Συνέχεια από Πέμπτη, 9 Φεβρουαρίου 2023
HANS URS VON BALTHASAR
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
Τρίτος Τόμος
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
Johannes Verlag, 1987
4. ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
6. ΠΝΕΥΜΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ(( Το Πνεύμα όπου ΘΕΛΩ πνει… )) ( 3η συνέχεια )
Στο σημείο αυτό «αναλαμβάνει το Πνεύμα την ασθένειά μας» και «αναστενάζει δίχως λόγια για εμάς». Εφ’ όσον έχουμε όμως μόνον επ’ ελπίδι («τή ελπίδι») «σωθή», δεν μπορούμε να δούμε ακόμα στην πραγματικότητα το άπειρο και υπέρμετρο αγαθό, για το οποίο είμαστε προορισμένοι. Το Πνεύμα μεταβάλλει ωστόσο εκ των ένδον αυτόν τον φτωχόν σε ελπίδα και ανεπαρκή αναστεναγμό σε επαρκή, του δίνει, αναλαμβάνοντάς τον, τη δύναμη να γίνη μια «κατάλληλη» – χριστολογικά – παράκληση, και ο Πατέρας, που αντιλαμβάνεται το «φρόνημα» του Πνεύματος σε εμάς, αναγνωρίζει το ανάλογο περιεχόμενο αυτής τής «αναστενάζουσας» προσευχής και μπορεί να την εισακούση (( !!! )) . Για να επιτευχθή έτσι η «εισακοή»: «Επειδή γνωρίζουμε ότι ο Θεός ενεργεί κάθε αγαθό σε κείνους που τον αγαπούν». Κάτι το πολύ σημαντικό, καθώς μάς παραπέμπει στην ανεπάρκεια της συμ-πόνοιάς μας προς τον Χριστό, αλλά και στον μεγάλο, βουβό πόνο τής υποταχθείσης στη ματαιότητα Δημιουργίας, που «πάσχοντας αδημονεί»: πρέπει να αναλάβουμε αυτόν τον διπλό πόνο, για να αποβούν όλα όσα κάνουμε «εις αγαθόν». Για να «ενεργοποιήση» λοιπόν το Πνεύμα την προσευχή μας στον Θεό, πρέπει κι εμείς να γίνουμε αλληλέγγυοι στον πόνο τής Δημιουργίας και στον πόνο τού Χριστού για τη Δημιουργία (( !!! )) . Κάθε τι το ιδιωτικό στην αναζήτηση της σωτηρίας «υπερβαίνεται» μέσω τού Πνεύματος.
Mε όσα ειπώθηκαν παραπάνω, δεν έχουν ωστόσο ειπωθή ακόμα όλα! Δεν πρόκειται δηλ. για το ότι «αφήνουμε» απλώς την επιτυχία τής προσπάθειάς μας στο Πνεύμα, συμβιβαζόμενοι με τη δική μας ανεπαρκή ασθένεια. Συμπληρώνει εδώ η προς Κορινθίους Α’ Επιστολή, 14 τα ελλείποντα, καθώς ο Παύλος επιμένει στο ότι ο ακατανόητος λόγος τού Πνεύματος («γλωσσολαλιά») μετασχηματίζεται μέσω μιας κατανοητής σε όλους εξήγησης («προφητείας») σε κοινό όφελος, και στο ότι «ο προφήτης είναι», από την άποψη αυτού που είναι καλό για την Εκκλησία, «σημαντικότερος απ’ τον γλωσσολαλούντα» (Α’ Κορ. 14, 5). Κάτι που ισχύει όχι μόνον ως προς την ωφέλεια της κοινότητας, αλλά ακόμα και για τον ίδιον τον προσευχόμενο, γιατί αν προσεύχομαι απλώς εν Πνεύματι, «μένει και ο νους μου άκαρπος» (14, 14). Οι «εκστάσεις» μπορούν μεν να είναι καρποφόρες για το ανθρώπινο πνεύμα, που βυθίζεται τότε σε βάθη προσευχής τα οποία δεν θα είχε ποτέ υποψιαστή στην καθημερινότητά του, αλλά αυτά τα βάθη πρέπει να αποβούν καρποφόρα και για την πρακτική, αποστολική του ζωή. «Ο νους» πρέπει να συμμετέχη δηλ. κι αυτός. «Θέλω να προσεύχομαι με το πνεύμα, θέλω όμως να προσεύχομαι και με τον νου» (14, 15). «Το Πνεύμα, το οποίο χρειάζεται την “αποκλειστικότητά” του, δεν μπορεί να παραιτηθή βέβαια απ’ τον “νου” (( Verstand, που σημαίνει επίσης κρίση, έννοια, λογική… )) . Η “γέφυρα” βρίσκεται (εν προκειμένω) στη θέληση του ανθρώπου, που υποτάσσεται εν τη πίστει στη θέληση ή το θέλημα του Θεού, καθιστώντας και την ανθρώπινη θέληση ευέλικτη και “ευάγωγη”. O άνθρωπος είναι ικανός να “εξασφαλίση” με την υπακοή του ακόμα και τη χρησιμότητα του νοός του για το Άγιο Πνεύμα, τόσο πολύ, ώστε η καθαρή “έκσταση” (( Kontemplation, που σημαίνει επίσης σκέψη και μελέτη… )) να “εγγυάται” με την υπακοή (και) τη δυνατότητα της δράσης, καθιστάμενη έτσι πλήρως αυτό, το οποίο θέλει ο Θεός: ένα κοινό για όλους αγαθό… Ο άνθρωπος οφείλει να προσεύχεται, μέχρι ο νους (του) να αναληφθή (να “αρπαχθή”) κατά τέτοιον τρόπο απ’ το Πνεύμα, ώστε να το ακολουθή σαν ένας δίδυμος αδελφός προς τα εκεί όπου το Πνεύμα (το) απαιτεί» (A. von Speyr, 1956). Εξ αυτού μπορεί να εξαχθή μια εντελώς επίκαιρη, απ’ τη μια, συνέπεια για τον «λόγο» ενός «μυστικού» στην Εκκλησία: μπορεί δηλ. να ισχύη, «ότι ο Θεός μιλά μέσα από έναν προσευχόμενον σε μια “γλώσσα” στην Εκκλησία, που δεν κατανοείται από την Εκκλησία τής εποχής του, που η Εκκλησία δεν θέλει, ίσως και δεν μπορεί να την αποδεχθή. Αυτό που “λέγεται” θα πρέπη (οπωσδήποτε) να ερμηνευθή» (ό.π.). Κάτι που είναι όμως και για τον ίδιον τον «μυστικό» (απολύτως) επίκαιρο: «Στην ερμηνεία ή την εξήγηση δωρίζεται η πληρότητα του Θεού· η θέα και το φως του Θεού κατακλύζουν με τέτοιον τρόπο τον άνθρωπο, ώστε να ξεχνά τον εαυτό του. Αν όμως τη στιγμή που μιλά με τον Θεό πάρη μαζί και τον εαυτό του, μεταφυτεύοντας τα πράγματα στο λογικό (ή νοητό) του Εγώ, χωρίς να θελήση να ελαττώση γι’ αυτόν τον λόγο το Πνεύμα, τότε αποκτά και ο νους και η λογική του συμμετοχή στο Πνεύμα» (ό.π.) (( !!! )) . Αν το παραλείψη αυτό, τότε δεν θα μπορέση να εκπληρώση κατάλληλα και να μεταβιβάση περαιτέρω τις «ενοράσεις» και τις εντολές που περιέχονται στο Πνεύμα. Γιατί και ο «μυστικός» δεν είναι χριστιανικά ποτέ ένας «απομονωμένος»· η επιδιωκόμενη εδώ ενότητα προσευχής εν Πνεύματι («γλωσσολαλιά») και προσευχής εν τω νοḯ («προφητεία») ανήκει στη συνάφεια των «χαρισμάτων», τα οποία «οφείλουν» να είναι καρποφόρα για την Εκκλησία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. «Στον καθέναν δίδεται η αποκάλυψη του Πνεύματος προς όφελος (της Εκκλησίας)» (Α’ Κορ. 12, 7) (( Α’ Κορ. 12, 4-11: «Διαιρέσεις δέ χαρισμάτων εισί, τό δέ αυτό Πνεύμα· καί διαιρέσεις διακονιών εισι, καί ο αυτός Κύριος· καί διαιρέσεις ενεργημάτων εισίν, ο δέ αυτός εστι Θεός, ο ενεργών τά πάντα εν πάσιν. Εκάστω δέ δίδοται η φανέρωσις τού Πνεύματος πρός τό συμφέρον. ώ μέν γάρ διά τού Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας, άλλω δέ λόγος γνώσεως κατά τό αυτό Πνεύμα, ετέρω δέ πίστις εν τώ αυτώ Πνεύματι, άλλω δέ χαρίσματα ιαμάτων εν τώ αυτώ Πνεύματι, άλλω δέ ενεργήματα δυνάμεων, άλλω δέ προφητεία, άλλω δέ διακρίσεις πνευμάτων, ετέρω δέ γένη γλωσσών, άλλω δέ ερμηνεία γλωσσών· πάντα δέ ταύτα ενεργεί τό έν καί τό αυτό Πνεύμα, διαιρούν ιδία εκάστω καθώς βούλεται» … )) . Το δε όφελος μπορεί να είναι καθαρά εσωτερικό, όταν παρέχεται χάρη προς προσευχή, που φτάνει να ωφελήση μέσα από απροσδιορίστους οδούς την Εκκλησία (όπως το μαρτυρεί η Τερέζα τού Lisieux), μπορεί όμως να αποστέλλεται και ως προερχόμενη από τον Θεό σοφία στην (ίδια την) Εκκλησία (όπως μπορούμε να το δούμε στην Κατερίνα τής Σιέννα) ((Είναι εμφανής, νομίζουμε, και εδώ η προσπάθεια για μιαν «αυτονομημένη» και «ενυπάρχουσα», θεσμική Εκκλησία… )) .
Όπως το έχουμε όμως ήδη πη με αφορμή τη «θεολογία»: ακόμα και ο «λογικώτερος» λόγος περί «θεϊκού» στην Εκκλησία μπορεί να καρποφορήση μόνον όταν προέρχεται από προσευχή ή από τη «σφαίρα» – που είναι το ίδιο πράγμα – τού Αγίου Πνεύματος (( Η αίρεση περί «τρίτης εποχής, του Αγίου Πνεύματος» δεν εγκαταλείπεται, όπως βλέπουμε, ποτέ… Το ζητούμενο είναι να «εγκαταλειφθή» ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και όλη η διδασκαλία Του περί μετανοίας και σωτηρίας τών ψυχών μας… Η Δύση είναι πράγματι αμετάθετη! … )) .
( συνεχίζεται, με το επόμενο υπο-κεφάλαιο περί «Συγχωρήσεως» )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου