Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Σύντομες παρατηρήσεις για τη συναφειακή και τη μεταπατερική

Σπυρίδων Κ. Τσιτσίγκος

Η Συναφειακή ή Συσχετιστική Θεολογία (Contextual Theology) επινοήθηκε στις αρχές τού εικοστού αιώνα από τον Προτεστάντη (Ευαγγελικό και Αναμορφωτή, που συνεργαζόταν με την Πρεσβυτεριανή Εκκλησία) πάστορα Paul Louis Lehmann (1906-94), Καθηγητή τής Συστηματικής Θεολογίας στο “Union Theological Seminary” της Νέας Υόρκης. Η Συναφειακή Θεολογία βασίζεται, όπως το λέει το όνομά της, στο (πολιτισμικό) Context (περιβάλλον/πλαίσιο).

Η Συναφειακή Θεολογία, αν μεν κατανοηθεί παιδαγωγικώς ερμηνευτικά επικροτείται ορθοδόξως, αφού ―μπορεί να πει κανείς― εφαρμόζει στην πράξη τη συγκατάβαση.

Αν όμως απολυτοποιηθεί ή αυτονομηθεί και παραμείνει επιφανειακή (φαινομενολογική ή επεισοδιακή), θα πρέπει ορθοδόξως χριστιανικά να απορριφθεί, δεδομένου ότι οδηγεί κατευθείαν στην εκκοσμίκευση. Το να σαρκωθεί ο Χριστός στη Μετανεωτερικότητα για να τη θεώσει προσλαμβάνοντάς την, δεν το αρνούμαστε. Αρνούμαστε όμως το να καταντήσει η (Συναφειακή) Θεολογία θεραπαινίδα τού «Άρχοντα του κόσμου τούτου», πέφτοντας στον Πειρασμό του. Άνευ τής ιεράς Παράδοσης και της Regula Fidei, ποιος μας εγγυάται για την ορθοτόμηση (ερμηνεία) τής αλήθειας; Δεν γεννά ο κοινωνικός λόγος η κοινωνική ομάδα (βλ. Ηρακλείτειο λόγο) τον Θ. Λόγο, όπως στις φυσικές θρησκείες, αλλ’ ο άκτιστος Θ. Πατέρας. Το να «κοτσάρουμε» παντού τη Θ. Ενανθρώπηση ―μια εύκολη και ανώδυνη πράξη― και να νομίζουμε ότι ξεμπερδέψαμε χριστιανικώς θεολογικά, όχι μόνο δεν λύνει το πρόβλημα, αλλ’ είναι και κάτι περισσότερο του αφελούς ως θεολογικό επιχείρημα. Υπό μια τέτοια έννοια, φτιάχνουμε θεολογίες για τους πάντες και τα πάντα (πρβλ. επί Μαρξισμού, ο Χριστός ως κοινωνικός επαναστάτης· επί πολυπολιτισμικότητας, ο Χριστός ως ο Αλλοδαπός κ.ο.κ.), όπως λ.χ. τη γνωστή «Θεολογία τού κεφτέ» (+ Κ. Παπαπέτρου).

Για την ετερότροπη Θεολογία ή τη Θεολογία τής Ετερότητας, λοιπόν, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:

α) η Θεολογία τής Ετερότητας, αντί να εξάρει το πρόσωπο μέσω τής εκκλησιαστικής κοινότητας, κατανέμει νομαδικά το «κατ’ εικόνα», οπότε οδηγούμαστε σε μη προσωπικές ενικότητες,

β) ο μονισμός και η απολυτοποίηση της ετερότητας (που αυτές τις μέρες «παίζει» πολύ, παράλληλα με το ολοένα αυξανόμενο κύμα παράνομης μετανάστευσης στη χώρα μας), οδηγεί ―στο όνομα του «κατ’ εικόνα»― στη σύγχυση ή και την κατάργηση της διαφοράς (διάκρισης) μεταξύ Αρχετύπου (Θεού) και αντιγράφου (ανθρώπου), πρωτοτύπου και εικόνας,

γ) η Θεολογία τής Ετερότητας συγχέει τη διαφορά με την ομοιότητα, υποτάσσοντας την πρώτη στη δεύτερη, και

δ) η Θεολογία τής Ετερότητας, καλλιεργώντας την πολλαπλότητα, υποχρεώνεται σε έναν διαρκή μετασχηματισμό και μεταβλητότητα της Χριστολογίας και της Εκκλησιολογίας, κατά την οποία χάνεται ο ορθόδοξος χριστολογικός χαρακτήρας τής δεύτερης.

Τέλος, όσον αφορά στη λεγόμενη «Μεταπατερική Θεολογία», θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι Πατέρες και Διδάσκαλοι τής Εκκλησίας ―και ιδίως η πεντάχορδη λύρα τού Πνεύματος (Μ. Αθανάσιος, Τρεις Ιεράρχες και Κύριλλος Αλεξανδρείας)― δεν αποτελούν, τουλάχιστον για τον π. Γ. Florovsky, ιστορικό «επιφαινόμενο» τής ορθόδοξης χριστιανικής Θεολογίας, αλλά δομικό της στοιχείο· είναι ωσάν να λέμε δηλ. Μετα-βιβλική ή Μετα-συνοδική Θεολογία (με την έννοια ότι ξεπεράστηκε πλέον η Αγία Γραφή ή οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων: ά-θεος Χριστιανι- σμός), αφού, κατά την Ορθόδοξη θεολογική αυτοσυνειδησία, Αγία Γραφή και ιερά Παράδοση (αλληλο)περιχωρούνται.

Μετά την Πεντηκοστή, όπως διακηρύσσουν τουλάχιστον όλοι οι (μεγάλοι και κλασικοί) Πατέρες και Διδάσκαλοι τής Εκκλησίας, δεν υπάρχουν για την Εκκλησία τού Χριστού νέες θεολογικές Αποκαλύψεις, όπως υποστήριξαν τόσο ο Παπισμός (με την πρόσθεση νέων δογμάτων), όσο και ο Προτεσταντισμός (με την αφαίρεση ή/και απομύθευση πολλών δογμάτων).

Κυριακή της Πεντηκοστής

Σπύρος Τσιτσίγκος

Σε μια εποχή τού «τέλους τού λόγου» (M. Horkeimer), όπως είναι η δική μας, η Εκκλησία γιορτάζει την προσέγγιση του Λόγου ως παύσης ή Σιγής (κάθε έννοιας). Είναι γεγονός ότι ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με ψωμί (Ματθ. 4, 4). Στις μέρες μας ζούμε πραγματικά μια «επιδημία Πνεύματος», έναν Νέο-Μοντανισμό. Αλλά, το ερώτημα είναι ποιου Πνεύματος. Μήπως αντί τού Αγίου, κατακλυζόμαστε από το ακάθαρτο (πνεύμα), και τότε η «πνευματικότητά» μας αυτή δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια «βλασφημία τού Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. 12, 31);

Η κοινωνία μας σήμερα έχει «εν πολλοίς» μεταβληθεί σε «θέατρο του Παραλόγου». Η βία, η Παραψυχολογία, ο Πνευματισμός (Mediums), η New Age και ο Okkultismus (para-normal, Spuk-, Ψ- φαινόμενα, poltergeist) βρίσκονται σε ημερήσια διάταξη. Φωτισμένες, οραματίστριες, μάγοι, «προφήτες», «τρελοί», hooligans και αναρχικοί απασχολούν τις μεγάλες μάζες και τα τηλεοπτικά κανάλια. Κι’ όμως, τι τραγική ειρωνεία! Aπ’ τη γονυκλισία (lig < inclinaison) τού Εσπερινού τού Αγίου Πνεύματος ο πατέρας τού Αναρχισμού, Γάλλος σοσιαλιστής και πολιτικός φιλόσοφος Pierre-Joseph Proudhon (1809–1865), ετυμολόγησε την ίδια τη Θρησκεία. Απ’ την άλλη μεριά, η Παγκόσμια Οικουμενική Κίνηση επικαλείται συνεχώς το Πανάγιο Πνεύμα για την πολυπόθητη Ένωση των Εκκλησιών, όπως φαίνεται από το γενικό της τίτλο «Ελθέ Πνεύμα Αγιον».

Με την Πεντηκοστή κλείνει ο λειτουργικός κύκλος τού εκκλησιαστικού έτους. Αν η πρώτη Αποκάλυψη-Διαθήκη ήταν η Μωσαϊκή (τού YHWH) και η δεύτερη, η Χριστολογική («χειρόγραφον» της Σταύρωσης), η Πεντηκοστή αποτελεί την Τρίτη. Η φανέρωση του Πνεύματος στην Ιστορία σημαίνει το «σπάσιμο» της Αιτιοκρατίας (Determinismus), και την αναγνώριση του έκτακτου, του πιθανού και του ενδεχόμενου - θαύματος (βλ. J. Oury, 5o Διεθνές Συνέδριο Ψυχανάλυσης, 1981).

Λέγοντας εδώ «πνεύμα», δεν εννοούμε ούτε τον Πολιτισμό, ούτε την Εγελιανή Ιδέα, ούτε την ατομική (ψυχική) διάθεση. Εννοούμε το Τρίτο Πρόσωπο της Αγ. Τριάδας. Την ορθόδοξη Πνευματολογία συνοψίζει θαυμάσια η λέξη «Ακτιστοσυμπλαστουργοσύνθρονον» της η’ ωδής τού Κανόνα τής εορτής. Το Αγ. Πνεύμα («δάκτυλος του Θεού») δεν είναι καμιά (αφηρημένη) ενέργεια του Θεού, όπως πολύ εύκολα θα μπορούσε να μας παραπλανήσει το ουδέτερο γένος Του στην Ελληνική γλώσσα, αφού σε άλλες γλώσσες υπάρχει και σε αρσενικό (Spiritus, ή Παράκλητος) αλλά και σε θηλυκό (Roua’h) γένος.

Το Αγ. Πνεύμα εκπορεύεται από τον Θ. Πατέρα, ενώ πέμπεται δια του Υιού (Λόγου). Οι αρχαίοι αιρετικοί είτε αρνήθηκαν τη θεότητα του Τρίτου Προσώπου τής Αγ. Τριάδας (Μακεδόνιος), όπως οι σημερινοί Χιλιαστές, είτε το ταύτισαν με τον εαυτό τους (Μωάμεθ)! Οι νεότεροι, πάλι, είτε το υποτίμησαν (Filioque), είτε το υπερτίμησαν (Πνευματοκρατία, Πεντηκοστιανοί), είτε, τέλος, το διαστρέβλωσαν (Ρωσική Σοφιολογία). Ήδη 500 χρόνια π.Χ. ο Προφήτης Ιωήλ (3, 1) αποφθεγγόταν: «Και έσται μετά ταύτα και εκχεώ από του Πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα, και προφητεύουσιν οι υιοί υμών και αι θυγατέρες υμών, και οι πρεσβύτεροι υμών ενύπνια ενυπνιασθήσονται, και οι νεανίσκοι υμών οράσεις όψονται».

Όπως 50 ημέρες μετά την Έξοδο (Πάσχα) οι Εβραίοι δια του Μωυσή παρέλαβαν στο όρος Σινά τον Νόμο (Σιναϊτική Πεντηκοστή: Schabu’ot), έτσι και οι (120 πρώτοι) Χριστιανοί (Εκκλησία), πενήντα μέρες μετά την Ανάσταση, παραλαμβάνουν σ’ ένα άλλο υψηλό μέρος («υπερώον») στις 9 π.μ. τη Θ. Χάρη (Ιεροσολυμητική Πεντηκοστή). Ο αριθμός πενήντα (50 = 7 Χ 7) τόσο στους Αρχαίους Έλληνες (πρβλ. 50 Νηρηίδες τού Δαναού), όσο και στους Εβραίους (Ιωβηλαίο), αποτελούσε ιερό αριθμό. Κατά τον απόστολο Παύλο, τα επτά από τα εννέα Χαρίσματα αναφέρονται στην ειδική ενέργεια του Αγ. Πνεύματος (Α’ Κορ. 12, 8-10). Μετά την Ανάληψη του Θ. Λόγου, το Αγ. Πνεύμα εισέρχεται στον κόσμο δια της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και η Πεντηκοστή ονομάζεται «γενέθλιος ημέρα τής Εκκλησίας» (άγ. Ειρηναίος).

Χωρίς να συγχέουμε το (Θείο) Πνεύμα με την (ανθρώπινη) ψυχή (soul), μπορούμε να θεωρήσουμε το Θείο εμφύσημα στον άνθρωπο (Γεν. 2, 7) ως την αρχετυπική πράξη τής Πεντηκοστής. Προ της Πεντηκοστής η Εκκλησία έμοιαζε με το ανθρώπινο σώμα πριν δεχτεί τη ζωογόνο πνοή τού Δημιουργού (Ιω. Χρυσόστομος). Η Εκκλησία είναι χαρισματική κοινωνία προσώπων, ζώντων μεταξύ Πεντηκοστής και Β’ Παρουσίας (βλ. «αρραβών» τού Πνεύματος). Η Εκκλησία, ως τόπος παρουσίας τού Τριαδικού Θεού μέσα στην Ιστορία δια της ενεργείας τού Πνεύματος, συνεχίζει περαιτέρω το σωτήριο έργο τού Χριστού, το οποίο οικειοποιούνται προσωπικά οι πιστοί. Ο ίδιος ο Χριστός, «ως απαρχή και τέλος των όντων, και λόγος, ώ τα πάντα φύσει συνέστηκε», είναι η Πεντηκοστή (Μάξιμος Ομολογητής). Η λειτουργική «Αναφορά», η Επίκληση και ο Καθαγιασμός των Τιμίων Δώρων (βλ. Ζέον) έχουν ως κέντρο τους την Ανάληψη και την Πεντηκοστή.

Για την προσοικείωση της Θ. Χάρης (άκτιστων ενεργειών τού Αγ. Πνεύματος) απαιτείται η θεανθρώπινη συνεργία. Το Αγ. Πνεύμα, ως βυθός Θείων Χαρισμάτων, πλημμυρίζει τον άνθρωπο και όλη την Κτίση. Όπως το Πνεύμα κινεί τον Λόγο, έτσι και η ψυχή κινεί τη μετα-Γλώσσα (ποίηση, σύμβολο, Σημειωτική, ά-φατο, μυστήριο). Κατά Μάξιμο τον Ομολογητή, «μυστήριον εστι Πεντηκοστής, η προς την πρόνοιαν άμεσος των προνοουμένων ένωσις, ήγουν η προς τον λόγον κατά την της προνοίας επίνοιαν της φύσεως ένωσις, καθ’ ήν ουδεμία το παράπαν εστι χρόνου και γενέσεως έμφασις». Η «γλωσσολαλία» (γλώσσα των Αγγέλων) τής Πεντηκοστής αποκαθιστά τη Βαβέλ (σύγχυση γλωσσών: Εσπεράντο, Ido και Volapuk). Ο οντολογικός Λόγος (Θεολογία) συνέχει τον τεχνολογικό λόγο (Ορθολογισμός ή Επιστήμη). Το πνεύμα δίνει ζωή στον (άψυχο) επεξεργαστή (ηλεκτρονικό υπολογιστή). Το «Πνεύμα τής Αληθείας», αν και μπορεί να προκαλεί με την παραδοξότητά του [πρβλ. την κατά Χριστόν σαλότητα: «Credo, quia absurdum est» (Τερτυλλιανός)], εντούτοις σοφίζει τους αγράμματους και δογματίζει. Έπειτα, η Χάρη τού Αγ. Πνεύματος ενδυναμώνει και βεβαιώνει την πίστη (βλ. μαρτυρία τής Ανάστασης).

Η Πεντηκοστή, ευχαριστιακός τύπος των (ιουδαϊκών) «απαρχών» (γιορτή θερισμού και συγκομιδής των πρωτογεννημάτων) και της αιώνιας ζωής (7 + 1 = 8ης Ημέρας), συμβολίζει την «εν Χριστώ» ανανεωμένη ανθρωπότητα (τις «απαρχές» τού Πνεύματος, Ρωμ. 8, 23) σαν ιερή προσφορά στον Θ. Πατέρα. Έτσι, το Αγ. Πνεύμα «ανθρωποποιεί» (hominisation) τον Άνθρωπο (βλ. «Παρακλητισμό», κατά τον N. Berdiajew). Αντίθετα από κάθε Ηθικισμό (και νομικισμό), αφού «το γαρ γράμμα αποκτέννει, το δε πνεύμα ζωοποιεί» (Β’ Κορ. 3, 6), οι πρώην διώκτες και φονιάδες με τη βοήθεια του Αγ. Πνεύματος μεταβάλλονται σε ιεραποστόλους και ορθόδοξους (δηλ. ψυχο-πνευματικούς) «βιαστές» (βλ. Ζηλωτισμό). Ακόμα, η ορθόδοξη Παράδοση ανέκαθεν ισορροπούσε μεταξύ (πρωτοχριστιανικής) σύναξης (ποσότητας: κοινοκτημοσύνη) και προσώπου (ποιότητας).

Η μεσσιανική κοινότητα, ανοιχτή σ’ όλους τους λαούς, αφού το Πνεύμα «όπου θέλει πνει» (Ιω. 3, 8), συνιστά την Πεντηκοστή των εθνών (Πράξ. 10, 44). Το Χρίσμα (σφραγίς) τού Πνεύματος είναι το διακριτικό γνώρισμα της ορθό-δοξης κοινοτικής ζωής (Α’ Ιω. 2, 20. 27). Ο Ιούδας, που κοινώνησε κατά το γράμμα και όχι κατά το Πνεύμα, δαιμονίστηκε. Εξάλλου, η γιορτή της Πεντηκοστής δονείται από μια μυστική χαρά και έναν ιερό ενθουσιασμό (πνευματική μέθη), και όχι έκσταση, (ιερά) μανία, βακχεία ή τα γνωστά παραληρηματικά φαινόμενα της ειδωλολατρίας. Αυτή η (νηπτική) μέθη μεταμόρφωσε και μεταμορφώνει τους βοσκούς σε Προφήτες (βλ. Προφητισμό), και τους ψαράδες σε Αποστόλους, ξεδιψά τους «διψώντες την δικαιοσύνην» (Ματθ. 5, 6), εμ-πνέει δημιουργικά (πρβλ. Υμνογραφία, Αγιογραφία κ.λπ.), αναπαύει - ειρηνεύει (πρβλ. το Πνεύμα ως «περιστερά»), ελευθερώνει υπαρξιακο-οντολογικά (πρβλ. ορθόδοξη πνευματική αναρχία), αναψύχει τον καύσωνα των παθών (βλ. «δρόσο τού Πνεύματος»: Αερμών και νεφέλη), συνηγορεί - παρηγορεί (βλ. Παράκλητο), μάς κιν(ητοποι)εί ψυχοπνευματικά (κατά τον Ν. Καβάσιλα) και μας συνδέει αγαπητικά. Κατά τον Γρηγόριο Σιναΐτη, ο έρως είναι καθαρτικός (το Αγ. Πνεύμα ως «ποταμοί ύδατος»), φωτιστικός (το Αγ. Πνεύμα ως πύρινη γλώσσα) και θεωτικός (το Αγ. Πνεύμα ως το Άκτιστο Φως). Ο Θεός (το Αγ. Πνεύμα) μάς παρέχει τις δικές Του Ενέργειες, οι οποίες μας ανοίγουν τα μάτια (της ψυχής), και έτσι σαν σε γέφυρα επικοινωνούμε μαζί Του. Μάλιστα δε, ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος παρομοιάζει το Αγ. Πνεύμα με σχοινί, που μας ανυψώνει από τη γη προς τον ουρανό. Σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, με το Αγ. Πνεύμα επιτελείται το «θεολογείν» (το Χάρισμα της θεογνωσίας), συγχωρούνται οι αμαρτίες (πρβλ. εβραϊκή Ημέρα Αφέσεως) και καθίστανται οι πιστοί «υιοί και κληρονόμοι» τής Βασιλείας τού Θεού.

Η άνοδος του Μωυσή στο όρος Σινά ερμηνεύτηκε αλληγορικά από τον Γρηγόριο Νύσσης και στη συνέχεια από τους Καββαλιστές (< Kabbalah) τού Μεσαίωνα ως εσωτερική πρόοδος (πνευματική αύξηση) ανά τρία στάδια - επίπεδα («σεισμούς»): α) «πεδιάδα» - Βάπτισμα (βλ. Κατηχητική Θεολογία), β) «πρόποδες» - Χρίσμα (βλ. Καταφατική Θεολογία) και γ) «κορυφή» - Θ. Ευχαριστία: «γνόφος αγνωσίας» (βλ. Αποφατική Θεολογία). Ωστόσο, χρειάζεται διάκριση, έτσι ώστε η υγιής πνευματικότητα να μην αλλοτριωθεί και νοσήσει (βλ. ευσεβισμό). Δοθέντος ότι «το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής» (Ματθ. 26, 41), το Αγ. Πνεύμα όχι μόνο θεραπεύει «πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν», αλλά και ανασταίνει νεκρούς (Ιω. 5, 21).

Τέλος, η Θεολογία τής Πεντηκοστής άπτεται άμεσα της Εξελικτικής Οικοθεολογίας, δηλ. του αγιασμού τής Φύσης με τα δύο αρχέγονα στοιχεία της, τα τόσο αναγκαία στον άνθρωπο, το νερό (ανθρωπολογικά: 70% τού οργανισμού μας, και φυσικά: δίψα Βεδουίνων τής ερήμου) και τη φωτιά [κυριολεκτικά (ανθρωπολογικά: θερμότητα, θερμίδες, καύση, και φυσικά: ανακάλυψη της φωτιάς), και μεταφορικά (Libido, βλ. nirvana = σβέση)]. Το Πνεύμα τού Θεού, που «επεφέρετο επάνω του ύδατος» (Γεν. 1, 2), υποδηλώνει μια «Πεντηκοστή κοσμικής έκτασης» (M. A. Chevalier). Δεδομένου ότι, κατά την Κοινωνιοβιολογία τού E. O. Wilson (Sociobiology, 1975), η Ορθοδοξία είναι καθ’ ολοκληρίαν ριζωμένη στην ανθρώπινη συμπεριφορά και σκέψη, το, κατά Γρηγόριο τον Θεολόγο, process Νόμος―Προφητεία―Ευαγγέλιο―Πεντηκοστή, που τείνει προς τον εσχατολογικό Χριστό (Α-Ω), mutatis mutandis, μπορεί να παραλληλιστεί, αν όχι με τη Δαρβίνεια, τουλάχιστον με τη Λαμάρκεια εξέλιξη (J. S. Counelis).

Πηγή : Αντίφωνο

Αμέθυστος

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πρώτη φορά την ακουω αυτην την εκφραση!

"η πεντάχορδη λύρα τού Πνεύματος (Μ. Αθανάσιος, Τρεις Ιεράρχες και Κύριλλος Αλεξανδρείας)"

!!!

Σαλογραια η Ευαν.Παναγοπούλου-Κουτσούκου είπε...

ΥΠΕΡΟΧΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ΜΥΡΜΙΔΟΝΑΚΙ ΜΟΥ

Ιστολόγα είπε...

όποιος έχει το άγιο πνεύμα, πρέπει να μιλάει ή να σωπαίνει;

απάντηση δική μου, πρέπει να μιλάει.
γιατί είμαστε σε χρόνια που ο νους έχει ξεφύγει και πρέπει να λειτουργήσει λογικά πλέον η όποια αγάπη καθώς δεν μπορεί άλλο από καρδιάς.