ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ : Τετάρτη, 12 Ιανουαρίου 2011
FLORENSKIJ-Φλωρενσκι
Ο σχηματισμός τής υποκειμενικότητος
Στά πλαίσια τής διϋποκειμενικότητος
Η ιδέα τού προσώπου στόν Φλωρένσκι, στηρίζεται στήν διπλή λειτουργία τής οριακής γραμμής, πού δημιουργεί η πραγματικότης τής πτώσεως. Στήν αντίληψη τής πτώσεως σάν όριο πού απομονώνει τό άτομο σέ μιά φανταστική επάρκεια καί τού στερεί κάθε δυνατότητα αυθεντικής επικοινωνίας. Η χριστιανική φιλοσοφία τής ιδέας καί τής σκέψεως, η φιλοσοφία τού προσώπου καί τού δημιουργικού ηρωϊσμού στηρίζεται στήν δυνατότητα υπερβάσεως τής ταυτότητος καί μπορούμε να τήν ονομάσουμε φιλοσοφία τού ομοουσίου.
Στό εσωτερικό τού χριστιανικού κόσμου όμως, σύμφωνα μέ τόν Φλωρένσκι, υπάρχει μιά ξεκάθαρη διαφορά ανάμεσα στό νόημα τής ζωής τής καθολικής δύσεως καί στήν ορθοδοξία. Η ορθοδοξία διακρίνεται από μιά διεκδίκηση χωρίς υπαναχωρήσεις τού προσδιορισμού τού ατόμου σάν μιά πραγματικότητα υπέρλογη καί αμείωτη σέ οτιδήποτε άλλο. Η σχολαστική όμως φιλοσοφία, ιδίως στήν πρόοδό της πρός τήν σύγχρονη φιλοσοφία , προσπαθώντας να βρεί μιά λογική εξήγηση αυτής τής πραγματικότητος γλίστρησε στόν πειρασμό νά ταυτίση τήν ταυτότητα τών ατόμων μέ τήν ισότητα τών μοναδικών τάξεων πού τούς αντιστοιχούν. Έτσι, παρότι διακρίνει κατ’αρχάς ξεκάθαρα τούς διαφόρους τύπους ενότητος καί διαφοράς καί ιδιαιτέρως εκείνους πού αφορούν τά πράγματα κάι εκείνους πού προορίζονται αποκλειστικά γιά τό επίπεδο τού προσώπου, καταλήγει σέ μιά επάλληλη παρέμβαση ανάμεσά τους.
Αυτή η κριτική τού Φλωρένσκι αναφέρεται στό γεγονός πώς τά πράγματα διακρίνονται ή στό γένος (π.χ. ο άνθρωπος από τήν πέτρα), ή στό είδος (όπως το λιοντάρι από τό άλογο), ή στόν αριθμό (όπως ο Πέτρος από τόν Παύλο). Τοιουτοτρόπως υπάρχουν τρείς ενότητες : εκείνη πού αρνείται τόν γενικό χωρισμό ονομάζεται γενική, εκείνη πού αρνείται τόν διαχωρισμό τού είδους ονομάζεται ιδιαίτερη, εκείνη πού αρνείται τόν διαχωρισμό τού αριθμού ονομάζεται αριθμητική ή ατομική. Η μόνη τυπολογία ταυτότητος σέ αντιστοιχία μέ τήν πραγματικότητα τών ατόμων είναι η αριθμητική, η οποία αποτελεί τό πρωτογενές γεγονός τής αυτοδιαθέσεως τού προσώπου. Η προσπάθεια νά εισάγουμε αυτή τήν πραγματικότητα μέσα σέ ένα λογικό σχήμα επεξηγήσεως, μάς οδηγεί νά λάβουμε τήν αριθμητική ταυτότητα σάν σύσφιξη τής γενικής ουσίας σέ ένα πράγμα. Όπου προκύπτει μιά αλλοτριωμένη φιλοσοφία, γιά τήν οποίο η αριθμητική ταυτότητα είναι η ισότης τών ενωμένων τάξεων καί τό άτομο είναι ταυτισμένο μέ τήν δική του ενοποιό τάξη. Φτάνει λοιπόν νά συσφίξουμε επαρκώς τό πλαίσιο τής τάξεως γιά νά έχουμε μιά ενοποιό τάξη, δηλ. τό άτομο, τόοποίο δέν είναι τίποτε άλλο παρά ένα καθεστώς σύσφίξεως τής γενικής έννοιας. Μ’αυτόν τόν τρόπο όμως, τό πρόσωπο καταλήγει τό προϊόν μιάς κάποιας εξελίξεως, παρότι λογικής, τής φύσεως τού πράγματος, η οποία εξ’αρχής είναι απρόσωπη καί εν τέλει δέχεται μιά διαδικασία αλλοτριώσεως η οποία καταργεί τό ουσιαστικά αμείωτο τού προσώπου σέ ένα πράγμα ή σέ μιά τάξη, ακόμη κι άν αυτή είναι μιά ομογενής τάξη.
Εδώ λοιπόν μπαίνει ξεκάθαρα η προτεραιότης τής απαντήσεως στό ερώτημα : τί πράγμα είναι τό «άτομο» ; Η μαθηματική λογική δέν ορίζει τό άτομο αλλά μόνον τήν ταυτότητα τού ατόμου. Φυσικά δέν πρόκειται γιά μιά συνηθισμένη προϋπόθεση τών μαθηματικών επιστημών αλλά γιά τήν αδυναμία καθορισμού τού ατόμου σάν υπερλογη πραγματικότητα. Η προσπάθεια νά ορίσουμε τήν ταυτότητα τών ατόμων προσφέρει τή δυνατότητα να ανταλλάξουμε τό πρόβλημα τής αριθμητικής ταυτότητος μέ τό θέμα τής τυπικής ισότητος τών χαρακτηριστικών, δηλαδή στους υπολογισμούς πάνω στο άτομο, στους υπολογισμούς πάνω στις έννοιες που τα αφορούν, δηλ. πάνω στις τάξεις. Αυτή η ανταλλαγή πραγματοποιείται συνειδητά και είναι ιδιαιτέρως εκφραστική, ιδίως μετά την αποφασιστική διάκριση ανάμεσα στα άτομα και στις τάξεις.
Στα ίδια συμπεράσματα φράνουμε επίσης εάν, υπολογίζοντας το γεγονός πώς το βασικό χαρακτηριστικό του προσώπου είναι η ικανότητα του να εξέρχεται απο τον εαυτό του, στραφούμε πρός την λογική των σχέσεων. Σε αυτόν τον τομέα της μαθηματικής λογικής λαμβάνεται σαν αξίωμα πώς ανάμεσα σε δύο συγκεκριμένα άτομα υπάρχει μια σχέση ιδιαίτερη, η οποία δέν υπάρχει ανάμεσα σε δύο άλλα άτομα παρμένα στην τύχη. Ακόμη και αυτη η ιδιαίτερη σχέση όμως εξηγείται με τυπικούς όρους και όχι πραγματικούς. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο απο τις εξηγήσεις που ακολουθούν το αξίωμα. Απο την οπτική γωνία της εκτάσεως είναι ξεκάθαρο, διότι το ζεύγος υπο εξέταση είναι αρκετό για να ορισθεί μια σχέση διαφορετική απο όλες τις άλλες. Απο την οπτική γωνία του περιεχομένου όμως μπορούμε να πούμε πώς εάν κοιτάξουμε το σύνολο όλων των σχέσεων που υπάρχουν ανάμεσα σε δύο συγκεκριμένα άτομα, δέν υπάρχει το ίδιο σύνολο σχέσεων πλέον ανάμεσα σε αυτό και σε οποιοδήποτε άλλο ζεύγος ατόμων. Με άλλα λόγια εάν ένα ζεύγος διαθέτει όλες τις σχέσεις ενός άλλου ζευγαριού, αυτά τα δύο ζευγάρια είναι ταυτόσημα.
Ακόμη και σε ετούτη την περίπτωση λοιπόν, η ατομική σχέση, δηλ. η συγκεκριμένη, διαλύεται σε μια σειρά γενικών σχέσεων, δηλ. αφηρημένων, σε όλες τις αφηρημένες σχέσεις που εμπλέκονται με το συγκεκριμένο δεδομένο. Εκτός του οντολογικού παραλογισμού αυτής της εξισώσεως του συγκεκριμένου με την κορυφαία αφαίρεση, αναδύεται και το ερώτημα αν αυτός ο ορισμός είναι θεμιτός ακόμη και μέσα στα καθαρώς τυπικά πλαίσια. Διότι βασίζεται αποκλειστικώς στην έννοια των « Όλων» των σχέσεων ανάμεσα στο δαιδομένο ζεύγος στοιχείων. Χωρίς να λάβουμε υπόψην πώς αυτή η ίδια η έννοια του όλου, δέν έχει ακόμη καθοριστεί στην μαθηματική λογική, ιδιαιτέρος δέ όταν αναφέρεται σε μια τελειωτική ομάδα στοιχείων, είναι αμφίβολο αν είναι δυνατόν να υπάρξει μια καθοριστική έννοια μιας ομάδος με όλες τις σχέσεις ανάμεσα σε άτομα και όχι ανάμεσα σε τάξεις. Στο άλλο άκρο όμως, τα πράγματα είναι περισσότερο πολύπλοκα. Επειδή ακριβώς τα συγκεκριμένα πρόσωπα διαθέτουν την δημιουργικότητα, είναι ικανά να δημιουργήσουν απόλυτες σχέσεις, απροσδιόριστες, που δέν μπορούν να εναρμονιστούν με προδιαγεγραμμένες ομάδες, ακόμη και αν ληφθούν στην τύχη. Με λίγα λόγια υπερβαίνουν κάθε προκατασκευασμένη έννοια του εαυτού τους.
Αυτό είναι λοιπόν το κεντρικό σημείο. Η αριθμητική ταυτότης, καθώς είναι το πιο βαθύ και μοναδικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου, μπορεί μόνον να περιγραφεί, παραπέμποντας στην πηγή, στην πρώτη αρχή της ιδέας της ταυτότητος που συστήνει την προταρχική ταυτότητα και βρίσκεται στο εσωτερικό του ζωντανού ανθρώπου.
Να ορίσουμε αυτόν τον τύπο ταυτότητος θα σήμαινε συνεπώς, να ορίσουμε το πρόσωπο παρουσιάζοντας την έννοια του. Αλλά δέν είναι αυτό δυνατόν δηλαδή να δώσουμε την έννοια του προσώπου, διότι το πρόσωπο διακρίνεται απο το πράγμα, ακριβώς διότι ασύλληπτο, άρρητο, διότι υπερβαίνει τα όρια κάθε έννοιας, είναι υπερβατικό σε σχέση με κάθε έννοια, ενώ το πράγμα είναι προσδιορίσιμο απο την έννοια και για αυτό γίνεται κατανοητό. Είναι δυνατόν να δημιουργήσουμε μόνον ένα σύμβολο του ριζικού χαρακτήρος του προσώπου, ένα σημείο, έναν λόγο και κατόπιν χωρίς να τον ορίσουμε, να τον συμπεριλάβουμε τυπικώς μέσα σε ένα σύστημα άλλων λόγων και λέξεων και να τον χειριστούμε σαν να ήταν πραγματικά το σημείο μιας έννοιας.
Όσον αφορά όμως το περιεχόμενο αυτού του συμβόλου, δέν μπορεί να είναι ορθολογιστικό αλλά δοκιμασμένο άμεσα στην εμπειρία της αυτοδημιουργίας, στην διαδικασία της αυτοσυστήσεως του προσώπου, στην ταυτότητα της πνευματικής αυτοσυνειδησίας. Να γιατί ο όρος αριθμητική ταυτότης είναι μόνο ένα σύμβολο, δέν είναι μια έννοια.
Συνεχίζεται.
Αμέθυστος
FLORENSKIJ-Φλωρενσκι
Ο σχηματισμός τής υποκειμενικότητος
Στά πλαίσια τής διϋποκειμενικότητος
Η ιδέα τού προσώπου στόν Φλωρένσκι, στηρίζεται στήν διπλή λειτουργία τής οριακής γραμμής, πού δημιουργεί η πραγματικότης τής πτώσεως. Στήν αντίληψη τής πτώσεως σάν όριο πού απομονώνει τό άτομο σέ μιά φανταστική επάρκεια καί τού στερεί κάθε δυνατότητα αυθεντικής επικοινωνίας. Η χριστιανική φιλοσοφία τής ιδέας καί τής σκέψεως, η φιλοσοφία τού προσώπου καί τού δημιουργικού ηρωϊσμού στηρίζεται στήν δυνατότητα υπερβάσεως τής ταυτότητος καί μπορούμε να τήν ονομάσουμε φιλοσοφία τού ομοουσίου.
Στό εσωτερικό τού χριστιανικού κόσμου όμως, σύμφωνα μέ τόν Φλωρένσκι, υπάρχει μιά ξεκάθαρη διαφορά ανάμεσα στό νόημα τής ζωής τής καθολικής δύσεως καί στήν ορθοδοξία. Η ορθοδοξία διακρίνεται από μιά διεκδίκηση χωρίς υπαναχωρήσεις τού προσδιορισμού τού ατόμου σάν μιά πραγματικότητα υπέρλογη καί αμείωτη σέ οτιδήποτε άλλο. Η σχολαστική όμως φιλοσοφία, ιδίως στήν πρόοδό της πρός τήν σύγχρονη φιλοσοφία , προσπαθώντας να βρεί μιά λογική εξήγηση αυτής τής πραγματικότητος γλίστρησε στόν πειρασμό νά ταυτίση τήν ταυτότητα τών ατόμων μέ τήν ισότητα τών μοναδικών τάξεων πού τούς αντιστοιχούν. Έτσι, παρότι διακρίνει κατ’αρχάς ξεκάθαρα τούς διαφόρους τύπους ενότητος καί διαφοράς καί ιδιαιτέρως εκείνους πού αφορούν τά πράγματα κάι εκείνους πού προορίζονται αποκλειστικά γιά τό επίπεδο τού προσώπου, καταλήγει σέ μιά επάλληλη παρέμβαση ανάμεσά τους.
Αυτή η κριτική τού Φλωρένσκι αναφέρεται στό γεγονός πώς τά πράγματα διακρίνονται ή στό γένος (π.χ. ο άνθρωπος από τήν πέτρα), ή στό είδος (όπως το λιοντάρι από τό άλογο), ή στόν αριθμό (όπως ο Πέτρος από τόν Παύλο). Τοιουτοτρόπως υπάρχουν τρείς ενότητες : εκείνη πού αρνείται τόν γενικό χωρισμό ονομάζεται γενική, εκείνη πού αρνείται τόν διαχωρισμό τού είδους ονομάζεται ιδιαίτερη, εκείνη πού αρνείται τόν διαχωρισμό τού αριθμού ονομάζεται αριθμητική ή ατομική. Η μόνη τυπολογία ταυτότητος σέ αντιστοιχία μέ τήν πραγματικότητα τών ατόμων είναι η αριθμητική, η οποία αποτελεί τό πρωτογενές γεγονός τής αυτοδιαθέσεως τού προσώπου. Η προσπάθεια νά εισάγουμε αυτή τήν πραγματικότητα μέσα σέ ένα λογικό σχήμα επεξηγήσεως, μάς οδηγεί νά λάβουμε τήν αριθμητική ταυτότητα σάν σύσφιξη τής γενικής ουσίας σέ ένα πράγμα. Όπου προκύπτει μιά αλλοτριωμένη φιλοσοφία, γιά τήν οποίο η αριθμητική ταυτότητα είναι η ισότης τών ενωμένων τάξεων καί τό άτομο είναι ταυτισμένο μέ τήν δική του ενοποιό τάξη. Φτάνει λοιπόν νά συσφίξουμε επαρκώς τό πλαίσιο τής τάξεως γιά νά έχουμε μιά ενοποιό τάξη, δηλ. τό άτομο, τόοποίο δέν είναι τίποτε άλλο παρά ένα καθεστώς σύσφίξεως τής γενικής έννοιας. Μ’αυτόν τόν τρόπο όμως, τό πρόσωπο καταλήγει τό προϊόν μιάς κάποιας εξελίξεως, παρότι λογικής, τής φύσεως τού πράγματος, η οποία εξ’αρχής είναι απρόσωπη καί εν τέλει δέχεται μιά διαδικασία αλλοτριώσεως η οποία καταργεί τό ουσιαστικά αμείωτο τού προσώπου σέ ένα πράγμα ή σέ μιά τάξη, ακόμη κι άν αυτή είναι μιά ομογενής τάξη.
Εδώ λοιπόν μπαίνει ξεκάθαρα η προτεραιότης τής απαντήσεως στό ερώτημα : τί πράγμα είναι τό «άτομο» ; Η μαθηματική λογική δέν ορίζει τό άτομο αλλά μόνον τήν ταυτότητα τού ατόμου. Φυσικά δέν πρόκειται γιά μιά συνηθισμένη προϋπόθεση τών μαθηματικών επιστημών αλλά γιά τήν αδυναμία καθορισμού τού ατόμου σάν υπερλογη πραγματικότητα. Η προσπάθεια νά ορίσουμε τήν ταυτότητα τών ατόμων προσφέρει τή δυνατότητα να ανταλλάξουμε τό πρόβλημα τής αριθμητικής ταυτότητος μέ τό θέμα τής τυπικής ισότητος τών χαρακτηριστικών, δηλαδή στους υπολογισμούς πάνω στο άτομο, στους υπολογισμούς πάνω στις έννοιες που τα αφορούν, δηλ. πάνω στις τάξεις. Αυτή η ανταλλαγή πραγματοποιείται συνειδητά και είναι ιδιαιτέρως εκφραστική, ιδίως μετά την αποφασιστική διάκριση ανάμεσα στα άτομα και στις τάξεις.
Στα ίδια συμπεράσματα φράνουμε επίσης εάν, υπολογίζοντας το γεγονός πώς το βασικό χαρακτηριστικό του προσώπου είναι η ικανότητα του να εξέρχεται απο τον εαυτό του, στραφούμε πρός την λογική των σχέσεων. Σε αυτόν τον τομέα της μαθηματικής λογικής λαμβάνεται σαν αξίωμα πώς ανάμεσα σε δύο συγκεκριμένα άτομα υπάρχει μια σχέση ιδιαίτερη, η οποία δέν υπάρχει ανάμεσα σε δύο άλλα άτομα παρμένα στην τύχη. Ακόμη και αυτη η ιδιαίτερη σχέση όμως εξηγείται με τυπικούς όρους και όχι πραγματικούς. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο απο τις εξηγήσεις που ακολουθούν το αξίωμα. Απο την οπτική γωνία της εκτάσεως είναι ξεκάθαρο, διότι το ζεύγος υπο εξέταση είναι αρκετό για να ορισθεί μια σχέση διαφορετική απο όλες τις άλλες. Απο την οπτική γωνία του περιεχομένου όμως μπορούμε να πούμε πώς εάν κοιτάξουμε το σύνολο όλων των σχέσεων που υπάρχουν ανάμεσα σε δύο συγκεκριμένα άτομα, δέν υπάρχει το ίδιο σύνολο σχέσεων πλέον ανάμεσα σε αυτό και σε οποιοδήποτε άλλο ζεύγος ατόμων. Με άλλα λόγια εάν ένα ζεύγος διαθέτει όλες τις σχέσεις ενός άλλου ζευγαριού, αυτά τα δύο ζευγάρια είναι ταυτόσημα.
Ακόμη και σε ετούτη την περίπτωση λοιπόν, η ατομική σχέση, δηλ. η συγκεκριμένη, διαλύεται σε μια σειρά γενικών σχέσεων, δηλ. αφηρημένων, σε όλες τις αφηρημένες σχέσεις που εμπλέκονται με το συγκεκριμένο δεδομένο. Εκτός του οντολογικού παραλογισμού αυτής της εξισώσεως του συγκεκριμένου με την κορυφαία αφαίρεση, αναδύεται και το ερώτημα αν αυτός ο ορισμός είναι θεμιτός ακόμη και μέσα στα καθαρώς τυπικά πλαίσια. Διότι βασίζεται αποκλειστικώς στην έννοια των « Όλων» των σχέσεων ανάμεσα στο δαιδομένο ζεύγος στοιχείων. Χωρίς να λάβουμε υπόψην πώς αυτή η ίδια η έννοια του όλου, δέν έχει ακόμη καθοριστεί στην μαθηματική λογική, ιδιαιτέρος δέ όταν αναφέρεται σε μια τελειωτική ομάδα στοιχείων, είναι αμφίβολο αν είναι δυνατόν να υπάρξει μια καθοριστική έννοια μιας ομάδος με όλες τις σχέσεις ανάμεσα σε άτομα και όχι ανάμεσα σε τάξεις. Στο άλλο άκρο όμως, τα πράγματα είναι περισσότερο πολύπλοκα. Επειδή ακριβώς τα συγκεκριμένα πρόσωπα διαθέτουν την δημιουργικότητα, είναι ικανά να δημιουργήσουν απόλυτες σχέσεις, απροσδιόριστες, που δέν μπορούν να εναρμονιστούν με προδιαγεγραμμένες ομάδες, ακόμη και αν ληφθούν στην τύχη. Με λίγα λόγια υπερβαίνουν κάθε προκατασκευασμένη έννοια του εαυτού τους.
Αυτό είναι λοιπόν το κεντρικό σημείο. Η αριθμητική ταυτότης, καθώς είναι το πιο βαθύ και μοναδικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου, μπορεί μόνον να περιγραφεί, παραπέμποντας στην πηγή, στην πρώτη αρχή της ιδέας της ταυτότητος που συστήνει την προταρχική ταυτότητα και βρίσκεται στο εσωτερικό του ζωντανού ανθρώπου.
Να ορίσουμε αυτόν τον τύπο ταυτότητος θα σήμαινε συνεπώς, να ορίσουμε το πρόσωπο παρουσιάζοντας την έννοια του. Αλλά δέν είναι αυτό δυνατόν δηλαδή να δώσουμε την έννοια του προσώπου, διότι το πρόσωπο διακρίνεται απο το πράγμα, ακριβώς διότι ασύλληπτο, άρρητο, διότι υπερβαίνει τα όρια κάθε έννοιας, είναι υπερβατικό σε σχέση με κάθε έννοια, ενώ το πράγμα είναι προσδιορίσιμο απο την έννοια και για αυτό γίνεται κατανοητό. Είναι δυνατόν να δημιουργήσουμε μόνον ένα σύμβολο του ριζικού χαρακτήρος του προσώπου, ένα σημείο, έναν λόγο και κατόπιν χωρίς να τον ορίσουμε, να τον συμπεριλάβουμε τυπικώς μέσα σε ένα σύστημα άλλων λόγων και λέξεων και να τον χειριστούμε σαν να ήταν πραγματικά το σημείο μιας έννοιας.
Όσον αφορά όμως το περιεχόμενο αυτού του συμβόλου, δέν μπορεί να είναι ορθολογιστικό αλλά δοκιμασμένο άμεσα στην εμπειρία της αυτοδημιουργίας, στην διαδικασία της αυτοσυστήσεως του προσώπου, στην ταυτότητα της πνευματικής αυτοσυνειδησίας. Να γιατί ο όρος αριθμητική ταυτότης είναι μόνο ένα σύμβολο, δέν είναι μια έννοια.
Συνεχίζεται.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου