Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (85)

Συνέχεια από Δευτέρα, 14 Νοεμβρίου 2022

                                 
                                                   HANS URS VON BALTHASAR
                                                     ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
                                                                   Τρίτος Τόμος

                            ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)

(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
Johannes Verlag, 1987


                                                             4. ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ


6. ΠΝΕΥΜΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ
(( Το Πνεύμα όπου ΘΕΛΩ πνει… )) ( 2η συνέχεια )

Η έκφραση «Πνεύμα υποκειμενικό» πρέπει να κατανοηθή σύμφωνα με όσα περιεγράφησαν μέχρις εδώ. Σύμφωνα με τα οποία, υποκείμενο και αντικείμενο δεν αποτελούν ξεχωριστές στη θεολογία περί Αγίου Πνεύματος «σφαίρες», αλλά τη διπλή όψη τής μιας και αδιαχώριστης «προσωπικότητάς» του

Εφ’ όσον ο Χριστός είναι «η αλήθεια», «εισακούεται πάντοτε» στις προσευχές του από τον Πατέρα (Ιωάν. 11, 42), κι επειδή το γνωρίζει αυτό (( ! )) , ευχαριστεί σαφώς στις προσευχές του γι’ αυτήν την «εισακοή» (ό.π. 41). Και στην προσευχή, την οποίαν λαμβάνει από τη δική του προσευχή, για να την προσφέρη σε μας, γνωρίζει επίσης επακριβώς, για ποιο πράγμα παρακαλεί, καθώς καθικετεύει τον Πατέρα, «να αγιασθή το όνομά του», «να έλθη η βασιλεία του», «να πληρωθή το θέλημά του στη γη όπως και στον ουρανό» (( Ο Χριστός είναι γι’ αυτούς μόνον άνθρωπος, και όχι Θεάνθρωπος, κι έτσι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν με τα ανθρώπινά τους μέσα – απάνθρωπα στην πραγματικότητα – στην «Εκκλησία τού Αγίου Πνεύματος» που λατρεύουν… )) . Το «φρόνημα» μάλιστα αυτού τού περιεχομένου υπάρχει ήδη στην «ενατένισή» του, πριν να το διατυπώση ως παράκληση. Παρακαλεί δηλ. γι’ αυτό το οποίο έχει ήδη ο Πατήρ στην καρδιά του, και γι’ αυτόν τον λόγο το έχει εξίσου και ο Υιός. Μια τέτοια προσευχή (που δεν αποτελεί κατά κανέναν τρόπο ταυτολογία) είναι μια μετά βεβαιότητος (αλάνθαστα!) εισακουόμενη προσευχή. Και σ’ αυτήν μάς δίνει την εντολή να «ανυψωθούμε». Την ονομάζει προσευχή «στο όνομά μου»· κι ότι θα είναι, όταν ο Υιός θα είναι στον Πατέρα, το ίδιο σαν να την εκφέρη «αλάνθαστα» ο Υιός (Ιωάν. 14, 14) ή σαν την παρέχη (επίσης) «αλάνθαστα» ο Πατήρ (ό.π. 15, 7· Ματθ. 18, 19). Προσευχή στο όνομα του Ιησού σημαίνει να παρακαλάς στο (με το) δικό του Πνεύμα, τη δική του «λατρεία» και τη δική του ευχαριστία, κι αυτή η προσευχή «εισακούεται πάντα». Και όχι εκ των υστέρων ή συμπληρωματικά, αλλά σε – τριαδική – συγκυρία: «Γι’ αυτό και σας λέω, πως όλα όσα θα προσευχηθήτε και θα παρακαλέσετε, να πιστεύετε πως τα έχετε (ήδη;) λάβει, και θα σας χορηγηθούν» (Μάρκ. 11, 24). «Εμπιστευόμαστε στον Θεό ότι, όταν παρακαλούμε για κάτι σύμφωνο προς το θέλημά του, μας εισακούει. Κι όταν γνωρίζουμε, ότι μας ακούει σε όλα για τα οποία τον παρακαλάμε, γνωρίζουμε (επίσης) ότι έχουμε αυτό για το οποίο τον παρακαλέσαμε» (Α’ Ιωάν. 5, 14-15) (( Α’ Ιωάν. 5, 13 κ.ε.: «Ταύτα έγραψα υμίν τοίς πιστεύουσιν εις τό όνομα τού υιού τού Θεού, ίνα ειδήτε ότι ζωήν αιώνιον έχετε, καί ίνα πιστεύητε εις τό όνομα τού υιού τού Θεού. καί αύτη εστίν η παρρησία ήν έχομεν πρός αυτόν, ότι εάν τι αιτώμεθα κατά τό θέλημα αυτού, ακούει ημών. καί εάν οίδαμεν ότι ακούει ημών ό άν αιτώμεθα, οίδαμεν ότι έχομεν τά αιτήματα ά ητήκαμεν παρ’ αυτού…»)). Υπάρχει μάλιστα μια άπειρη αύξηση απ’ τη δική μας «εισακοή» στην παράκληση των παιδιών μας, στην «εισακοή» τού Πατρός: «Πόσο πολύ περισσότερο δεν θα δώση ο δικός σας ουράνιος Πατέρας τα αγαθά σε κείνους που τον παρακαλούν» (Ματθ. 7, 11)· στον δε Λουκά, τα «αγαθά» ή το «αγαθό» αυτό είναι «το ‘Αγιο Πνεύμα» (11, 13), το οποίο ήδη κατέχουμε (βέβαια) ως χριστιανοί (( ; )), μας παρέχεται όμως με τέτοιον (επιπλέον;) τρόπο, ώστε η προσευχητική συνομιλία μας με τον Πατέρα εν Χριστώ Ιησού να γίνεται «αλάνθαστη» (( Γράφει, για την ακρίβεια, ο Ευαγγελιστής Λουκάς: «…ει ούν υμείς, υπάρχοντες πονηροί, οίδατε δόματα αγαθά διδόναι τοίς τέκνοις υμών, πόσω μάλλον ο πατήρ ο εξ ουρανού δώσει πνεύμα αγαθόν τοίς αιτούσιν αυτόν;» - Πάλι (και πολλάκις…) συγχέεται εδώ το «πνεύμα αγαθόν» με το Άγιο Πνεύμα, οδηγώντας σε απαράδεκτες παρερμηνείες… )) .

Ο προσευχόμενος γνωρίζει βέβαια, ότι δεν «φτάνει» (η δική του προσευχή) το επαρκές «φρόνημα» και την παράκληση του Υιού, και καθίσταται σημαντική η διδασκαλία τής προς Ρωμαίους επιστολής 8, 17-30, και για άλλη μια φορά ο ρόλος τού Αγίου Πνεύματος στην προσευχή μας. Στο χωρίο αυτό γίνεται λόγος για μια διπλή, και στην πραγματικότητα τριπλή ανεπάρκεια. Στην αρχή μάς βεβαιώνει το Πνεύμα, ότι είμαστε παιδιά τού Θεού, και γι’ αυτό και συγκληρονόμοι Χριστού, «αν βέβαια συμπάσχουμε» (( … «είπερ συμπάσχομεν ίνα και συνδοξασθώμεν» … )) . Συμπάσχουμε όμως πραγματικά επαρκώς; Μετά γίνεται λόγος για το ότι η Δημιουργία υποτάχθηκε, λόγω τής ανθρώπινης ενοχής, στη «ματαιότητα», κι ότι «μέχρι τώρα ομόφωνα (;) συστενάζει και συνωδίνει», «περιμένοντας με λαχτάρα και πόθο τη φανέρωση των υιών τού Θεού» (( … «τή γαρ ματαιότητι η κτίσις υπετάγη, ουχ εκούσα, αλλά διά τόν υποτάξαντα, επ’ ελπίδι ότι καί αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από τής δουλείας τής φθοράς εις τήν ελευθερίαν τής δόξης τών τέκνων τού Θεού» … )) . Μήπως δεν ανήκουμε όμως κι εμείς σ’ αυτήν τη Δημιουργία που θρηνεί και στενάζει στη ματαιότητά της, και δεν μπορεί να λυτρωθή από μόνη της; Και δεν είμαστε εμείς τελικά αυτό το οποίο προσμένει η Δημιουργία, το (ότι πρέπει) να φανερωθούμε δηλ. στην υποσχεθείσα δόξα και μεγαλοπρέπεια του καινούργιου κόσμου (( !! )) , συμπαρασύροντας τον κόσμο αυτόν που συστενάζει στη μεγαλοπρέπεια που κι αυτός προσδοκά; (( Όμως: «Η Βασιλεία μου δεν είναι εκ του κόσμου τούτου», λέει ο Χριστός… )) Παρ’ όλο όμως που διαθέτουμε (κεκτήμεθα) τον αρραβώνα τού Πνεύματος, στενάζουμε τελικά κι εμείς, «γιατί δεν ξεύρουμε πώς πρέπει και πώς αρμόζει να προσευχόμαστε» (8, 26). Ο Χριστός γνώριζε (ασφαλώς), ποιο είναι το «όνομα», το «βασίλειο» και το «θέλημα» του Πατρός, το γνωρίζουμε όμως κι εμείς; Αλλά ακόμα κι αν το γνωρίζαμε, θα το θέλαμε άραγες κι εμείς και θα παρακαλούσαμε «όπως ταιριάζει»; Παρακαλούμε ίσως για δικά μας πράγματα, τα παρακαλούμε όμως για ολόκληρη τη συστενάζουσα στη ματαιότητά της Δημιουργία, με την οποίαν και είμαστε αναντίρρητα αλληλέγγυοι; Και δεν εννοούμε μόνο τούς τυφλούς και κουφούς ανθρώπους, αλλά και τον «υπανθρώπινο» κόσμο, που κι αυτός επιθυμεί αυτό που δεν μπορεί να διαβλέψη (γι’ αυτό και δεν γίνεται για την «ελπίδα», αλλά για την «αποκαραδοκία», μιαν απροσδιόριστη αναμονή, ο λόγος), και με τον οποίον είμαστε, ως αυτό που εκείνος περιμένει, εσώτατα αλληλέγγυοι. Περιμένουμε όμως κι εμείς ένα «ελπιζόμενο αγαθό» (αυτό σημαίνει εδώ η λέξη «ελπίδα»), το οποίο δεν μπορούμε να το «χαρακτηρίσουμε» (( ! )) . Και δεν μπορούμε έτσι να ξεφύγουμε απ’ τον γενικό θρήνο και στεναγμό τής Δημιουργίας (( Δεν ήρθε, δεν ενσαρκώθηκε ο Κύριος; Είμαστε σε αναμονή; … )) . Η αναμονή αυτή τής Δημιουργίας έχει μια συγκεκριμένη ασφαλώς κατεύθυνση, γιατί δεν θα υπήρχε αλλιώς η συνείδηση πάνω απ’ τη Δημιουργία, της υποδουλώσεως σ’ έναν παρά τη θέλησή της εξαναγκασμό, δεν θα υπήρχε καμμιά «ελπίδα» σ’ αυτήν, και δεν θα αισθανόταν καμμιάν «ωδίνη τοκετού», που υποδηλώνει μιαν απελευθέρωση. Κι αυτή όμως η ελπίδα δεν γνωρίζει, όπως τονίζει «αδυσώπητα» ο Παύλος, το αγαθό το οποίο ελπίζει· κι εμείς επίσης, οι στενάζοντες υιοί τού Θεού, δεν μπορούμε να το περιγράψουμε, και δεν μας απομένει παρά μια αναμονή εν υπομονή. Γι’ αυτό και πρέπει εδώ άλλη μια φορά να αναρωτηθούμε: περιμένουμε με τη σωστή υπομονή, που πρέπει να είναι η συμμετοχή μας στα πάθη τού Χριστού;

( συνεχίζεται )

 

τὸ γὰρ φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος, τὸ δὲ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη· διότι τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς Θεόν·

Ρωμ. 8,6                   Αι σκέψεις, τα φρονήματα και αι επιθυμίαι της σαρκός προκαλούν τον πνευματικόν θάνατον. Το δε φρόνημα, που υπαγορεύει το Πνεύμα το Αγιον και η αγία κατάστασις που δημιουργεί, οδηγεί εις την αληθινήν ζωήν και ειρήνην. Διότι η σαρκική κατάστασις και επιθυμία είναι εχθρά στον Θεόν και φέρει τον θάνατον.

Ρωμ. 8,7            τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται· οὐδὲ γὰρ δύναται·

Ρωμ. 8,7                    Εις τον Νομον του Θεού δεν υποτάσσεται ο σαρκικός άνθρωπος και ούτε έχει την δύναμιν να υποταχθή.

Ρωμ. 8,8            οἱ δὲ ἐν σαρκὶ ὄντες Θεῷ ἀρέσαι οὐ δύνανται.

Ρωμ. 8,8                   Οσοι δε ζουν κατά σάρκα και πορεύονται κατά τας επιθυμίας της σαρκός, δεν ημπορούν να αρέσουν και να ευαρεστήσουν στον Θεόν.

Ρωμ. 8,9            ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐστὲ ἐν σαρκί, ἀλλ᾿ ἐν πνεύματι, εἴπερ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν. εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὐκ ἔστιν αὐτοῦ.

Ρωμ. 8,9                   Σεις όμως δεν είσθε πλέον δούλοι της σαρκός, αλλ' ευρίσκεσθε υπό την καθοδήγησιν του πνεύματος σας, που έχει φωτισθή και αναγεννηθή από την χάριν του Αγίου Πνεύματος, εάν βέβαια κατοική έντος υμών το Πνεύμα του Θεού. Εάν δε κανείς δεν έχη μέσα του Πνεύμα Χριστού, αυτός δεν είναι άνθρωπος του Χριστού.

Ρωμ. 8,10          εἰ δὲ Χριστὸς ἐν ὑμῖν, τὸ μὲν σῶμα νεκρὸν δι᾿ ἁμαρτίαν, τὸ δὲ πνεῦμα ζωὴ διὰ δικαιοσύνην.

Ρωμ. 8,10                  Εάν δε κατοική ο Χριστός μέσα σας, τότε έστω και αν το σώμα σας υπόκειται στον θάνατον εξ αιτίας της αμαρτίας, το πνεύμα σας όμως έχει ζωήν αιωνίαν χάρις εις την δικαίωσιν, που ελάβατε από τον Χριστόν.

Ρωμ. 8,11          εἰ δὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ ἐγείραντος Ἰησοῦν ἐκ νεκρῶν οἰκεῖ ἐν ὑμῖν, ὁ ἐγείρας τὸν Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ζωοποιήσει καὶ τὰ θνητὰ σώματα ὑμῶν διὰ τὸ ἐνοικοῦν αὐτοῦ Πνεῦμα ἐν ὑμῖν.

Ρωμ. 8,11                  Εάν δε το Πνεύμα του Θεού, που ανέστησε εκ νεκρών τον Ιησούν, κατοική μέσα σας, τότε αυτός που ανέστησε τον Χριστόν θα ζωοποιήση και τα θνητά σώματα σας ένεκα του Πνεύματός του, που κατοικεί μέσα σας.

Ρωμ. 8,12          Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, ὀφειλέται ἐσμὲν οὐ τῇ σαρκὶ τοῦ κατὰ σάρκα ζῆν·

Ρωμ. 8,12                  Αρα, λοιπόν, αδελφοί, αφού τέτοιες ευεργεσίες ελάβομεν και τέτοιες δωρεές ετοιμάζονται δι' ημάς, δεν έχομεν υποχρέωσιν εις την σάρκα, να ζώμεν κατά τας επιθυμίας της σαρκός (αλλά στο Πνεύμα, να ζώμεν κατάς υπαγορεύσστου Πνεύματος).

Ρωμ. 8,13          εἰ γὰρ κατὰ σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνήσκειν· εἰ δὲ Πνεύματι τὰς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦτε, ζήσεσθε.

Ρωμ. 8,13                  Διότι, εάν ζήτε κατά τας επιθυμίας της σαρκός, μέλλετε να αποθάνετε τον αιώνιον θάνατον. Εάν όμως, με τας πνευματικάς δυνάμεις που χαρίζει το Πνεύμα, αποστρέφεσθε και νεκρώνετε τας κακάς πράξστου σώματος, θα ζήσετε αιωνίως πλησίον του Θεού.

Ρωμ. 8,14          ὅσοι γὰρ Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοί εἰσιν υἱοὶ Θεοῦ.

Ρωμ. 8,14                  Διότι, όσοι οδηγούνται και κατευθύνονται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι οι πραγματικοί υιοί του Θεού.

Ρωμ. 8,15          οὐ γὰρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ᾿ ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ.

Ρωμ. 8,15                  Σεις δε, όταν επιστεύσατε και εβαπτίσθητε, δεν ελάβετε ψυχικήν κατάστασιν και φρονήματα δουλείας, δια να περιπέσετε πάλιν εις φόβον, αλλ' ελάβετε από το Πνεύμα το Αγιον ψυχικήν κατάστασιν και φρονήματα υιών του Θεού κατά χάριν, ώστε χάρις εις αυτά να φωνάζωμεν με θάρρος προς τον Θεόν; Αββά ο Πατήρ!

Ρωμ. 8,16          αὐτὸ τὸ Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἡμῶν ὅτι ἐσμὲν τέκνα Θεοῦ.

Ρωμ. 8,16                  Αυτό δε το Αγιον Πνεύμα μαρτυρεί και επιβεβαιώνει μαζή με το ιδικόν μας πνεύμα ότι είμεθα τέκνα του Θεού.

Ρωμ. 8,17          εἰ δὲ τέκνα, καὶ κληρονόμοι, κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ, εἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν.

Ρωμ. 8,17                  Εάν δε είμαθα τέκνα, κατά λογικήν συνέπειαν είμεθα και κληρονόμοι· κληρονόμοι μεν του Θεού, που είναι πατέρας μας, συγκληρονόμοι δε μαζή με τον Χριστόν, που είναι πρωτότοκος αδελφός μας. Αποκτώμεν δε αυτά τα δικαιώματα, εάν βεβαίως πάσχωμεν και ταλαιπωρούμεθα μαζή με τον Χριστόν δια να δοξασθώμεν έτσι μαζή του.

Ρωμ. 8,18          Λογίζομαι γὰρ ὅτι οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς.

Ρωμ. 8,18                  Φρονώ δε, και είναι απολύτως λογική η σκέψις μου, ότι τα όσα υποφέρομεν κατά το διάστημα της παρούσης ζωής δεν είναι άξια κατά κανένα τρόπον να συγκριθούν προς την δόξαν, η οποία μέλλει να αποκαλυφθή και δοθή εις ημάς.

Ρωμ. 8,19          ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται.

Ρωμ. 8,19                  Και αυτή ακόμη η άψυχος κτίσις ευρίσκεται εις συνεχή έντονον αναμονήν, περιμένουσα με πόθον την ένδοξον φανέρωσιν των τέκνων του Θεού.

Ρωμ. 8,20          τῇ γὰρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα, ἐπ᾿ ἐλπίδι

Ρωμ. 8,20                 Διότι και η κτίσις έχει υποδουλωθή εις την φθοράν όχι βέβαια με την θέλησίν της, αλλά από τον Θεόν, ο οποίος την υπέταξεν εις την φθοράν (μετά την πτώσιν του ανθρώπου) με την ελπίδα όμως της απαλλαγής.

Ρωμ. 8,21          ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ.

Ρωμ. 8,21                  Η βεβαία δε ελπίς είναι ότι και αυτή η κτίσις θα ελευθερωθή από τον ζυγόν της φθοράς και του θανάτου και άφθαρτος πλέον θα λάβη μέρος εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού.

Ρωμ. 8,22          οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν·

Ρωμ. 8,22                 Διότι γνωρίζομεν, ότι όλη η κτίσις μαζή στενάζει και πονεί πολύ μέχρι σήμερον.

Ρωμ. 8,23          οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ τὴν ἀπαρχὴν τοῦ Πνεύματος ἔχοντες καὶ ἡμεῖς αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς στενάζομεν υἱοθεσίαν ἀπεκδεχόμενοι, τὴν ἀπολύτρωσιν τοῦ σώματος ἡμῶν.

Ρωμ. 8,23                 Και όχι μόνον η κτίσις, αλλά και ημείς οι ίδιοι, μολονότι έχομεν ήδη πάρει την απαρχήν των δωρεών του Αγίου Πνεύματος ως προκαταβολήν, τρόπον τινά, και εγγύησιν δια τα μέλλοντα αγαθά, στενάζομεν εν τούτοις εσωτερικώς, περιμένοντες το πλήρες και τέλειον δώρον της υιοθεσίας μας εκ μέρους του Θεού, την απολύτρωσιν του σώματος ημών εκ της φθοράς.

Ρωμ. 8,24          τῇ γὰρ ἐλπίδι ἐσώθημεν· ἐλπὶς δὲ βλεπομένη οὐκ ἔστιν ἐλπίς· ὃ γὰρ βλέπει τις, τί καὶ ἐλπίζει;

Ρωμ. 8,24                 Διότι τώρα έχομεν σωθή με την ελπίδα, την βεβαίαν και ασφαλή. Ελπίς όμως η οποία είναι αισθητή και ορατή, δεν είναι ελπίς. Διότι εκείνο το οποίον βλέπει κανείς με τα σωματικά του μάτια, τι λόγος υπάρχει να το ελπίζη, αφού το βλέπει ως πραγματικότητα;

Ρωμ. 8,25          εἰ δὲ ὃ οὐ βλέπομεν ἐλπίζομεν, δι᾿ ὑπομονῆς ἀπεκδεχόμεθα.

Ρωμ. 8,25                 Εάν όμως εκείνο, που δεν βλέπομεν, ελπίζωμεν να το αποκτήσωμεν στο μέλλον, τότε με πολλήν υπομονήν και σφοδράν επιθυμίαν το περιμένομεν.

Ρωμ. 8,26          Ὡσαύτως δὲ καὶ τὸ Πνεῦμα συναντιλαμβάνεται ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν· τὸ γὰρ τί προσευξόμεθα καθὸ δεῖ οὐκ οἴδαμεν, αὐτὸ τὸ Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις·

Ρωμ. 8,26                 Και αυτό επίσης το Αγιον Πνεύμα μας βοηθεί ωσαύτως εις όλας τας αδυναμίας μας, απαλύνει τους κόπους και τους πόνους και τας θλίψεις μας. Ειδικώτεον δε, επειδή ημείς δεν γνωρίζομεν πως πρέπει να προσευχηθώμεν και τι να ζητήσωμεν εις την προσευχήν μας, αυτό τούτο το Πνεύμα το Αγιον μεσιτεύει με το παραπάνω υπέρ ημών, εμπνέει εις τας καρδίας μας στεναγμούς ιεράς κατανύξεως, που δεν είναι δυνατόν να εκφρασθούν με λόγια, και οι οποίοι μας υψώνουν προς τον Θεόν.

Ρωμ. 8,27          ὁ δὲ ἐρευνῶν τὰς καρδίας οἶδε τί τὸ φρόνημα τοῦ Πνεύματος, ὅτι κατὰ Θεὸν ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἁγίων.

Ρωμ. 8,27                 Ο Θεός όμως, ο οποίος ερευνά και τα βάθη των καρδιών, γνωρίζει τι θέλει να εκφράση με τους στεναγμούς αυτούς το Πνεύμα, διότι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, προσεύχεται και κατ' αυτόν τον τρόπον υπέρ των πιστών.

Ρωμ. 8,28          Οἴδαμεν δὲ ὅτι τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν, τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς οὖσιν·

Ρωμ. 8,28                 Τους στεναγμούς μας δια τας θλίψεις της παρούσης ζωής τους απαλύνει και το γεγονός, ότι γνωρίζομεν πως εις εκείνους που αγαπούν τον Θεόν όλα υποβοηθούν και συνεργάζονται δια το καλόν των· εις αυτούς δηλαδή, οι οποίοι σύμφωνα με την προαιώνιον πρόθεσιν του Θεού έχουν κληθή και έχουν δεχθή την σωτηρίαν.

Ρωμ. 8,29          ὅτι οὓς προέγνω, καὶ προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς·

Ρωμ. 8,29                 Διότι εκείνους τους οποίους ο Θεός έχει προγνωρίσει ως αξίους σωτηρίας δια την καλήν των διάθεσιν, τους προώρισε να γίνουν ομοιόμορφοι προς την ένδοξον εικόνα του Υιού του, ώστε να είναι ο Υιός του Θεού πρωτοτόκος μεταξύ πολλών αδελφών, που θα είναι όμοιοί του.

Ρωμ. 8,30          οὓς δὲ προώρισε, τούτους καὶ ἐκάλεσε, καὶ οὓς ἐκάλεσε, τούτους καὶ ἐδικαίωσεν, οὓς δὲ ἐδικαίωσε, τούτους καὶ ἐδόξασε.

Ρωμ. 8,30                 Εκείνους δε που προώρισε δια την δόξαν της ομοιώσεώς των προς τον Χριστόν, αυτούς και εκάλεσε· και αυτούς που εκάλεσε και εδέχθησαν την κλήσιν, τους κατέστησε δικαίους· και εκείνους που εδικαίωσε, αυτούς και εδόξασε εις την Βασιλείαν των ουρανών.

Ρωμ. 8,31          Τί οὖν ἐροῦμεν πρὸς ταῦτα; εἰ ὁ Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν, τίς καθ᾿ ἡμῶν;

Ρωμ. 8,31                  Τι λοιπόν, θα είπωμεν και τι συμπεράσματα θα βγάλωμεν δια τας μεγάλας αυτάς δωρεάς, που μας εχάρισεν ο Θεός; Το συμπέρασμα είναι ότι, εάν ο Θεός μας αγαπά και είναι υπερασπιστής μας, ποίος θα τολμήση να εναντιωθή προς ημάς και να μας βλάψη;

Ρωμ. 8,32          ὅς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται;

Ρωμ. 8,32                 Αυτός, ο οποίος δεν ελυπήθη ούτε τον μονογενή Υιόν του, αλλά τον παρέδωκεν στον σταυρικόν θάνατον υπέρ όλων ημών, πως μαζή με αυτόν δεν θα μας χαρίση και κάθε άλλην εύνοιαν και όλα τα άλλα, που μας χρειάζονται; (Αφού μας εδώρισε το απείρως ανώτερον, δεν θα μας χαρίση και τα άλλα αγαθά;)

Ρωμ. 8,33          τίς ἐγκαλέσει κατὰ ἐκλεκτῶν Θεοῦ; Θεὸς ὁ δικαιῶν·

Ρωμ. 8,33                 Ποίος θα τολμήση να παρουσιασθή επικριτής και κατήγορος εναντίον των εκλεκτών του Θεού; Κανείς· διότι “αυτός ο ίδιος ο Θεός σβήνει και εξαλείφει τας αμαρτίας μας και μας κάμνει δικαίους”.

Ρωμ. 8,34          τίς ὁ κατακρίνων; Χριστὸς ὁ ἀποθανών, μᾶλλον δὲ καὶ ἐγερθείς, ὃς καί ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ, ὃς καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν.

Ρωμ. 8,34                 “Ποίος θα τολμήση να μας κατακρίνη και να μας καταδικάση”; Κανένας· διότι ο Χριστός είναι εκείνος, που απέθανε δι' ημάς, μάλλον δε και ανεστήθη δια την δικαίωσίν μας, ο οποίος και ευρίσκεται πάντοτε ένδοξος εις τα δεξιά του Θεού και μεσιτεύει προς τον Πατέρα δι' ημάς.

Ρωμ. 8,35          τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;

Δεν υπάρχουν σχόλια: