Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
36. Εμείς όμως λέμε ότι εσύ αντιλέγεις προς τους πατέρες και προς όλη την Εκκλησία τού Θεού. Πώς δηλαδή θα ήταν δυνατόν να αποφύγει κανείς να πει την αλήθεια για τέτοια πράγματα; Συ λοιπόν φρονείς τα αντίθετα προς τους Πατέρες, όχι για όσα υποθετικά συμπεριέλαβες στους λόγους σου, αλλ’ επειδή λέγεις ότι οι εντολές του ευαγγελίου δεν είναι ικανές να καθαρίσουν τελείως την ψυχή εκείνου που τηρεί αυτές, ούτε η τελεστική και σωτήρια γνώση κατορθώνεται με την απάθεια από εκείνον που έχει αυτήν, ούτε είναι δυνατόν να απαλλαγεί κανείς από την άγνοια και τις ψευδείς δοξασίες χωρίς μαθήματα και την μελέτη αυτών, ούτε εκείνος που δεν απαλλάχθηκε από αυτά μπορεί να επιτύχει τελειότητα και αγιότητα· και λέγεις επίσης ότι η ελληνική παιδεία είναι δώρο του Θεού όμοιο με τα δοσμένα στους προφήτες και τους αποστόλους μέσω αποκαλύψεως, ότι τα δώρα αυτά και η παιδεία μετά τη δόση τους κατανοούνται όμοια από τους ανθρώπινους λογισμούς, και ότι πρέπουσα τελειότητα του ανθρώπου είναι η παντογνωσία, πράγμα το όποιο εμείς γνωρίζουμε ότι είναι ιδιότητα μόνο του Θεού. Την ιερή πάλι Γραφή, αν και την αναμιγνύεις με τους λόγους και φαίνεσαι ότι υπεραγωνίζεσαι αυτής, ούτε αυτή πιστεύεις ότι παρέχει τέλεια κάθαρση στην ψυχή· γιατί αλλιώς δεν θα έλεγες, ότι εκείνος που επιθυμεί την κάθαρση πρέπει να ζητεί να μάθει αν κάποιος υπόσχεται ότι γνωρίζει κάτι, και αν ακόμη δεν είναι ευσεβής. Επομένως με δολιότητα εμπλέκεις και αυτήν στους λόγους σου υπέρ των μαθημάτων προς εξαπάτηση των απλουστέρων. Επειδή όμως εσύ αντιλέγεις με σαφήνεια σε εκείνους που ισχυρίζονται ότι πρέπει να τηρούμε τις θείες εντολές επειδή παρέχουν απάθεια και σωτηριώδη κάθαρση και γνώση, και μεταξύ των εντολών, είναι και η έρευνα των Γραφών, αυτοί που προτρέπουν προς την τήρηση των εντολών κατ’ ανάγκη προτρέπουν και προς την επίμονη ανάγνωση των Γραφών, ενώ εσύ νομίζεις ότι ούτε αυτές δίνουν στην ψυχή την κάθαρση. Είναι λοιπόν δέλεαρ ο ισχυρισμός εκείνος προς σύνδεση σε ένα της θείας Γραφής και των φιλοσοφικών μαθημάτων· το να λέγει όμως ότι και τα δύο οδηγούν σε ένα σκοπό εκείνον που κατέχει αυτά δεν είναι μόνο δόλος, αλλά και σαφής αντίθεση προς την ίδια την ιερή και θεία Γραφή. Γιατί εκείνη δεν έδωσε κανένα καρπό των μακρών ωδίνων, αλλά όλοι είναι κούφιοι και άγουροι, δεν φθάνουν στο φως της θεογνωσίας, αν και βέβαια αποβάλλουν με το φως των μαθημάτων το κατά την γνώμη σου βαθύ σκότος της ψυχής, την εσωτερική άγνοια. Και πώς σύμφωνα με αυτούς τους λόγους δεν είναι σκοτισμένοι και ατελείς και οι περισσότεροι από τους αγίους, όλοι δηλαδή ανεξαιρέτως οι αμέτοχοι ελληνικής παιδείας, ενώ από εκείνους που μετέχουν της παιδείας εκείνης, εκείνοι πού μπήγουν τον κόσμο σαν σκηνή, και επιθέτουν τον ουρανό σαν καμάρα, που επαναφέρουν τον ήλιο από τα βόρεια μέρη της γης, από όπου ανατέλλει, και δέχονται ότι είναι κοιλώματα τα πέρα από τα ουράνια προς συγκράτηση των υδάτων, έχοντας αυτοί οι ίδιοι μέσα τους την, όπως εσύ λέγεις, άγνοια, το, σύμφωνα με σένα, κυρίως σκότος της ψυχής, και επιχειρούν να πείθουν και τους άλλους για αυτά;
37. Για να μη φανούμε όμως ότι εκθέτουμε εδώ αυθαίρετα τις δοξασίες του ανθρώπου αυτού, ας παρουσιάσουμε τους ίδιους τους λόγους εκείνου και ας παραθέσουμε τις γνώσεις ενός ή δύο από τους άγιους πατέρες προς τους οποίους ολοφάνερα αντιλέγει. Δεν είναι πάντως άγνωστο στους φρόνιμους ότι όλοι οι πατέρες είναι ένα χείλος κινούμενοι από το ένα Πνεύμα, αλλ’ εμείς θα παραθέσουμε εκείνες που θα έχουν ολοφάνερη την ομολογία. Λέγει λοιπόν κατά λέξη αυτός ο μοναχός και φιλόσοφος τα εξής· «Με τη φύλαξη των εντολών πολύ αγαπητό θα ήταν αν μόλις και μετά βίας κατορθωνόταν μόνη η απάθεια· δεν αρκεί όμως μόνη η κάθαρση των παθών προς την κατάληψη της αλήθειας· γιατί η απάθεια δεν θεραπεύει την εσωτερική άγνοια· επομένως δεν θα μπορούσε αυτή να ωφελήσει την ψυχή στο να κατανοήσει τα νοητά, αν έμενε σ’ αυτήν η εσωτερική άγνοια, η οποία είναι σκότος της ψυχής περισσότερο από κάθε άλλο. Ώστε ο φιλόσοφος πρέπει να φροντίζει ισόβια, πως θα καθαρίσει την ψυχή του από τα πάθη και τις ψευδείς δοξασίες, επικαλούμενος βέβαια την ουράνια βοήθεια και για τις δύο καθάρσεις, πράττοντας όμως και ο ίδιος όσα συμβάλλουν προς το σκοπό αυτό. Επομένως θα θελήσει να μαθαίνει ισόβια και να συναναστρέφεται με όλους εκείνους που υπόσχονται ότι γνωρίζουν κάτι. Γιατί δεν θα τον ενδιαφέρει καθόλου ποιος είναι ο διδάσκαλος, αν τον βοηθεί μόνο στη γνώση· καθόσον αυτός είναι κάτοχος της πρέπουσας στους ανθρώπους τελειότητας, αυτός που εναρμόνισε το νου του με την καθολική αλήθεια με μία μόνιμη ένωση».
38. Αυτά και άλλα πολλά τέτοια έχει πει σποραδικά τόσο στο Περί τελειότητος ανθρώπινης, όσον και στο Περί σοφίας κτήσεως έργο του. Δύο λοιπόν καθάρσεις, λέγει, χρειάζεται η ψυχή μας· την κάθαρση των παθών και την κάθαρση της εσωτερικής άγνοιας· και η κάθαρση βέβαια των παθών, λέγει, ότι παρέχει την τήρηση των εντολών και αυτήν, όπως λέγει αυτός, μόλις και μετά δυσκολίας την αποδίδει στις εντολές του Θεού, ενώ η κάθαρση της άγνοιας λέγει ότι παρέχει τη μάθηση, όχι των θείων Γραφών, γιατί η μάθηση αυτών συμπεριλαμβάνεται στην τήρηση των εντολών. Όμως, αν έλεγε αυτήν, δεν θα ακολουθούσε καμμιά βλάβη, επειδή και ο θείος Μάξιμος λέγει κάτι τέτοιο, διαχωρίζοντας την άσκηση της αρετής από τα θεία δόγματα, και εμείς πολλές φορές λέμε ότι με τις θείες εντολές καθαρίζεται η ψυχή από τα πάθη, αλλά αυτή αποθέτει κάθε υπεροχική γνώση στην καθαρή προσευχή. Και αυτά λέγονται έτσι κατά υπεροχή, όπως έλεγε και ο άγγελος της αναστάσεως του Κυρίου στις μυροφόρες· «να πείτε στους μαθητές αυτού και τον Πέτρο, ότι πηγαίνει πριν από σας στη Γαλιλαία». Όπως λοιπόν ο Πέτρος είναι ένας από τον όμιλο των μαθητών, αν και ονομαζόμενος κατά υπεροχικό τρόπο διακρίνεται από εκείνους, κατά τον ίδιο τρόπο και η προσευχή και ανάγνωση των ιερών Γραφών είναι εντολές του Θεού, αν και λόγω της υπεροχής των διακρίνονται από εκείνες, αλλ’ όχι και η μάθηση των φιλοσοφικών μαθημάτων αν λεγόταν και αυτή κατά υπεροχή, θα ήταν άτοπο αυτό.
39. Αυτός όμως (ο Βαρλαάμ) δεν λέγει ότι την ψυχή την καθαρίζει τελείως η μάθηση των θείων Γραφών, αλλά η μάθηση των ελληνικών μαθημάτων. Γι’ αυτό προσθέτει και το ότι πρέπει ο καθαριζόμενος να μαθαίνει αν υπόσχεται κάποιος ότι γνωρίζει κάτι, είτε θεοσεβής είναι είτε όχι, και θεωρεί ακάθαρτο και ατελή εκείνον που δεν έχει τη γνώση των όντων, για να δείξει ότι η μάθηση αυτή είναι σωρηριώδης, καθαρτική και τελεστική. Ότι βέβαια αυτός που λέγει αυτά φρονεί αντίθετα από όλους τους Πατέρες και από τον Θεό των Πατέρων, νομίζω ότι είναι φανερό σε όλους τούς συνετούς· για εμάς όμως ας προσέλθει στο μέσον ως μάρτυρας εκ μέρους όλων ο θεοφάντωρ Διονύσιος Αρεοπαγίτης, με τον οποίο περισσότερο από κάθε άλλον καυχιέται ότι συμφωνεί σε όλα αυτός ο τελειότερος των θείων εντολών. Λέγει λοιπόν στο πρώτο κεφάλαιο της Εκκλησιαστική ς ιεραρχίας· «η αφομοίωση και η ένωση προς τον Θεό, όπως διδάσκουν τα θεία λόγια, επιτελούνται κατά τρόπο μοναδικό με την αγάπη των σεβασμιωτάτων εντολών και των ιερουργιών». Άραγε είναι δυνατόν να βρεθεί τίποτε τελειότερο από την αφομοίωση προς τον Θεό; Δεν είναι βέβαια δυνατόν ούτε να το πούμε ούτε να το σκεφθούμε. Για να μιλήσει γι’ αυτό μαζί με εμάς και αυτός ο υπερτέλειος φιλόσοφος, θα υπενθυμίσουμε την αρχή αυτών που έχουν γραφεί από αυτόν στο έργο του Περί ανθρώπινης τελειότητος· γιατί λέγει εκεί· «τέλειος άνθρωπος είναι εκείνος που έκανε την ψυχή του, όσον είναι στον άνθρωπο δυνατόν, όμοια με τον Θεό».
40. Αν λοιπόν η προς τον Θεό αφομοίωση είναι τελείωση, και αύτη πραγματοποιείται μόνο με την από αγάπη ιερή εκτέλεση των θείων εντολών, πού είναι η κάθαρση και τελείωση από τη γνώση και τα μαθήματα, και το να θέλει κανείς ισόβια να μαθαίνει και να επιδιώκει τη συναναστροφή με όσους υπόσχονται ότι γνωρίζουν κάτι και συμβάλλουν στην απόκτηση γνώσεως, είτε είναι Αιγύπτιοι είτε Σκύθες είτε Έλληνες; Αυτός λέγοντας ότι η κάθαρση προέρχεται από αυτούς δεν αντιλέγει φανερά στα θεία λόγια και στους πατέρες πού συμφωνούν με αυτά; Και πώς αυτός που λέγει ότι η απάθεια εξασφαλίζεται μόνον από την τήρηση των εντολών, η οποία απάθεια δεν είναι καθαρτική της άγνοιας ούτε φωτιστική της αλήθειας στα όντα, όπως αυτός πάλι νομίζει, και αυτή μετά δυσκολίας, και την άγνοια που δεν καθαρίζεται με τις εντολές του Θεού και τη λέγει μάλιστα βαθύ σκότος της ψυχής, λέγει ότι συνήθως καθαρίζεται με την έξω παιδεία, πώς λοιπόν αυτός θεωρεί ιατρούς και φωστήρες και σωτήρες της ψυχής μας τους Έλληνες και Αιγύπτιους και οποιουσδήποτε ευρετές λογικών μαθημάτων, όχι λιγότερο, αν όχι και περισσότερο, από τον Ιησού; Αλλά η νόσος που έχει προκληθεί στη φρόνηση της ψυχής του φιλογνώστου αυτού φάνηκε τόσο μεγάλη και μάλιστα με τους λίγους αυτούς λόγους γι’ αυτήν, αφού όμως νοσεί η φρόνηση του φιλοσόφου, δεν είναι καθόλου πιθανόν να μη αντιλαμβανόμαστε τί και από που νοσεί αυτή. Θα προσπαθήσομε λοιπόν εμείς να αντιληφθούμε και να εκθέσουμε την αιτία της νόσου, αλλά με τη βοήθεια του Θεού να παρασκευάσομε και φάρμακο που επαναφέρει στην υγεία, αν πεισθεί φυσικά να τη δεχθεί. Γιατί ποιος δεν θα πονέσει ψυχικά, βλέποντας ένα τόσο καλό μέλος της Εκκλησίας να απομακρύνεται από αυτήν νοητά»; Εγώ λοιπόν νοιώθω ότι τόσο πολύ πληγώθηκε η ψυχή μου στην αρχή, ώστε να φαίνεται να μη γίνομαι πιστευτός από κανένα όταν το έλεγα. Και γράφοντας τον πόνο πού αισθάνθηκα, όπως έλεγα τότε στους συντρόφους μου, δεν τον δοκίμαζα περισσότερο γι’ αυτούς που ακολουθούν την ησυχία, απ’ όσο γι’ αυτόν προς τον οποίο είναι οι αντιθέσεις μου. Και αν ήθελε, όπως ζητούσα στην αρχή, με τη μεταξύ μας προφορική συζήτηση να τερματίσουμε αυτές τις δοξασίες και τις επιθέσεις προς τους απλούστερους αδελφούς, δεν θα είχαν τότε λόγο τα μακρά συγγράμματα. Τώρα όμως δεν γνωρίζω πού θα τελειώσουν αυτά· αλλ’ εύχομαι στον Θεό και ελπίζω τα καλύτερα.
Το πρωτότυπο κείμενο
36. Σέ δ᾿ ἡμεῖς ἀντιλέγειν τοῖς πατράσι φαμέν καί πάσῃ τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ. Πῶς γάρ ἄν τις ἐν τοῖς τοιούτοις ὑποσταλείη φάναι τἀληθές; Σύ τοίνυν τἀναντία τοῖς πατράσι φρονεῖς, οὐκ ἐφ᾿ οἷς μεταξύ τῶν λόγων ἐξ ὑπονοίας κατέλεξας, ἀλλ᾿ ὅτι τάς εὐαγγελικάς ἐντολάς οὐχ ἱκανάς εἶναι λέγεις τελείως καθᾶραι τήν ψυχήν τοῦ ταύτας τηρήσαντος, οὐδ᾿ ἐξ ἀπαθείας τήν τελεστικήν καί σωτήριον γῶνσιν περιγίνεσθαι τῷ ταύτην κτησαμένῳ, οὐδ᾿ ἐνόν ἀγνοίας καί ψευδῶν ἀπαλλαγῆναι δοξασμάτων ἄνευ μαθημάτων καί τῆς κατ᾿ αὐτά μελέτης, οὐδέ τελειότητός τε καί ἁγιότητος ἐπιτυχεῖν τόν μή ἀπαλλαγέντα τούτων, καί τήν ἑλληνικήν παιδείαν ὅμοίως εἶναι δῶρον Θεοῦ τοῖς δι᾿ ἀποκαλύψεως προφήταις καί ἀποστόλοις δεδομένοις, καί ὁμοίως ταῦτά τε κἀκείνην ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς μετά τό δεδόσθαι καταλαμβάνεσθαι, καί τό πάντα εἰδέναι, ὅ Θεοῦ μόνου ἴσμεν, προσήκουσαν ἀνθρώπῳ τελειότητα εἶναι. Τήν ἱεράν δέ Γραφήν, εἰ καί ἀναμιγνύεις τοῖς λόγοις καί πολλά δοκεῖς ὑπεραγωνίζεσθαι ταύτης, ἀλλ᾿ οὐδ᾿ αὐτήν οἴει τελείαν ἐπάγειν τῇ ψυχῇ κάθαρσιν˙ οὐδέ γάρ ἄν εἰσῆγες τό δεῖν ζητεῖν μανθάνειν, εἴ τίς τι ἐπαγγέλλεται εἰδέναι, κἄν ή εὐσεβής ᾖ, τόν καθάρσεως ἐφιέμενον. Δόλῳ τοιγαροῦν ταύτην συμπλέκεις τοῖς ὑπέρ τῶν μαθημάτων σου λόγοις εἰς ἐξαπάτην τῶν ἁπλουστέρων. Ἐπεί δέ τοῖς ἰσχυριζομένοις δεῖν τάς θείας ἐντολάς τηρεῖν ὡς ἀπαθείας καί σωτηρίου καθάρσεώς τε καί γνώσεως παρεκτικάς σύ σαφῶς ἀντιλέγεις, τῶν ἐντολῶν δέ ἐστι καί τό τάς Γραφάς ἐρευνᾶν, οἱ μέν πρός τήν τῶν ἐντολῶν τήρησιν προτρέποντες κατά πᾶσαν ἀνάγκην καί πρός τήν ἐπίμονον ἀνάγνωσιν τῶν Γραφῶν προτρέπονται, σύ δέ οὐδέ ταύτας οἴει διδόναι τῇ ψυχῇ τήν κάθαρσιν. Οὐκοῦν δέλεαρ ἐκεῖνο τό συνάγεις εἰς ἕν τήν θείαν Γραφήν καί τά κατά φιλοσοφίαν μαθήματα˙ τό δέ καί εἰς ἕν τέλος ἄγειν ἀμφότερα τόν μετιόντα λέγειν οὐ δόλος μόνον, ἀλλά καί σαφής ἀντίθεσις πρός αὐτήν τήν ἱεράν καί θείαν Γραφήν. Οὐδένα γάρ ἐκείνη τῶν μακρῶν ὠδίνων ἔδωκε καρπόν, ἀλλά πάντες ὑπηνέμιοί τε καί ἀτελεσφόρητοι, πρός τό φῶς τῆς θεογνωσίας οὐ φθάνοντες, καίτοι τό κατά σέ μάλιστα σκότος τῆς ψυχῆς διά τοῦ φωτός τῶν μαθημάτων ἀποβαλλόμενοι, τήν κατά διάθεσιν ἄγνοιαν. Πῶς δέ καί τῶν ἁγίων οὐκ ἐσκοτισμένοι καί ἀτελεῖς οἱ πλεῖστοι, κατά τούτους τούς λόγους, οἱ μέν ἑλληνικῆς παιδείας οὐκ ἐπειλημμένοι συλλήβδην ἅπαντες, τῶν δέ μετεσχηκότων τῆς ἐκεῖθεν παιδείας, οἱ κόσμον μέν ὡς σκηνήν πηγνύντες, οὐρανόν δέ ὡσεί καμάραν ἱστάντες, ἥλιον δέ ἀπό τῶν βορείων μερῶν τῆς γῆς ἐπανάγοντες, ὅθεν ἀνίσχει, κοῖλα δέ τά οὐράνια νῶτα πρός ὑποδοχήν ὑδάτων δοξάζοντες καί τήν κατά διάθεσιν ὡς αὐτός λέγεις ἄγνοιαν, τό μάλιστα κατά σέ σκότος τῆς ψυχῆς, αὐτοί τε κεκτημένοι καί τούς ἄλλους πείθειν ἐπιχειροῦντες;
37. Ἵνα δέ μή δόξωμεν ἀφ᾿ ἑαυτῶν τάς τοῦ ἀνδρός ἐνταυθοῖ καταλέγειν δόξας, αὐτάς ἐκείνου τάς ρήσεις προθώμεθα καί τῶν ἁγίων ἑνός ἤ δύο παραθώμεθα πρός οὕς σαφῶς ἀντιφθέγγεται˙ πάντως δέ οὐκ ἄδηλον τοῖς εὖ φρονοῦσιν ὅτι πάντες ἕν εἰσι χεῖλος ὑπό τοῦ ἑνός κινούμενοι Πνεύματος˙ ἐκείνας δ᾿ ὅμως ἡμεῖς προθήσομεν αἱ καί τήν ὁμολογίαν ἐπίδηλον ἕξουσι. Φησίν οὖν ὁ μοναχός καί φιλόσοφος οὗτος ἐπί λέξεως οὕτως˙ «Διά τῆς τῶν ἐντολῶν φυλακῆς ἀγαπητόν, εἰ καί μόγις ἀπάθεια περιγένοιτο μόνη˙ οὐκ ἀρκεῖ δέ μόνον τῶν παθῶν καθήρασθαι πρός τό τήν ἀλήθειαν κατιδεῖν˙ ἡ γάρ ἀπάθεια τήν κατά διάθεσιν ἄγνοιαν οὐ θεραπεύει τῆς ψυχῆς˙ οὐκ ἄν οὖν ὄφελος αὕτη γένοιτο τῇ ψυχῇ πρός τό τά νοητά κατιδεῖν, μενούσης ἐν αὐτῇ τῆς κατά διάθεσιν ἀγνοίας, ἤ μάλιστα πάντως σκότος ἐστί τῆς ψυχῆς˙ ὥστε τῷ φιλοσοφοῦντι ἐπιμελεῖσθαι διά βίου προσήκει, ὅπως καί τῶν παθῶν καί τῶν ψευδῶν δοξῶν τήν ἑαυτοῦ καθαριεῖ ψυχήν, καί τήν ἄνωθεν μέν ἀντίληψιν πρός ἀμφοτέρας τάς καθάρσεις ἐπικαλούμενον, πράττοντι δέ καί αὐτῷ ὅσα προὔργου πρός τό τέλος ὑπάρχει. Οὐκοῦν διά βίου μανθάνειν βουλήσεται καί ὁμιλεῖν πᾶσιν ὅσοι εἰδέναι τι ἐπαγγέλλονται. Οὐδέν γάρ αὐτῷ διοίσει τίς ὁ διδάσκων, ἄν μόνον πρός γνῶσιν αὐτῷ συμβάλληται˙ οὗτος γάρ ἐστιν ὁ τῆς προσηκούσης ἀνθρώποις τελειότητος ἐπήβολος, ὅς τῇ διά πάντων ἀληθείᾳ τόν ἑαυτοῦ ἐνήρμοσε νοῦν καθ᾿ ἕνωσιν μόνιμον».
38. Ταῦτα καί πλείω τούτων ἔν τε τῷ Περί τελειότητος ἀνθρωπίνης καί Σοφίας κτήσεως σποράδην εἰρήκει. Δύο τοίνυν φησί καθάρσεων τήν ψυχήν ἡμῶν δεῖσθαι, τῆς τῶν παθῶν καί τῆς κατά διάθεσιν ἀγνοίας, καί τήν μέν κάθαρσιν μόνην τῶν παθῶν τήν τήρησιν τῶν ἐντολῶν παρέχειν φησί, καί ταύτην μόγις, ὡς αὐτός λέγει, ταῖς ἐντολαῖς τοῦ Θεοῦ συγχωρεῖ, τήν δέ τῆς ἀγνοίας διδόναι λέγει τήν μάθησιν, οὐ τῶν θείων Γραφῶν, ἡ γάρ τούτων μάθησις ἐμπεριείληπται τῇ τῶν ἐντολῶν τηρήσει. Ὅμως εἰ ταύτην ἔλεγεν, οὐδέν ἄν ἐπηκολούθει βλάβος, ἐπεί καί ὁ μέγας Μάξιμος λέγει τι τοιοῦτον τήν τῆς ἀρετῆς πράξιν τῶν θείων δογμάτων διαιρῶν, καί ἡμεῖς ἔστιν ὅτε λέγομεν διά μέν τῶν θείων ἐντολῶν τήν ψυχήν τῶν παθῶν καθαίρεσθαι, τῇ δέ καθαρᾷ προσευχῇ πᾶσαν ὑπεροχικῶς γνῶσιν ἀποτίθεσθαι. Τά τοιαῦτα δ᾿ οὕτω λέγεται κατ᾿ ἐξοχήν, ὡς καί ὁ τῆς δεσποτικῆς ἀναστάσεως ἄγγελος ἔλεγε ταῖς μυροφόροις˙ «εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καί τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τήν Γαλιλαίαν». Ὡς οὖν ὁ Πέτρος τοῦ χοροῦ τῶν μαθητῶν ἐστιν, εἰ καί ἐξόχως καλούμενος ἐκείνων διαιρεῖται, τόν αὐτόν τρόπον καί ἡ προσευχή καί ἡ τῶν ἱερῶν Γραφῶν ἀνάγνωσις ἐντολαί εἰσι Θεοῦ, εἰ καί κατ᾿ ἐξοχήν ἐκείνων διαιροῦνται, ἀλλ᾿ οὐχί καί ἡ τῶν κατά φιλοσοφίαν μαθημάτων ἀνάληψις˙ εἰ δέ καί ἐξόχως λέγοιτο, τῆς ἀτοπίας.
39. Οὗτος δέ οὐ τήν τῶν θείων Γραφῶν μάθησιν καθαίρειν λέγει τελείως τήν ψυχήν, ἀλλά τήν τῶν ἑλληνικῶν μαθημάτων˙ διό καί τό δεῖν μανθάνειν τόν καθαρθησόμενον, εἴ τίς τι ἐπαγγέλλεται εἰδέναι, κἄν θεοσεβής ᾖ κἄν μή, προστίθησι, καί ἀκάθαρτον ἀποφαίνεται καί ἀτελῆ τόν μή τήν γνῶσιν ἐσχηκότα τῶν ὄντων, ἵνα δείξῃ σωτηριώδη, καθαρτικήν τε καί τελεστικήν ταύτην οὖσαν τήν μάθησιν. Ὅτι μέν οὖν ὁ ταῦτα λέγων τἀναντίαν φρονεῖ τοῖς πατράσι τε πᾶσι καί τῷ τῶν πατέρων Θεῷ, φανερόν οἶμαι πᾶσιν εἶναι τοῖς εὖ φρονοῦσιν˙ ἡμῖν δέ παρελθέτω μάρτυς εἰς μέσον ὑπέρ ἁπάντων ὁ ἐξ Ἀρείου Πάγου θεοφάντωρ Διονύσιος, ᾧ μάλιστα πάντων διά πάντων ὁ τελεώτερον τῶν θείων ἐντολῶν οὗτος αὐχεῖ συμφωνεῖν. Φησί γοῦν ἐν κεφαλαίῳ πρώτῳ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας˙ «ἡ πρός Θεόν ἀφομοίωσίς τε καί ἕνωσις, ὡς τά θεῖα διδάσκει λόγια, ταῖς τῶν σεβασμιωτάτων ἐντολῶν ἀγαπήσεσι καί ἱερουργίαις μόνως τελεῖται». Ἆρ᾿ ἔστιν εὑρεῖν τῆς πρός Θεόν ἀφομοιώσεως τελεώτερον; Οὔμενουν, οὐδ᾿ εἰπεῖν, οὐδ᾿ ἐννοῆσαι. Ἵνα δέ ἡμῖν καί ὁ ὑπερτελής οὗτος κατά τοῦτο συνείποι, τῆς ἀρχῆς τῶν γεγραμμένων αὐτῷ Περί τελειότητος ἀνθρωπίνης ἀναμνήσομεν˙ ἐκεῖ γάρ φησι, «τέλειος ἄνθρωπός ἐστιν ὁ τήν ἑαυτοῦ ψυχήν καθ᾿ ὅσον ἀνθρώπῳ δυνατόν, ὁμοίαν τῷ Θεῷ πεποιηκώς».
40. Εἰ τοίνυν ἡ πρός τόν Θεόν ἀφομοίωσις τελείωσις, αὕτη δέ μόνῃ τῇ δι᾿ ἀγάπης ἱερᾷ ἐργασίᾳ τῶν θείων ἐντολῶν τελεῖται, ποῦ ἡ ἐκ γνώσεως καί μαθημάτων καί τοῦ διά βίου μανθάνειν ἐθέλειν καί πᾶσι σπεύδειν ὁμιλεῖν ὅσοι εἰδέναι τι ἐπαγγέλλονται καί πρός γνῶσιν συμβάλλονται, κἄν Αἰγύπτιοι κἄν Σκύθαι κἄν Ἕλληνες ὦσι, κάθαρσις καί τελείωσις; Πῶς δ᾿ ὁ λέγων ἐκ τούτων τήν κάθαρσιν, οὐ τοῖς θείοις φανερῶς ἀντιλέγει λογίοις καί τοῖς τούτων ὁμολογηταῖς πατράσι; Πῶς δ᾿ ὁ λέγων ἐκ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν μόνην τήν ἀπάθειαν προσγίνεσθαι, τήν μή καθαρτικήν οὖσαν τῆς ἀγνοίας μηδέ φωτιστικήν τῆς ἐν τοῖς οὖσιν ἀληθείας, ὡς αὐτός αὖθις οἴεται, καί ταύτην μόγις, τήν δέ μή διά τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καθαιρομένην ἄγνοιαν μάλιστα σκότος λέγων τῆς ψυχῆς διά τῆς ἔξω πεφυκός καθαίρεσθαι παιδείς, πῶς οὖν οὗτος, οὐδέν ἧττον ὅτι μή καί μᾶλλον, ἰατρούς καί φωστῆρας καί σωτῆρας τῆς ψυχῆς ἡμῶν Ἕλληνας καί Αἰγυπτίους καί οὑστινασοῦν λογικῶν μαθημάτων εὑρετάς, ἤ τόν Ἰησοῦν ἡγεῖται; Ἀλλ᾿ ἡ μέν ἐπιγενομένη νόσος τῷ φρονοῦντι τῆς τοῦ φιλογνώστου τούτου ψυχῆς ἐξεφάνη τοσαύτη καί ταῦτα δι᾿ ὀλίγων τῶν περί αὐτῆς λόγων τουτωνί˙ τοῦ δέ φρονοῦντος νοσοῦντος τῷ φιλοσόφῳ, οὐδέν ἀπεικός καί ὅ τι καί ὅθεν αὐτό νοσεῖ μή νοεῖν. Πειρασόμεθα οὖν ἡμεῖς τήν αἰτίαν τῆς νόσου συνιδεῖν τε καί ἐξειπεῖν, ἀλλά καί φάρμακον σύν Θεῷ κεράσαι, ἤν ἄρα πεισθῇ προσέσθαι, πρός ὑγίειαν ἐπανάγον. Τίς γάρ οὐκ ἄν πάθοι τήν ψυχήν, οὕτω καλόν μέλος τῆς ἐκκλησίας νοητῶς ὁρῶν ταύτης ἀπορρηγνύμενον; Ἔγωγ᾿ οὖν ἐπί τοσοῦτον οἶδα δι᾿ αὐτό τοῦτο τήν ψυχήν δηχθείς τήν ἀρχήν, ὡς μή ἄν πιστευθῆναί τισι δοκεῖν ἐφ᾿ ὅσον εἰπόντα. Καί τόν πόνον δ᾿ ὅσον ὑπέστην γράφων, ὡς καί αὐτός τότε τῖς συνοῦσιν ἔλεγον, οὐχ ὑπέρ τῶν τήν ἡσυχίαν ἀσπαζομένων μᾶλλον ὑπῆλθον ἤ τούτου πρός ὅν αἱ ἀντιθέσεις εἰσί˙ κἄν εἴπερ ἠθέλησεν, ἀξιοῦντι τήν ἀρχήν, τοῖς πρός ἀλλήλους διά στόματος λόγοις καταλῦσαι τάς δόξας ταύτας καί τάς πρός τούς ἁπλουστέρους τῶν ἀδελφῶν ἐπιθέσεις, φροῦδα ἄν ἦν τά μακρά συγγράμματα. Νῦν δ᾿ οὐκ οἶδ᾿ εἰς ὅ τι ταυτί τελευτήσει˙ Θεῷ δ᾿ εὔχομαι καί ἐλπίζω τά κρείττω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου