Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

Το σύγχρονο υποκείμενο ως βίαιο (απάνθρωπο) μηδέν.

Jőrg Ulrich

Παρατηρήσεις στη σχέση κριτικής της γνώσης και απόσχισης της αξίας.

Απ’ το τέλος μπορεί να αποκαλυφθή (να συναχθή) η αρχή. Στην ανατομία του ανθρώπου βρίσκεται το κλειδί για την ανατομία του πιθήκου (Μαρξ). Στη φάση του αποπερατούμενου στην παρακμή του καπιταλισμού πέφτει το πεφωτισμένο σύγχρονο υποκείμενο (MWW) θύμα στην αναγκαιότητα για κυριαρχία πάνω σ’ έναν κόσμο αντικειμένων, εξωθώντας ταυτόχρονα την αυτο-αντικειμενοποίησή του σε απλή λειτουργία μιας υπεράνω τεθείσης, αφηρημένης συνάρτησης του συστήματος στα άκρα. (1)

Έχουμε μάθει όλοι εμείς να σκεφτόμαστε με τη λογική ενός ανασχισμένου σε υποκείμενο και αντικείμενο κόσμου, έχουμε αναρροφήσει τρόπον τινά αυτή τη σκέψη με το μητρικό γάλα και στεκόμαστε τώρα πια περισσότερο ή λιγότερο αμήχανοι μπροστά στα αποτελέσματα της πράξης εκείνου του «αυτόματου υποκειμένου» (Μαρξ), το οποίο, προϋπόθεση και αποτέλεσμα της ίδιας μας της πράξης και σκέψης, ετοιμάζεται να καταβροχθίση τον υλικό κόσμο ακριβώς όπως και τους συγκεκριμένους εκάστοτε ανθρώπους ως φορείς του, εκτελεστές του. Αυτό το πρόγραμμα αυτοκτονίας φαίνεται να επιβάλλεται με μιαν ακαταμάχητη λογική, η «πολιτική» δεν είναι ούτε καν πια η φάρσα εν σχέσει προς κάτι, το οποίο ήταν άλλοτε, όπως έλεγε ο Μαρξ, μια τραγωδία, έχει συντηχθή σε ενότητα τραγωδίας και φάρσας, σε κωμικοτραγική, παράδοξη σκηνοθέτηση της αυταπάτης, το καταστροφικό σύνολο θα επιτρεπόταν (θα μπορούσε) εμπειρικά (μόνον…) ακόμα να αναχαιτισθή, να αναμορφωθή (2) ή να διορθωθή κατά έναν οιονδήποτε τρόπο. «Αυτό που φαίνεται» ωστόσο «παράδοξα ως αποτέλεσμα, βρίσκεται στην ίδια ήδη την προϋπόθεση», λέει πάλι ο Μαρξ (3), στην τυφλή δηλαδή αναγκαιότητα για ρευστοποίηση (εκμετάλλευση) των διαθέσιμων αξιών, που είναι δεδομένη με την επιβολή του κεφαλαίου ως αρχή της κοινωνικοποίησης και προσκρούει σήμερα με τη γιγαντιαία της παραγωγικότητα στα όριά της. «Η αυτο-ρευστοποίηση (αυτο-εκμετάλλευση) του κεφαλαίου γίνεται δυσκολώτερη στο μέτρο που αυτό είναι ήδη ρευστοποιημένο». (4) Μεταστρέφεται στο αποκορύφωμα, σαφώς ορατά τώρα πια, σε κείνη την αυτο-καταστροφή, που ήταν κατά την έννοιά της ήδη πάντα.

Καθώς όμως δεν μπορεί να αναχθή το κεφάλαιο ως κοινωνική γενικότητα της ρευστοποίησης της αξίας σε καθαρή οικονομία, αλλά συμπεριλαμβάνει τις ευρισκόμενες σε μιαν αντιφατική μ’ αυτό ενότητα αποσχισμένες περιοχές όπως και τα αντίστοιχα σχήματα (μορφές) σκέψης, καθώς και κοινωνικά, πολιτιστικά, ψυχολογικά κ.τ.λ. δεδομένα, πρέπει να διατυπωθή η κριτική της πολιτικής οικονομίας και ως κριτική της απόσχισης της αξίας, κριτική της κουλτούρας, κοινωνική κριτική, κριτική της γνώσης κ.τ.λ. συγχρόνως. Όποιος προσπαθεί (αγωνίζεται) να σ κ ε φ τ ή σ’ αυτήν την αντιφατική ενότητα μιας μη διαιρούμενης στον εαυτό της ολότητας, ισορροπεί στην οριακή περιοχή πολλών μεταφυσικών αβύσσων και πρέπει να είναι έτοιμος, να μην κατακρημνισθή στη μια, ενώ προσπαθεί να φωτίση την άλλη.

Θέμα των επομένων σκέψεων είναι ο ουσιαστικός για την απόσχιση της αξίας (των αξιών;) χωρισμός υποκειμένου – αντικειμένου, το γεγονός συνεπώς, ότι φαίνεται σαν να έχη ήδη πάντοτε υπάρξει, απ’ τη σύγχρονη «επανάσταση του τρόπου του σκέπτεσθαι (της νοοτροπίας)» (Καντ), αυτός ο χωρισμός, σαν να μην έχη υπάρξει μόνον ε π ι δ ε κ τ ι κ ό, λόγω της ιστορικής του «υπανάπτυξης», σ’ α υ τ ό ν το αντανακλόν (σκεπτόμενο) πνεύμα, έτσι ώστε να έχη εξαντληθή (το πνεύμα αυτό…) σε μιαν «απλή περιψηλάφηση» (άλλη μια φορά ο Καντ) στο σκοτάδι ενός μη αναγνωρισθέντος κόσμου. Αξιώνεται εδώ η ιστορική σύγχυση της προ-νεωτεριστικής σκέψης και προϋποτίθεται σιωπηρά εκτελώντας μια και την ίδια κίνηση, ότι έχει «αποβιβασθή» (προέλθη…) ούτως ειπείν ως υπεριστορικώς ισχύουσα απ’ αυτήν ακριβώς τη σύγχυση η σύγχρονη σκέψη. «Το ιστορικώς εξαρτημένο δανείζεται τη διατύπωση της ίδιας του της απολυτότητας». (5) Ο επανειλημμένα διατυπωμένος μέχρι και σήμερα ισχυρισμός, ότι η σύγχρονη σκέψη είναι μια ανακλόμενη στον εαυτό της σκέψη κι ο νεωτερισμός (die Moderne) ένας «ανακλαστικός νεωτερισμός (μοντερνισμός)» (Ulrich Beck) εμφανίζεται μπροστά σ’ αυτό το βάθος (το φόντο) άκρως αμφίβολος. Μπορεί αυτή η μεθοδική, λειτουργική σκέψη, που έχει το μοντέλο της (το πρότυπό της) στις μαθηματικοποιημένες φυσικές επιστήμες, να ανακλάται ε ν τ ό ς του εαυτού της – δεν ανακλάται όμως ε π ί του εαυτού της ως ειδικό σ χ ή μ α (μορφή) σκέψης. Και ισχύει έτσι για τη σκέψη ειδικά στις φυσικές επιστήμες, όπως και γενικά για τη σύγχρονη σκέψη το εξής: «Δεν υπάρχει κανένα κριτήριο, που θα μπορούσε να διαπιστώση, ευρισκόμενο εκτός της μεθοδικής εκτέλεσης της επιστήμης, την καταλληλότητα της μεθόδου στο αντικείμενο, που θα έπρεπε όμως να ικανοποιή ταυτόχρονα τα μεθοδικά κριτήρια της ίδιας της επιστήμης. Είτε ανταποκρίνεται στο πρότυπο (κανόνα) των μεθόδων, και είναι τότε το ίδιο μέθοδος, ή βρίσκεται εκτός της μεθοδικής εκτέλεσης, και δεν είναι τότε επιστημονικό». (6) Το ίδιο μπορεί να εξακριβωθή για τη συνείδηση της καθημερινότητας. Αυτή πρέπει να επιστρατεύη για τον σκοπό της οντολογικής ασφάλειας του εκάστοτε Εγώ όλο και περισσότερη «μεθοδική» ενέργεια με την έννοια των ισχυουσών στη γενικώς επικρατούσα συνομιλία «αληθειών», για να προφυλαχθή (η συνείδηση…) απ’ την απειλητική κατάπτωση στα βάθη της συνειδητοποιημένης άνοιας (μωρίας), απ’ το να περιπέση δηλ. στην ψυχική κατάρρευση ή την παραφροσύνη, όταν δεν σκέπτεται και δεν αισθάνεται κατά το μέτρο της «θρησκείας της καθημερινής ζωής» (Μαρξ). (7) Στο κέντρο βρίσκεται εδώ η προφύλαξη του σ χ ή μ α τ ο ς (μορφής) σκέψης, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται κατά το δοκούν τα περιεχόμενα. Μ’ άλλα λόγια: Η νεωτεριστική (σύγχρονη) σκέψη δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αναπαραγωγή του σχήματός της ως τέτοιο και ουσιαστικά έτσι ταυτολογική. Το ούτως ονομασθέν πρόβλημα γνώσης είναι ένα ειδικά νεωτεριστικό (σύγχρονο) πρόβλημα και συσχετίζεται στην ουσία με το ερώτημα, πώς θα μπορούσε λοιπόν να αδράξη η περιστρεφόμενη τρόπον τινά στον εαυτό της αφηρημένη σκέψη τον κόσμο των αντικειμένων, για να τα εξαναγκάση κάτω απ’ την ήδη θεωρητικά πρώτα-πρώτα κατασκευασμένη τάξη. Αυτή είναι η βασική ερωτηματική θέση στην «Κριτική του καθαρού λόγου» του Καντ. Ο αφηρημένος τρόπος σκέψης στον θεωρημένο ως ήδη πάντοτε δεδομένο χωρισμό του σφετεριζόμενου ηγεμονικά τα αντικείμενα υποκειμένου, θέτει όλα τα αναδυόμενα μαζί του προβλήματα «ξανά και ξανά μπροστά στο ένα και ίδιο κάθε φορά πρόβλημα: το πρόβλημα, τί είδους ε ί ν α ι αυτός (ο τρόπος σκέψης…)». (8) Αυτό που επιχειρεί με καινούργιες κάθε φορά εφορμήσεις η διαφωτιστική φιλοσοφία το αργότερο απ’ τον Ντεκάρτ, είναι «να μεταχειριστή το λειτουργικό σχήμα σκέψης για τη μεταφυσική κατασκευή του κόσμου».(9)

Το σκάνδαλο βρίσκεται εδώ στο γεγονός, ότι η κατασκευή αυτή εμφανίζεται κατ’ αρχάς ως ριζοσπαστική άρνηση και επίθεση σε κάθε παραλαμβανόμενη και μεταβιβαζόμενη μεταφυσική και τελικά ως υπέρβασή της μέσω της θετικής επιστήμης και μιας συνολικά θετικής «κοσμοθεωρίας», καθώς εξαναγκάζει αυτό το σχήμα σκέψης όχι μόνον τον κόσμο (αντικείμενο) στο σχήμα, αλλά σχηματίζει και τον εαυτό του ούτως ειπείν ως σχήμα, με το οποίο αρνείται η αρνητική δύναμη της διαφωτιστικής σκέψης άλλη μια φορά τον ίδιο της τον εαυτό, (αυτο)διαψεύδεται λοιπόν και βοηθά μ’ αυτόν τον τρόπο το υπερνικημένο στην υπερνίκηση προς μιαν καινούργια ζωή – έχοντας γίνει αδιαφανέστερη από ποτέ, μεταφυσική, φετιχιστική παγκόσμια αντίληψη, που δεν γνωρίζει ως τέτοια τον εαυτό της. Αυτή η μεταφυσική αντίληψη είναι ταυτόχρονα προϋπόθεση και αποτέλεσμα του χωρισμού υποκειμένου – αντικειμένου, σχηματική σύσταση μιας πραγματικότητας, που δεν έχει τίποτα να κάνη με το αισθητά αντιληπτό, το οποίο όμως μπορεί εντούτοις να επικαλυφθή, δηλ. να εξουσιασθή. Ο καντιανός απριορισμός (εκ των προτέρων ορισμός…) των «καθαρών σχημάτων (μορφών) της θεώρησης» (χώρος και χρόνος, όπου περιγράφει ο Καντ τον κενό περιεχομένου χρόνο ως το εκτεταμένο, κυρίαρχο σχήμα) συγκροτεί έναν εξαφανιζόμενο στο κενό ακριβώς αυτών των σχημάτων αντικειμενικό κόσμο, όπως ακριβώς και το διαρθρωτικά αρσενικό υποκείμενο αυτής της γνώσης ως ένα διοικούμενο απ’ το επενεργόν εξίσου σε όλα τα άτομα μεταφυσικό υποκείμενο, ορθολογικό, υποχρεωμένο στην «αντικειμενικότητα (αμεροληψία)» (μη) ον, το οποίο μπορεί να κυριεύη (σφετερίζεται) τον κόσμο όχι π α ρ ά , αλλ’ ακριβώς λ ό γ ω του γεγονότος, ότι δεν είναι καν σε θέση να τον αντιληφθή ως συγκεκριμένο, αισθητά ανακαλυπτόμενο κόσμο. (10) Η «συνθετική απόδοση» του μεταφυσικού υποκειμένου μένει μεν παραπεμπόμενη στα εμπειρικά αντικείμενα, γιατί δεν μπορεί να υπάρχη καμμιά αντίληψη καθαρών σχημάτων, τα αντικείμενα αυτά είναι όμως απ’ την άλλη αντιληπτά μόνον ως ήδη σχηματισμένα, συγκροτημένα ως «εμφανίσεις» (ως «μεταφυσική συναίσθηση») απ’ το υποκείμενο, και δεν μπορεί γι’ αυτό να ειπωθή, τί αποτελεί τα πράγματα καθ’ εαυτά, γιατί δεν μπορεί να τα δημιουργήση σύμφωνα με την υλική τους ύπαρξη η ανθρώπινη γνώση, που θα ήταν αλλιώς θεϊκή. Υπάρχει κατ’ αυτόν τον τρόπο μια α-πριόρι (εκ των προτέρων…) ενότητα υποκειμένου και αντικειμένου στη μεταφυσική συναίσθηση, με το τίμημα ωστόσο ενός μη αναγνωρίσιμου υπολείμματος, του «πράγματος καθ’ εαυτού» κι ενός παρασυρμού (Abdrift) στην ταυτολογία, γιατί στην ενότητα του σχήματος της αντίληψης με το αντιλαμβανόμενο πληροφορεί η επιστημονική μέθοδος γενικώς ούτως ειπείν μόνον γι’ αυτήν την ίδια, όχι όμως (και…) για τον αδραττόμενο απ’ αυτήν κόσμο των αντικειμένων. Αυτός ο κόσμος των αντικειμένων καθίσταται προσιτός ως νόμιμος μόνο στο αφαιρετικό όργανο του αφυλισμένου υποκειμένου της γνώσης και εμφανίζεται σ’ αυτό μόνον υπό τις προϋποθέσεις ακριβώς αυτής της αφαίρεσης. Αυτό σημαίνει όμως, ότι στον εξαναγκασμό της φύσης κάτω απ’ το αφηρημένο σχήμα ασκείται βία, καθώς επιβάλλεται σ’ αυτήν μια μη υπάρχουσα καθεαυτή τάξη μέσω του υποχρεώνοντος αυτήν, όπως ένας «διορισμένος δικαστής» (Καντ), σε ευταξία (καλή διαγωγή) υποκειμένου της γνώσης. Αυτό είναι ως το σ’ αυτό και μαζί μ’ αυτό επενεργόν μεταφυσικό υποκείμενο εξίσου κενό σχήμα το ίδιο όπως το σχήμα, με το οποίο συμπεριλαμβάνει έξω απ’ αυτό το ίδιο τον κόσμο, ένα βίαιο άρα τρόπον τινά Μηδέν, ένα Τίποτα, που επιβάλλει αυστηρά στο κάθε Τι την απροσδιοριστία του. Προκύπτει με την υπέρβαση όλων των προ-νεωτεριστικών βεβαιοτήτων η αναγκαιότητα, «να τεντωθή πάνω στη στρέβλη (στον πάγκο των βασανιστηρίων ή του Προκρούστη…) … η φύση». (11) Η αστική (πολιτική) τάξη δεν είναι έτσι ποτέ πια μια ήδη πάντα παραδεδομένη και αναμφίβολα προϋποτιθέμενη, αλλά μια τάξη που πρέπει να εκβιασθή κατ’ αρχάς ενάντια στο ανυπολόγιστο (αλογάριαστο) μιας «αναισθήτως σιωπούσας φύσης» (Petra Haarmann).

«Εισάγουμε λοιπόν εμείς οι ίδιοι την τάξη και την κανονικότητα στις εμφανίσεις (φαινόμενα), που ονομάζουμε φύση, και δεν θα μπορούσαμε και να τις βρούμε εκεί μέσα, αν δεν τις είχαμε τοποθετήσει αρχικά εμείς, ή η φύση του θυμού μας εκεί». (12) Μια καθαρά ακριβώς μεγεθυνμένη μεταφυσική διαδικασία. Ο κόσμος οδηγείται πίσω σε μιαν ανώτερη τάξη, μένει όμως ως «πράγμα καθεαυτό» ακατάληπτος και απροσδιόριστος. Μου φαίνεται να διακρίνεται έτσι σαφώς ο χαρακτήρας της εξαντλούμενης αφηρημένα «στο υλικό» και αυτο-γεννόμενης έτσι αστικής κοινωνίας. Με το «πράγμα καθεαυτό», και μπορεί ν’αφήση κανείς εδώ θαρραλέα μια φορά απ’ έξω την κριτική του Χέγκελ, γιατί δεν έχει μέχρι σήμερα παρά ελάχιστα καταλήξει η αστική φιλοσοφία πέρα απ’ τον Καντ, χαρακτηρίζεται εκείνη η διάσταση της πραγματικότητας (και πραγματικότητα είναι εκείνο που πράττει-εκτελεί, που βρίσκεται «στη δουλειά-επί το έργον»), μέσω της οποίας θα μπορούσε πάλι να εισβάλη αυτό που είχε αναλάβει να υπερβή ριζικά η αστική κοινωνία: ο Θεός και το Χάος (Chaos) – γιατί ακόμα φοβερώτερος απ’ τον κάποτε φόβο του Θεού είναι ο αστικός φόβος μπροστά στο Χάος. (13) Όταν τα πράγματα δεν αποκαλύπτουν στην εμφάνισή τους τίποτα απ’ τη φύση (ουσία) τους, τότε γίνεται η ονομαστική τους αναγωγή πρόγραμμα. Το «πράγμα καθεαυτό» αντιπροσωπεύει όμως το ταυτισμένο με το «ανεξιχνίαστο», κατά την αστική αντίληψη, «θηλυκό» αποσχισμένο, που δεν ενσωματώνεται στην αφαίρεση, και τελικά στους αριθμούς, ανήκει εν τούτοις αδιάσπαστα στη συνολική συνάρτηση της αφαίρεσης. Εκφρασμένο διαφορετικά: Η αφηρημένα ταυτιζόμενη σκέψη και το αγνώριστο (μη γνωριζόμενο…) καθεαυτό πράγμα είναι μόνον οι δυό πλευρές μιας μοναδικής συνάρτησης (συνάφειας), που δεν μπορεί όμως να συναφθή απ’ την άλλη ποτέ πλήρως σε μιαν αδιάσπαστη ολότητα, απ’ το οποίο θα έπρεπε να μπορή να εξηγηθή μεταξύ των άλλων, γιατί προβιβάζεται ακριβώς στην κρίση της κοινωνικοποίησης (κρατικοποίησης) της αξίας σε κεντρικής σημασίας για όλο και περισσότερους ανθρώπους ξανά η θρησκεία και προσπαθεί ενισχυμένα εσχάτως να γονιμοποιήση το διαρθρωτικά αρσενικό υποκείμενο του διαφωτισμού τις «ήπιες», «φυσικές» και γι’ αυτό ακριβώς «θηλυκές» ιδιότητές του για τη λειτουργία της αξιοποίησης, ενώ είναι ταυτόχρονα έτοιμη η σχηματιζόμενη ακριβώς στην κρίση «κοινωνία-εσωτερικός υπηρέτης», να εξορίση ξανά τη «θηλυκή φύση» στην υποτιθέμενα μόνη και «φυσικώ τω τρόπω» προσήκουσα κοινωνική της θέση.

Φαίνεται να είναι, στη συνάφεια μιας φετιχιστικά σχηματισμένης κοινωνίας, αξιωματικά αδύνατη η υπέρβαση της διάστασης (του σχίσματος) υποκειμένου-αντικειμένου και γι’ αυτό ακριβώς και της απόσχισης της αξίας. Η διαθέσιμη παρ’ όλ’ αυτά δυνατότητα ριζικής κριτικής προκύπτει ωστόσο απ’ την αναφερθείσα αδυναμία του φετιχιστικού όλου, να αυτο-σχηματισθή σε μια σύμφωνη προς την ίδια του την απαίτηση κυριαρχίας, πραγματικά κλεισμένη στον εαυτό της ολότητα. Αν επιτυγχανόταν αυτό, τότε δεν θα μπορούσε να ασκηθή (να τεθή) πια όντως κριτική, και θα βυθιζόμασταν όλοι στο σκοτάδι μιας μη αναστελλόμενης μοίρας, που δεν θα μπορούσαμε καν να τη διακρίνουμε ως τέτοια. Αφού όμως δεν επιτυγχάνεται αυτό, μπορεί να ασκηθή (να επιτεθή) ριζική κριτική στις αστάθειες του φαινομενικά πανίσχυρου συστήματος και χωρίς να λησμονούμε το γεγονός, ότι η κριτική αυτή είναι ως θεωρία η ίδια ακόμα και πάντα μέρος ήδη εκείνου του χωρισμού, στον οποίον αντιπαρατίθεται, να πραγματοποιήση την ανάκλαση στη βίαιη σχηματική συνάρτηση, χωρίς την οποία θα έπρεπε να εγκαταλειφθή ακόμα κι η ελάχιστη ελπίδα για υπέρβασή της.
(1) «Η ανθρωπότητα, που ήταν κάποτε στον Όμηρο ένα αντικείμενο θέας για τους Ολύμπιους θεούς, έγινε τώρα αντικείμενο θέας γι’ αυτήν την ίδια. Η αυτοαποξένωσή της έφτασε σε κείνον τον βαθμό, που της επιτρέπει να ζήση την ίδια της την εξολόθρευση ως αισθητικήν απόλαυση πρώτης τάξης». (Walter Benjamin, Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνικής του αναπαραγωγικότητας, στο: του ίδιου, Φωταψίες. Επίλεκτα κείμενα. Frankfurt am Main 1977, 169)
(2) Θα μπορούσε να σκεφτή π.χ. κανείς το γεγονός, ότι η λέξη «μεταρρύθμιση» δεν παραπέμπει πια όπως στην χαρακτηρισμένη ακόμα από ένα εμπειρικό δυναμικό ανάπτυξης αξιωματική (; - fordistisch) φάση σ’ έναν θετικά αντιλαμβανόμενο νεωτερισμό (ανακαίνιση), αλλά εννοείται σήμερα γενικά ως απειλή, να αναιρεθούν, να αναστραφούν δηλ. στο αντίθετό τους, περαιτέρω επιτευχθείσες σ’ αυτήν τη φάση «κατακτήσεις» (δες π.χ. τη συμπαγή, μη δυνάμενη πια να παραβλεφθή επιστροφή απ’ τις μορφές της παραγωγής σχετικής υπεραξίας σε κείνες της παραγωγής απόλυτης υπεραξίας μέσω επιμήκυνσης του χρόνου εργασίας, περιορισμού της αμοιβής κ.τ.λ.). Η λογική του συστήματος επανορθώνεται ούτως ειπείν εδώ η ίδια, προχωρώντας απ’ την καταναλωτική «καλύψου τραπεζάκι μου – αυταπάτη» της αξιωματικής (; - fordistischen) φάσης στην «τεντώσου χρυσέ γάιδαρε – παραίσθηση» της οικονομίας της φούσκας στον καπιταλισμό του καζίνο και («ψοφάει»!) καταλήγει σήμερα τελικά στο «απόλυτο εσωτερικό φράγμα» (Robert Kurz) της εκμετάλλευσης, στο οποίο πηδάει, λόγω της μη συλλαμβανόμενης πια εμπειρικά παρούσας κρίσης, «το ρόπαλο απ’ το σακκί» και μοιράζει (καταφέρνει) τα παγκόσμια πλήγματά του, με τα οποία απειλεί ολοένα και προφανέστερα να καταγκρεμίση το όλον.
(3) Καρλ Μαρξ, Βασικές αρχές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, Berlin 1974, 214.
(4) ο.π., 246.
(5) Eske Bockelmann, Στον ρυθμό του χρήματος. Για τη γένεση της σύγχρονης σκέψης, Lüneburg 2004, 427 κ.ε.
(6) Heinrich Brinkmann, Για την κριτική της θεωρίας του αντικατοπτρισμού. Μια συμβολή ενάντια στον ορθοδοξο-οντολογικό μαρξισμό, Giessen 1978, 51 κ.ε.
(7) Εγκαθιστά έτσι π.χ. ο Χάμπερμας (Habermas) όλους εκείνους, που διαφεύγουν απ’ τους κανόνες της κυριαρχούσας συνομιλίας στην κατάσταση των αουτσάιντερ-φρενοβλαβών και τους προσάπτει μιαν προοπτική, «απ’ την οποία αποστασιοποιείται ο παράφρων, ο υπαρξιακά απομονωμένος, ο αισθητικά γοητευμένος, εκστατικά απ’ τον κόσμο, και μάλιστα τον κόσμο της ζωής εν γένει (Jürgen Habermas, Η ενότητα της λογικής και η πολλαπλότητα των φωνών της, στο: MERKUR. Γερμανικό περιοδικό για την ευρωπαϊκή σκέψη, 42ο έτος, τεύχος 1, Stuttgart 1988, 13). Υποβάλλει ήδη με τον χωρισμό μεταξύ «ζωντανού κόσμου και επιστήμης» ο Χάμπερμας, ότι στον έναν συμβαίνει λιγότερο υποχρεωτικά και μεθοδικώς αυστηρά απ’ ό,τι στον άλλον, το διαψεύδει όμως ταυτόχρονα, παθολογοποιώντας αυτούς που διστάζουν στη μεθοδική εκτέλεση της ζωής. Εξασκεί κι ο Ernst Lohoff αυτήν την υποτίμηση της ριζικής κριτικής σε υπαρξιακή απομόνωση και στα πρόθυρα έτσι τουλάχιστον παθολογικής πώρωσης (αναισθησίας), όταν διαπιστώνη στη σύντομη κριτική του στον δοκιμιακό τόμο «Αιματηρή (εγκληματική) λογική» του Robert Kurz: «Η ριζική κριτική του διαφωτισμού καταλήγει στην “Αιματηρή λογική” σε κενή υπαρξιακή χειρονομία (Gestus)» (Ernst Lohoff, Tabula rasa. Ο διαφωτισμός δεν είναι καμμιά υπόσχεση, αλλά μια απειλή: Με την «Αιματηρή λογική» θέλει να απαλλαγή (entsorgen) ο Robert Kurz απ’ «όλα τα πνευματικά σκουπίδια της Δύσης», αντιγραμμένο από: http: // www.giga.or.at./others/krisis/e-lohoff tabula-rasa dez-2004.html). Επιβάλλεται εδώ η υπόθεση, ότι ο Lohoff εννοεί με την «κενή χειρονομία» ουσιαστικά την αρνητική χειρονομία της ριζικής κριτικής, η οποία καθορίζει αρνητικά, όπως το κάνει ο Kurz, τη δυνατότητα μιας αλλαγής στον πόνο (στο βάσανο) κάτω απ’ την κυριαρχία της αφαίρεσης και δεν συστήνει καμμιά «συνταγή» για θετική αλλαγή. «Καμμιά στιγμή κοινωνικής πράξης (Praxis)» δεν θεωρείται, κατά τον Lohoff, άξια απ’ τον Kurz, για να εξαιρεθή απ’ την «απαλλαγή (Entsorgung) απ’ το σύνολο των πνευματικών σκουπιδιών της Δύσης». Γι’ αυτό και υποβιβάζεται η ριζική κριτική σε «κενή χειρονομία» ενός μπερδεμένου φαντασιοκόπου. Πρέπει να υπάρχη εν τέλει τάξη, κι ας κραυγάζει κάποιος εκεί, κι όποιος κρίνει, πρέπει να μπορή και να πη, πώς μπορεί να το κάνη κανείς καλύτερα. Πρέπει να εξασφάλισε την περίφημη «υψηλότητα του αέρα πάνω απ’ τα τραπέζια για τακτικούς πελάτες» μ’ αυτήν τη στάση ο Lohoff. Αν είναι ωστόσο κατάλληλη για την περαιτέρω εξέλιξη της κριτικής θεωρίας της κοινωνίας, μένει σε εκκρεμότητα…
(8) Eske Bockelmann, Στον ρυθμό…, ό.π., 432.
(9) Επίσης, 431.
(10) Το εννοημένο έτσι υποκείμενο τρέφεται σ’ έναν ορισμένον βαθμό απ’ τον απριορισμό των καθαρών μορφών (σχημάτων) και μένει γι’ αυτό εξίσου κενό όπως εκείνες, διαγράφεται (σβήνεται) ως συγκεκριμένο άτομο και αντικειμενοποιείται κατά τέτοιον τρόπο το ίδιο, ώστε να μπορή να παρουσιαστή συγκεκριμένα στην πραγματικότητα μόνον ως ένα ακρωτηριασμένο, αναισθητοποιημένο ζόμπι. Όπως στην κλασσική μεταφυσική, αντιπροσωπεύει αυτό το υποκείμενο την πεποίθηση, ότι οι αισθήσεις ψεύδονται, και γι’ αυτό πρέπει να αφαιρεθή κανείς απ’ αυτές. Τί όψη μπορεί να έχη αυτό, το περιγράφει ένας απ’ τους ιδρυτικούς πατέρες των σύγχρονων φυσικών επιστημών – ο Γαλιλέος Γαλιλέι (Galileo Galilei): «Ισχυρίζομαι (διαβεβαιώνω), πως δεν υπάρχει στα σώματα εκτός από μέγεθος, μορφή, αριθμό (πλήθος) και γρήγορες ή αργές κινήσεις τίποτα, που να προκαλή σε μας γευστικές, οσφρητικές ή ακουστικές αισθήσεις. Αν απομακρύνονταν αυτιά, γλώσσα και μύτη, θα έμεναν η μορφή, ο αριθμός κι η κίνηση, αλλά δεν θα υπήρχαν καθόλου οσμές, καμμιά γεύση και καθόλου ήχοι· αυτά δεν είναι, όπως πιστεύω, πέρα απ’ τις ζωντανές υπάρξεις, τίποτα άλλο παρά ονόματα, ακριβώς όπως δεν είναι το γαργάλισμα τίποτα άλλο παρά ένα όνομα, όταν απομακρυνθούν η μασχάλη και το δέρμα της μύτης». (Galileo Galilei, αντιγραμμένο απ’ της Alistair Crombie, Απ’ τον Αυγουστίνο μέχρι τον Γαλιλέι. Η χειραφέτηση της φυσικής επιστήμης, München 1977, 532)
(11) Petra Haarmann, Το αστικό δίκαιο σε βασανισμό. Για την ιστορία της σχέσης μάρτυρα, αλήθειας και λόγου-λογικής, στο: EXIT ! Κρίση και κριτική της κοινωνίας των εμπορευμάτων, εκδ. απ’ τον Σύλλογο για κριτικές κοινωνικές επιστήμες, τεύχος 2, Bad Honnef 2005, 68.
(12) Immanuel Kant, Κριτική του καθαρού λόγου, εκδ. απ’ τον R. Schmidt, Hamburg 1976… , 184 a / (A 125).
(13) Πρβλ. Petra Haarmann, Το αστικό δίκαιο… , ό.π. 76 κ.ε.

Μετάφραση Σταύρος Νικολαϊδης


«Το υποκείμενο εξουθένωσε, ντρόπιασε, κατανίκησε, κατέστρεψε το αντικείμενο, τη φύση. Και τώρα βρίσκει καινούριο νόημα για να συνεχίσει να υπάρχει: Τον Άλλον. Γεννιέται στον Άλλον. Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε τι θα ’χει απομείνει από τον Άλλον μετά από λίγους χρόνους αγαπημένης σχέσης με το υποκείμενο. Άρχισαν ήδη να εμφανίζονται τα πρώτα θύματα: Η Αγία Τριάδα, η θεότης του Κυρίου, το αειπάρθενο της Θεοτόκου».


Dr. Jörg Ulrich:
Γεννηθηκε το 1954. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες, γερμανική φιλολογία και φιλοσοφία. Εργάζεται ως συγγραφέας, συντονιστής εκδόσεων και κριτικός.

Θέματα εργασίας: πολιτική θεωρία, θεωρία της εξατομίκευσης, ιστορία ιδεών στην μοντέρνα και μεταμοντέρνα περίοδο, κοινονιολογία της θρησκείας.


 Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: