. Ἑπομένως και τα ‘‘μαθήματα’’ τῆς φιλοσοφίας ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἔχουν ἄμεση συγγενική σχέση προς το χῶρο τῆς θεολογίας. Ἡ ἴδια ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι προικισμένη με τις ‘‘κοινές ἔννοιες’’ και τις ‘‘ὁριστικές και διαιρετικές και συλλογιστικές δυνάμεις’’, τις οποίες η θεολογία χρησιμοποιεί για να ἐρευνήσει το ἐπιστητό της και να φτάσει στη θεογνωσία».
8. Σύμφωνα με την καθ. Δ. ΑΘ. ΛΙΑΛΙΟΥ, Γρηγοριανά Α’, ΦΘΒ 35, εκδ. Π. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 243-244, «ἡ τραγικὴ κατάληξη τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ἦταν νὰ θεωρηθῆ ὁ πάπας Ρώμης ὡς τὸ ἀλάθητο κριτήριο γιὰ τὴ διατύπωση τοῦ δόγματος καὶ τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, πράγμα ποὺ εἶχε ὡς συνέπεια τὴν προβολὴ τῆς ἀτομικῆς ἐμπειρίας ἔναντι τῆς μαθητείας στὴν ἐμπειρία τῶν πατέρων καὶ ἀποστόλων…ὁδήγησε τὸ λεγόμενο δυτικὸ κόσμο σὲ ἕνα εἶδος στοχαστικῆς θεολογίας, παρόμοιο πρὸς ἐκεῖνο τῶν φιλοσοφικῶν ἀξιωμάτων καὶ τῆς ἱστορικῆς ἔρευνας».
9. Βλ. ΧΡ. ΓIANNAΡΑ, Τὸ πρόσωπο καὶ ο ἒρως, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1992, σελ 265-268.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η προκειμένη εργασία χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος περιγράφεται αρχικά η σημασία της έννοιας της αναλογίας στην αρχαία Ελλάδα, με σκοπό να αποδειχθεί ότι αυτή δεν είναι δυνατό να δώσει βάσεις για το σχηματισμό της αναλογίας του όντος, όπως αντιθέτως νόμιζαν οι Λατίνοι θεολόγοι. Όπως θα δειχθεί στο πρώτο κεφάλαιο, η αναλογία χρησιμοποιήθηκε από τους προσωκρατικούς ως λογική μέθοδος εξαγωγής συμπερασμάτων, προκειμένου να εξηγηθούν με επιστημονικό τρόπο τα φυσικά φαινόμενα, οι νόμοι και οι βαθύτερες αρχές του κόσμου. Στη συνέχεια, θα δούμε ότι ο Πλάτων θεωρούσε πως η αναλογική σχέση ανάμεσα στα ανώτερα και στα κατώτερα είδη γνώσεως θεμελιώνεται στην ύπαρξη της αναλογίας ανάμεσα στα αισθητά και στα νοητά· η αναλογία αποτελεί τον «κάλλιστο» δεσμό, διαμέσου του οποίου γίνεται ο συσχετισμός ανάμεσα στις ιδέες και στα αισθητά. Ακολούθως, θα δειχθεί ότι στον Αριστοτέλη, η αναλογία είναι ένας λογικός τρόπος σύνδεσης των πραγμάτων, ο οποίος χρησιμοποιείται όταν οι υπόλοιπες λογικές διεργασίες αδυνατούν να εξηγήσουν τον τρόπο λειτουργίας των όντων. Η αναλογία αποτελεί επίσης γνωσιολογική προϋπόθεση ώστε τα όντα να συνδέονται σε μία ενότητα παρά τη διαφορετικότητά τους. Τέλος, θα δούμε ότι η αναλογία στη φιλοσοφία του Πλωτίνου δεν είναι μαθηματική-ποσοτική αλλά ποιοτική-υπαρκτική σχέση, η οποία βασίζεται στη μετάδοση του νοητού φωτός από τα ανώτερα επίπεδα του όντος στα κατώτερα· η αναλογία αποτελεί επίσης ένα φιλοσοφικό μέσο κάθαρσης, διαμέσου του οποίου η ψυχή μπορεί να επιστρέψει στο θεό.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, θα διερευνηθούν αρχικά οι θεωρητικές αφετηρίες σχηματισμού του «δόγματος της αναλογίας του όντος». Στη συνέχεια, θα αναφερθούν οι θεμελιωτές του εν λόγω «δόγματος», καθώς και ποια ήταν η σημασία που προσέλαβε στον καθένα από αυτούς, η οποία οδήγησε στην τελική διαμόρφωσή του κατά τον ιδ’ αιώνα. Ακολούθως, θα εξεταστεί η μορφή και το περιεχόμενο της αναλογίας του όντος, μέσα στη θεολογία του σημαντικότερου σχολαστικού θεολόγου, Θωμά του Ακινάτη, με σκοπό να ξεκαθαριστούν οι λόγοι για τους οποίους το «δόγμα» αυτό είναι όντως αιρετικό. Όπως θα γίνει φανερό, σύμφωνα με το Θωμά Ακινάτη, χωρίς την ύπαρξη της αναλογίας ανάμεσα στο Είναι του Θεού και στο είναι των όντων, δε μπορεί να υπάρξει δυνατότητα μετοχής και ένωσης των όντων με το Θεό. Η «analogia entis», στο θεολογικό σύστημα του Ακινάτη, ανάγεται σε μέθοδο αποκαλύψεως του Θεού, διαμέσου των διανοητικών δυνάμεων του ανθρωπίνου λόγου. Όπως θα αποδειχθεί, αποτελεί ένα εργαλείο εξερεύνησης και κατανόησης της θείας ουσίας, όχι μόνο μετά το θάνατο αλλά και σ’ αυτήν ακόμη τη ζωή.
Στο τρίτο κεφάλαιο, θα διερευνηθεί αρχικά κατά πόσον η αναλογία του όντος μπορεί να θεμελιωθεί στη θεολογία του Διονυσίου Αρεοπαγίτη. Όπως θα δούμε, σύμφωνα με το Διονύσιο Αρεοπαγίτη, ενώ η ουσία του Θεού παραμένει παντελώς άγνωστη, οι δυνάμεις του μπορούν να γίνουν γνωστές διαμέσου των θείων παραδειγμάτων, τα οποία υπάρχουν αναλογικά μέσα στα κτιστά όντα. Ο άνθρωπος μπορεί να επιστρέψει στο Θεό και να ενωθεί μαζί του, ανάλογα με την κάθαρση και το φωτισμό που θα πετύχει στη ζωή του. Στη συνέχεια, θα αποδειχθεί ότι οι βυζαντινοί λόγιοι και αντίπαλοι του αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Βαρλαάμ και Γρηγοράς, χρησιμοποιούν στα έργα τους μία ιδιαίτερη μορφή αναλογίας του όντος, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη χρήση της αναλογίας στο έργο του Διονυσίου Αρεοπαγίτη και μοιάζει ως προς το περιεχόμενό της με την αντίστοιχη αναλογία του όντος στη λατινική θεολογία.
Στο δεύτερο και κύριο μέρος της εργασίας, θα προβούμε στη αναίρεση του δόγματος της αναλογίας του όντος, μέσα από τα έργα του αγ. Γρηγορίου Παλαμά.
Στο πρώτο κεφάλαιο, θα δειχθεί πως ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς καταδεικνύει ότι ο Βαρλαάμ χρησιμοποιεί την αναλογία στη θεολογία με λανθασμένο τρόπο, γι’ αυτό και προβαίνει άμεσα στην αναίρεσή της.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, θα μελετηθεί ποια είναι η ορθή χρήση της αναλογίας στη θεολογία, με βάση τα έργα του αγ. Γρηγορίου Παλαμά. Αρχικά, θα αναζητηθεί ποιος είναι ο ρόλος της αναλογίας στη λογική, έτσι όπως αυτή ορίζεται στη θεολογία του αγ. Γρηγορίου Παλαμά. Μέσα από τη μελέτη συγκεκριμένων περιπτώσεων, θα αποδειχθεί ότι η αναλογία χρησιμοποιείται από τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, ως μέθοδος συλλογισμού, η οποία δε στηρίζεται στις διάφορες γνώμες, αλλά στις αυτόδηλες προτάσεις της πίστεως.
Στη συνέχεια, θα ερευνηθεί η σχέση της αναλογίας με την εικόνα, στα πλαίσια της θεολογίας του αγ. Γρηγορίου Παλαμά. Με βάση τα παραδείγματα που παρατίθενται, θα διαπιστωθεί ότι οι αναλογίες ανάμεσα στα θεία και στα ανθρώπινα είναι όλες εικονιστικές, περιγράφουν δηλαδή τη θεία αλήθεια με τον ίδιο τρόπο που η εικόνα παραπέμπει στο πρωτότυπο: αποδίδοντας σ’ αυτό την πρέπουσα τιμή και αξία, καθιστώντας το πιο οικείο, εύληπτο και κατανοητό, χωρίς να παραβιάζεται η απόλυτη διάκριση ανάμεσα στο άκτιστο και στο κτιστό.
Ακολούθως, θα αναζητηθεί ο ρόλος της αναλογίας κατά τη λειτουργία του θεολογικού παραδείγματος, μέσα από τα έργα του αγ. Γρηγορίου Παλαμά. Όπως θα δείξουμε, το θεολογικό παράδειγμα στηρίζεται στην αναλογική σύγκριση εξωτερικών ομοιοτήτων, γι’ αυτό και η χρήση του δεν προϋποθέτει οποιαδήποτε ουσιαστική αντιστοιχία ή αναλογία ανάμεσα στα θεία και στα ανθρώπινα.
Τέλος, θα περιγραφεί ο ρόλος που επιτελεί η αναλογία μέσα στην ίδια τη θεολογία, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά. Όπως θα διαπιστώσουμε, η αναλογία ως νοερή ενέργεια και φυσική οδός κατανόησης των θείων μυστηρίων, αποτελεί μία εμπειρία του κτιστού νου η οποία είναι ολότελα διαφορετική από την υπερφυσική γνώση και την ακατάληπτη ένωση με το Θεό. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να παύσει εντελώς η λειτουργία της, προκειμένου να γίνει ο νους δεκτικός των θεοποιών δωρεών του Αγίου Πνεύματος.
Στα τρία επόμενα κεφάλαια επιχειρείται η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος», μέσα από τρεις διαδοχικές φάσεις. Στην πρώτη, αυτό γίνει μέσα από τη διάκριση ανάμεσα στην ελληνική φιλοσοφία και στη χριστιανική θεολογία. Όπως θα αποδειχθεί, η αναλογία ως μέρος της «απλής» σοφίας έχει θετικό περιεχόμενο διότι γυμνάζει το νου για να κατανοεί τα μυστήρια του Θεού μέσα στον κόσμο. Αποτελεί, ωστόσο, ματαιοπονία μπροστά στη σοφία που προσφέρει στον άνθρωπο η παιδεία του Αγίου Πνεύματος. Είναι ένα απλό φυσικό μέγεθος και όχι δώρο της θείας χάριτος, γι’ αυτό και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέθοδος αποκάλυψης του Θεού.
Στη συνέχεια, θα προβούμε στην αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος», μέσα από τη ριζική διάκριση ανάμεσα στις δύο «αλήθειες». Όπως θα διαπιστωθεί, το είδος της αλήθειας, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, είναι διπλό: άκτιστο και κτιστό. Το δεύτερο είδος ονομάζεται αλήθεια μόνο κατά ομωνυμία. Δεν υπάρχει καμία αναλογία ανάμεσα στα δύο αυτά είδη αλήθειας, διότι είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Στόχος είναι να τονιστεί ότι ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, επιχειρηματολογώντας ενάντια στην εξομοίωση ανάμεσα στις δύο «αλήθειες», αναιρεί ταυτόχρονα τόσο τη «βαρλααμική» όσο και τη «σχολαστική» αναλογία, οι οποίες στηρίζονται στη θεωρία ότι η «φυσική» αλήθεια είναι ενιαία με την «πνευματική» αλήθεια, αφού η διαφορά τους είναι μόνο ποιοτική και όχι ριζική και απόλυτη.
Ακολούθως, θα προχωρήσουμε στην αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος», μέσα από τη θεολογία της κατ’ εικόνα Θεού δημιουργίας του ανθρώπου. Όπως θα αποδειχθεί, η ύπαρξη θείων τύπων και εικόνων του Τριαδικού Θεού μέσα στον άνθρωπο, δεν οδηγεί στην ίδρυση οποιασδήποτε αναλογίας ανάμεσα στην ύπαρξη του Θεού και στην ύπαρξη του ανθρώπου. Αυτό που θα διαπιστωθεί, είναι ότι ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, αναφερόμενος στην ύπαρξη των θείων τύπων και των τριαδικών εικόνων, θεωρεί ότι όταν τις αναγνωρίζει μέσα του ο άνθρωπος μαθαίνει να χρησιμοποιεί τη γνώση του εαυτού του με τέτοιο τρόπο, ώστε να οδηγείται στη μνήμη του Τριαδικού Θεού και στον πόθο για συνάντηση μαζί του.
Τέλος, θα επιδιωχθεί η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» μέσα από τη διδασκαλία του αγ. Γρηγορίου Παλαμά για τους λόγους των όντων. Όπως θα τονίσουμε, τα όντα δεν αποτελούν κτιστές εικόνες των θείων αρχετύπων που υπάρχουν στο νου του Δημιουργού, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που γίνεται αποδεκτό το «δόγμα της αναλογίας του όντος». Τα όντα υπάρχουν σύμφωνα με τα θεία τους παραδείγματα όχι ως ατελείς εικόνες τους, αλλά ως μετέχοντα στη θεία πρόνοια, στη θεία πρόγνωση, στο θείο προορισμό και στο θέλημα του Θεού. Οι λόγοι των όντων υπάρχουν ως θεία θελήματα και δυνάμεις οι οποίες δεν ταυτίζονται με τη θεία ουσία, ούτε είναι αυθυπόστατες. Αντιθέτως, υπάρχουν μέσα στη θεία ουσία, χωρίς να συντελούν με κάποιο τρόπο στην ύπαρξη του Θεού, διότι αυτός είναι ο «υποστάτης» τους.
Το τέταρτο κεφάλαιο αποτελεί τη δεύτερη φάση αναίρεσης του «δόγματος της αναλογίας του όντος». Αρχικά, θα δούμε με ποιο τρόπο μπορεί να αναιρεθεί το «δόγμα της αναλογίας του όντος», μέσα από το μυστήριο της θείας οικονομίας και της θεολογίας. Όπως θα αποδείξουμε, εκείνος που διδάσκει για την Αγία Τριάδα σύμφωνα με τη γνώση που συνάγει μελετώντας τη δημιουργημένη φύση, οδηγείται στην ταύτιση της θεολογίας με τη θεία οικονομία, υποβιβάζοντας έτσι το Θεό στις τάξεις του δημιουργημένου κόσμου. Αντίθετα, εκείνος που διαχωρίζει τη θεία οικονομία από τη θεολογία, αποφεύγει τις πλάνες της αναλογίας, γνωρίζοντας ότι ο τρόπος της δημιουργικής αρχής και της μοναρχίας του Πατρός ο οποίος προσιδιάζει σ’ αυτήν, είναι εντελώς διαφορετικός από τον τρόπο της αρχής και μοναρχίας η οποία είναι επώνυμος της θεογονίας.
Κατόπιν, θα επιδιωχθεί η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος», μέσα από την επιχειρηματολογία του αγ. Γρηγορίου Παλαμά ενάντια στο «filioque». Αυτό που θα διαπιστωθεί είναι ότι ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς δεν αφήνει περιθώριο για ύπαρξη μίας μέσης οδού ανάμεσα στην ομωνυμία και τη συνωνυμία, η οποία να δικαιολογεί τη σύναψη των δύο υποστατικών αρχών σε μία, όπως φαντάζονται οι Λατίνοι χρησιμοποιώντας αυθαίρετα την έννοια της analogia entis. Θα αποδειχθεί έτσι ότι η αξίωση των Λατίνων να εξηγήσουν την απόδοση μίας «υποστατικής» ιδιότητας σε δύο διαφορετικά πρόσωπα, με βάση την αρχή της «αναλογίας των ιδιοτήτων», είναι εντελώς εσφαλμένη και αιρετική.
Τέλος, θα επιχειρηθεί η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» μέσα από τη θεολογία της διακρίσεως ανάμεσα στη θεία ουσία και στις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Όπως θα αποδειχθεί με βάση τα παρατιθέμενα παραδείγματα, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, διαμέσου της πιο πάνω διακρίσεως καταφέρνει να αποφύγει την εξομοίωση ανάμεσα στα «ὑπὲρ φύσιν» και στα «κατὰ φύσιν», απορρίπτοντας έτσι την ύπαρξη φυσικής ομοιότητας ή αναλογίας ανάμεσα στα άκτιστα και στα κτιστά. Χωρίς να διασπά τη θεία απλότητα, η διάκριση ανάμεσα στην ουσία και στις ενέργειες του Θεού προφυλάσσει από το «δόγμα» της αναλογίας ανάμεσα στα κτιστά όντα και στα θεία τους αρχέτυπα μέσα στο νου του Θεού, καθώς και από το «δόγμα» της αναλογίας ανάμεσα στις κτιστές θείες ενέργειες και στις άκτιστες θείες ενέργειες, οι οποίες είναι ταυτόσημες με τη θεία ουσία.
Στο πέμπτο κεφάλαιο, το οποίο στην παρούσα εργασία αποτελεί την τρίτη και τελευταία φάση αναίρεσης του «δόγματος της αναλογίας του όντος», προβαίνουμε στο εν λόγω εγχείρημα κατά πρώτο λόγο διαμέσου της θεολογίας του αγ. Γρηγορίου Παλαμά περί του ακτίστου φωτός. Όπως θα δείξουμε, η απουσία οποιασδήποτε ομοιότητας ή αναλογίας ανάμεσα στο κτιστό και στο άκτιστο φως είναι ο λόγος για τον οποίο απαιτείται η παρουσία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, για την ολοκληρωτική ανάπλαση και αναγέννηση του ανθρώπου. Αντίθετα προς όσα ορίζει το «δόγμα της αναλογίας του όντος», ο δρόμος προς το όρος της μεταμορφώσεως, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, ξεκινά πρώτα από την εκούσια απόσπαση του νου και των αισθήσεων από κάθε αισθητή ή νοητή αναλογία του Θεού προς τον κόσμο. Εξαρτάται μόνο από την «αναλογία τῆς θεαρέστου πράξεως» η οποία αποτελεί το μέτρο της αποχής του νου από όλα τα άλλα (είτε αισθητά είτε νοητά), της προσοχής του κατά την προσευχή, καθώς και της ολοκληρωτικής στροφής της ψυχής προς το Θεό.
Κατά δεύτερο λόγο, θα επιχειρηθεί η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» μέσα από τη διδασκαλία του αγ. Γρηγορίου Παλαμά περί θεολογικού συμβολισμού. Όπως θα αποδειχθεί, η αναλογική και αναγωγική ιδιότητα του θεολογικού συμβόλου, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, επιτελεί τρεις διαφορετικές λειτουργίες, οι οποίες είναι αναιρετικές του «δόγματος της αναλογίας του όντος»: (α) διαχωρίζει απόλυτα ανάμεσα στην φύση του αισθητού συμβόλου και τους πνευματικώς συμβολιζόμενου (ομωνυμία), (β) ανάγει εικονιστικά και παραπεμπτικά από το αισθητό σύμβολο προς το συμβολιζόμενο (εικονισμός), (γ) διαφυλάσσει την ουσιαστική και πραγματική υπόσταση τόσο του αισθητού συμβόλου όσο και του πνευματικώς συμβολιζομένου (διπλή αλήθεια).
Εν τέλει, θα ολοκληρωθεί η προσπάθεια αναίρεσης του «δόγματος της αναλογίας του όντος», μέσα από τη θεολογία του αγ. Γρηγορίου Παλαμά περί προσευχής και θείας ενώσεως. Όπως θα δούμε, το σώμα γίνεται κι αυτό θεός μαζί με τη ψυχή, ανάλογα με το βαθμό στον οποίο μετέχει στη θεοποιό δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Η ένωση με το Θεό, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, δεν τελείται έμμεσα, αναλογικά ή ιεραρχικά, αλλά είναι άμεση και αυτοφανής. Το είδος, ο τρόπος και το μέτρο κάθε μυστικής θεωρίας η οποία προέρχεται από το Θεό, είναι ανάλογο αφενός προς τα μέτρα της δυνάμεως και της πνευματικής ωριμότητας του αποδέκτη της, αφετέρου προς την αιτία και το σκοπό τον οποίο υπηρετεί. Η φύση της ενέργειας, ωστόσο, και της χάριτος που παρέχεται, παραμένει εντελώς άλλης τάξεως, χωρίς να έχει καμιά ομοιότητα ή αναλογία με την κτιστή φύση προς την οποία μεταδίδεται.
Στο έκτο και τελευταίο κεφάλαιο της εργασίας, ακολουθώντας τη θεολογία του αγ. Γρηγορίου Παλαμά, θα προβληθεί στη θέση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» η Παναγία Θεοτόκος, ως το μοναδικό μεθόριο μεταξύ κτιστής και ακτίστου φύσεως, καθώς και το μόνο αληθινό πρότυπο της θεώσεως. Όπως θα τονίσουμε, η «αναλογία της εκάστου καθαρότητας» αποτελεί μία βιωματική κατάσταση πίστεως στο Θεό, κατά την οποία η Θεοτόκος γίνεται η αιτία ώστε να ενοικήσει στον άνθρωπο όλος ο πλούτος της θεότητας. Εν κατακλείδι, η παρούσα μελέτη θα δείξει ότι η «στοχαστική αναλογία» την οποία προβάλλουν οι αντίπαλοι των ησυχαστών, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά δεν οδηγεί στην κάθαρση της καρδιάς, αλλά σ’ αυτήν οδηγεί μόνο η ιερή ησυχία, της οποίας σαφή απόδειξη και επισφράγιση αποτελεί η Παναγία Θεοτόκος.
Συνεχίζεται
ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑΛΗΞΑΜΕ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ, ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΟΣΜΙΚΟ ΦΡΟΝΗΜΑ.
Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΜΕΤΑΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΟΠΩΣ ΘΑ ΔΟΥΜΕ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΗΣ ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΘΩΜΙΣΤΙΚΗΣ ΨΕΥΔΟΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ ΣΑΝ ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ, ΑΡΧΗΣ ΓΕΝΟΜΕΝΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΝΤ, ΜΕ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΗ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΜΗ ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΠΠΕΡ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου