Προϋπόθεση τῆς προσεγγίσεως τοῦ ἀπροσίτου Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγνωσία, ἡ γνώση δηλαδὴ ἀκριβῶς τῆς ἀδυναμίας μας νὰ προσεγγίσουμε καὶ νὰ γνωρίσουμε τὸν Θεὸ διὰ τῆς νοητικῆς ὁδοῦ. Παρὰ ταῦτα ὁ ἀπρόσιτος κατὰ τὴν οὐσία Θεὸς γνωρίζεται καὶ ἀποκαλύπτεται στοὺς ἀνθρώπους διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν του. Ὁ ἄνθρωπος δὲν νοεῖ τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸν βιώνει. Ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ σ’ αὐτὸν εἶναι βιωματική, εἶναι μία πορεία, ἡ ὁποία ἔχει ὡς τέρμα τὴν θέωση. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μέσω τῆς ἀ-λογίας φτάνει στὴν δοξο-λογία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεός, λοιπόν, εἶναι μὲν ἀπρόσιτος, ἀλλὰ κατὰ τὴν οὐσία. Εἶναι ὅμως προσιτὸς σὲ μᾶς κατὰ τὴν ἐνέργεια: διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν του, μὲ τὶς ὁποῖες ἀποκαλύπτεται στὸν ἄνθρωπο. Στὴν πραγματικότητα λοιπὸν δὲν πρόκειται γιὰ ἀντίφαση, ἀλλὰ γιὰ μία διαλεκτικὴ σύνθεση. Ἂς τὰ δοῦμε αὐτὰ πιὸ ἀναλυτικά.
Ξεκινᾶμε ἀπὸ τὴν ἐρώτηση, τί εἶναι Θεός. Θεὸς εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ τὸ τελείως ἀπρόσιτο. Ἂν ρωτήσει κάποιος τί εἶναι Θεός, αὐτὴ εἶναι μία ἀνόητη ἐρώτηση, δὲν ἔχει νόημα, γιατί Θεὸς εἶναι αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν μποροῦμε νὰ ρωτήσουμε, νὰ ὁρίσουμε τί εἶναι: γιατί ὁ Θεὸς ἁπλὰ εἶναι. Ὁ Θεὸς εἶναι τὸ εἶναι. Γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν συλλάβουμε. Ὅταν ὁ Μωϋσῆς ρώτησε τὸ Θεὸ στὴ φλεγομένη βάτο, «ἀπὸ ποιὸν ἐγὼ θὰ πῶ ὅτι ἔχω τὴν ἐντολὴ αὐτή, ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά σου», ἐκεῖνος ἀπάντησε «ἐχγιὲ ἀσὲρ ἐχγιέ», ἐγὼ εἶμαι ὁ «ἐγὼ εἶμαι», αὐτὸς ποὺ ἐγὼ εἶμαι. Αὐτὸ τὸ μετέφρασαν οἱ Ἑβδομήκοντα «ἐγὼ εἰμὶ ὁ ὤν». Αὐτὸ τὸ «ὁ ὤν», ποὺ σημαίνει ὁ ὑπάρχων, ἀποδίδει κατὰ κάποιον τρόπο τὸ Γιαχβὲ τοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ εἶναι παλαιότερη μορφὴ τοῦ «ἐχγιέ». Τὸ Γιαχβὲ σημαίνει, λοιπόν, «ἐγὼ εἰμί». Ὅταν στὴν Ἁγία Γραφή, στὴν Καινὴ Διαθήκη, στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο κυρίως, ὁ Χριστὸς ἀναφέρει τὶς λέξεις «ἐγὼ εἰμί», αὐτὸ τὸ «ἐγὼ εἰμὶ» εἶναι τὸ Γιαχβέ. Ὁ Ἰωάννης ἔχει ὡς σκοπὸ νὰ ἀποδείξει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Γιαχβέ. Κάθε Εὐαγγελιστὴς ἔχει ἕναν εἰδικὸ θεολογικὸ σκοπό. Ὁ σκοπὸς τοῦ Ἰωάννη εἶναι αὐτός. Ὅσες φορὲς ὁ Χριστὸς εἶπε «ἐγὼ εἰμί», ἐννοοῦσε ὅτι εἶναι ὁ Γιαχβέ, καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Ἰωάννης ἀναφέρει: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου». «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ θύρα»…
Ὁ Χριστὸς εἶναι λοιπὸν ὁ Λόγος τοῦ Γιαχβέ, εἶναι ἐκεῖνος, στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἀπεκαλύφθη ὁ Γιαχβέ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Γιαχβέ, ἐκεῖνος διὰ τοῦ ὁποίου πηγαίνει κανεὶς στὸν Γιαχβέ: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ θύρα»• «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς» «ἵνα γνῶτε ὅτι ἐγὼ εἰμί». Ἐὰν κανεὶς δὲν ξέρει, δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύσει τὸ «ἐγὼ εἰμὶ ὁ ὤν». Ὅταν πῆγαν οἱ στρατιῶτες στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν, ὁ Χριστὸς τοὺς ρώτησε: «Τίνα ζητεῖτε»; Καὶ ὅταν αὐτοὶ εἶπαν «Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον», ὁ Χριστὸς ἀπάντησε «ἐγὼ εἰμί». Ἀκούγοντας «ἐγὼ εἰμὶ» ὀπισθοχώρησαν καὶ ἔπεσαν πρηνεῖς, σὰν μία δύναμη νὰ τοὺς ἔσπρωξε, γιατί ἄκουσαν τὴ λέξη, τὴ φράση αὐτή, ποὺ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ πεῖ. Λέγοντας ὁ Ἰησοῦς «ἐγὼ εἰμί», τοὺς ἔλεγε ἐγὼ εἶμαι ὁ Γιαχβέ. Αὐτὴ εἶναι λοιπὸν ἡ οὐσία τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ Θεό, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ συνεννοηθοῦμε, χρησιμοποιοῦμε δύο δρόμους. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ ἀποφατικός, δηλαδὴ ἡ γνώση τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀνεξιχνίαστος. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀρνητικὰ εἶναι ὁ ἀποφατικὸς δρόμος. Λέγοντας ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος, ἀναφής, ἀπρόσιτος, στὴν πραγματικότητα λέμε τί δὲν εἶναι. Λέμε τί εἶναι, λέγοντας τί δὲν εἶναι. Ὁ ἄλλος τρόπος εἶναι ὁ καταφατικός. Λέμε, ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος, ἤ, στὴν εὐχὴ τῆς Θείας Λειτουργίας, («Σὺ γὰρ εἰ Θεὸς ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος…»), «ἀεὶ ὤν, ὡσαύτως ὤν»· ἐδῶ μιλᾶμε καταφατικά. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ καταφατικὰ ποὺ λέμε γιὰ τὸν Θεό, πάλι δὲν λέμε τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ: λέμε τὰ περὶ τὸν Θεό, λέμε ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ· «ἐκ τῶν ἡμετέρων ἀνεπλάσθη τὰ τοῦ Θεοῦ». Ἐμεῖς ὑπάρχουμε ἐν χρόνῳ, ὁ Θεὸς εἶναι ἀεὶ ὤν· ἐμεῖς ἀλλοιούμεθα, ὁ Θεὸς εἶναι ὡσαύτως ὤν. Αὐτὰ ὅλα, ἡ καταφατικὴ ὁδός, δὲν μᾶς λέει πάλι τί εἶναι ὁ Θεός.
Στὴν Α΄ πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολή, στὸ 6ο κεφάλαιο, ὁ Θεὸς ἀναφέρεται ὡς «ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν» (πάλι ἀποφατικὸς δρόμος), «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον». Τὸ ἀναλύσαμε ἤδη. Ἀπρόσιτο φῶς, τὸ ὁποῖο «οὐδεὶς ἀνθρώπων εἶδεν ἢ ἰδεῖν δύναται» (Ἰωάννης Χρυσόστομος). Ὅμως, «φῶς οἰκῶν». Αὐτὸς εἶναι λοιπὸν ὁ καταφατικὸς δρόμος, συνδυασμένος ἐδῶ μὲ τὸν ἀποφατικό.
Ὁ Θεός, λοιπόν, εἶναι μὲν ἀπρόσιτος, ἀλλὰ κατὰ τὴν οὐσία. Εἶναι ὅμως προσιτὸς σὲ μᾶς κατὰ τὴν ἐνέργεια: διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν του, μὲ τὶς ὁποῖες ἀποκαλύπτεται στὸν ἄνθρωπο. Στὴν πραγματικότητα λοιπὸν δὲν πρόκειται γιὰ ἀντίφαση, ἀλλὰ γιὰ μία διαλεκτικὴ σύνθεση. Ἂς τὰ δοῦμε αὐτὰ πιὸ ἀναλυτικά.
Ξεκινᾶμε ἀπὸ τὴν ἐρώτηση, τί εἶναι Θεός. Θεὸς εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ τὸ τελείως ἀπρόσιτο. Ἂν ρωτήσει κάποιος τί εἶναι Θεός, αὐτὴ εἶναι μία ἀνόητη ἐρώτηση, δὲν ἔχει νόημα, γιατί Θεὸς εἶναι αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν μποροῦμε νὰ ρωτήσουμε, νὰ ὁρίσουμε τί εἶναι: γιατί ὁ Θεὸς ἁπλὰ εἶναι. Ὁ Θεὸς εἶναι τὸ εἶναι. Γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν συλλάβουμε. Ὅταν ὁ Μωϋσῆς ρώτησε τὸ Θεὸ στὴ φλεγομένη βάτο, «ἀπὸ ποιὸν ἐγὼ θὰ πῶ ὅτι ἔχω τὴν ἐντολὴ αὐτή, ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά σου», ἐκεῖνος ἀπάντησε «ἐχγιὲ ἀσὲρ ἐχγιέ», ἐγὼ εἶμαι ὁ «ἐγὼ εἶμαι», αὐτὸς ποὺ ἐγὼ εἶμαι. Αὐτὸ τὸ μετέφρασαν οἱ Ἑβδομήκοντα «ἐγὼ εἰμὶ ὁ ὤν». Αὐτὸ τὸ «ὁ ὤν», ποὺ σημαίνει ὁ ὑπάρχων, ἀποδίδει κατὰ κάποιον τρόπο τὸ Γιαχβὲ τοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ εἶναι παλαιότερη μορφὴ τοῦ «ἐχγιέ». Τὸ Γιαχβὲ σημαίνει, λοιπόν, «ἐγὼ εἰμί». Ὅταν στὴν Ἁγία Γραφή, στὴν Καινὴ Διαθήκη, στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο κυρίως, ὁ Χριστὸς ἀναφέρει τὶς λέξεις «ἐγὼ εἰμί», αὐτὸ τὸ «ἐγὼ εἰμὶ» εἶναι τὸ Γιαχβέ. Ὁ Ἰωάννης ἔχει ὡς σκοπὸ νὰ ἀποδείξει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Γιαχβέ. Κάθε Εὐαγγελιστὴς ἔχει ἕναν εἰδικὸ θεολογικὸ σκοπό. Ὁ σκοπὸς τοῦ Ἰωάννη εἶναι αὐτός. Ὅσες φορὲς ὁ Χριστὸς εἶπε «ἐγὼ εἰμί», ἐννοοῦσε ὅτι εἶναι ὁ Γιαχβέ, καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Ἰωάννης ἀναφέρει: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου». «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ θύρα»…
Ὁ Χριστὸς εἶναι λοιπὸν ὁ Λόγος τοῦ Γιαχβέ, εἶναι ἐκεῖνος, στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἀπεκαλύφθη ὁ Γιαχβέ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Γιαχβέ, ἐκεῖνος διὰ τοῦ ὁποίου πηγαίνει κανεὶς στὸν Γιαχβέ: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ θύρα»• «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς» «ἵνα γνῶτε ὅτι ἐγὼ εἰμί». Ἐὰν κανεὶς δὲν ξέρει, δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύσει τὸ «ἐγὼ εἰμὶ ὁ ὤν». Ὅταν πῆγαν οἱ στρατιῶτες στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν, ὁ Χριστὸς τοὺς ρώτησε: «Τίνα ζητεῖτε»; Καὶ ὅταν αὐτοὶ εἶπαν «Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον», ὁ Χριστὸς ἀπάντησε «ἐγὼ εἰμί». Ἀκούγοντας «ἐγὼ εἰμὶ» ὀπισθοχώρησαν καὶ ἔπεσαν πρηνεῖς, σὰν μία δύναμη νὰ τοὺς ἔσπρωξε, γιατί ἄκουσαν τὴ λέξη, τὴ φράση αὐτή, ποὺ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ πεῖ. Λέγοντας ὁ Ἰησοῦς «ἐγὼ εἰμί», τοὺς ἔλεγε ἐγὼ εἶμαι ὁ Γιαχβέ. Αὐτὴ εἶναι λοιπὸν ἡ οὐσία τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ Θεό, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ συνεννοηθοῦμε, χρησιμοποιοῦμε δύο δρόμους. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ ἀποφατικός, δηλαδὴ ἡ γνώση τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀνεξιχνίαστος. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀρνητικὰ εἶναι ὁ ἀποφατικὸς δρόμος. Λέγοντας ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος, ἀναφής, ἀπρόσιτος, στὴν πραγματικότητα λέμε τί δὲν εἶναι. Λέμε τί εἶναι, λέγοντας τί δὲν εἶναι. Ὁ ἄλλος τρόπος εἶναι ὁ καταφατικός. Λέμε, ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος, ἤ, στὴν εὐχὴ τῆς Θείας Λειτουργίας, («Σὺ γὰρ εἰ Θεὸς ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος…»), «ἀεὶ ὤν, ὡσαύτως ὤν»· ἐδῶ μιλᾶμε καταφατικά. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ καταφατικὰ ποὺ λέμε γιὰ τὸν Θεό, πάλι δὲν λέμε τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ: λέμε τὰ περὶ τὸν Θεό, λέμε ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ· «ἐκ τῶν ἡμετέρων ἀνεπλάσθη τὰ τοῦ Θεοῦ». Ἐμεῖς ὑπάρχουμε ἐν χρόνῳ, ὁ Θεὸς εἶναι ἀεὶ ὤν· ἐμεῖς ἀλλοιούμεθα, ὁ Θεὸς εἶναι ὡσαύτως ὤν. Αὐτὰ ὅλα, ἡ καταφατικὴ ὁδός, δὲν μᾶς λέει πάλι τί εἶναι ὁ Θεός.
Στὴν Α΄ πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολή, στὸ 6ο κεφάλαιο, ὁ Θεὸς ἀναφέρεται ὡς «ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν» (πάλι ἀποφατικὸς δρόμος), «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον». Τὸ ἀναλύσαμε ἤδη. Ἀπρόσιτο φῶς, τὸ ὁποῖο «οὐδεὶς ἀνθρώπων εἶδεν ἢ ἰδεῖν δύναται» (Ἰωάννης Χρυσόστομος). Ὅμως, «φῶς οἰκῶν». Αὐτὸς εἶναι λοιπὸν ὁ καταφατικὸς δρόμος, συνδυασμένος ἐδῶ μὲ τὸν ἀποφατικό.
*****
Γιὰ νὰ προσεγγίσει τὴν ἔννοια τοῦ ἀπροσίτου τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὅλως ἄλλου, τοῦ ὁλοκληρωτικὰ διαφορετικοῦ ἀπὸ ὅ,τι γνωρίζουμε καὶ ἀπὸ ὅ,τι εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ συλλάβουμε, ἡ κλασικὴ θεολογία, ἀκολουθοῦσα τὴ φιλοσοφία, κυρίως τὴν ἀριστοτελική, διακρίνει μεταξὺ φυσικοῦ καὶ μεταφυσικοῦ. Βέβαια ὁ Ἀριστοτέλης δὲν εἶπε τίποτε περὶ τῆς ἐννοίας μεταφυσική, ἁπλῶς μετὰ τὰ Φυσικὰ ἔγραψε ἕνα ἄλλο κείμενο, ποὺ ὀνομάσαμε Μετὰ τὰ Φυσικά, ὅθεν τὰ Μεταφυσικά. Ἡ διάκριση μεταξὺ φυσικοῦ καὶ μεταφυσικοῦ δὲν εἶναι κυρίως εἰπεῖν ὀρθόδοξη. Ἄλλοι χρησιμοποιοῦν τὴ λέξη ὑπερφυσικό. Καὶ αὐτὸ τὸ λέμε πάλι γιὰ νὰ συνεννοηθοῦμε: ὑπὲρ τὴν φύσιν. Ἡ μόνη θεολογικὴ ὀρθόδοξη διάκριση εἶναι ἡ διάκριση μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου. Ἄκτιστος εἶναι μόνον ὁ Θεός. Ἀπρόσιτος μὲν κατὰ τὴν οὐσία, προσιτὸς δὲ κατὰ τὶς ἐνέργειες. Ἄκτιστος εἶναι ὁ Θεός, ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπρόσιτη, οἱ ἐνέργειές του ἐπίσης ἄκτιστες, ἀλλὰ ὅμως προσιτές. Κτιστὸς εἶναι ὁ κόσμος, τὸ σύμπαν, οἱ ἄγγελοι, οἱ ἄνθρωποι καὶ ὅτι ἄλλο ὑπάρχει ἐκτός τοῦ Θεοῦ.
Ἄλλη διάκριση ποὺ γίνεται, εἶναι ἡ μεταξύ τοῦ ὑλικοῦ καὶ τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Στὸν πνευματικὸ κόσμο ὅμως τοποθετοῦνται οἱ ἄγγελοι, ἡ ψυχή, ὁ Θεός. Συμφυρμὸς δηλαδὴ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου.
Οἱ δύο ἔννοιες, τὸ κτιστὸ καὶ τὸ ἄκτιστο, εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ μὴ συμβατές, εἶναι δύο ἔννοιες ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν καμία ἐπαφὴ μεταξύ τους. Ἡ συνειδητοποίηση ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου αὐτῆς τῆς ἀποστάσεως μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου δημιουργεῖ στὸν ἄνθρωπο τὸ ὑπαρξιακὸ ἄγχος. Ἡ προσπάθεια γεφυρώσεως αὐτοῦ τοῦ ἄγχους γεννᾶ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις ποὺ ὀνομάζουμε θρησκεία. Ἡ θρησκεία δὲν κάνει τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ προσπαθεῖ νὰ γεφυρώσει τὴν ἀπόσταση μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου.
Ζοῦμε στὸν κόσμο καὶ καταλαβαίνουμε ὅτι πάνω ἀπὸ τὸν κόσμο ὑπάρχει ἕνας ἄλλος κόσμος, ὁ ὑπὲρ-κόσμος. Ἕνα κάλυμμα σκεπάζει τὸν κόσμο καὶ ἐμεῖς προσπαθοῦμε νὰ διαπεράσουμε τὸ κάλυμμα, νὰ δοῦμε ἀπὸ πάνω. Αὐτὴ ἡ προσπάθεια λέγεται θρησκεία.
Προσπαθεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ θρησκεία καὶ τὰ ὑποκατάστατα τῆς θρησκείας νὰ γεφυρώσει τὸ χάσμα, νὰ φτάσει ψηλά. Ὑποκατάστατα μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ οἱ ἰδεολογίες, αὐτὲς ποὺ τελειώνουν σὲ ισμός: Μαρξισμός, Σοσιαλισμός, Καπιταλισμός, Κομμουνισμός· ὅλα αὐτὰ εἶναι προσπάθειες νὰ γεφυρώσουμε τὸ χάσμα. Ἄλλος προσπαθεῖ νὰ φτάσει ἐπάνω μὲ μία ἰδεολογία, ἄλλος μὲ τὴν τέχνη, μὲ τὰ ταξίδια, μὲ τὴν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν, εἴτε αὐτὰ λέγονται χρῆμα, εἴτε δόξα, εἴτε ἡδονή, εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ὑποκατάστατα, μὲ τὰ ὁποῖα προσπαθοῦμε νὰ γεμίσουμε τὴν ψυχή μας, τὸ ὑπαρξιακὸ κενό, τὸ ὑπαρξιακὸ χάος, νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸ ὑπαρξιακὸ ἄγχος καὶ νὰ φτάσουμε στὸν ὑπερκόσμο. Ἀκόμη ἔχουμε, χειρότερες μορφὲς ὑποκαταστάτων, τὰ ναρκωτικά, τὰ βαριά, ἢ καὶ πιὸ ἀθώα ναρκωτικά, ὅπως τὸ κάπνισμα. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀσυνείδητες ἀναζητήσεις μιᾶς χαμένης Ἐδέμ.
Ὅσο κι ἂν ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ ἀνέβει ἐπάνω, ὅλες αὐτὲς οἱ προσπάθειες τῆς θρησκείας ἢ τῶν ὑποκαταστάτων της, εἶναι ἀνίκανες νὰ λυτρώσουν τὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἀνίκανες νὰ μᾶς δείξουν τί βρίσκεται στὸν ὑπερκόσμο. Ὁ μόνος τρόπος εἶναι, ὁ Ἐπάνω νὰ ἀνοίξει μία καταπακτή, νὰ ρίξει μία σκάλα, νὰ ἔρθει κάτω ὁ ἴδιος καὶ νὰ μᾶς ἀνεβάσει ἐπάνω. Αὐτὸ ἔκανε ὁ Χριστός, αὐτὸ εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς κατέβηκε κάτω, γι’ αὐτὸ λέει ὁ Χριστὸς «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς» καὶ «ἡ θύρα», γι’ αὐτὸ καὶ λέμε στὴν Παναγία: «Χαῖρε κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι’ ἦς κατέβη ὁ Θεός, χαῖρε γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν».
Ἤ, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μίαν ἄλλην εἰκόνα, περπατᾶμε στὸ σκοτάδι, καὶ ἐκεῖ ποὺ δὲ βλέπουμε μπροστὰ μας τίποτα, ξαφνικὰ μία ἀστραπὴ μᾶς φωτίζει καὶ βλέπουμε ποῦ βαδίζουμε. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη. Δὲν ἀνακαλύψαμε μόνοι μας ποῦ βαδίζουμε, αὐτὸ εἶναι ἀποκάλυψη. Κάποιος μοῦ ἀποκαλύπτει κάτι.
Ἄρα λοιπὸν ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι θρησκεία. Θρησκεία εἶναι ὅλες οἱ προσπάθειες τοῦ ἀνθρώπου νὰ φτάσει μόνος, δι΄ ἰδίων δυνάμεων ἐκεῖ πάνω, πράγμα ἀδύνατο. Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἀποκάλυψη, εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ νὰ τὸ πῶ ἀλλιῶς, εἶναι ἡ εἰσβολὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία. Ὁ Θεὸς ὁ ἄκτιστος ἔφτιαξε τὸν κτιστὸ κόσμο. Ὁ κόσμος ὁ κτιστὸς ἔπεσε διὰ τῆς ἁμαρτίας στὴ φθορὰ καὶ στὸν θάνατο. Βρίσκεται στὴν ταλαιπωρία, στὸ ἄγχος, καὶ πρέπει κάποιος νὰ τὸν λυτρώσει. Γιὰ νὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεὸς εἰσέβαλε στὸ χῶρο, στὴν ἱστορία, ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ἐν Χριστῷ μᾶς ἔσωσε. Ἄρα τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποκαλύψεως δὲν εἶναι μία ἰδέα, μία κοσμοθεωρία. Πολλοὶ χρησιμοποιοῦν τὸν ὅρο χριστιανικὴ κοσμοθεωρία, ἢ χριστιανικὴ ἰδεολογία. Δὲν πιστεύουμε σὲ μία κοσμοθεωρία. Τὸ πρόβλημά μας δὲν λύνεται μὲ ἰδέες καὶ θεωρίες, ἀλλὰ μὲ τὴν πίστη στὸν ἕνα Θεό, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύφθηκε. Σ’ αὐτὸν ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὴν κλίμακα, νὰ τοῦ δώσουμε τὸ χέρι νὰ μᾶς ἀνεβάσει ἐκεῖ πάνω. Αὐτὸ εἶναι ἡ σωτηρία, ἡ ἀποκάλυψη.
Δὲν εἶναι λοιπὸν τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποκαλύψεως μία ἰδέα καὶ μία θεωρία, ἀλλὰ ἕνα πρόσωπο, τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πολλοὶ λένε, ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνας μεγάλος δάσκαλος, ἠθικὸς ἀναμορφωτής, κοινωνικὸς ἐργάτης. Ἂν ἦταν κάτι ἀπὸ αὐτά, ἀλίμονό μας. Ἡ σωτηρία μας θὰ ἦταν ἀδύνατη. Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ πεῖ, ὁ Κομφούκιος εἶπε πολὺ ὡραῖα πράγματα, καὶ ὅτι ὁ Μωάμεθ δὲν εἶπε ἄσχημα πράγματα. Καὶ ὁ Μωϋσῆς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶπε ὡραῖα πράγματα, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει ὅμως, κανεὶς δὲν εἶναι ὁ σωτήρας. Δὲν σώζουν οἱ ἠθικὲς διδασκαλίες, δὲν σωζόμαστε ἂν γίνουμε καλοὶ ἄνθρωποι. Καὶ ἕνας ἄθεος, βουδδιστής, ἰνδουϊστής, μπορεῖ νὰ εἶναι καλὸς ἄνθρωπος. Σώζεται κανεὶς ἂν ἀφήσει τὸ χέρι του νὰ τὸ πιάσει ὁ Χριστός, ὁ ἀποκαλυφθεὶς Θεός, καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει ἐπάνω. Δὲν ἀρκεῖ νὰ πιστεύεις στὸν Θεό. Σὲ θεὸ πιστεύουν ὅλες οἱ θρησκεῖες. Πρέπει νὰ πιστεύεις στὸν Χριστό. Τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ ἀποκαλύφθηκε• «Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν», λέγει ὁ Φίλιππος (Ἰω. 14, 8). Καὶ ἀπαντᾶ ὁ Χριστός: «Τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμί, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; ὁ ἐωρακὼς ἐμὲ ἐώρακε τὸν πατέρα»: διότι στὸ πρόσωπό μου βλέπει κανεὶς τὸν Πατέρα. Γι’ αὐτὸ γράφει καὶ ὁ Παῦλος, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ «εἰκὼν τοῦ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. 4, 4) «τοῦ ἀοράτου» (Κολ. 1, 15).
Αὐτὸ εἶναι λοιπὸν τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ.
*****
Ἡ κλασικὴ θεολογία διακρίνει μεταξὺ φυσικῆς καὶ ὑπερφυσικῆς ἀποκαλύψεως. Ἡ φυσικὴ ἀποκάλυψη πραγματώνεται στὸν κόσμο, στὴν ἱστορία καὶ στὴ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου. Πράγματι στὴ θέα τοῦ κόσμου, «τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται τὰ ἀόρατα τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 1, 20). Ἄρα λοιπὸν ὑπάρχει ἡ φυσικὴ ἀποκάλυψη. Ὅμως ἡ φυσικὴ ἀποκάλυψη δὲν μπορεῖ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Χρειάζεται καὶ ἡ ὑπερφυσικὴ ἀποκάλυψη. Χρησιμοποιοῦμε τὴ λέξη, ὅπως εἶπα, τῆς κλασικῆς, ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας. Στὴν ὀρθόδοξη θεολογία, ἐννοῶ τὴν πατερικὴ θεολογία, αὐτὴ ἡ διάκριση μεταξὺ φυσικοῦ καὶ ὑπερφυσικοῦ δὲν εἶναι ἰδιαίτερα προσφιλής. Οἱ Πατέρες δὲν συμπαθοῦν αὐτὸν τὸν ὅρο. Περισσότερο χρησιμοποιοῦν ἄλλες εἰκόνες:
Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Τὰ τρία πρόσωπα περιχωροῦνται καὶ εἶναι ἑνωμένα «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως». Ὁ Θεός, τὸ μόνο ὄντως μακάριο Ὄν, ὑπάρχει ὡς ἀγάπη. Ἐπειδὴ εἶναι ἀγάπη, δὲν θέλησε νὰ κρατήσει τὴ μακαριότητά του γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἀνοίγει, τρόπον τινά, ἐξέρχεται ἑαυτοῦ καὶ δημιουργεῖ ἄλλα ὄντα γιὰ νὰ μετάσχουν στὴν μακαριότητά του. Τὰ ὄντα αὐτὰ πρέπει, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ μετάσχουν στὴν μακαριότητά του, νὰ εἶναι λογικὰ καὶ ἐλεύθερα. Ἂν ἦταν λογικά, ἀλλὰ δὲν ἦταν ἐλεύθερα, σκεφθεῖτε τὸ βάσανο ἑνὸς λογικοῦ ὄντος ποὺ εἶναι καταναγκασμένο νὰ κάνει κάτι. Ἐὰν ἦταν ἐλεύθερα, ἀλλὰ δὲν ἦταν λογικά, μπορεῖτε νὰ καταλάβετε τὶς συνέπειες, ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιά. Ἀφῆστε τα νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν. Θὰ ἦταν καταστροφή. Αὐτὸ σημαίνει τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ. Ἀλλὰ ἐπλάσθη καὶ «καθ’ ὁμοίωσιν». Γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐκπληρώσει τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» πρέπει νὰ εἶναι ἐλεύθερος καὶ λογικός. Ἀλλιῶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ἀξία ἡ προσπάθειά του, δὲν θὰ μποροῦσε τὸ καλὸ νὰ εἶναι καλό. Τὸ καλὸ εἶναι καλό, γιατί εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ κακὸ εἶναι κακό, γιατί πάλι ἐλεύθερα τὸ ἐπέλεξε ὁ ἄνθρωπος. Καλὸ καὶ κακὸ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς.
Ἀνοίγει λοιπὸν ὁ Θεός, ἐξέρχεται ἑαυτοῦ, δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο, δημιουργεῖ τὴν κτίση γιὰ νὰ βάλει τὸν ἄνθρωπο μέσα σ’ αὐτήν, καὶ τοῦ δίνει τὴν ἐντολή.
Ἐδῶ θὰ κάνω μία παρένθεση. Ὅλο αὐτὸ τὸ σύμπαν ποὺ ὑπάρχει – ζοῦμε σὲ ἕναν κόσμο ὅπου τὸ ἡλιακὸ σύστημα εἶναι ἕνα μέρος, ἕνας κόκκος, ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ δισεκατομμύρια ἀστέρια τοῦ γαλαξία μας, καὶ ὑπάρχουν δισεκατομμύρια γαλαξίες – ὅλα αὐτὰ τὰ ἔφτιαξε ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο; Ναί, γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι οἱ σημερινοὶ φυσικοὶ καὶ οἱ ἀστρονόμοι δέχονται στὴν πλειοψηφία τους ὡς λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγινε τὸ σύμπαν τὴ λεγόμενη ἀνθρωπικὴ ἀρχή. Τὸ σύμπαν ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅλα συντείνουν στὸν ἄνθρωπο. Ἀλλὰ τὸ τέρμα ὅλης αὐτῆς τῆς ἐξελίξεως, ἂν θέλετε ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς λεγομένης μεγάλης ἐκρήξεως, μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἐμφανίσθηκε ὁ ἄνθρωπος, ὅλα κατατείνουν στὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὅλα ἔγιναν γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Τὸ ἄνοιγμα αὐτὸ τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ χρόνου. «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν… καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς• καὶ ἐγένετο φῶς… Καὶ εἶπεν ὁ Θεός… Καὶ εἶπεν ὁ Θεός…» (Γέν. 1, 1 κ. ἑ.). Αὐτὸ τὸ «καὶ εἶπεν» εἶναι μία ἀνθρωποπαθὴς ἔκφραση. Σημαίνει ὅτι διὰ τοῦ Λόγου του ἐποίησε τὰ πάντα, «τῷ λόγω τοῦ Κυρίου ἐστερεώθησαν οἱ οὐρανοί», «αὐτὸς εἶπε καὶ ἐγενήθησαν, αὐτὸς ἐνετείλατο καὶ ἐκτίσθησαν». «Ὁ Πατὴρ δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύμαπ ποιεῖ τὰ πάντα». Αὐτὸ ἦταν ἡ ἀρχὴ τοῦ ἀνοίγματος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀρχὴ τῆς ἀποκαλύψεως δηλαδή. Τὸ τέλος; «Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ’ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ» (Ἑβρ. 1, 1-2). «Ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὤν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ἰω. 1, 18). Ἐκεῖνος. Δὲν χρειαζόμαστε ἄλλον. Δὲν χρειαζόμαστε δηλαδὴ γκουρού, τὸν τεκτονισμό, τὸν ἕνα ὁποιονδήποτε -ισμὸ γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει, νὰ μᾶς ἐξηγήσει τὰ τοῦ Θεοῦ, δὲν χρειαζόμαστε θρησκεία, χρειαζόμαστε ἀποκάλυψη. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πληρότης. «Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ἰω. 1,17). Ὁ νόμος ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια ἐγένετο, πραγματοποιήθηκε: μία διαφορετικὴ λέξη, μία διαφορετικὴ ἔννοια. Καὶ τὸ ἴδιο μᾶς λέγει πάλι ὁ Ἰωάννης: «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ἰω. 1, 14). Τὸ ἴδιο ρῆμα. Τὸ ἐγένετο σημαίνει τὴν πραγματοποίηση, τὴν ὑλοποίηση, κάτι τὸ χειροπιαστό. Ὁ Λόγος αὐτὸς τοῦ Θεοῦ «σὰρξ ἐγένετο». Ὁ Θεός, τὸν ὁποῖον «οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε», ἀπεκαλύφθη διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔγινε ὁ μεσίτης τῆς ἀποκαλύψεως.
Ἐδῶ μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τρεῖς βαθμίδες ἀποκαλύψεως. Ἡ πρώτη εἶναι ὅταν ὁ Θεὸς ἀνοίγει, ἐξέρχεται ἑαυτοῦ, δημιουργεῖ τὸν κόσμο («Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν»)· στὴν δεύτερη ἔχουμε τὴν πλήρωση τῆς ἀποκαλύψεως («Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο»)· καὶ ἔχουμε καὶ μίαν τρίτη ἀποκάλυψη, ποὺ εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση, εἶναι ἡ μέλλουσα κρίση. Ἐκεῖ θὰ ἀποκαλυφθεῖ πάλι ὁ Θεός, ἀλλὰ θὰ ἀποκαλυφθεῖ ὡς φῶς γιὰ τοὺς ἀξίους καὶ ὡς «πῦρ καταναλίσκον» γιὰ τοὺς ἀναξίους («Ἀποκαλύπτεται ὀργὴ Θεοῦ ἀπ’ οὐρανοῦ ἐπὶ πάσαν ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν ἀνθρώπων» (Ρωμ. 1,18).
*****
Τὸ περιεχόμενο λοιπὸν τῆς ἀποκαλύψεως εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἀποκαλυπτόμενος ἐν Υἱῷ, δηλαδὴ σὲ μία συγκεκριμένη ἀνθρώπινη μορφή, ἕνα συγκεκριμένο ἱστορικὸ πρόσωπο, στὸ ὁποῖο, «ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου», ἑνώθηκε ἡ θεότητα μὲ τὴν ἀνθρωπότητα.
Ποῦ βρίσκεται ἡ ἀποκάλυψη αὐτή; Ποῦ φυλάσσεται, ποιὸς τὴν προσφέρει;
Ὁ Χριστὸς ἦλθε στὴ γῆ, ἔζησε, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε, ἀνελήφθη, ἀλλὰ δὲν ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο. Συνεχίζει νὰ ζεῖ παρατεινόμενος στοὺς αἰῶνες ὡς Ἐκκλησία. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ἵδρυσε ὁ ἴδιος μὲ τὴ σταυρική του θυσία, καὶ τὴν ὁποία τρέφει καὶ συντηρεῖ μὲ τὸ αἷμα του διὰ τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Αὐτὸς ἔστειλε ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ συνήγαγε στὸ ὄνομά του ὅλους ὅσοι πίστευσαν καὶ βαπτίσθηκαν γιὰ νὰ ἀποτελέσουν τὴν μεσσιανικὴ σύναξη, τὴν κοινωνία τῶν ἁγίων, τὸν νέο Ἰσραήλ, τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ μετὰ τὴν θεία κοινωνία τῶν πιστῶν, λέει ὁ ἱερέας: «Σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου». Γινόμαστε λαὸς τοῦ Θεοῦ, κληρονομιά του, διὰ τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ποὺ μόνον στὴν Ἐκκλησία προσφέρεται καὶ ἡ ὁποία μόνον δομεῖ τὴν Ἐκκλησία. Ὅπου Ἐκκλησία, ἐκεῖ καὶ Θεία Εὐχαριστία, καὶ ὅπου τελεῖται ἡ Θεία Εὐχαριστία ἐκεῖ βρίσκεται ἡ Ἐκκλησία.
Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία: ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μὲ κεφαλὴ τὸ Χριστὸ καὶ μέλη ἐκείνους ποὺ μπολιάσθηκαν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τρέφονται ἀπὸ τοὺς ζωτικοὺς χυμοὺς τοῦ δένδρου αὐτοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία: τρέφονται ἀπὸ τὴν Θεία Εὐχαριστία. Ἐκεῖ μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς τὸν, ἀπρόσιτο μέν, ἀλλὰ ἀποκαλυπτόμενο ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ Θεό.
Αὐτὴν τὴν ἀποκάλυψη ἡ Ἐκκλησία τὴν προσφέρει ὡς θεματοφύλαξ της μὲ δύο τρόπους:
α) ὡς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ. Παίρνοντας τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ παίρνουμε τὸν ἴδιο τὸν ἀποκαλυφθέντα Θεὸ ποὺ κατέβηκε κάτω στὴ γῆ·
β) ὡς κήρυγμα, ὡς προφορικὸ καὶ γραπτὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Τὴν μὲν πρώτη μορφὴ τῆς ἀποκαλύψεως τὴν παίρνουμε διὰ τοῦ στόματος, τὴ δεύτερη διὰ τῶν ὤτων, τῆς ἀκοῆς· βρώση καὶ ἀκοή. Αὐτὰ συμβολίζουν καὶ οἱ δύο Εἴσοδοι ποὺ γίνονται στὴν Ἐκκλησία, Μικρὰ καὶ Μεγάλη. Στὴ Μικρὰ Εἴσοδο ὁ διάκονος ἢ ὁ ἱερέας κρατεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο λιτανεύει διὰ μέσου τῶν πιστῶν – ὅλοι, ὅλος ὁ λαὸς μετέχει σ’ αὐτὸ – καὶ λέει: «Σοφία»: αὐτὸ ποὺ κρατῶ εἶναι ἡ Σοφία· «ὁ Χριστὸς ἐγενήθη σοφία ἡμῖν ἀπὸ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. 1, 30). Ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτὸ ποὺ κρατῶ εἶναι ὁ Χριστός, ἡ Σοφία. «Ὀρθοὶ» λοιπόν. Καὶ ψάλλεται κατόπιν: «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ…», δηλαδὴ τὴ Σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἀκολούθως ἐναποτίθεται τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ στὴ συνέχεια διὰ τῆς ἀναγνώσεως καὶ τοῦ κηρύγματος γίνεται ὁ ἀποκαλυφθεὶς Λόγος τοῦ Θεοῦ προσιτὸς σὲ μᾶς διὰ τῶν ὤτων, τῆς ἀκοῆς.
Στὴ Μεγάλη Εἴσοδο παίρνει ὁ διάκονος ἢ ὁ ἱερέας τὰ Τίμια Δῶρα ποὺ δὲν ἔχουν μεταβληθεῖ ἀκόμη σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἔχουν ὅμως προετοιμασθεῖ στὴν Προσκομιδή, καὶ ἐν λιτανείᾳ λέει πάλι: «Πάντων ἡμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεὸς ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ. Ὅλη αὐτὴ ἡ λιτανεία συμβολίζει τὴν πορεία πρὸς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία βασιλεία ἀνοίχθηκε μὲ τὴν πόρτα τοῦ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» στὴν ἀρχὴ τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀνοίγουμε μὲ τὴ Λειτουργία τὶς πύλες: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ θύρα» (Ἰω. 10, 7.9), ἐλᾶτε νὰ μπεῖτε δι’ ἐμοῦ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ ὅλοι μας γνωρίζουμε ὅτι στὴ θέση τοῦ τρίτου Ἀντιφώνου, στὸ σημεῖο ποὺ σήμερα ψάλλουμε γιὰ λόγους συντομίας τὸ Ἀπολυτίκιο, κανονικὰ ψάλλονται οἱ Μακαρισμοί, στοὺς ὁποίους ἀναλύεται πὼς ὁ Ἀδὰμ ἐξεβλήθη τοῦ παραδείσου καὶ πὼς ὁ ληστὴς «παρεβίασε» τὶς πύλες του μὲ τὸ «μνήσθητί μου». Ὁ παράδεισος εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἄρα λοιπὸν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐκφράζεται μὲ τὶς δύο αὐτὲς πομπές, λιτανεῖες, εἰσόδους, ποὺ εἶναι ἕνα νόμισμα μὲ δύο πλευρές. Δὲ μποροῦμε νὰ τὶς χωρίσουμε. Δὲ μποροῦσε νὰ κάνουμε Θεία Εὐχαριστία χωρὶς ἀνάγνωση Εὐαγγελίου, οὔτε ἀνάγνωση Εὐαγγελίου χωρὶς τὴ Θεία Εὐχαριστία. Αὐτοὶ εἶναι οἱ δύο πόλοι, γύρω ἀπὸ τοὺς ὁποίους περιστρέφεται ὅλη ἡ Θεία Λειτουργία καὶ συνεπῶς ὅλη ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μας. Ἄρα ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀποκάλυψη, εἶναι κηρυσσομένη καὶ βιουμένη, κηρυγματικὴ καὶ βιωματική. Πρῶτα κηρύσσεται καὶ ὕστερα βιοῦται. Πρῶτα διαβάζουμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μετὰ κοινωνοῦμε. Πῶς θὰ σωθοῦν, ἂν δὲν πιστέψουν; καὶ πῶς θὰ πιστέψουν, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἂν δὲν ἀκούσουν; καὶ πῶς θὰ ἀκούσουν ἂν κάποιος δὲν τοὺς κηρύξει; (Ρωμ. 10, 14- 15). Ἀπόστολος, Εὐαγγέλιο, καὶ μετὰ πᾶμε νὰ κοινωνήσουμε. Πρὶν ὅμως, ὁμολογοῦμε τί πιστεύουμε. Αὐτὰ ὅλα εἶναι μὲ σοφία, θεόπνευστα βαλμένα ἔτσι. Ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι ἡ πρόσληψη τοῦ Χριστοῦ, ἡ πρόσληψη τοῦ ἀποκαλυφθέντος Χριστοῦ, ἄρα ἡ βίωση τῆς ἐν Χριστῷ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ σωτηρίας. Πρὶν ἀπὸ τὴ βίωση πρέπει νὰ πιστέψουμε. Σ’ αὐτὸ συντελεῖ ἡ Γραφή, ποὺ εἶναι ἡ κηρυσσομένη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, προϋπόθεση γιὰ τὴν βιουμένη. Κηρυσσομένη καὶ βιουμένη ἀποτελοῦν μίαν ἑνότητα, ὅπως ἡ Θεία Λειτουργία. Δὲν χωρίζονται, γιατί καὶ τὰ δύο οἰκοδομοῦν, συντηροῦν, τρέφουν καὶ αὐξάνουν τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ἡ Γραφὴ δὲν εἶναι ἕνα μέρος τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ εἶναι ἐνσωματωμένη στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, γιατί μόνον στὴν Ἐκκλησία ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός, μόνον ἐκεῖ βιώνει ὁ ἄνθρωπος τὸ Θεό.
******
Ἕνα λάθος πολλῶν ποὺ διαβάζουν τὴν Ἁγία Γραφὴ εἶναι ὅτι βλέπουν σὲ αὐτὴν ἁπλῶς ἕνα ἠθικὸ μήνυμα. Ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν εἶναι βιβλίο προσωπικῆς εὐσέβειας. Δὲν εἶναι βιβλίο προσωπικῆς ἑρμηνείας. Εἶναι ἕνα βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἁγία Γραφὴ γνωρίζεται, παραλαμβάνεται καὶ ἑρμηνεύεται διὰ τῆς Ἐκκλησίας, ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν. Ἀκόμη καὶ ὁ ψάλτης, ποὺ εἶναι κατώτερος κληρικός, καὶ αὐτὸς παραλαμβάνει τὸν Ἀπόστολο ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἱερέως καὶ σ’ αὐτὸν τὸ ἐπιστρέφει· αὐτὴ εἶναι μία συμβολικὴ κίνηση, ποὺ δείχνει ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας. Βιβλίο βεβαίως ποὺ οἰκοδομεῖ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ οἰκοδομεῖ πρωτίστως τὴν Ἐκκλησία. Ἂν ὁ ἄνθρωπος οἰκοδομηθεῖ μόνος του, αὐτόνομα, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δὲν κάνει τίποτα. Ἂν ἀπομονώσουμε τὴ Γραφὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἡ Γραφὴ εἶναι ἕνα ξεριζωμένο δένδρο καὶ δὲν μᾶς χρειάζεται σὲ τίποτε.
Ποιὸς μᾶς λέει ὅτι ἡ ἀποκάλυψη περιέχεται στὴν Ἁγία Γραφή; Μᾶς τὸ λέει ἡ Ἐκκλησία διὰ τῆς παραδόσεως. Τί εἶναι ἡ παράδοση; Παλιὰ τὰ σχολικὰ βιβλία ἔλεγαν ὅτι, δύο εἶναι οἱ πηγὲς τῆς πίστεώς μας, ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Ἱερὰ Παράδοσις. Αὐτὸ τὸ ἀντιγράψαμε ἀπὸ ἐγχειρίδια Δογματικῆς τῶν ρωμαιοκαθολικῶν, ποὺ θέλησαν νὰ ἀπαντήσουν στὸ Λούθηρο, ποὺ ὑποστήριζε τὸ sola scriptura, μόνον ἡ Γραφή.
Δὲν κυριολεκτοῦμε ὅταν λέμε γιὰ τὴν παράδοση, ὅτι εἶναι πηγὴ τῆς πίστεώς μας. Ὡς παράδοση ἐννοοῦμε τὴν πράξη τοῦ παραδίδειν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ποὺ παραδίδεται. Παραδίδω κάτι, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ παραδώσω, τὸ παρέλαβα ἀπὸ κάπου. Τὴν παράδοση παραλάβαμε ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας καὶ ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους Πατέρες κ.ο.κ., γιὰ νὰ φθάσουμε μέχρι τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ τὴν παρέλαβαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ὁ Ἀπόστολοι τὴν παρέδωσαν περαιτέρω, γι’ αὐτὸ λέγεται ἀποστολικὴ παράδοση καὶ παρεδόθη ὄχι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται ἡ Ἐκκλησία μας ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ἄρα παράδοση εἶναι, πρῶτα ἡ πράξη τοῦ παραλαμβάνειν καὶ παραδίδειν, καὶ ὕστερα αὐτὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ τί παραλαμβάνουμε καὶ παραδίδουμε.
Τὸ περιεχόμενο τῆς παραδόσεως εἶναι ἡ πίστη μας ποὺ κατεγράφη στὴν Ἁγία Γραφή. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι μέρος τῆς παραδόσεως. Τὸ πρῶτο βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς γράφτηκε περὶ τὸ 50 (πρόκειται γιὰ τὴν Α΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολή), τὰ τελευταῖα βιβλία (κατὰ Ἰωάννην, Ἀποκάλυψη) γύρω στὸ 100. Στὸ μεταξὺ διάστημα τῶν 50 ἐτῶν δὲν εἴχαμε πλήρη τὴν Ἁγία Γραφή. Ἤ, ἂν θέλετε, πρὸ τοῦ 50 δὲν εἴχαμε κἄν Καινὴ Διαθήκη. Καὶ ὅμως ὑπῆρχε ἡ παράδοση καὶ ἡ πίστη. Ἄρα ἡ παράδοση εἶναι κάτι τὸ ζωντανό, κάτι ποὺ περιέχει τὴν Ἁγία Γραφή. Ἡ Γραφὴ εἶναι ἡ γραπτὴ παράδοση τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ παράδοση εἶναι ἡ ἄγραφη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, τὸ ἄγραφο βιβλίο τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι παράδοση τύπων, ἰδεῶν, δογματικῶν ἀπόψεων, παράδοση ἠθῶν ἢ ἐθίμων εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωὴ ἐν Ἁγίῶ Πνεύματι, εἶναι ἡ μνήμη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν ἱδρυτή της καὶ τὰ πρῶτα βήματά της, εἶναι ἡ καταγραφὴ τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ πιστεύουμε «κατὰ τὰς Γραφάς». Εἶναι θεόπνευστη, γιατί ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θεόπνευστη. Ἔτσι στὸ sola scriptura ἢ στὸ sola fide τοῦ Λουθήρου θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπαντήσουμε καὶ ἐμεῖς sola ecclesia. Ἡ Ἐκκλησία διατηρεῖ τὴν πίστη, τὴ Γραφή. Ἔτσι Γραφή, παράδοση καὶ Ἐκκλησία περιχωροῦνται, ὅπως τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δὲν χωρίζονται, τὸ ἕνα περιέχεται στὸ ἄλλο, τὸ ἕνα μαρτυρεῖται, ζωοποιεῖται, ἑρμηνεύεται καὶ ἐλέγχεται ἀπὸ τὸ ἄλλο.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος ποὺ ἡ Ἁγία Γραφὴ ζεῖ μέσα στὴν Ἱερὰ Παράδοση, ἀποκαλύπτουσα τὸν ἀπρόσιτο Θεό. Ἡ παράδοση αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται διὰ τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ Πατέρες εἶναι τὰ στόματα τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὴν Γραφὴ ἐφάπαξ ἡ Ἐκκλησία ἐξέφρασε τὴν ἐμπειρία της ὡς πρὸς τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μὲ τοὺς Πατέρες ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία διαρκῶς τὴν ἐμπειρία της ὡς πρὸς τὴν πορεία της μέσα στὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα.
Τὴν Κυριακή της Ὀρθοδοξίας ἀκοῦμε στὴν Ἐκκλησία μας τὸ λεγόμενο «Συνοδικόν», τὸ ὁποῖο ἐκφράζει ἄριστα ὅσα εἴπαμε γιὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ ἀπροσίτου Θεοῦ ποὺ διαφυλάσσεται μέσα στὴν Ἐκκλησία:
«Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον [πρβλ. Παλαιὰ Διαθήκη], οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν [πρβλ. Καινὴ Διαθήκη], ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν [πρβλ. Ἱερὰ Παράδοση], οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν [πρβλ. Πατέρες], ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν [πρβλ. Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι], ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἐβράβευσεν οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν… Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν οἰκουμένην ἐστήριξεν».
*****
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴ τὴ διαδρομὴ στὸ μυστήριο τοῦ ἀπροσίτου πλὴν ἀποκαλυπτομένου Θεοῦ, μποροῦμε νὰ κλείσουμε τὴν εἰσήγησή μας συνοψίζοντας ἐν εἴδει συμπεράσματος τὰ λεχθέντα:
Ὁ ἀπρόσιτος Θεὸς ἀπεκαλύφθη ὅταν «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο». Ἡ πληρότης τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς Ἰησοῦς Χριστός.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι «φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν», εἶναι ἡ μόνη πηγὴ τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Πατρὸς ἐν Ἁγίῶ Πνεύματι διὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία Ἐκκλησία εἶναι «ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰώνας» (ἱ. Αὐγουστίνος). Συνεπῶς: στὴν Ἐκκλησία κηρύσσεται διὰ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ ζεῖ, φυλάσσεται καὶ ἑρμηνεύεται μέσα στὴν Ἱερὰ Παράδοση, ὁ ἐν Χριστῷ ἀποκαλυφθεὶς ἀπρόσιτος Θεός. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ πιστὸς ἑνώνεται μὲ τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ μοναδικὴ ὁδὸς καὶ θύρα ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὸν διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποκαλυφθέντα ἀπρόσιτο Θεό. Ἀκολουθώντας αὐτὴν τὴν ὁδό, περνώντας ἀπὸ αὐτὴν τὴν θύρα, ὁ ἄνθρωπος συναντᾶ τὸν Θεό. Καὶ ἔτσι ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὸν ἄνθρωπο, παύει νὰ εἶναι ἀπρόσιτος καὶ εἶναι πλέον πατέρας.
Ελληνικά καί Ορθόδοξα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου