Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

Πρωτ. Δημήτριος Στανιλοάε Εἰσαγωγὴ στὴ «Μυσταγωγία» τοῦ Ἁγ.Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ

Μετάφραση ἀπὸ τὰ γαλλικά Ἰγνάτιος Σακαλῆς

Ἀθῆναι, Ἀποστολικὴ Διακονία, 1997 [Γ’ἔκδ. ]

«Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν»

Ἀπὸ τὸν καιρὸ πού ἐμόνασε στὴν Κύζικο, στὶς συνομιλίες μὲ τὸν ἐπίσκοπο Ἰωάννη τῆς Κυζίκου πάνω σὲ μερικὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ, ὁ ἅγιος Μάξιμος εἶχε συλλάβει, σὲ γενικὲς γραμμές, τὸ σχέδιο τοῦ δεύτερου μέρους τοῦ ἔργου του «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν τῶν Ἁγίων Διονυσίου καὶ Γρηγορίου».

Ὁ P. Sherwood ἔδειξε ὅτι στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν» ἔχομε τὴν πιὸ ριζικὴ ἀντιστροφὴ τοῦ ὠριγενικοῦ μύθου γιὰ τὴν ἀρχικὴ ἑνότητα ὅλων τῶν πνευμάτων (Λογικῶν ἑνὰς) μέσα στὸ Θεό, γιὰ τὴ διάσπαση αὐτῆς τῆς ἑνότητας, γιὰ τὴν περικάλυψή τους μέσα στὰ σώματα σὰν τιμωρία καὶ γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους σ' αὐτὴ τὴν ἑνότητα ταυτόχρονα μὲ τὴν ἀπόθεση τῶν σωμάτων.(15) Συνάμα ὁ Sherwood ἔδειξε ὅτι μερικὰ κεφάλαια τοῦ «Κεφάλαια Σ' Περὶ Θεολογίας καὶ τῆς Ἐνσάρκου Οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ Θεοῦ» (δύο ἑκατοντάδες γνωστικῶν κεφαλαίων), γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ Urs von Balthasar ἔλεγε ὅτι ἦταν ἐπηρεασμένα ἀπὸ τὸν Ὤριγένη,(16) περιέχουν μιὰν ἀναίρεση τοῦ ὠριγενισμοῦ, ἐπειδὴ αὐτὰ εἶναι περίληψη τῆς ἀναίρεσης ποὺ ἔγινε στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν».(17)

Ἐν τούτοις, τὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν», δὲ δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶχε σὰν μόνο σκοπὸ τὴν ἀναίρεση τοῦ ὠριγενισμοῦ. Ἡ ἐπιδίωξη τοῦ ἁγίου Μαξίμου ἦταν νὰ δημιουργήση μὲ τὸ ἔργο αὐτὸ ἕνα θετικὸ θεμέλιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Εἶχε κάνει, μέσα στὰ ἔργα του τῆς πρώτης περιόδου, μιὰν ὀρθόδοξη ἔκθεση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, διορθώνοντας τὸν Εὐάγριο. Ἀλλά, μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτή, εἶδε πὼς ἦταν ἀπαραίτητο νὰ θεμελιώση πιὸ θεολογικὰ τὴν πνευματικὴ ζωή, μὲ τὸ ὀρθόδοξο νόημα τοῦ ὅρου, μαζὶ μὲ τὴν ἀναίρεση τῶν ὠριγενικῶν φιλοσοφικῶν προϋποθέσεων, ποὺ βρίσκονται στὴ βάση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅπως τὴν παρουσιάζει ὁ Εὐάγριος.

Ἐπιδιώκοντας νὰ θεμελιώση θεολογικὰ τὴν ἀληθινὴ πνευματικὴ ζωή, ὁ ἅγιος Μάξιμος θὰ προσαρμόση στὸ ὀρθόδοξο νόημα τὴ διδασκαλία τοῦ Ὠριγένη γιὰ τὸ Λόγο καὶ τοὺς λόγους.(18) Στὰ «Κεφάλαια Περὶ Ἀγάπης», ὁ ἅγιος Μάξιμος εἶχε ἐκθέσει ἐμπειρικὰ τὴν πάλη μὲ τὰ ἐγωιστικὰ πάθη καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν, ποὺ κορυφώνονται στὴν ἀγάπη. Στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν» παρουσιάζει τὶς ἀρετὲς σὰν χαρακτηριστικὰ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ἀποκαταστημένου μέσα στὸν αὐθεντικὸ «λόγο» του, καὶ ὅλη τὴν πνευματικὴ ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὶς ἀρετὲς σὰν μία ἀνύψωση, ποὺ κατευθύνεται, ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρά, ἀπὸ τὸν προσωπικὸ θεῖο Λόγο, σὲ μιὰν ὅλο καὶ μεγαλύτερη ἐξομοίωση τοῦ ἀνθρώπου μ' Αὐτόν, καὶ ὑποστηρίζεται, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἀπὸ τὶς προσπάθειες τοῦ ἀνθρώπου, ὡδηγημένες καὶ ἐμψυχωμένες ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο λόγο του, ποὺ προσελκύεται ἀπὸ τὸ θεῖο Λόγο. Μ' αὐτὴ τὴν πρόβαση, ὁ ἀνθρώπινος λόγος ὑψώνεται πρὸς τὸν ὑπέρτατο Λόγο καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καλοῦνται νὰ κάνουν τὸ ἴδιο, ὁδηγῶντας ταυτόχρονα καὶ τοὺς λόγους ὅλων τῶν δημιουργημάτων πρὸς τὸν ὑπέρτατο Λόγο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔχουν προέλθει. Βλέπομε πὼς ὁ ἅγιος Μάξιμος γνωρίζει δύο ἔννοιες τοῦ λόγου: α) τὸν ὀντολογικὸ λόγο, ποὺ ἐκφράζει ὁλόκληρη τὴν ὀργάνωση ἢ τὴν ἒννοια μιᾶς πραγματικότητας, καὶ ποὺ προσιδιάζει σὲ κάθε ὄν, ἐπειδὴ εἶναι μιὰ ἐσωτερικὴ ἀρχὴ ποὺ δημιουργεῖ, ὀργανώνει, συντηρεῖ καὶ προάγει τὸ κάθε ὂν• β) ἕνα λόγο ποὺ λειτουργεῖ σύμφωνα μ' αὐτὴ τὴν ὀντολογικὴ ἀρχὴ καὶ ποὺ προσιδιάζει στὰ ἐνσυνείδητα ὄντα μονάχα.

Μέσα στὸ δημιουργημένο λόγο, ποὺ τείνει πρὸς τὸν ὑπέρτατο Λόγο, χάρη σ' ἕναν ἐνδόμυχο πόθο, σὲ μιὰ συμφωνία κι ἕνα μυστηριώδη σύνδεσμο μ' Ἐκεῖνον, ποὺ ἀσκεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἔλξη στὸ δημιουργημένο λόγο, ὑπάρχει μιὰ τάση γιὰ μιὰν ἀγάπη πρὸς τὸν ἀνώτερο Λόγο. Καὶ τὸ πλησίασμα τοῦ δημιουργημένου λόγου στὸν ὑπέρτατο Λόγο δὲ σημαίνει μόνο μιὰ δραστηριοποίηση ὅλο καὶ πιὸ μεγάλη αὐτοῦ τοῦ ἴδιου ὡς λόγου, ἀλλὰ καὶ μιὰν ἀνάπτυξη τῆς ἀγάπης του γιὰ τὸν ὑπέρτατο Λόγο.

Ἔτσι ὁ ἅγιος Μάξιμος ἑνώνει στενὰ μέσα στὴ σκέψη του τὴν ἀγάπη μὲ τὸ λόγο, ἤ, ἀκριβέστερα, θεμελιώνει τὴν ἀγάπη, ποὺ περιγράφει στὰ «Κεφάλαια Περὶ Ἀγάπης», πάνω στὸ σύνδεσμο ἀνάμεσα στοὺς λόγους τῶν δημιουργημάτων καὶ στὸν ὑπέρτατο Λόγο, ἀπ' τὸν ὁποῖο ξεκινοῦν καὶ πρὸς τὸν ὁποῖον τείνουν ὅλοι νὰ ἐπιστρέψουν. Τὴ θεμελιώνει ἐπίσης καὶ πάνω στὸ σύνδεσμο τῶν κτιστῶν λόγων μεταξύ τους.

Μὲ τὴν ἀγάπη, ὁ ἀνθρώπινος λόγος ἔρχεται στὴν ἐπιφάνεια κι ἐνεργοποιεῖται, ἐνεργοποιῶντας ἐπίσης καὶ τὸν ὀντολογικὸ λόγο τῆς ὑπάρξεώς του, καὶ κυριαρχεῖ στὸν ἄνθρωπο: α) μὲ τὴν ἐπιθυμία του πρὸς τὸν ὑπέρτατο Λόγο• β) μὲ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴ δύναμη τῶν πειρασμῶν ἑνὸς παθητικοῦ συνδέσμου μὲ τὶς ὑλικὲς ἐπιφάνειες τῶν πραγμάτων γ) μὲ τὶς ἀρετές. Αὐτὲς συνιστοῦν τὶς μορφὲς δυναμισμοῦ τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἐλευθερωμένης ἀπὸ τὴν ὑποδούλωση τῶν παθῶν, προσανατολισμένης πρὸς τὸ καλὸ καὶ ἀποκαταστημένης μέσα στὴ λογική της αὐθεντικότητα. Οἱ ἀρετὲς εἶναι οἱ ἀνθρώπινες μορφὲς τῶν τελειοτήτων τοῦ θείου Λόγου.(19) Γιατί ὁ θεῖος Λόγος εἶναι κι αὐτός, ἡ ποιητικὴ δύναμη ποὺ τέλεια ὀργανώνει τὸ Ὄν, ἐκφράζοντας τὴν ὑπέρτατη καλωσύνη. Ἀντίθετα, ἡ προσκόλληση στὶς ἐπιφάνειες τῶν πραγμάτων μὲ τὴν εὐχαρίστηση τῶν αἰσθήσεων, κάνει μονοδιάστατη, ἀποδιοργανώνει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη καὶ τὴν ἀνομοιώνει πρὸς τὸν ὑπέρτατο Λόγο.

Ἡ πάλη ἐνάντια στὴν προσκόλληση στὶς εὐχαριστήσεις τῶν αἰσθήσεων, ποὺ δένονται μὲ τὶς ἐπιφάνειες τῶν πραγμάτων, ἡ προσπάθεια γιὰ τὶς ἀρετές, ὁ ὕμνος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων σὰν ἀρετῆς κορυφαίας καὶ λόγου ὕψιστου, ὀργανώνονται τώρα ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο μέσα στὸ ὅραμα μιᾶς κοσμικῆς ἀνύψωσης πρὸς τὸ Θεό, ὑπέρτατο Λόγο καὶ Ἀγάπη καὶ γι' αὐτὸ καὶ μέσα στὴν προχώρηση ὅλων πρὸς τὸ δικό τους λόγο καὶ τὴ δική τους ἀγάπη.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος μὲ τὴν ἄποψη πὼς οἱ λόγοι, διακλαδώνονται ἀπὸ τὸ στῆθος τοῦ θείου Λόγου μέσα στὰ δημιουργήματα καὶ πὼς ἐκεῖνα ἀνυψώνονται πρὸς τὸ θεῖο Λόγο καὶ μὲ τὸ ἔργο, ἔπειτα, ποὺ ἀναθέτει στὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ πάθη κατὰ τὴν ἀνύψωση αὐτή, κάνει βασικὲς διορθώσεις στὴν ἄποψη τοῦ Ὠριγένη καὶ τοῦ Εὐαγρίου. Κατὰ τὸν Ὠριγένη καὶ τὸν Εὐάγριο, τὰ ὄντα, στὴν τάση τους νὰ συναχθοῦν μέσα στὸ Λόγο, ἐμψυχώνονται ἀπὸ τὴ νοσταλγία γιὰ τὴν προηγούμενη κατάστασή τους μέσα σ' Αὐτὸν καὶ ὁ Λόγος τὰ βοηθεῖ νὰ ἐπιστρέψουν, παρόλο ποὺ τά τιμώρησε στέλνοντάς τα μέσα σὲ σώματα. Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο, δὲν εἶναι μία πτώση τῶν πνευματικῶν ὄντων σ' ἕνα κόσμο ὑπεραισθητό, ποὺ τὰ ὁδηγεῖ στὴ συνάθροιση μέσα στὸ Λόγο, ἀλλὰ μιὰ φυσικὴ τάση γιὰ τελειοποίηση τῆς ὕπαρξής τους σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τους, ποὺ προϋπάρχει μέσα σ' Ἐκεῖνον καὶ ποὺ κρύβει μέσα του ἕναν ἀπεριόριστο πλοῦτο.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀποδεικνύει στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν» ὅτι οἱ ψυχὲς δὲν ὑπάρχουν πρὶν ἀπὸ τὰ σώματα, ἑπομένως δὲν ἔχουν σταλῆ σ' αὐτὰ γιὰ τιμωρία. Δημιουργήθηκαν μαζὶ μὲ τὰ σώματα κι αὐτὸ ποὺ ἐδημιούργησε ὁ Θεὸς εἶναι καλό, κυρίως ἐπειδὴ αὐτὸς ἐδημιούργησε ὅλα τὰ ὄντα μὲ τὸ θετικὸ σκοπό, ν' ἀνυψώνονται μὲ τὶς προσπάθειές τους καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ σὲ μιὰ ὅλο καὶ πιὸ μεγάλη ὁμοίωση καὶ ἕνωση μ' Αὐτόν: «Φόβον φοβούμενοι οὗ πλέον φοβεῖσθαι οὐδέν ἐστι φοβερώτερον, μήπως προϋπάρχειν λέγοντες τῶν σωμάτων τὰς ψυχὰς καὶ τιμωρίας ἕνεκεν τῶν ψυχῶν ἐφευρέσθαι τὰ σώματα, διὰ τὴν προγεγενημένην τῶν ἀσωμάτων κακίαν»(20)

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐκφράζει μ' αὐτὲς τὶς λέξεις ἔμμεσα τὴν ἐκτίμησή του ἀπέναντι στὸν ὁρατὸ κόσμο. Ἡ ἰδέα ποὺ ὑποστήριξε, ὅτι ὅλες οἱ ὁρατὲς πραγματικότητες ἔχουν τὸ λόγο τους μέσα στὸ Θεὸ καὶ ἔγιναν σύμφωνα μ' αὐτοὺς τοὺς λόγους, εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ἰδέα ὅτι οἱ ψυχὲς ἔχουν προϋπάρξει καὶ ἔχουν σταλῆ μέσα στὰ σώματα γιὰ τιμωρία τους.(21) Ἀπεναντίας, ἡ τελευταία ἰδέα εἶναι ἀντίθετη στὴν πρώτη. Ἡ πρώτη ἰδέα ὑπονοεῖ ἒμμεσα τὴν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν πράξη τῆς δημιουργίας καὶ τὴν καλωσύνη ὅλης της δημιουργίας• ἡ δεύτερη ὑπονοεῖ ὅτι τὴν πράξη τῆς δημιουργίας τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου τὴν ἐπέβαλε ἡ ἀναγκαιότητα, πρᾶγμα ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἄρνηση ἑνὸς προσωπικοῦ Θεοΰ, δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ στὸ κύριο νόημα. Ἡ πρώτη ὑπονοεῖ μιὰ συμφωνία τοῦ σώματος μὲ τὴν ψυχή, ἀφοῦ κι αὐτὸ ἐπίσης ἔχει ἕναν αἰώνιο λόγο μέσα στὸ Θεὸ ἤ, ἀκριβέστερα, ἕνα λόγο κοινὸ μὲ τὴν ψυχή, τὸ λόγο τοῦ ἀνθρώπου• ἡ δεύτερη δὲν ὑπονοεῖ μιὰ παρόμοια συμφωνία τοῦ σώματος μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ἀγαθότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης.

Σ' αὐτὴ τὴ δεύτερη περίπτωση, ὁ κόσμος θὰ εἶχε δημιουργηθῆ ἀπὸ ἀναγκαιότητα, ἐξαιτίας ἑνὸς κακοῦ καὶ χωρὶς κάποιο λόγο: «τῆς τῶν ὁρωμένων ἐκπρεποῦς μεγαλουργίας, δι' ἧς ὁ Θεὸς γινώσκεται σιωπῇ κηρυττόμενος, αἰτίαν εἰκότως εἶναι μόνην ὑποτιθέμεθα τὴν κακίαν, ἀνάγκην ἐπάγουσαν τῷ Θεῷ παρὰ πρόθεσιν ἣν οὐκ εὐδόκησεν οὐσίαν δημιουργῆσαι, ἧς τυχὸν ἀπ' ἀρχῆς οὐδὲ τὸν λόγον ἔχει, πρὸ τῶν αἰώνων μετὰ τῶν ἄλλων ἀπόκρυφον».(22)

Ἡ ἰδέα ὅτι τὰ σώματα δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ ἕνα ὡρισμένο σκοπό, σύμφωνα μὲ ἕνα αἰώνιο λόγο τοῦ ἀνθρώπου, ἔχει σὰν συνέπεια ὅτι καλοῦνται σὲ μιὰ αἰώνια ὕπαρξη, μαζὶ μὲ τὶς ψυχές. Κατὰ συνέπειαν, ἡ ἀνύψωση τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸ Θεό, ἢ ἡ συνάθροιση ὅλων μέσα στὸ θεῖο Λόγο, δὲ σημαίνει τὴν κατάργηση τῶν σωμάτων: «Ὧν δὲ κατὰ πρόθεσιν θείαν ἐστὶν ἡ γένεσις, τούτων ἡ κατ' οὐσίαν ὕπαρξις μένει πρὸς τὸ μὴ ὄν ἀπὸ τοῦ ὄντος ἀμεταχώρητος... Ἢ γὰρ οὗν κατὰ πρόθεσιν θέλων πεποίηκεν ὁ Θεὸς τὰ ἀνθρώπινα σώματα. Καὶ μένει δι’αὐτὸν πρὸς τὸ μὴ ὂν ἀμετάπτωτα παντελῶς, ἀεὶ θέλοντα εἶναι τὸ σὺν λόγῳ καὶ σοφίᾳ κατὰ πρόθεσιν θεληθέν, καὶ οὐκ ἔσται κατ' αὐτοὺς ἡ παντελὴς τῶν σωμάτων πρὸς τὸ μὴ ὂν ἀπογένεσις, ἢ κατὰ πρόθεσιν οὐ πεποίηκε, καὶ μὴ θέλων ἐτυραννήθη, κατὰ βίαν ἀγόμενος πρὸς γένεσιν, ὧν τοὺς λόγους ἔχων οὐ πέφανται. Καὶ εἰ μὲν τυραννηθεὶς παρὰ πρόθεσιν ἦλθε ποιῆσαι μὴ θέλων τὰ σώματα, λόγος δηλονότι καὶ σοφία τῆς τούτων γενέσεως, οὐδαμῶς καθηγήσατο... τὸ δὲ λόγου καὶ σοφίας παντελῶς ἐστερημένον μόνον ἐστὶ τὸ κακόν, οὗ τὸ εἶναι χαρακτηρίζει ἡ ἀνυπαρξία... Τίς δὲ ὁ τυραννήσας τὸν Θεόν, εἴπερ τετυράννηται».(23) Καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος συμπεραίνει: «σώματος δὲ καθ' ὁτιοῦν ἀπόθεσιν μὴ ἐκδέχεσθαι, ὅτι μηδὲ τῆς ἁγίας Γραφῆς ὁ λόγος ἡμᾶς τοῦτο διδάσκει. Μή τε μὴν ἐν τῷ ἀρχηγῷ τῆς σωτηρίας ἡμῶν τεθεάμεθα τοῦτο προγεγενημένον».(24)

Ἡ ἀπόθεση τῶν σωμάτων κατὰ τὴ μέλλουσα ζωὴ ἦταν μιὰ ἄλλη ὠριγενικὴ πλάνη, ποὺ περιέχεται στὴν ἰδέα ὅτι τὰ σώματα δημιουργήθηκαν μόνο γιὰ νὰ χρησιμεύουν σὰν ὄργανο γιὰ τὴν τιμωρία τῶν ψυχῶν.(25) Ἀλλὰ ἡ ὠριγενικὴ διδασκαλία γιὰ τὴν προΰπαρξη τῶν ψυχῶν καὶ τὸν κύκλο τῆς πτώσης τους μέσα στὰ σώματα καὶ τῆς ἐπιστροφῆς τους μέσα στὸ Λόγο, προέρχεται ἀπὸ τὴν ὠριγενικὴ ἀντίληψη τῆς ἑνότητας τῶν ἒλλογων ὄντων, μέσα στὴν ὁποία βρίσκονταν στὴν ἀρχὴ ὅλες οἱ ψυχές, καθὼς καὶ ἀπὸ μίαν ἄλλη ὠριγενικὴ ἀντίληψη, σχετικὴ μὲ τὴν αἰτία αὐτῆς τῆς κυκλικῆς κίνησης. Γιὰ τὴν ἀνασκευὴ τῆς κίνησης αὐτῆς, ὁ ἅγιος Μάξιμος φέρνει ἀποφασιστικὰ ἐπιχειρήματα, κυρίως στὰ κεφάλαια 7 καὶ 15 τοῦ ἔργου «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν».(26)

Ὁ ὠριγενισμὸς ὑποστήριζε ὅτι τὰ ἔλλογα ὄντα, ποὺ στὴν ἀρχὴ βρίσκονταν σὲ μιὰ ἑνότητα μέσα στὸ Λόγο καὶ γι' αὐτὸ συγγένευαν μὲ τὸ Θεό, κορεσμένα ἀπ' αὐτὴ τὴν κατάσταση, μπῆκαν σὲ μιὰ κίνηση καὶ ἐξαιτίας αὐτοῦ ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε τὸν ὑλικὸ κόσμο, μέσα στὸν ὁποῖο κλεισμένες οἱ ψυχὲς ἄρχισαν νὰ ἐπιθυμοῦν τὴν ἐπιστροφή τους στὴν πρωταρχική τους ἑνότητα. Τὸ ὠριγενικὸ σχῆμα συνίσταται λοιπὸν ἀπὸ τὴν τριάδα: ἡ σταθερὴ πρωταρχικὴ «μονή», ἡ «κίνησις» καὶ ἡ «γένεσις», δηλαδὴ ὁ ἐρχομὸς στὴν ὕπαρξη μέσα στὸν αἰσθητὸ κόσμο («στάσις - κίνησις -γένεσις»).(27)

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀντιστρέφει τὴν τάξη: πρῶτα ὁ ἐρχομὸς στὴν ὕπαρξη μέσα στὸν αἰσθητὸ κόσμο, ὕστερα ἡ κίνηση καὶ τελικὰ ἡ μόνιμη ἀνάπαυση («γένεσις - κίνησις - στάσις»), ἀκόμα κι ἂν χρονολογικὰ τὰ δύο πρῶτα ἐμφανίζωνται ταυτόχρονα. Κατὰ συνέπειαν, ἡ κίνηση δὲν εἶναι κάτι ἁμαρτωλό, ἀλλὰ ἀποτελεῖ ἔργο τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ. Τὸ τρίτο μέλος τῆς τριάδας εἶναι ὁ καρπὸς τῆς κίνησης, αὐτὸς ποὺ δείχνει ξανὰ τὸ θετικὸ χαρακτῆρα της. Αὐτὸ τὸ τρίτο μέλος εἶναι ἡ ἀνάπαυση τῶν δημιουργημάτων, ἀφοῦ φτάσουν στὸ Θεό. Μέσα στὴν ἀπειροσύνη Του βρίσκουν τὴν ἄπειρη ἱκανοποίηση, ποὺ δὲ βρῆκαν μέσα στὰ πεπερασμένα πράγματα. Ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὰ ὄντα προικισμένα μὲ μιὰ φυσικὴ κίνηση πρὸς Ἐκεῖνον καί, ὅταν ἑνώνωνται μ' Αὐτόν, καταπαύουν γιὰ τὴν αἰωνιότητα: «Πάσης οὗν γενέσεώς τε καὶ κινήσεως τῶν ὄντων ἀρχὴ καὶ τέλος ἐστὶν ὁ Θεός, ὡς ἐξ αὐτοῦ γεγενημένων καὶ δι’αὐτὸν κινουμένων καὶ εἰς αὐτὸν τὴν στάσιν ποιησομένων. Πάσης δὲ φυσικῆς τῶν ὄντων κινήσεως προεπινοεῖται ἡ γένεσις, πάσης δὲ στάσεως προεπινοεῖται κατὰ φύσιν ἡ κίνησις».(28)

Εἶναι λοιπὸν ἀδύνατο νὰ ἔχη δοθῆ ἡ μονιμότητα ταυτόχρονα μὲ τὸν ἐρχομὸ στὴν ὕπαρξη.(29) Τὸ ζήτημα εἶναι μόνο πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ κίνηση νὰ σταματᾶ γιὰ πάντα μέσα στὸ Θεό, ἂν ἔχη δοθῆ ταυτόχρονα μὲ τὴ φύση τῶν δημιουργημάτων. Ἐδῶ ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀνατρέχει στὸ παράδοξο: ἡ μονιμότητα μέσα στὸ Θεὸ εἶναι συγχρόνως κίνηση, ὄχι ὅμως μιὰ κίνηση ἀπὸ ἕνα πρᾶγμα σ' ἕνα ἄλλο, ἀλλὰ μιὰ μόνιμη κίνηση μέσα στὴν ἐνόραση καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς θείας ἀπειροσύνης, ποὺ μέσα της θὰ ἔχωμε τὸ πᾶν. Ἡ ἀκινησία συνίσταται καθαυτὸ στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ψυχὴ δὲν ἐπιθυμεῖ πιὰ νὰ κινῆται ἀπὸ τὸ Θεὸ πρὸς ἄλλο πρᾶγμα, γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ἄπειρος. Περιλαμβάνει τὰ πάντα, καὶ κάθε ἄλλο πρᾶγμα εἶναι λιγώτερο ἀπὸ Αὐτόν. Ἀλλ' αὐτὸ δὲ σημαίνει ὅτι διακόπτεται ἡ ὅραση, ἡ ἀπόλαυση ἀπὸ τὴν ὅραση καὶ ἡ γνώση. «Οὔτε γὰρ ἔσται τι ἐκτὸς Θεοῦ τότε δεικνύμενον, ἢ Θεῷ ἀντισηκοῦσθαι δοκοῦν, ἵνα τινὸς ἔφεσιν πρὸς αὐτὸ ρέψαι δελεάσῃ, πάντων περιληφθέντων αὐτῷ νοητῶν τε καὶ αἰσθητῶν κατὰ τὴν ἄφραστον αὐτοῦ ἔκφανσιν καὶ παρουσίαν… τότε γάρ… τῆς ἑκάστου καὶ ἐφ' ἑκάστου τῶν μετὰ Θεὸν γνώσεως ἡμῖν περατωθείσης καὶ τῆς ἀπείρου καὶ θείας καὶ ἀπεριλήπτου ἀπολαυστικῶς ἡμῖν ἀναλόγως ὑποκειμένης τε μόνης καὶ μετεχομένης».(30) Κυριολεκτικά, θὰ εἶναι μιὰ κίνηση ἀκίνητη, μιὰ κίνηση συγκεντρωμένη πάνω στὸ ἴδιο ἄπειρο ἀντικείμενο, μιὰ πλήρωση κι ἕνα ξεπέρασμα ὅλης τῆς ἱκανότητάς μας γιὰ πνευματικὴ ἐνατένιση. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι αὐτὴ ἡ κατάσταση εἶναι πέρ' ἀπὸ τὴν κίνηση καὶ τὴ μονιμότητα, εἶναι μιὰ κατάσταση ποὺ περιλαμβάνει καὶ τὰ δύο.

Ἐνῷ ὁ ὠριγενικὸς Εὐάγριος, θεωρῶντας τὴν κίνηση σὰν κακό, συνιστοῦσε μιὰ γρήγορη ἔξοδο ἀπ' αὐτὴ καὶ κήρυττε ὅτι μέσα στὸ νοῦ, ποὺ κατ' αὐτὸ τὸν τρόπο ἐλευθερώνεται, φανερώνεται ὁ Θεός,(31) ὁ ἅγιος Μάξιμος κηρύττει ὅτι μόνο κατὰ τὴ μέλλουσα ζωὴ ἡ ψυχὴ θὰ φτάση στὴν ἐνατένιση τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Εὐάγριος νόμιζε ὅτι ἡ ψυχὴ μπορεῖ νὰ δῆ τὸ Θεὸ μέσα σὲ μιὰ ἐνδοσκόπηση, ἑπομένως ὁ Εὐάγριος δὲν ἐδίδασκε καμμιὰν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν ἑαυτό της.(32) Γιὰ τὸ Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, ἀντίθετα, κατὰ τὴ γνώμη μερικῶν, ὁ Θεὸς εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε δυνατότητα προσέγγισης. Εἶναι ὁλότελα ὑπερβατικὸς καὶ ἀποφατικός. Ὁ Διονύσιος, κάτ’ αὐτὴ τὴν ἑρμηνεία, δὲ μιλᾶ γιὰ προσέγγιση στὸ Θεὸ οὔτε κατὰ τὴν παροῦσα ζωὴ οὔτε κατὰ τὴ μέλλουσα. Μ’ αὐτὴ τὴ διδασκαλία τῆς ἀπόλυτης ὑπερβατικότητας τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ ἄφηνε τὸν πεπερασμένο κόσμο σὲ μιὰν ὕπαρξη πραγματικὰ αὐτόνομη, ὄχι ἐπηρεασμένο ἀπ' Αὐτόν, ὁ Διονύσιος ἔγινε ὁ δάσκαλος τῆς Δύσης, κατὰ τὸν Hans Urs von Balthasar.(33) Σ' αὐτὴ τὴν προοπτική, κατὰ τὸν H.U. von Balthasar, ὁ ἅγιος Μάξιμος πραγματοποιοῦσε μιὰ σύνθεση ἀνάμεσα στὸ Διονύσιο καὶ τὸν Εὐάγριο, ἀναγνωρίζοντας τὴν ἑνότητα ἀνάμεσα στὴν ψυχὴ καὶ τὸ Θεό, ἤ μιὰ ἔκσταση στὴ μέλλουσα ζωή, ἀλλὰ ὄχι στὴν παροῦσα.(34) Μόνο στὴ μέλλουσα ζωὴ σταματᾶ ἡ κίνηση.(35)

Ἀλλὰ νομίζομε ὅτι ἀκόμα κι ὁ Διονύσιος δὲ βεβαιώνει τὴν αἰώνια ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι στὴ δημιουργία. Στὴ διδασκαλία του γιὰ τὶς «προόδους», γιὰ τὸν «ἁγιασμό», γιὰ τὴν προοδευτικὴ ὁμοίωσή μας μὲ τὸ Θεό, γιὰ τὴ θέωση, δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ συναντηθῆ ἡ ψυχὴ μὲ τὸ Θεὸ ἀκόμα καὶ στὴν παροῦσα ζωή.(36) Ἡ χριστιανικὴ Ἀνατολὴ εἶδε τὸ πρόβλημα τῆς σχέσης ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ τὸν κόσμο πάντα μ' ἕνα τρόπο πιὸ σύνθετο ἄπ’ ὅτι ἡ Δύση. Ἡ Ἀνατολὴ ἔκαμε λόγο στὴ διδασκαλία της γιὰ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ἀδιάφορο ἂν τὶς ὠνόμασε ἔτσι ἢ ἀλλιῶς. Ἔδωσε μιὰ λύση, ποὺ μ' αὐτὴν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ἐστήριξε τὴν ὑπερβατικότητά τοῦ Θεοῦ κι ἀπὸ τὸ ἄλλο, ἀναγνώρισε μία συνάντηση ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ τὰ δημιουργήματα, μιὰ παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα στὰ δημιουργήματα, μιὰ προσέγγιση τῶν δημιουργημάτων στὸ Θεό. Ὁ Διονύσιος βρίσκεται σ' αὐτὴ τὴ γραμμή, βεβαιώνει αὐτὴ τὴν ἄποψη. Ἡ Δύση, μὴ κατανοῶντας μ' αὐτὸ τὸν τρόπο τὸ Διονύσιο, δὲν τὸν κατανόησε σωστά. Ἀπὸ δῶ προέρχεται ἴσως αὐτὴ ἡ μόνιμη ταλάντευση ποὺ παρατηρεῖται στὴ Δύση ἀνάμεσα σὲ δυὸ ἁπλουστευτικὲς ἀκρότητες: τὸ διαχωρισμὸ ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ τὸν κόσμο (στὴ θεολογία), τὴν ταύτιση τοῦ κόσμου μὲ τὸ Θεὸ (στὴ φιλοσοφία), ταλάντευση ποὺ εἶναι ταυτόχρονα καὶ διαμάχη.

Τὴν ἴδια αὐτὴ ἀκριβῶς λύση βρίσκομε καὶ στὸν ἅγιο Μάξιμο. Ἐπειδὴ δὲν κατανοεῖ αὐτὴ τὴ διαλεκτικὴ λύση, ὁ Hans Urs von Balthasar λέει ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος ἔχει ἀποσύρει, στὸ ἔργο του ποὺ ἀπευθύνει στὸν πρεσβύτερο Μαρῖνο,(37) τὴ βεβαίωση ποὺ κάνει στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν»,(38) ὅτι στοὺς οὐρανοὺς οἱ Ἅγιοι θὰ ἔχουν μία μόνη ἐνέργεια μὲ τὸ Θεό.(39)

Ἀλλὰ ἂν ἐξετάσωμε προσεκτικώτερα αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος στὸ ἔργο του ποὺ ἀπευθύνεται στὸν πρεσβύτερο Μαρίνο, διαπιστώνομε ὅτι δὲν πέφτει σὲ ἀντίφαση• ὁ ἴδιος μάλιστα ἀναφέρει ὅτι δὲν ἀντιφάσκει σ' αὐτὸ ποὺ γράφει στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν». Ἀναφέροντας ὅτι στὸ κεφάλαιο τοῦ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν» ἐκήρυξε ὅτι ἡ θέωση δὲν εἶναι ἔργο τῆς φυσικῆς μας δύναμης, ἄλλα τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, ὁ ἅγιος Μάξιμος στὸ ἔργο του ποὺ ἀπευθύνεται στὸν πρεσβύτερο Μαρῖνο λέγει: «Οὐκ ἀνεῖλον οὖν τὴν φυσικὴν τῶν τοῦτο πεισομένων ἐνέργειαν, ὧν ἀποτελεῖν πεπαυμένην καὶ μόνην ἐμφήνας τῶν ἀγαθῶν τὴν ἀπόλαυσιν πάσχουσαν, ἀλλὰ μόνην ὑπέδειξα θεώσεως ἀπεργαστικὴν τὴν ὑπερούσιον δύναμιν, κατὰ χάριν τῶν θεωθέντων γεγενημένην».(40) Μ' ἄλλα λόγια ὁ ἅγιος Μάξιμος κηρύττει ὅτι ἡ ἐνέργεια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως διατηρεῖται σὰν μιὰ χαρούμενη προσπάθεια κατοχῆς τῆς θεώσεως ποὺ τῆς δίνεται, ὄχι σὰν δημιουργὸς αὐτῆς τῆς θεώσεως. Διακρίνει ἀνάμεσα στὴ δημιουργικὴ λειτουργία καὶ τὴ δεκτικὴ λειτουργία τῆς ἐνεργείας τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Δὲν ἔχομε τὰ πάντα ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς φύσης μας, ἀλλὰ μποροῦμε νὰ συλλάβωμε, μποροῦμε νὰ ἰδιοποιηθοῦμε ὅλα ὅσα δεχόμαστε, μποροῦμε νὰ εὐφρανθοῦμε ἀπ' ὅλα ὅσα μᾶς δίνονται. Καὶ ὑπάρχει καὶ μιὰ ἀνάπτυξη σ' αὐτὴ τὴ λειτουργία, στὸ μέτρο αὐτοῦ ποὺ δεχόμαστε.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ ἅγιος Μάξιμος κηρύττει ὅτι, μιλῶντας στὸ ἔργο τοῦτο γιὰ τὶς δυὸ φύσεις, δὲν ἀναφέρεται στὸ θεωμένο ἄνθρωπο, ἀλλὰ στὸν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, ἑπομένως στὴ γήινη ζωὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἐργασθῆ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους μ' ἕνα τρόπο ποὺ εἶναι προσιτὸς σ' αὐτούς• ἀναφέρεται, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, στὸ Θεὸ μέσα στὴν κατάσταση τῆς κένωσής του. Σ' αὐτὴ τὴν κατάσταση ὁ Θεὸς θεωρεῖ καλὸ νὰ διατηρήση τὴν ἀνθρώπινη ἐνέργειά του ἑνωμένη μὲ τὴ θεία, γιὰ νὰ κάνη προσιτὴ τὴ θεία ἐνέργεια στὴν ἀνθρώπινη ἐνέργεια.(41)

Μ' ἀπὸ τὶς ἐκδηλώσεις τῶν δύο ἐνεργειῶν μέσα στὴ γήινη ζωή του, τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρώπινης, εἶναι φανερό, ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν εἶχε στερηθῆ τὴ θεία. Καὶ ἄν, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο, ἡ ἀνθρώπινη θέληση τοῦ Χριστοῦ εἶχε θεωθῆ χωρὶς νὰ καταπιεσθῆ,(42) προκύπτει ἀπὸ μόνο του ὅτι ἐπίσης ἡ ἀνθρώπινη ἐνέργεια θεοποιήθηκε, χωρὶς νὰ καταπιεσθῆ. Ἐπάνω στὴ βάση τῆς θέωσης αὐτῆς, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς «ἐνήργει γάρ, τὰ μὲν θεῖα σαρκικῶς, ὅτι διὰ σαρκὸς φυσικῆς ἐνεργείας οὐκ ἀμοιρούσης, τὰ δ’ ἀνθρώπινα θεϊκῶς, ὅτι κατὰ θέλησιν ἐξουσιαστικῶς, ἀλλ' οὐ κατὰ περίστασιν τὴν τῶν ἀνθρωπίνων παθημάτων προσίετο πεῖραν• οὔτε γὰρ τὰ θεῖα θεϊκῶς, ὅτι μὴ γυμνὸς ὑπῆρχε Θεός• οὔτε τὰ ἀνθρώπινα σαρκικῶς ὅτι μὴ ψιλὸς ἄνθρωπος ἦν. Διὰ τοῦτο τὰ θαύματα δίχα πάθους οὐκ ἦν• καὶ τὰ παθήματα χωρὶς οὐχ ὑπῆρχε θαύματος».(43) Ἀλλὰ τότε εἶναι δυνατὸν ἐπίσης καὶ οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι νὰ θεώνωνται καὶ στὴν ἐπίγεια ζωὴ τους ἀκόμα. Ἑπομένως ἡ θέωση δὲν εἶναι πιὰ ὁλότελα ὑπερβατική.

Χωρὶς ἀμφιβολία, ὁ ἅγιος Μάξιμος σκέπτεται μὲ τρόπο ταυτόσημο μὲ τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη• θεωρεῖ κι αὐτός, ὅπως ὁ Διονύσιος, τὸ Θεὸ ὑπερβατικὸ καὶ ἀποφατικό• τελείως διαφορετικὸν ἀπὸ τὸ δημιούργημα. Ἀλλὰ ἐπίσης, ὅπως ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ὁ ἅγιος Μάξιμος δὲ θεωρεῖ ὅτι αὐτὴ ἡ ὑπερβατικότητα ἀποκλείει τὴ δυνατότητα τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ μέσα στοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴ θέωσή τους.

Ἀλλὰ ὅσο ὁ ἅγιος Μάξιμος βεβαιώνει αὐτὴ τὴν ἕνωση τοῦ ἄνθρωπου μὲ τὸ Θεὸ ἀκόμα καὶ μέσα στὴν ἐπίγεια ζωή, τόσο ἐκτιμᾶ στὴν ἀνθρώπινη φύση τὴν κίνηση. Αὐτὴ ἡ κίνηση δὲν κάνει ἀδύνατη τὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμα καὶ στὴν ἐπίγεια ζωή: ἡ ὕψιστη θέωση τοῦ ἀνθρώπου στὴ μέλλουσα ζωὴ δὲ ματαιώνει ὁλοκληρωτικὰ τὴν ἀνθρώπινη ἐνέργεια. Εἶναι λοιπὸν ὁλότελα φανερό, ὅτι οὔτε τὸ φτάσιμο στὸ τέλος, οὔτε ἡ «στάση» σημαίνουν ὅτι κάθε ἐνέργεια παύει. Στὴ «στάοη», στὴν ὁποία φτάνει κανένας μέσα στὸ Θεό, παύει μόνο ἡ διαδοχικὴ κίνηση, τὸ πέρασμα ἀπὸ ἕνα πρᾶγμα σὲ ἄλλο. Αὐτὸ ὑπονοεῖ μιὰ παραμονὴ μέσα στὸ Θεό, μιὰ αἰώνια κινητὴ στάση, μιὰ μόνιμη κίνηση ταυτόσημη, μιὰ ἄμεση καὶ διαρκῆ παραμονὴ στὴν πρώτη αἰτία.(44)

Ὁ ἅγιος Μάξιμος κρατεῖ θετικὴ στάση ἀπέναντι στὴ δημιουργία, στάση ὄχι ἀπαισιόδοξη. Καὶ μ' αὐτὴ τὴ θετικὴ στάση δὲν πρέπει νὰ θεωρήσωμε ὅτι ὁπωσδήποτε ἀποδίδεται αὐτονομία στὴ δημιουργία, ὅπως ἀφήνει νὰ ἐννοήσωμε ὁ Hans Urs von Balthasar, ἐκπρόσωπος τοῦ δυτικοῦ χριστιανικοῦ πνεύματος.

Ἡ κίνηση εἶναι δεμένη κατὰ θετικὸ τρόπο μὲ τὴν οὐσία, ὅπως εἶναι δεμένη ἐπίσης ἡ στάση.(45) Γι' αὐτὸ τὸ λόγο ὁ ἅγιος Μάξιμος, ὅσο ἀποφεύγει νὰ συμπιέση τὴν κίνηση τοῦ δημιουργήματος μέσα στὴν αἰώνιο ζωή, ἄλλο τόσο ἀποφεύγει νὰ ἀρνηθῆ μιὰ στάση του μέσα στὴν ἐπίγεια ζωή. Ἡ στάση τοῦ λόγου (τῆς οὐσίας) τοῦ δημιουργήματος καὶ ἡ κίνηση τῶν τρόπων μὲ τοὺς ὁποίους ἐκδηλώνεται (τῶν τροπῶν του) παριστάνουν τὴ διπλῆ διαλεκτικὴ ὄψη τῆς δημιουργίας. Μία πραγματικότητα ὁλότελα στατικὴ δὲν εἶναι ἰδανικὸ γιὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο. Μὲ τὴν κίνηση φτάνει ἡ δημιουργία στὸν ἄπειρο σκοπό της, ὄχι μὲ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὴν κίνηση.(46) Ἀλλὰ ἡ δημιουργία δὲ στερεῖται ἀπὸ κάποια στατικότητα (στάση) οὔτε κατὰ τὴ διαδρομὴ τῆς κίνησής της, μὲ τὴν ὁποία τείνει πρὸς τὸ Θεό. Τὰ ὄντα προχωροῦν, πλησιάζουν, αὐξάνονται ἢ ἐλαττώνονται, ὀπισθοχωροῦν, ἀπομακρύνονται, ἀλλὰ στὸ λόγο τῆς οὐσίας τους μένουν τὰ αὐτά.(47)

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἔθεσε μὲ τὸ δεύτερο μέρος τοῦ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν» (πρῶτο κατὰ τὴ χρονολογία τῆς συγγραφῆς του) μιὰ θεωρητικὴ βάση γιὰ ὅλη συλλήβδην τὴν πρόοδο τῶν λογικῶν ὄντων μέσα στὴν πνευματικὴ ζωή, βάση ποὺ οἰκοδόμησε συνακόλουθα τὴν ἀποκάθαρση τῶν πιὸ ἐπικίνδυνων ὠριγενικῶν καὶ εὐαγριακῶν θεωριῶν.

Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἔργο ὁλοκληρώθηκε, μόνο ἀφοῦ τοῦ πρόσθεσε, σὰν πρῶτο μέρος, τὴν ἀνασκευὴ μιᾶς ἄλλης λανθασμένης θεωρίας, ποὺ ἄρχισε νὰ διαιρῆ τὰ πνεύματα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Φαίνεται ὅτι τὸ δεύτερο μέρος (πρῶτο κατὰ τὴ σύνθεση) τελείωσε γύρω στὰ 630 καὶ τὸ πρῶτο (δεύτερο κατὰ τὴ σύνθεση) γράφηκε ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο, μόνο ἀφοῦ ὁ Σωφρόνιος, φτάνοντας σὰν Πατριάρχης στὴν Ἱερουσαλήμ, ἐδημοσίευσε τὴ «Συνοδικὴ Ἐπιστολή», ὅπου μιλάει ἐπίσημα καὶ ἐπίμονα γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ, παρόλο πού, κρατῶντας τὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσε στὸν Πατριάρχη Σέργιο στὰ 633, δὲ χρησιμοποιεῖ τὴν ἔκφραση «δύο ἐνέργειες». Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος, παρόλο ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι κάθε φύση τοῦ Χριστοῦ διατηρεῖ τὴν ἐνέργειά της, χρωματίζει ἔντονα τὴν ἕνωση τῶν δύο ἐνεργειῶν καὶ ὁμιλεῖ γιὰ μιὰ «διττὴ ἐνέργεια» ἢ γιὰ τὴ «θεανδρικὴ ἐνέργεια» ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν ἕνωση τῶν δύο ἐνεργειῶν, δείχνει ὅτι αὐτὸ τὸ μέρος γράφηκε ἴσως ἀκόμα καὶ μετὰ τὸ 634, στὴν περίοδο μεταξὺ 634 καὶ 638, ποὺ κατὰ τὴ διάρκειά της καὶ ὁ Πατριάρχης Σέργιος τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ὁ Πατριάρχης Σωφρόνιος γράφουν μ' ἕνα τρόπο παραπλήσιο μ' ἐκεῖνον ποὺ ἐπικρατεῖ καὶ στὰ συνοδικὰ γράμματά τους, μὲ βάση δηλαδὴ τὴ συμφωνία τους τοῦ 633 νὰ μὴ μιλήσουν μὲ πολὺ ἔντονο ὕφος οὔτε γιὰ μιὰ, οὔτε γιὰ δύο ἐνέργειες. Ἔπειτα, σ' αὐτὸ τὸ μέρος ὁ ἅγιος Μάξιμος δὲ μιλᾶ γιὰ πολέμιους τῶν δυὸ ἐνεργειῶν.

Διαφορετικὰ θὰ γράψη ὁ ἅγιος Μάξιμος μετὰ τὸ 638, ὅταν ἡ «Ἔκθεσις» τοῦ αὐτοκράτορα Ἡρακλείου θὰ τὸν προκαλέση στὸν ἀνοιχτὸν ἀγῶνα. Τὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν» περιλαμβάνει στὴν οὐσία ὅλη τὴ θεολογία τοῦ ἁγίου Μαξίμου σὰν βάση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, μὲ μόνη ἔλλειψη τὴ σαφῆ διατύπωση τῆς ἀντιμονοθελητικῆς διδασκαλίας.

ΤΟΙΟΥΤΟΤΡΟΠΩΣ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΝΣΑΡΚΩΘΗΚΕ ΣΕ ΜΙΑ ΗΔΗ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΤΩΝ ΑΚΤΙΣΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ. ΑΠΟΚΑΤΕΣΤΗΣΕ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕ ΔΕΝ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕ ΣΕ ΜΙΑ ΝΕΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΝΟΜΟ. ΙΔΟΥ ΚΑΙΝΑ ΠΟΙΩ ΠΑΝΤΑ. ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ ΒΟΗΘΗΣΕ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΝΩΣΗ ΤΟΥ. ΚΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΝΕΙ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΣΣΕΙ ΔΙΟΡΘΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ, ΜΙΑ ΗΔΗ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ, ΟΠΩΣ ΤΟΥ ΩΡΙΓΕΝΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΥΑΓΡΙΟΥ,ΔΙΟΡΘΩΝΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΗΣΥΧΑΣΜΟ, ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΥ. ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ ΤΟΥ ΩΡΙΓΕΝΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΥΑΓΡΙΟΥ.

Σημειώσεις


* Χωρὶς τὴ συμπόρευση τοῦ κ. Π. Νέλλα σ' ὅλη τὴ διαδρομὴ καὶ τὴ συνάντηση τοῦ ξεκινήματος μὲ τὸν π. Ἀρτέμιο ἡ ἀπόδοση αὐτὴ θὰ ἦταν πολὺ κατώτερη.— Τοὺς ἐκφράζω τὴν εὐγνωμοσύνη μου. (Σημείωση τοῦ μεταφραστῆ).

15. P. Sherwood, The Earlier Ambigua of St Maximus the Confessor and his Refutation of Origenism, Romae, 1955.

16. H.U. von Balthasar Die «Gnostischen Centurien», Freiburg i. Br., 1941.

17. P. Sherwood, The Earlier Ambigua, σ. 107.

18. Η. U. von Balthasar, Die «Gnostischen Centurien» μὲ μία νέα εἰσαγωγή, στὸ Kosmische Liturgie, σ. 485 κ. ἑ.

19. P. G. 90, 321 Β: «τῶν ὑπὲρ αἰῶνας καὶ φύσιν ἀγαθῶν … τύποι καὶ προχαράγματα καθεστήκασιν, οἱ τρόποι τῶν ἀρετῶν … δι' ὧν ὁ Θεὸς ἀεὶ θέλων ἐν τοῖς ἀξίοις ἄνθρωπος γίνεται».

20. P. G. 91, 1328 Α.

21. P. Sherwood, The Earlier Ambigua, σ. 92. «Ἡ ἑνότητα τῶν λόγων τῶν πραγμάτων μέσα στὸ Λόγο• σ’ αὐτὸ μέσα διατηρεῖται ὅ, τι καλὸ ὑπῆρχε στὴν πίστη γιὰ μιὰ ἑνότητα ἀρχικὴ καὶ τελικὴ στὸν ὠριγενικὸ μῦθο».

22. P.G. 91, 1328 Α.

23. P.G. 91, 1329 Β -1332 Α.

24. P.G. 91, 1333 D.

25. Στὸν ιδ'. ἀναθεματισμὸ τῶν δοξασιῶν τοῦ Ὠριγένη, στὴν Ε' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, διαβάζουμε: «Eἴ τις λέγει... ὅτι ἐν τῇ μυθευομένῃ ἀποκαταστάσει ἔσονται μόνοι γυμνοὶ (οἱ νόες), καθάπερ καί ἐν τῇ παρ' αὐτῶν ληρῳδουμένῃ προϋπάρξει ἐτύγχανον, ἀνάθεμα ἔστω». (Ἰ. Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ μνημεῖα τῆς 'Ορθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. 1, Ἀθῆναι 1960, σελ 199).

26. P.G. 91, 1069-1101, 1216-1221.

27. P.G. 91, 1069 Α.

28. P.G. 91, 1217 CD.

29. P.G. 91, 1217 CD.

30. P.G. 91, 1077 ΑΒ.

31. Τὰ 60 κεφάλαια ποὺ λείπουν στὶς ἑκατοντάδες, στὸν W. Frankenberg, Evagrius Ponticus, Berlin, 1922. Κέφ. ΝΘ': «Νοῦς θεῖός ἐστι νοῦς ἀπὸ πασῶν τῶν κινήσεων εἰρηνεύων τε καὶ φῶς τῆς ὄψεως τῆς ἁγίας Τριάδος ἐνδεδυμένος• καὶ παρὰ τοῦ Πατρὸς αἰτεῖται ἐπιθυμίας ἀπλήστου πλήρωσιν». Κέφ. ΝΑ': «Ψυχὴ τῶν σωματικῶν κινήσεων ἐλευθερωθεῖσα οὐρανίων ὄψεων ὁρατική». Κέφ. 37 : «Ὁ νοῦς ἐστι ναὸς τῆς ἁγίας Τριάδος». Βλέπε ἐπίσης κέφ. 25, 26, 27.

32. P. Sherwood, The Earlier Ambigua, σ. 153, σημ. 57.

33. Η. U. Von Balyhasar, Kosmische Liturgie, σ. 40.

34. Η. U. von Balthasar, Kosmische Liturgie, σ. 40.

35. P. Sherwood, The Earlier Ambigua, σ. 154, σημ. 57, P.G. 91, 1076 C.

36. Ἡ δύναμη τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας ἔχει τὴν πηγή της στὴ θεότητα, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς θεώσως. Ὁ σκοπὸς τῆς ἱεραρχίας εἶναι νὰ θεοποιηθοῦν οἱ πιστοί. «Ἡ δὲ θέωσίς ἐστιν ἡ πρὸς τὸν Θεόν, ὡς ἐφικτόν, ἀφομοίωσίς τε καὶ ἕνωσις». (Περὶ ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, κέφ. A', P. G. 3, 376 Α).

37. P. G. 91, 33 ΑΒ.

38. P. G. 91, 1976 C.

39. Η. U. von Balthasar, Kosmische Liturgie 2, σ. 67.

40. P. G. 91, 33 D - 36 Α.

41. P. G. 91, 36.

42. P.G. 91, 81 D.

43. P.G. 91, 593 Α.

44. P. Sherwood, The Earlier Ambigua, σ. 112.

45. P. G. 91, 436 ΑΒ: «…πᾶσα φύσις οὐσιωδῶς οἰκείοις ἰδιώμασι διειλημμένη … Πέφυκε γὰρ πᾶν ὑποκείμενον τοῖς φυσικοῖς ἰδιώμασι φθειρομένοις συμφθείρεσθαι... Εἰ οὖν ἀληθές, τὸ μηδὲν δύνασθαι τῶν ὄντων εἶναι ἢ γνωσθῆναι ἄνευ τῶν φυσικῶς καὶ κυρίως αὐτὸ χαράκτηριζόντων, οἱ τῆς ψυχῆς τὸ κατ' οὐσίαν αὐτῇ ἐμπεφυκος ἀφαιρούμενοι• τουτέστι, τὸ λογικόν τε καὶ νοερόν, καθὸ ἀεί τε ἐστὶ καὶ ἐνεργεῖ νοοῦσα καὶ λογιζομένη, προδήλως καὶ τὸ εἶναι αὐτῆς, κἄν μὴ λέγουσι, συναφαιροῦνται• καὶ ἔσται κατ' αὐτούς, φθαρτὴ καὶ θνητή, τὸ εἶναι μετὰ τὸν τοῦ σώματος θάνατον οὐκ ἒχουσα• οὐ τί ἀτοκώτερον; Εἰ δὲ ζῆν αὐτὴν ὑποτίθενται… πάντως καὶ κινεῖται. Πᾶσα γὰρ ζωὴ τῶν γενητῶν, ἐν κινήσει δείκνυται. Εἰ δὲ κινεῖται, καὶ ἐνεργεῖ πάντως• πᾶσα γὰρ κίνησις, δι' ἐνεργείας ἐκφαίνεται».

46. P.G. 90, 609 AD.

47. P. G. 91, 1217 Β.

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: