Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2022

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (84)

Συνέχεια από Πέμπτη, 18 Αυγούστου 2022                           

                                                    HANS URS VON BALTHASAR
                                                       ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
                                                                       Τρίτος Τόμος

                         ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
Johannes Verlag, 1987
                                                               4. ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
                              6. ΠΝΕΥΜΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ
 (( Το Πνεύμα όπου ΘΕΛΩ πνει… )) ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Η έκφραση «Πνεύμα υποκειμενικό» πρέπει να κατανοηθή σύμφωνα με όσα περιεγράφησαν μέχρις εδώ. Σύμφωνα με τα οποία, υποκείμενο και αντικείμενο δεν αποτελούν ξεχωριστές στη θεολογία περί Αγίου Πνεύματος «σφαίρες», αλλά τη διπλή όψη τής μιας και αδιαχώριστης «προσωπικότητάς» του.[ΔΕΝ ΕΝΣΑΡΚΩΥΗΚΕ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΟΥΤΕ ΑΠΕΚΑΛΥΦΘΗ Η ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ, ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΥΒΡΙΣΤΗ ΜΠΟΥΛΓΚΑΚΟΦ] Όπως κατανοήθηκαν οι αντικειμενικές και αντανακλώμενες στην Εκκλησία όψεις τού Πνεύματος σε συνδυασμό με την Ενανθρώπηση του Υιού, απ’ τη μια, καθώς και στην ίδια Του τη φύση, απ’ την άλλη, ως συνάντηση Πατρός και Υιού και ως καρπός και μαρτυρία αυτής τής συνάντησης και αδιαχώριστες άρα απ’ την «υποστατική» του ουσία –, κάτι αντίστοιχο θα συμβή και από ’δώ και πέρα: οι υποκειμενικές δηλ. όψεις τού Πνεύματος δεν επιτρέπεται να διαχωριστούν ποτέ, ως προς τη λειτουργία τους στην οικοδομή και την εμψύχωση της Εκκλησίας και του «εκκλησιαστικού ανθρώπου», απ’ τις αντικειμενικές προϋποθέσεις αυτής τής δραστηριότητας, αν δεν θέλουμε να διολισθήσουμε στις μορφές ενός υποκειμενιστικού ευσεβισμού ή «χαρισματικότητας». Ένας «ενθουσιασμένος» ευσεβής πιστός δεν είναι ακόμα ένας «άγιος»· το Άγιο Πνεύμα «καταγίνεται» όμως στο να διαμορφώνη πραγματικούς προπάντων αγίους, εντός τού πλήθους τών θεϊκών και εκκλησιαστικών χαρισμάτων· οι οποίοι και χρειάζονται την αντικειμενική εκκλησιαστική αγιότητα, για να «παραδοθούν» εντελώς οι ίδιοι στην «υπόθεση» (την «πραγματικότητα») του Ιησού Χριστού, και του τριαδικού έτσι Θεού. ((Σημ. τ. μετ.: Η Εκκλησία είναι ένας θεσμός, που επιβάλλεται, κυριαρχεί και καθοδηγεί απολύτως τούς πιστούς, που δεν αποτελούν πια οι ίδιοι, μαζί με τους Αγίους, την Εκκλησία τού Κυρίου! Οι άνθρωποι αυτοί έχουν υποταγή, και εξακολουθούν να υποτάσσονται πλήρως σε «κάτι», στο οποίο δεν ζη πια ο Χριστός! … )) .

Απ’ το πλήθος τών πιθανών εδώ θεμάτων δεν μπορούν να εξαρθούν επίσης παρά μερικά και μόνον, κεντρικά κεφάλαια, τα οποία και μπορούν να διακριθούν μεν το ένα απ’ το άλλο, χωρίς όμως και να διαχωρισθούν εντελώς. Καθοδηγητική δε για μας ιδέα παραμένει ο τρόπος με τον οποίον «εξηγεί» κι εδώ το Άγιο Πνεύμα την αποκάλυψη του Θεού στο πρόσωπο του Χριστού.

α) Πνεύμα και προσευχή

Εφ’ όσον ο Υιός δεν συναντά ποτέ διαφορετικά τον Πατέρα, ούτε ο Πατέρας τον Υιό παρά εν Αγίω Πνεύματι (( Κατάφωρη βλασφημία!...Η ΛΗΘΗ ΤΟΥ ΟΜΟΟΥΣΙΟΥ )), δεν μπορεί να υπάρξη και καμμιά προσευχή τού Ιησού προς τον Πατέρα παρά εν Αγίω Πνεύματι. Κάτι που το εκφράζει σαφώς το χωρίο 10, 21 στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο: «Αγαλλίασε εκείνη την ώρα εν Αγίω Πνεύματι (ο Ιησούς) και είπε: “Σε δοξάζω, Πάτερ, Κύριε του ουρανού και της γης, ότι το απέκρυψες αυτό απ’ τους σοφούς και τους ευφυείς, αλλά το φανέρωσες στους ανώριμους» (( Ας δούμε ωστόσο τί ακριβώς λέγεται στο συγκεκριμένο σημείο: «Εν αυτή τή ώρα ηγαλλιάσατο τώ πνεύματι (όχι έν Αγίω Πνεύματι, δεν συγχέονται οι υποστάσεις…) ο Ιησούς καί είπεν· εξομολογούμαί σοι, πάτερ (η θεότητα του Ιησού…), κύριε τού ουρανού καί τής γής, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών καί συνετών, καί απεκάλυψας αυτά νηπίοις· ναί, ο πατήρ, ότι ούτως εγένετο ευδοκία έμπροσθέν σου. καί στραφείς πρός τούς μαθητάς είπε· πάντα μοι παρεδόθη υπό τού πατρός μου· καί ουδείς επιγινώσκει τίς εστιν ο υιός, ει μή ο πατήρ, και τίς εστιν ο πατήρ, ει μή ο υιός καί ώ εάν βούληται ο υιός αποκαλύψαι» (Λουκ. 10, 21-22) – Οι άνθρωποι αυτοί εξακολουθούν να «κατασκευάζουν», για να κάνουν το «κουμάντο» τους! )) . Πώς θα μπορούσε λοιπόν να μην ισχύη ακριβώς αυτή η προσευχή «εν πνεύματι» και για τις πολυάριθμες άλλες προσευχές τού Ιησού, τις οποίες περιγράφουν τα Ευαγγέλια, τη στιγμή μάλιστα που ο Ιησούς γνωρίζει, ότι ο Πατέρας του ζητά «αληθινούς προσευχόμενους», που «προσεύχονται εν πνεύματι και αληθεία» (Ιωάν. 4, 24); Κι αν ο Θεός ονομάζεται σ’ αυτό το σημείο «πνεύμα», δεν προσδιορίζεται κατά κανέναν τρόπο ως πνεύμα (με τη φιλοσοφική έννοια). Το σημείο αυτό «βεβαιώνει μάλλον, ότι ο Θεός φανερώνεται εν πνεύματι, και μ’ αυτήν την έννοια ως πνεύμα. Γι’ αυτό και όποιος προσεύχεται αληθινά, μπορεί μόνον εν πνεύματι να προσευχηθή στον Θεό» (H. Schlier, Zum Begriff des Geistes nach dem Johannesevangelium – Για την έννοια του Πνεύματος στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο… ). Όλα όσα λέει ο Ιησούς στους ανθρώπους, τα οποία και είναι «πνεύμα και ζωή» (Ιωάν. 6, 63), απευθύνονται πάντοτε και προς τον Πατέρα, όπως και η αρχιερατική προσευχή τελείται («επισυμβαίνει») αντίστοιχα, απευθυνόμενη στον Πατέρα όπως καμμιά άλλη ίσως προσευχή, εν «προσευχομένω πνεύματι» μπροστά στους Μαθητές. Η δε προσευχή, την οποία διδάσκει στους Μαθητές του ο Ιησούς, ξεκινά με τη λέξη, την οποία και απευθύνει στον Πατέρα του, και την οποία θέτει το Άγιο Πνεύμα, μετά το τέλος τού επίγειου έργου τού Ιησού, στην καρδιά και το στόμα τών Μαθητών: «Αββά» (Μάρκ. 14, 36) (( «… καί προελθών μικρόν έπεσεν επί πρόσωπον επί τής γης, καί προσηύχετο ίνα, ει δυνατόν εστι, παρέλθη απ’ αυτού η ώρα, καί έλεγεν· αββά ο πατήρ, πάντα δυνατά σοι· παρένεγκε τό ποτήριον απ’ εμού τούτο· αλλ’ ου τί εγώ θέλω, αλλ’ εί τι σύ» … )) · εκπληκτικό και κατανοητό ταυτόχρονα, εφ’ όσον δεν μπορεί βέβαια να κραυγάση έτσι το ίδιο το Πνεύμα (ως τρίτο πρόσωπο του Θεού), καθιστά όμως δυνατή αυτή την κραυγή τού Υιού στις καρδιές τών «εκ Θεού γεννηθέντων» τέκνων.[ΕΧΕΙ ΜΙΑ ΤΡΕΛΛΑ Η ΚΑΤΑ ΓΡΑΜΜΑ ΕΞΗΓΗΣΗ]

«Αββά (ο Πατήρ)» δεν είναι κατ’ αρχάς μια κραυγή παρακλήσεως, αλλά μια κραυγή που κατανοεί τον εαυτό της ως παιδί και γι’ αυτό ο άμεσα ευγνώμων ήχος τρόπον τινά τής αυτο-αποδοχής, την οποία και επιτρέπεται να υποθέση κανείς ως την πρώτη απ’ όλες τις λέξεις στον αιώνιο και ενανθρωπήσαντα Υιό. (Που) θα μπορούσε να υπάρχη σε κείνο το παράξενο «ακούω», όπου ο Υιός παραλαμβάνεται ως ο Λόγος που εκφέρει ο Πατήρ (Ιωάν. 3, 32· 8, 26· 8, 40· 15, 15) και που θα έπρεπε και εμείς να τον υποδεχθούμε ως τον Λόγο τού Πατρός ακούγοντάς τον (Ιωάν. 6, 45· 8, 43· 43, 47) – το οποίο και προϋποθέτει βέβαια ήδη μιαν «εκ Θεού» (8, 47) και «εξ αληθείας προέλευση» (18, 37), την παρουσία άρα τού Αγίου Πνεύματος σε μας που την ακούμε. ((Ας δούμε κατ’ αρχάς ένα απ’ τα χωρία τού κατά Ιωάννην: «…ο άνωθεν ερχόμενος επάνω πάντων εστίν. ο ών εκ τής γής εκ τής γής εστι καί εκ τής γής λαλεί· ο εκ τού ουρανού ερχόμενος επάνω πάντων εστί, καί ό εώρακε καί ήκουσε, τούτο μαρτυρεί, καί τήν μαρτυρίαν αυτού ουδείς λαμβάνει. ο λαβών αυτού τήν μαρτυρίαν εσφράγισεν ότι ο Θεός αληθής εστιν. όν γάρ απέστειλεν ο Θεός, τά ρήματα τού Θεού λαλεί· ου γάρ εκ μέτρου δίδωσιν ο Θεός τό Πνεύμα. ο πατήρ αγαπά τόν υιόν καί πάντα δέδωκεν εν τή χειρί αυτού. ο πιστεύων εις τόν υιόν έχει ζωήν αιώνιον· ο δε απειθών τώ υιώ ουκ όψεται ζωήν, αλλ’ η οργή τού Θεού μένει επ’ αυτόν» (Ιωάν. 3, 31-36) – Γίνεται ίσως φανερή η προσπάθεια «υποβαθμίσεως» του Υιού και «αναβαθμίσεως» του Αγίου Πνεύματος, εν πλήρη βλασφημία και αυθαιρεσία… Το οποίο και οδηγεί σε μια πλήρη «αφαίρεση» όλη τη λατινική κακοδοξία… )) Μια παρουσία που μας έχει όμως εκ των προτέρων δωρηθή στο βάπτισμα (- χρίσμα), όταν «η αγάπη τού Θεού εκχύθηκε μέσω τού Αγίου Πνεύματος στις καρδιές μας» (Ρωμ. 5, 5), για να μπορούμε ν’ ακούμε τον Λόγο και να διαλεγόμαστε με τον Θεό. Και να μπορή έτσι να μαρτυρά συνεχώς το Πνεύμα, μέσα απ’ την κραυγή «Αββά», στις καρδιές μας, «ότι είμαστε τέκνα Θεού» (Ρωμ. 8, 16). Το Πνεύμα, που μας δωρήθηκε ως χάρισμα, μας δίνει (λοιπόν) τη δυνατότητα, όχι μόνο να μιλάμε ως δημιουργήματα στον Θεό, αλλά να διαλεγόμαστε και προσωπικά με τον Θεό που είναι το Άγιο Πνεύμα.[ΟΛΗ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ KAI H ΔΟΞΑΣΙΑ ΟΤΙ ΜΕ ΤΟ ΧΡΙΣΜΑ ΛΑΜΒΑΝΟΥΜΕ ΟΛΟ ΤΑ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΠΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΣΤΕ.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΙΠΕ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΥΜΕΩΝ,ΘΑ ΣΟΥ ΔΩΣΩ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΑΡΙ ΠΟΥ ΣΟΥΔΩΣΑ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ ΑΠΑΝΤΗΣΕ, ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ ΚΑΛΑ ΕΙΜΑΙ, ΓΙΑ ΝΑ ΑΚΟΥΣΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ, ΤΟΣΟ ΜΙΚΡΟΨΥΧΟΣ ΕΙΣΑΙ;]

Η «αυτο-ακρόαση» αποτελεί, μαζί με τον εκφερόμενο απ’ τον Πατέρα Λόγο, την πηγή για κάθε βιβλικό «ακούειν» τον Θεό, το οποίο και συνηθίζουμε να χαρακτηρίζουμε (με μια λέξη που προέρχεται απ’ την ελληνική μάλλον παρά τη βιβλική «τοποθέτηση») ως «ενατένιση» και «θεωρία» (με όλες τις αποχρώσεις αυτών τών λέξεων), τη στιγμή που στο βιβλικό «Άκου, Ισραήλ» (και συλλογίσου συνεχώς και σε όλες του τις διαστάσεις αυτό που ακούς) φανερώνεται μια προσωπική αναφορά στον Λόγο[ΜΟΝΟ Ο ΕΧΩΝ ΩΤΑ ΑΚΟΥΕΙΝ ΘΑ ΑΚΟΥΣΕΙ]. Δεν μπορεί να υπάρξη καμμιά χριστιανική προσευχή, η οποία δεν θα αποτελούσε απάντηση εν τω πνεύματι του Ιησού στον λόγο που μας απευθύνει μέσω τού Χριστού και εν Πνεύματι ο Πατήρ, στον οποίον λόγο μάς φανερώνεται και μας χαρίζεται. Μόνο που το Πνεύμα δεν βάζει στο στόμα μας τον δικό του λόγο, αλλά τον λόγο τού θεϊκού Λόγου, του Ιησού· είναι το Πνεύμα δηλ. που προξενεί και μεσολαβεί στον διάλογο, χωρίς να λαμβάνη το ίδιο τον λόγο: γιατί το Πνεύμα είναι «αλάλητο» («στενάζει αλαλήτως» - Ρωμ. 8, 26), γνωρίζει όμως τον σωστό λόγο και μπορεί εκεί όπου ο λόγος δεν είναι επαρκώς συνειδητός, να τον «γεννήση».[ ΜΟΝΟ Η ΤΖΑΖ ΜΑΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕ ΚΑΛΥΤΕΡΟΥΣ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥΣ]

Δεν είναι όμως ο δικός μας λόγος η αρχή – είναι απλώς απάντηση –, αλλά αρχή είναι το ότι «το Πνεύμα, που εξερευνά τα βάθη τής θεότητας» και «είναι εκ Θεού» μάς εισάγει σ’ αυτά τα βάθη· για «να γνωρίσουμε» δηλ. «αυτό που μας έχει δωρηθή απ’ τον Θεό» (Α’ Κορ. 2, 10 – 12, 16). Όπως γνωρίζει ο Υιός, παραλαμβανόμενος απ’ τον Πατέρα, εν Πνεύματι τα αβυθομέτρητα βάθη τής αγάπης τού Πατρός, ευχαριστώντας τον με μιαν εξίσου αβυθομέτρητη «ευχαριστία», έτσι ξεκινά και κάθε χριστιανική προσευχή με την αναγνώριση αυτού, το οποίο «μαρτυρά στο δικό μας πνεύμα το Πνεύμα: ότι είμαστε παιδιά τού Θεού (τέκνα Θεού)» και γι’ αυτό «κληρονόμοι Θεού και συγκληρονόμοι Χριστού» (Ρωμ. 8, 16 κ.ε.), που δεχόμαστε την ανεξάντλητη πληρότητα του Θεού, όλο «το πλήρωμα της θεότητας»;;;;: «Γίνατε μέτοχοι αυτής τής πληρότητας», λέει ο απόστολος στους Κολασσαείς (2, 10) (( «Βλέπετε μή τις υμάς έσται ο συλαγωγών διά τής φιλοσοφίας καί κενής απάτης, κατά τήν παράδοσιν τών ανθρώπων, κατά τά στοιχεία τού κόσμου καί ου κατά Χριστόν· ότι εν αυτώ κατοικεί πάν τό πλήρωμα τής θεότητος σωματικώς, καί εστέ εν αυτώ πεπληρωμένοι, ός εστιν η κεφαλή πάσης αρχής καί εξουσίας, εν ώ καί περιετμήθητε περιτομή αχειροποιήτω εν τή απεκδύσει τού σώματος τών αμαρτιών τής σαρκός, εν τή περιτομή τού Χριστού, συνταφέντες αυτώ εν τώ βαπτίσματι, εν ώ καί συνηγέρθητε διά τής πίστεως τής ενεργείας τού Θεού τού εγείραντος αυτόν εκ τών νεκρών…» ( Κολ. 2, 8-12)… Πόσο πιο σημαντικό και ωφέλιμο είναι να διαβάζουμε ολόκληρη μιαν παράγραφο, ώστε να αποφεύγουμε τις παγίδες μεμονωμένων φράσεων από κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους, που τις χρησιμοποιούν προς ιδίαν επιβεβαίωση!... )) . Το «ακούειν» και το «αναλογίζεσθαι» είναι έτσι αιωνίως «προοδευτικό», επειδή οι πηγές τού Θεού είναι ανεξάντλητες, και «το φως του απέραντο». Κι αν μπορή να φαίνεται αρχικά ότι τα λόγια, τα οποία «απευθύνει το Πνεύμα στην Εκκλησία» (Αποκ. 2, 7. 11. 17 κ.ε.), μπορούν αμέσως να γίνουν, ως (ήδη) διαμορφωμένα και άρα περιορισμένα, κατανοητά, καθίσταται (ωστόσο) σύντομα σαφές, ότι η ολοένα και βαθύτερη εξήγηση του Λόγου τού Θεού, που είναι ο Χριστός, υπερβαίνει κάθε περιορισμένη «εκφορά» μέσω τού Πνεύματος, εφ’ όσον τόσο ο ομιλών Πατήρ όσο και ο εξ αυτού ομιλούμενος Λόγος και το εξηγητικό Πνεύμα είναι παντελώς ατελεύτητα (ατελεύτητοι) (( Όλα είναι δηλ. «ανοιχτά» και δεν ισχύει αυτό που λέει ο Κύριος, ότι «ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν, τα λόγια μου όμως όχι», οπότε μπορούμε να προσθέτουμε και να αφαιρούμε κατά βούληση στα λόγια αυτά… Τρομερά πράγματα! … )) . Κατανοούνται έτσι και κάποιες φράσεις τού Μεγάλου Γρηγορίου, όπως το ότι «Το Πνεύμα μιλά εν σιωπή στην ακοή τής καρδιάς», ότι «Θέλουμε να σιωπούμε κραυγάζοντες και να κραυγάζουμε σιωπώντας», και ότι «Η φωνή τού Θεού ακούγεται στη σιγαλιά». Ενώ μπορούμε επίσης να ξαναθυμηθούμε το γεγονός, ότι εσαρκώθη ο Λόγος τού Θεού, ο οποίος και (μας) μιλά με όλα όσα συνιστούν την ανθρωπότητά μας (( Εκτός τής αμαρτίας… )) : με ολόκληρη κατ’ αρχάς τη «δράση» του, την ζωή, το πάθος και τον θάνατό του, και με όλες κατόπιν τις διαστάσεις, όπου αναφέρεται με τη στενώτερη έννοια ο λόγος, της ανθρώπινης ομιλίας: απ’ τους «μορφασμούς» στην εικόνα, το σύμβολο, την αλληγορία, μέχρι τον ξεκάθαρο λόγο: μια απεριόριστη γλώσσα, που εξηγείται κι αυτή ατελεύτητα από το Πνεύμα. Για να αποκτήση έτσι και ο προσευχητικός διάλογος απέραντες διαστάσεις, απεριόριστα «ανοιχτές» άλλη μια φορά στο εξηγητικό Πνεύμα (( Σαν να μην έχη έρθει ο Χριστός, και να είναι εντελώς απαραίτητη πλέον αυτή η «τρίτη εποχή τού Πνεύματος»…)) .

( συνεχίζεται )

ΤΑ ΠΑΛΗΟΝΕΡΑ ΤΗΣ ΤΑΥΤΙΣΕΩΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΙΔΙΟΥ ΤΡΙΑΔΟΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: