Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020

Η “ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ” ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΜΗ-ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ (8)

Συνέχεια από: Δευτέρα Ιη Ιουνίου 2020

Η “ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ” ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΜΗ-ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ 
ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ.
Τού ENRICO BERTI.        
  Σ’αυτό το σημείο, ο Αριστοτέλης εισάγει το τελευταίο “Θεολογικό” χωρίο τής Μεταφυσικής IV, που λέει: “είναι προφανές ότι δεν λένε την αλήθεια ούτε οι λέγοντες τα πάντα ηρεμείν ούτε όσοι λένε τα πάντα κινούνται. Εάν μέν τα πάντα ηρεμούν, τα ίδια πράγματα θα είναι πάντοτε αληθινά και πάντοτε ψευδή. Διότι είναι προφανές ότι τα πάντα μεταβάλλονται (ο ίδιος που λέει αυτή την θέση, κάποτε δεν υπήρχε και πάλι δεν θα υπάρχει) Εάν δε τα πάντα κινούνται, τίποτε δεν θα είναι αληθές, πάντα άρα ψευδή. Αλλά απεδείχθη ότι αυτό είναι αδύνατον. Επι πλέον αυτό που μεταβάλλεται είναι αναγκαίως κάτι καθότι η κίνηση είναι από κάτι σε κάτι άλλο. Αλλά ούτε μπορούμε να πούμε ότι όλα τα πράγματα είναι σε ηρεμία ή σε κίνηση σε κάποια φορά, και κανένα δεν είναι πάντοτε (αεί σ’ουθέν). Υπάρχει όμως (έστι γάρ) κάποιο πράγμα (ό αεί κινεί τα κινούμενα) που πάντοτε κινεί τα κινούμενα και το πρώτον κινούν, αυτό είναι ακίνητον. (Μετφ. 1012 b 22-31).
          Ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς μας πληροφορεί ότι αυτό το χωρίο έλλειπε σε μερικά διαθέσιμα χειρόγραφα στην εποχή του: πρόκειται λοιπόν για ένα έλλειμμα. Από αυτό ο Jaeger αντλεί το επιχείρημα ότι αυτό είχε αφαιρεθεί από τον Αριστοτέλη στην τελευταία επεξεργασία τής Μεταφυσικής και στην συνέχεια, βρίσκοντας το ανάμεσα στα χαρτιά του, το είχαν συμπεριλάβει στο κείμενο των εκδοτών! Άλλοι συγγραφείς, όπως είδαμε, ισχυρίσθηκαν ότι προστέθηκε από τον Αριστοτέλη εκ των υστέρων και μετά από την πρώτη συγγραφή του βιβλίου (P. Aubenque, σ.394). Αλλά όλες τους πρόκειται για εικασίες οι οποίες οφείλονται μόνον και μόνον στην προκατάληψη ότι η υπεράσπιση τής αρχής τής μη-αντιφάσεως και οι δηλώσεις σχετικά με το υπερβατικό είναι δύο διαφορετικοί λόγοι οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετικούς περιόδους τής αριστοτελικής σκέψης. Το χωρίο όμως είναι στενά συνδεδεμένο με το υπόλοιπο βιβλίο, όπως αποδεικνύεται όχι μόνον από τον δεσμό του με τα άλλα χωρία τα “Θεολογικά”, τα οποία εξετάσαμε προηγουμένως, αλλά επίσης και ιδιαιτέρως από τον δεσμό του με άλλα μη “Θεολογικά” χωρία. Και πράγματι μάχεται εναντίον θέσεων οι οποίες μειώνουν ολόκληρη την πραγματικότητα σε διατυπώσεις μονοσήμαντου τύπου, όπως “όλα τα πράγματα βρίσκονται σε ησυχία” ή “όλα τα πράγματα είναι σε κίνηση”, οι οποίες είναι εντελώς όμοιες με εκείνες που εξετάσαμε προηγουμένως, δηλαδή “όλα τα πράγματα είναι αληθινά” και “όλα τα πράγματα είναι ψεύτικα”. Επί πλέον ταιριάζει, όπως παρατηρεί ο ίδιος ο Jaeger, με ένα επιχείρημα που ακολουθεί αμέσως στο τελευταίο από τα “Θεολογικά” χωρία, που επίσης εξετάσαμε προηγουμένως, εκείνο σχετικά με τους μαθητές τού Ηράκλειτου το οποίο λέει: “εξ’άλλου σε εκείνους που λένε ότι τά πράγματα είναι καί ταυτοχρόνως δέν είναι, έρχεται σαν συνέπεια να πρέπει να πούμε ότι όλα τα πράγματα είναι σε ηρεμία παρά σε κίνηση. Διότι εάν πράγματι όλα τα πράγματα έχουν όλες τις ιδιότητες (δηλαδή όχι μόνον κάποιες ιδιότητες αλλά και τις αντίθετες) δεν υπάρχει πλέον τίποτε στο οποίο μπορεί να αλλάξει κάτι”. (Μετφ. 1010 α 35-38).
          “Ας δούμε τώρα την σημασία τού χωρίου. Η δήλωση ότι όλα τά πράγματα είναι σέ ακινησία, σε ηρεμία είναι, όπως είναι γνωστό, του Παρμενίδη, αυτού δηλαδή στον οποίο αποδίδεται η αξία ότι πρώτος ανακοίνωσε και υποστήριξε την αρχή τής μη-αντιφάσεως. Μπορεί να φανεί παράξενο λοιπόν που ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι πρέπει να την αναιρέσει με τον σκοπό να υπερασπιστεί την ίδια αρχή. Αλλά αν κοιτάξουμε καλά, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή συμφωνεί μόνον επιφανειακά με την α.τ.μ.α.. Εάν όλα τα πράγματα είναι ακίνητα, δηλαδή στο Είναι δεν υπάρχει καμία διαφορά, εκείνη η διαφορά η οποία, όπως γνωρίζουμε,  είναι το θεμέλιο το ίδιο τού γίγνεσθαι, χάνεται η ίδια η θεμελιώδης αντίθεση που ορίσθηκε από την α.τ.μ.α., η οποία δεν είναι εκείνη ανάμεσα στο Είναι και στο Μηδέν-πώς θα μπορούσε το μηδέν, το τίποτα να αντιταχθεί στο Είναι- αλλά εκείνη ανάμεσα σ’έναν καθορισμένο τρόπο τού Είναι και εκείνους τούς άλλους που αυτή “δεν” είναι. Δηλαδή η α.τ.μ.α. υφίσταται μόνον όπου είναι παρούσα η άρνηση, η οποία δεν είναι ποτέ απόλυτη άρνηση, αλλά πάντοτε σχετική, δηλαδή δεν είναι ποτέ άρνηση τού Είναι, διότι σ’αυτή την περίπτωση θα ήταν μηδέν, αλλά είναι πάντοτε άρνηση ενός ορισμένου τρόπου υπάρξεως, δηλαδή είναι ένας διαφορετικός τρόπος τού Είναι.
          Πέραν τού ασυμβίβαστου με την α.τ.μ.α. υπάρχει και ένας άλλος χαρακτήρας ο οποίος διακρίνει την θέση του Παρμενίδη, δηλαδή ο αποκλεισμός ενός απολύτου υπερβατικού. Όπου δηλαδή δεν υπάρχει παρά το ακίνητο δεν υπάρχει υπερβατικότης. Ακόμη μία φορά λοιπόν η άρνησή τής α.τ.μ.α. συνοδεύεται με την άρνηση τής υπερβατικότητος, δηλαδή τής Θεολογίας.
          Η αναίρεση τού Αριστοτέλη είναι απλή, αλλά περιέχει ένα καταπληκτικό επιχείρημα: το αναντίρρητο του γίγνεσθαι. Συνίσταται στην ανάδειξη ότι, εάν όλα τα πράγματα είναι σε ακινησία, οι ίδιες προτάσεις θα είναι πάντοτε αληθινές ή πάντοτε ψευδείς, ενώ η εμπειρία μάς τονίζει ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, δηλαδή ότι το αληθές, όπως και το ψευδές, μπορεί να εκφρασθεί τώρα από μία πρόταση και τώρα από μία άλλη, σύμφωνα με τις αλλαγές που συμβαίνουν. Η επίκληση τής εμπειρίας μπορεί να φανεί ανεπαρκής απέναντι σε μία θέση όπως εκείνη τού Παρμενίδη, η οποία αρνείται κάθε αξία στην εμπειρία! Εδώ στηρίζει την αναίρεσή του ο Αριστοτέλης. Η άρνηση τής εμπειρίας ή τού γίγνεσθαι, δηλώνοντας ότι όλα τα πράγματα είναι ακίνητα, σημαίνει να πραγματοποιήσουμε μία μορφή τού γίγνεσθαι: μία έννοια που εκφράζεται μέσω της παρατηρήσεως: “αυτός που λέει κάποτε δεν ήταν και εκ νέου δεν θα είναι”, η οποία σημαίνει ακριβώς ότι και η άρνηση πρέπει με την σειρά της να συσταθεί σαν άρνηση, δηλαδή να έλθει στο Είναι, αντιτιθέμενη σ’αυτό του οποίου θέλει να είναι η άρνηση!
          Δεν είναι αλήθεια λοιπόν ότι όλα τα πράγματα είναι ακίνητα: ας δούμε εάν είναι αλήθεια ότι όλα είναι σε κίνηση. Αυτή είναι η θέση του Ηράκλειτου, ήδη αναιρεμένη, αλλά ο Αριστοτέλης επιστρέφει με ένα νέο επιχείρημα εναντίον της, ακριβώς αυτό που προκύπτει από την προηγούμενη αναίρεση, των μονοσήμαντων διατυπώσεων του τύπου “όλα τα πράγματα είναι αληθή” ή “όλα τα πράγματα είναι ψευδή”.

Συνεχίζεται

ΑΣ ΔΩΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΕΠΟΥΣΑ ΣΗΜΑΣΙΑ ΔΙΟΤΙ ΤΟ ΕΓΩ ΣΑΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, ΟΦΕΙΛΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΚΙΝΗΤΟ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ, ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕ ΤΟΝ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΝΑ ΚΗΡΥΞΕΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΘΕΟ (ΤΟΥ) ΤΟΝ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ. ΑΝΑΓΚΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΝΑ ΑΡΝΗΘΕΙ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΤΟΝ ΚΑΤΕΣΤΗΣΕ ΔΙΑΣΗΜΟ.

Αμέθυστος.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Με κίνδυνο να καταντήσω ενοχλητικός, θα γράψω ότι μερικά κείμενά σας τα βρίσκουμε Συγκλονιστικά, όμως...Δεν διαθέτουμε την θεωρητική σκευή, που θα μας επιτρέψει να τα κατανοήσουμε στο σωστό Βάθος. Και κάποιος από εσάς σχολιάζει κάτω από αυτά τα κείμενα συχνά, όμως,ενίοτε σχολιάζει ξεκινώντας από ένα ύψος στο οποίο, ο μέσος αναγνώστης, αδυνατεί να αναχθεί, ακριβώς διότι Δεν διαθέτει την θεωρητικη σκευή που ανέφερα νωρίτερα. Επομένως τι δέον γενέσθαι; Ας είναι το σχόλιο ΑΠΛΟΠΟΙΗΜΕΝΟ, κατάλληλο π.χ. για επίπεδο μαθητού Λυκείου και ας μη γίνεται σχόλιο που θα το κατανοούσαν π.χ. ΜΟΝΟΝ διδάκτορες Φιλοσοφίας. Υποθέτω σας ενδιαφέρει ένα ευρύτερο κοινό και όχι μια κλειστή ομάδα, δέκα δώδεκα φίλων, επαρκώς μυημένων στα θέματα που δημοσιεύετε, έτσι δεν είναι;

amethystos είπε...

Δέν είναι σίγουρο ότι οι διδάκτορες κατανοούν. Οι εργασίες τους είναι τυποποιημένες άς πούμε. Γι' αυτά τά κείμενα χρειάζονται ερασ(ι-τ-έχν)ες.Ορεξις τού ειδέναι.Κατανοούνται αφού δέν έχουν κατανοηθεί. Μέ τήν ερώτηση πού γεννιέται σάν αποτέλεσμα τής προσπάθειας, αφού ακουμπήσαμε τά όριά μας. Δέν είναι αρκετό νά προστεθούν απλοποιημένα στά ήδη γνωστά.Η σωστή ερώτηση ανοίγει τήν πόρτα τού περιορισμού μας. Ακόμη καί σέ ένα βιβλίο. Η πρόκληση είναι νά περπατήσουμε στό άγνωστο.