Συνέχεια από: Δευτέρα 20 Απριλίου 2020
Μία ανάλογη αναφορά στήν υπεραισθητή πραγματικότητα, δηλαδή τήν υπερβαίνουσα τήν εμπειρία, έχουμε στο επόμενο, θεολογικό χωρίο τής Μετφ. IV. Αυτή την φορά οι αντίπαλοι τής αρχής τής μη-αντιφάσεως, στους οποίους ο Αριστοτέλης στρέφει την αναίρεσή του, είναι οι μαθητές τού Ηράκλειτου, οι οποίοι όπως είναι γνωστό, δέχονται ότι το πάν γίγνεται και επομένως το Είναι διαλύεται, λύνεται συνεχώς στο μη-Είναι. Και σ’αυτούς ο Αριστοτέλης απαντά σε δύο χρόνους, παραμένοντας κατ’αρχάς, στην σφαίρα τού αισθητού και στην συνέχεια αναφερόμενος στο υπεραισθητό. Η πρώτη φάση τής αναίρεσής του αναπτύσσεται με τον ακόλουθο τρόπο: “σε αυτούς που σκέπτονται μ’αυτόν τον τρόπο είναι σωστό να τους κατηγορήσουμε ότι αφού είχαν δει ότι τα πράγματα υπήρχαν έτσι, τοιουτοτρόπως, (δηλαδή σε συνεχές γίγνεσθαι) σε έναν μικρό αριθμό περιπτώσεων ακόμη και στις ίδιες αισθητές πραγματικότητες, επιβεβαίωσαν το ίδιο πράγμα και σχετικά με ολόκληρο τον κόσμο (περί όλου τού ουρανού). Η ζώνη τού αισθητού η οποία υπάρχει γύρω μας είναι η μόνη που βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση φθοράς και γεννήσεως, αλλά αυτό είναι ένα μέρος ελάχιστο, ας πούμε, από το όλον (δηλαδή από ολόκληρο τον αισθητό κόσμο), έτσι ώστε θα ήταν πιο σωστό αυτοί, εξ’αιτίας εκείνων των πραγματικοτήτων να απαλλάξουν αυτές, παρά να καταδικάσουν εκείνες εξ’αιτίας αυτών” (Μετφ. 1010 α 25-32). Οι άλλες πραγματικότητες στις οποίες γίνεται αναφορά, είναι, όπως προκύπτει από το παράλληλο χωρίο τής Μετφ. XI, 6, 1063 a 10 οι ουράνιες πραγματικότητες (τα κατά τον κόσμον) δηλαδή τα άστρα, τα οποία είναι απαλλαγμένα από γέννηση και φθορά, αλλά δεν είναι καθόλου ακίνητα ούτε υπεραισθητά! Μέχρι στιγμής λοιπόν δεν βρισκόμαστε στην παρουσία ενός “Θεολογικού” χωρίου, όπως ισχυρίζεται το μεγαλύτερο μέρος τών ερμηνευτών, αρχής γενομένης από τον Jaeger. [Μόνον τό επόμενη χωρίο είναι Θεολογικό. Ο Aubenque είδε καλά ότι και στα δύο χωρία πρόκειται για ουράνιες πραγματικότητες, αλλά είναι εξίσου πεπεισμένος του Θεολογικού τους χαρακτήρος, καθότι, κατά την κρίση του, η Θεότης για τον Αριστοτέλη, θα ήταν ο ουρανός].
Η “ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ” ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΜΗ-ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ, ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ.
ΤΟΥ ENRICO BERTI.
Μία ανάλογη αναφορά στήν υπεραισθητή πραγματικότητα, δηλαδή τήν υπερβαίνουσα τήν εμπειρία, έχουμε στο επόμενο, θεολογικό χωρίο τής Μετφ. IV. Αυτή την φορά οι αντίπαλοι τής αρχής τής μη-αντιφάσεως, στους οποίους ο Αριστοτέλης στρέφει την αναίρεσή του, είναι οι μαθητές τού Ηράκλειτου, οι οποίοι όπως είναι γνωστό, δέχονται ότι το πάν γίγνεται και επομένως το Είναι διαλύεται, λύνεται συνεχώς στο μη-Είναι. Και σ’αυτούς ο Αριστοτέλης απαντά σε δύο χρόνους, παραμένοντας κατ’αρχάς, στην σφαίρα τού αισθητού και στην συνέχεια αναφερόμενος στο υπεραισθητό. Η πρώτη φάση τής αναίρεσής του αναπτύσσεται με τον ακόλουθο τρόπο: “σε αυτούς που σκέπτονται μ’αυτόν τον τρόπο είναι σωστό να τους κατηγορήσουμε ότι αφού είχαν δει ότι τα πράγματα υπήρχαν έτσι, τοιουτοτρόπως, (δηλαδή σε συνεχές γίγνεσθαι) σε έναν μικρό αριθμό περιπτώσεων ακόμη και στις ίδιες αισθητές πραγματικότητες, επιβεβαίωσαν το ίδιο πράγμα και σχετικά με ολόκληρο τον κόσμο (περί όλου τού ουρανού). Η ζώνη τού αισθητού η οποία υπάρχει γύρω μας είναι η μόνη που βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση φθοράς και γεννήσεως, αλλά αυτό είναι ένα μέρος ελάχιστο, ας πούμε, από το όλον (δηλαδή από ολόκληρο τον αισθητό κόσμο), έτσι ώστε θα ήταν πιο σωστό αυτοί, εξ’αιτίας εκείνων των πραγματικοτήτων να απαλλάξουν αυτές, παρά να καταδικάσουν εκείνες εξ’αιτίας αυτών” (Μετφ. 1010 α 25-32). Οι άλλες πραγματικότητες στις οποίες γίνεται αναφορά, είναι, όπως προκύπτει από το παράλληλο χωρίο τής Μετφ. XI, 6, 1063 a 10 οι ουράνιες πραγματικότητες (τα κατά τον κόσμον) δηλαδή τα άστρα, τα οποία είναι απαλλαγμένα από γέννηση και φθορά, αλλά δεν είναι καθόλου ακίνητα ούτε υπεραισθητά! Μέχρι στιγμής λοιπόν δεν βρισκόμαστε στην παρουσία ενός “Θεολογικού” χωρίου, όπως ισχυρίζεται το μεγαλύτερο μέρος τών ερμηνευτών, αρχής γενομένης από τον Jaeger. [Μόνον τό επόμενη χωρίο είναι Θεολογικό. Ο Aubenque είδε καλά ότι και στα δύο χωρία πρόκειται για ουράνιες πραγματικότητες, αλλά είναι εξίσου πεπεισμένος του Θεολογικού τους χαρακτήρος, καθότι, κατά την κρίση του, η Θεότης για τον Αριστοτέλη, θα ήταν ο ουρανός].
Μόνον σχετικά μ’αυτό το χωρίο, αλλά όχι και εκείνων τών
αληθινά θεολογικών αξίζει η ερμηνεία τού Ακινάτη την οποία επανέφερε ο Merlan σύμφωνα με
την οποία ο Αριστοτέλης αντιθέτει στην φθαρτή πραγματικότητα η οποία μοιάζει να
διαψεύδει την αρχή τής μη-αντιφάσεως, την ύπαρξη μίας άφθαρτης πραγματικότητος,
στην οποία αυτή δεν θα έβρισκε καμμία διάψευση. Είναι αληθοφανές λοιπόν
εξ’άλλου ότι αυτή η ερμηνεία αυτού τού χωρίου επεκτάθηκε και στα
“Θεολογικά”χωρία. Πρόκειται όμως για μία άτυχη επέκταση, διότι εάν η αναφορά
στα άστρα μπορεί να φέρει δυσκολίες στην θέση των προσωκρατικών, καθότι
παραμένει στο πλαίσιο εκείνης τής ίδιας αισθητής προφάνειας από την οποία είναι
ολοκληρωτικώς αρπαγμένοι, η αναφορά σε
μία υπεραισθητή πραγματικότητα, η οποία θα περιοριζόταν να σταθεί δίπλα
στην αισθητή πραγματικότητα, χωρίς να είναι η απαίτηση μίας ριζικής αδυναμίας
της, δεν θα ωφελούσε σε τίποτε!
Αλλά η αναίρεση τής θέσης τού Ηράκλειτου υπάρχει ακόμη μία
φορά στην βεβαίωση μίας πραγματικότητος τελείως ακίνητης, δηλαδή αληθινά
υπερβατικής. “Επι πλέον είναι βέβαιον ότι και σ’αυτούς θα πούμε τα ίδια
πράγματα που είπαμε πριν: πρέπει να τους αποδείξουμε και να τους πείσουμε ότι
υπάρχει ακίνητος τις φύσις (Μετφ. 1010 α 32-35). Ας σημειώσουμε σχετικά μ’αυτό,
ότι ο Αριστοτέλης δεν επιβάλλει καθόλου την ύπαρξη μίας ακίνητης
πραγματικότητος σχεδόν σαν να ήταν προφανής και δεν είχε την ανάγκη αποδείξεως
“πρέπει να την φανερώσουμε και να τους την αποδείξουμε” δηλώνει. Επομένως
ισχυρίζεται ότι η αναίρεση των αντιπάλων του συνίσταται ακριβώς στην απόδειξη
τής ακίνητης πραγματικότητος, δηλαδή ότι αυτή είναι αναγκαία για να στηριχθεί η
αρχή τής μη αντιφάσεως. Αυτό σημαίνει ότι η ύπαρξη τού υπερβατικού απαιτείται
ακριβώς για την υπεράσπιση τής α.τ.μ.α. και ότι η απόδειξή της πρέπει να
πραγματοποιηθεί μέσω τής α.τ.μ.α. όπως είδαμε προηγουμένως. Αλλά πρέπει να
αναγνωρίσουμε επίσης ότι μέχρι στιγμής ο Αριστοτέλης υπήρξε πολύ φειδωλός στις
ενδείξεις του στο θέμα. Η απόδειξη του παρέμεινε υπονοούμενη στην δήλωση τής
αναγκαιότητος τού υπερβατικού.
Κάποια πρόοδος υπάρχει, στο τελευταίο και πιο εκτεταμένο
από τα “Θεολογικά” χωρία τής Μετφ. IV, εκείνο με το οποίο ολοκληρώνεται το βιβλίο. Προηγείται
μία αυστηρή επιχειρηματολογία, σκοπεύοντας να αποδείξει το αστήρικτο τών
προτάσεων όσων απαιτούν να συμπεριλάβουν ολόκληρη την πραγματικότητα σε μία μονοσήμαντη
διατύπωση, μία διατύπωση δηλαδή η οποία προτίθεται να προβάλλει μόνον έναν από
τους δύο όρους της αντιθέσεως που καθορίζονται από την ίδια την αρχή της
μη-αντιφάσεως και επομένως αντίθετο στην ίδια την αρχή. Αυτές οι μονοσήμαντες
διατυπώσεις πάνω σ’ολόκληρη την πραγματικότητα (τα μοναχώς λεγόμενα, δηλαδή τα
κατά πάντων) Μετφ. 1012 b 29-30! παρουσιάζονται από τον Αριστοτέλη με προτάσεις
τύπου: “όλα τα πράγματα είναι αληθινά” ή “όλα τα πράγματα είναι ψεύτικα”. Όμως
να δηλώσουμε ότι το πάν είναι αληθινό, ή ότι είναι ψευδές σημαίνει να
ακυρώσουμε έναν από τους δύο όρους και επομένως να αρνηθούμε την αντίθεση η
οποία έχει ορισθεί ανάμεσά τους από την α.τ.μ.α. Βρισκόμαστε λοιπόν στην
παρουσία δύο νέων διατυπώσεων τής αρνήσεως τής α.τ.μ.α. οι οποίες πρέπει να
αναιρεθούν.
Η αναίρεση, όπως παρατηρεί ο ίδιος ο Αριστοτέλης, είναι η
συνήθης και συνίσταται στην φανέρωση ότι και αυτές οι δύο αρνήσεις καταλήγουν
στην αλληλοκαταστροφή τους. “Και πράγματι, δηλώνει, όποιος λέει ότι όλα είναι
ψέμα, καθιστά αληθινή και την αντίθετη δήλωση στην δική του, καθώς κάνει
ψεύτικη και την δική του καθότι η αντίθετη πρόταση λέει ακριβώς ότι η δική του
δεν είναι αληθινή. Όποιος δε λέει ότι όλα είναι ψέμα, λέει πώς είναι ψέμα και ο
δικός του λόγος (Μετφ. 1012 b 13-18). Ούτε αξίζει να κάνουμε εξαιρέσεις και να πούμε ότι όλα
είναι αληθή, εκτός από την αντίθετη πρόταση ότι όλα είναι ψευδή. Κάθε μία από
αυτές τις εξαιρέσεις γεννά άπειρες άλλες συζητήσεις και αντιρρήσεις οι οποίες
πολλαπλασιάζονται στο άπειρο και επομένως αφαιρούν κάθε σύσταση στις γενικές
δηλώσεις τις οποίες απαιτούσαμε να κάνουμε! (Μετφ. 1012 b 18-22).
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου