Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ (5)

Συνέχεια από: Πέμπτη 20 Απριλίου 2017

Χρ. Γιανναράς 
 Έξι φιλοσοφικές ζωγραφιές (5)

Ας προχωρήσουμε λοιπόν πιο βαθειά στην φιλοσοφία του Γιανναρά, ανοίγοντας την δεύτερη ζωγραφιά, την κριτική οντολογία! Το θεμέλιο της σκέψης του. Εδώ συναντούμε και τους πρώτους ορισμούς: «οντο-λογία είναι ο λόγος περί του όντος, οι λογικές προτάσεις ερμηνείας του υπαρκτού. Θέλουμε να ερμηνεύσουμε το υπαρκτό ως πρός την ιδιότητα του να υπάρχει. Το νόημα τού υπάρχειν, την αιτία και τον σκοπό της ύπαρξης». (Γιατί το Είναι και όχι το μηδέν; Όπου το Είναι όμως έχει περισσότερο οντικό νόημα, δεν ανήκει στους αρχαίους ορίζοντες.)

«Κριτική είναι η λειτουργία ελέγχου των προτάσεων της οντολογίας». «Η οντολογία δεν δίνει τις πιστοποιήσεις της από την σπουδή της Φυσικής παρουσίας και λειτουργίας των υπαρκτών», διότι η φυσική επιστήμη βασίζεται στην παραδοχή ότι η Φύση σαρκώνει μιαν αντικειμενική λογική, δεδομένη, σταθερή, αναλλοίωτη, πέρα από υποκειμενικές εκδοχές".
Βλέπουμε αμέσως να χρησιμοποιείται μια αδύναμη εκδοχή του υποκειμένου, διότι το υποκείμενο κατασκευάζει το αντικείμενο. Το αντικείμενο δεν έχει καμμιά σχέση με την πραγματικότητα.
«Εμπειρία είναι η γνώση που συνάγεται από την πείρα» και «Σχέση ονομάζουμε την κοινή συμβολή δύο τουλάχιστον συντελεστών στην παραγωγή τρόπου υπάρξεως, δημιουργικότητος, λογικής. Επίσης την ενεργό συνύπαρξη των ανθρώπων, τους βιωματικούς δεσμούς. ...» [Στά χνάρια τού Φιλιόκβε]
Ξεκινώντας τα λίγα σχόλιά μας, πρέπει να αναφέρουμε πως πρώτος έγραψε κριτική οντολογία ο N.Hartmann. Και με την βοήθεια του ως επι το πλείστον θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε κάπως τους λόγους του κ.Γιανναρά.
Ο Χάρτμαν λοιπόν «Ισχυρίζεται πως η εποχή μας βρίσκεται στα πρόθυρα δημιουργίας μιας νέας Μεταφυσικής. Πολύ διαφορετικής από την αρχαία. Και αυτή η μεταφυσική έχει ανάγκη μιας οντολογίας για θεμέλιο, μιας πρώτης φιλοσοφίας. Όμως δεν θα σχεδιασθεί ποτέ σαν ένα όλον που ξεπηδά από ψηλά. Ούτε και σαν σύστημα. Πρέπει να ξεκινήσει από το ιδιαίτερο και το λεπτομερές, από την ανάλυση περιεχομένων και προβλημάτων που μπορούν να αποδειχθούν. Δεν μπορεί να χρησιμεύσει σαν μοντέλλο η παραδοσιακή Μεσαιωνική οντολογία.
Αυτή έθετε το πραγματικό εντελώς κάτω από τις μορφές του ουσιώδους και εννοούσε αυτές τις τελευταίες με την έννοια των ουσιαστικών μορφών. Και γι’ αυτό αμφισβητήθηκε. Το πραγματικό είναι πολύ πιό διαφοροποιημένο από το βασίλειο της Ουσίας.
Την ίδια αμφισβήτηση γνωρίζει και η προσπάθεια της φαινομενολογίας, η οποία επαναλαμβάνει και ανανεώνει το μεσαιωνικό βασίλειο του ουσιώδους. Προσπαθεί να ανακαλύψει τις ουσιώδεις μορφές και δεν υπολογίζει την πραγματικότητα. Το θεμέλιό της είναι η προϋπόθεση πως τα φαινόμενα του Είναι είναι οπωσδήποτε το ίδιο το υπαρκτό. Όμως το πραγματικό Είναι «καθ’αυτό» δεν είναι ποτέ το Είναι που εκτίθεται (σαν φαινόμενο). Εάν υπήρχε συμφωνία ανάμεσα σ’αυτό που φαίνεται και σ’αυτό που είναι δεν θα υπήρχε ανάγκη οντολογίας. Διότι κάθε εις εαυτό μπορεί νά μετακινηθεί σαν δεδομένο μόνον εμμέσως. Κάθε δεδομένο απευθείας, έχει σαν τέτοιο, μόνον φαινομενικό χαρακτήρα.
Έτσι λοιπόν μένει πάντοτε ανοιχτό το θέμα της μεταφυσικής, σαν ένα σύνολο των λύσεων όλων των προβλημάτων (της ύλης και του πνεύματος, του ανθρώπου και του κόσμου, του νοήματος και της αξίας). Αλλά δέν είναι δυνατόν να ξεκινήσουμε από την μεταφυσική, σ’αυτή πρέπει να φτάσουμε. Σαν δρόμος προς τον σκοπό αυτό δοκιμάστηκε η λογική. Έγιναν μεγάλες προσπάθειες να ανακηρυχθεί θεμελιώδης επιστήμη. Η φιλοσοφία βαδίζει μέσω κρίσεων και επιχειρημάτων: ο εννοιολογικός της σχηματισμός είναι ήδη το αποτέλεσμά της. Εάν κατορθωνόταν να καθαρίσουν από τα λάθη οι λογικοί δεσμοί, τότε αυτοί θα γινόντουσαν απολύτως σαφείς και κατανοητοί. Στις έννοιες λοιπόν σκεπτόντουσαν πως συνελάμβαναν αμέσως την ουσία του υπαρκτού. Όπως ο Hegel. Δεν υπολόγισαν όμως το γεγονός πως η ακρίβεια της απαγωγής δεν εξασφαλίζει την αλήθεια αυτού που συμπεραίνεται. Ξέχασαν πως εκείνο που πρέπει να είναι σταθερό και δυνατό είναι η αλήθεια των προϋποθέσεων, πως οι λογικοί δεσμοί καθεαυτοί δεν μπορούν να εγγυηθούν την αλήθεια των προϋποθέσεων. Έπρεπε λοιπόν να πάμε πίσω από τις προϋποθέσεις. Και η αρχή των προϋποθέσεων δεν βρίσκεται στα μέσα της σκέψης αλλά στα μέσα της γνώσεως. Η σκέψη, ανάλογα με το ταλέντο της, μπορεί να απομακρυνθεί από το υπαρκτό, μπορεί να πάει πίσω ονειρευόμενη στο φανταστικό, παρότι με την μέγιστη λογική συνοχή. Αλλά μπορούμε αντιθέτως να γνωρίσουμε μόνον αυτό που «είναι» !
Γνώση σημαίνει την σύλληψη του υπαρκτού. Έτσι η θεωρία της γνώσεως πήρε την θέση της λογικής. Τί πράγμα είναι σίγουρο, για ποιό πράγμα δεν μπορούμε να έχουμε αμφιβολία, πώς μπορεί να διακριθεί το αληθινό από το ψεύτικο; Και η «κριτική» ανακαλύπτει για άλλη μια φορά πως ό,τι έχει αξία γνώσεως για την σκέψη, δεν είναι απαραιτήτως γνώση. Μπορεί να είναι λάθος πως μπορούμε να γνωρίσουμε αν μία σκέψη είναι αλήθεια ή λάθος;
Το πρόβλημα της συλλήψεως της πραγματικότητος γίνεται οξυ . Δεν είμαστε σίγουροι πλέον αν μπορούμε καν να συλλάβουμε κάτι υπαρκτό. Εάν η υποτιθέμενη σύλληψη είναι στ’αλήθεια σύλληψη. Η αρχαία σκέψη-σκεπτικισμός- το αρνήθηκε. Και όμως στην γνώση υπάρχει μία σχέση του περιεχομένου της συνειδήσεως με το υπαρκτό. Αυτή η σχέση όμως προσδιορίζεται εξίσου απο το υπαρκτό όπως και από την συνείδηση. Αυτή η σχέση εξαπλώνεται και συντελείται σε όλον τον υπαρκτό κόσμο και είναι μόνον μία από τις πολλές σχέσεις στις οποίες το υποκείμενο βρίσκεται με τον υπόλοιπο κόσμο.
Έτσι λοιπόν, επειδή οι πηγές της γνώσεως είναι εκείνες της συνειδήσεως, στράφηκαν όλοι προς τα φαινόμενα της συνειδήσεως, προς την ψυχολογία. Είναι μία εύκολη υπόθεση, με έναν εύκολο συλλογισμό: η γνώση έχει μία πρόοδο η οποία είναι δυνατόν να ακολουθεί στις σχετικές πράξεις τής συνειδήσεως. Στην αντίληψη, την μνήμη, την αναπαράσταση, την σύγκριση και τον συσχετισμό! Αρκούσε λοιπόν να αναλυθούν αυτές οι πράξεις για να φτάσουμε στην καταγωγή κάθε δεδομένου και κάθε γνώσεως. Εδώ η γνωρίζουσα συνείδηση είναι σε άμεση επαφή με τον εαυτό της, και δεν έχει ανάγκη να εξέλθει του εαυτού της για να συλλάβη το αντικείμενό της. Αυτή συνιστά το αντικείμενό της.
Και όμως, και εδώ βρισκόμαστε μπροστά στο λάθος. Διότι αλλάζοντας το υποκείμενο, και ο κόσμος φαίνεται διαφορετικός. Επιπλέον δεν γίνονται κατανοητά αντικείμενα, αλλά μόνον πράξεις και οι πράξεις υπακούουν σε διαφορετικούς νόμους. Ερευνώντας τον τρόπο με τον οποίο γεννιέται το περιεχόμενο της συνειδήσεως, όσο και αν το κατανοήσουμε με ακρίβεια, δεν είναι δυνατόν να αποφασίσουμε για την αλήθεια ή όχι αυτού του περιεχομένου. Λάθη και γνώσεις, όσον αφορά την γέννησή τους, δεν διακρίνονται. Και τέλος οι ίδιες οι πράξεις γνωρίζονται μόνον εμμέσως, και διαστρέφουν την φυσιολογική φορά της γνώσεως, που είναι προς το αντικείμενο, προς τον εαυτό της (η πράξη), προς την γνωστική ενέργεια.
Η φαινομενολογία προσπάθησε να σώσει αυτές τις ανεπάρκειες καταδικάζοντας τον ψυχολογισμό. Αλλά ούτε αυτή κατόρθωσε να βγεί στα έξω συνειδητά αντικείμενα. Τελικώς ο άνθρωπος είναι διαφορετικός, αναλόγως της μορφής τής κοινωνίας στην οποία ζεί. Διαφορετικός ακόμη και στην γνώση, ακόμη και στην εικόνα του κόσμου που σχηματίζει. Και η μορφή της κοινότητος με την σειρά της εξαρτάται από μία απειρία ιδιαιτέρων συνθηκών, οι οποίες στο σύνολό τους συνιστούν την μοναδική και ανεπανάληπτη ιστορική κατάσταση. Και έχουμε από εδώ την κοινωνιολογία ή την ιστορική επιστήμη, αναλόγως του κέντρου βάρους που θέτουμε. Στα δομικά στοιχεία αυτής της καταστάσεως ή στις ιστορικές αιτίες της!
Ο άνθρωπος όμως δεν στηρίζεται στον εαυτό του, αλλά σε ένα πλατύ φάσμα συσχετισμών οντολογικών. Οι οποίοι συσχετισμοί δεν είναι οι δικοί του, και ενυπάρχουν και χωρίς αυτόν. Αυτοί οι συσχετισμοί συνιστούν τον «κόσμο» στον οποίον ανήκει. Και φτάνουμε σήμερα, από όλες τις διευθύνσεις, να ερευνούμε για μια γενική θεωρία του Είναι, για την οντολογία. Για μία πρώτη φιλοσοφία, όπως την συνέστησε πρώτος ο Αριστοτέλης».
Μ' αυτόν τον περίπατο, που ελπίζουμε να είναι επαρκής για την συνέχεια, θα εισχωρήσουμε στην κριτική οντολογία του κ.Γιανναρά με μεγαλύτερη επάρκεια.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: