Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς - ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ (49)

 Συνέχεια από Δευτέρα, 29 Μαρτίου 2021

Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ


32. Αλλ’ εκείνος (ο Βαρλαάμ), αφού δίδαξε για την προσευχή και τη διάθεση κατ’ αυτήν, μολονότι άκουσε προηγουμένως τα λόγια του Γρηγορίου Θεολόγου που του παρουσίασα εγώ, στα οποία λέγει ότι αυτό μόνον απόλαυσε από τους λόγους ότι τους εγκατέλειψε για χάρη του Χριστού και ότι απέκτησε αυτούς εξ αιτίας των οποίων προτίμησε τον Χριστό, αντιπαραβάλλει (ο Βαρλαάμ) εκείνα, με τα οποία λέγει (ο Γρηγόριος ο θεολόγος), «εγκατέλειψα τα πάντα λόγω της εντολής· και κρατώ μόνο τον λόγο, και δεν πρόκειται ποτέ να παραμελήσω αυτόν με τη θέλησή μου (εκούσια)»· και έτσι δείχνει ο ίδιος τον εαυτό του οπωσδήποτε ανακόλουθο. Τί λοιπόν θα πούμε εμείς προς αυτά, υπερασπίζοντας τον σοφό θεολόγο; Τί άλλο, παρά ότι ως λόγους, τους οποίους λέγει ότι εγκατέλειψε για χάρη του Χριστού, εννοεί τη σοφία των Ελλήνων, και ως λόγο τον οποίο κρατεί εννοεί το από εκείνη τη σοφία επιλεγμένο και αναμιγμένο προς τα ιερά και θεία μαθήματα, όπως εισηγούμαστε εμείς, προς τους οποίους αντιλέγεις ασυγκράτητος, φιλόσοφέ μου; Με οδηγούν βέβαια στην ερμηνεία αυτή και τα αποτελέσματα του λόγου αυτού· «γιατί αυτός», λέγει, «με πείθει να ασθενώ μαζί με εκείνον που ασθενεί και να ευφραίνομαι μαζί με τον ισχυρό» (αυτό βέβαια είναι ολοφάνερα αποστολικό παράγγελμα), «αυτός μου χωρίζει τους κόσμους, και από τον ένα βέβαια με απομακρύνει, ενώ στον άλλο με προσκολλά»· σε ποιο σημείο της ελληνικής παιδείας θα μπορούσε κανείς να τα βρει αυτά; «Αυτός και με τα δεξιά όπλα ασκεί τη δικαιοσύνη και με τα αριστερά συμφιλοσοφεί, βάζοντας δίπλα στο ζυγό την ελπίδα που δεν καταντροπιάζει και ανακουφίζοντας το παρόν με το μέλλον». Αυτά συμφωνούν κατά λέξη με τα αποστολικά λόγια. Εάν όμως κάποιος δεν συναινεί με τα λόγια αυτά, ας δώσει άλλον εύλογο λόγο της συμφωνίας, και εγώ θα πεισθώ· γιατί δεν πείθομαι να αντιλέγω στον θεολόγο Γρηγόριο.

33. Αλλά βέβαια μετά τα αντιρρητικά αυτά λόγια, όπως νομίζει ό φιλόσοφος, αφού μας ονομάζει «σκαιούς και απαίδευτους», δεν παύει να μας τοποθετεί δίπλα στον Ιουλιανό και λέγει ότι είναι δίκαιο να μισούμαι, «επειδή τάχα αποστερώ τους μοναχούς των λόγων, όπως ο αυτοκράτορας εκείνος τους αποστέρησε από τους Χριστιανούς του κόσμου (ο Ιουλιανός με διάταγμά του απαγόρευσε τη διδασκαλία των έργων των Ελλήνων κλασικών στους Χριστιανούς). Όπως δηλαδή αν κάποιος, ακούοντας τον Ψαλμωδό να λέγει, «είπε o άφρων, δεν υπάρχει Θεός», νομίζει ότι πρέπει να τοποθετήσει τον Αρεοπαγίτη θεοφάντορα μαζί με τον άφρονα αυτόν, αφού λέγει για τον Θεό ότι ούτε υπήρχε, ούτε υπάρχει, ούτε θα υπάρχει, ενώ αυτός ο ίδιος είναι ο αφρονέστατος των αφρόνων, αφού δεν γνωρίζει την υπερβολή της διαφοράς, ότι δηλαδή ο άγιος γνωρίζει και θεολογεί τον Θεό πάνω από τα όντα, ενώ η καρδιά του άφρονα τοποθετεί το μόνο όντως ον σε εκείνα που δεν υπάρχουν καθόλου πουθενά. Κατά τον ίδιο βέβαια τρόπο εμείς γνωρίζουμε ότι η μοναχική πολιτεία βρίσκεται πάνω από το λόγο, ενώ ο αποστάτης εκείνος αυτοκράτορας απέκλεισε τους Χριστιανούς από τους λόγους, γιατί θεωρούσε άλογη τη χριστιανική πολιτεία, πράγμα το οποίο μη μπορώντας να το αντιληφθεί αυτός εδώ που νομίζει ότι γνωρίζει τα πάντα (ο Βαρλαάμ), θεωρεί άξιους της ίδιας ευθύνης αυτούς που τοποθετούν τα χριστιανικά αγαθά πάνω από κάθε τιμή, με εκείνους που ατιμάζουν αυτά με κάθε τρόπο, και θεωρεί δίκαιο να μισούνται οι ευσεβείς εξίσου με τους ασεβέστατους, επειδή θεωρούν την αφοσίωση προς τον Θεό κατά την προσευχή περισπούδαστο πράγμα περισσότερο από κάθε άλλο πράγμα.

34.«Αν και βέβαια ο Κύριος», λέγει, «δεν παρήγγειλε στα ευαγγέλια τη σπουδή των λόγων, αλλ’ ούτε την εμπόδισε». Τί κάνει τότε όταν λέγει, «γίνεσθε φρόνιμοι όπως τα φίδια και ακέραιοι όπως τα περιστέρια»; Δεν διαιρεί και λαμβάνει από την έξω σοφία το χρήσιμο και το αναμιγνύει με την απλότητα του ευαγγελίου, πράγμα που λέμε και στους προηγούμενους λόγους εμείς, οι οποίοι υβριζόμαστε τώρα γι’ αυτό από σένα; Και τί κάνει πάλι όταν λέγει, «εγώ θα σας δώσω λόγο και σοφία, στην οποία κανένας δεν θα μπορέσει να αντισταθεί» και «όταν θα έρθει ο παράκλητος, εκείνος θα σας διδάξει όλη την αλήθεια»; Άραγε δεν υποσχέθηκε σοφία θειότερη και από αυτήν η οποία από τη φύση της είναι τέτοια να δέχεται πάντοτε αντιρρήσεις, την οποία συ ο ίδιος μαχόμενος εξυμνείς ανώτερη από κάθε λόγο; Τί λοιπόν έκαναν οι εραστές αυτής της σοφίας, πριν επιτύχουν καθαρώς εκείνην; Άραγε περιφέρονταν αναζητώντας ποιος υπόσχεται ότι γνωρίζει κάτι, Έλληνας ή Αιγύπτιος ή Χαλδαίος, ώστε να μαθαίνουν από αυτόν και από τα συγγράμματα αυτού και να συλλέγουν από παντού τη φρόνηση, όπως μάς διδάσκεις εσύ, λέγοντας κατά λέξη τα έξης· «δεν απέκτησε την γνώση των όντων από την τήρηση των εντολών ούτε από την απάθεια μόνο» και «δεν είναι δυνατόν να είναι άγιος, αν δεν έχει λάβει τη γνώση των όντων και δεν έχει καθαρισθεί από την άγνοια αυτή»; Άρα λοιπόν περιφέρονταν παντού συλλέγοντας το φρονείν, όπως μάς διδάσκεις εσύ, ή, σύμφωνα με αυτό που έχει γραφεί, «βρίσκονταν διαρκώς στο ιερό προσηλωμένοι στην προσευχή και την παράκληση», και προϋπογράφοντας και έμπρακτα ιερογραφώντας αυτήν την πράγματι βρισκόμενη πάνω από όλα και πανίερη ζωή του μοναχισμού, κατά την οποίαν αυτή τη μεσάζουσα ιερή πολιτεία υποσχόμαστε να υπερβούμε, ενώ τη διεσπασμένη ζωή και φαντασία τα απαρνούμαστε, και ανυψωνόμαστε πράγματι κατά τρόπο μοναστικό μέσω των ενοποιών εντολών προς την ενιαία θεοσοφία την υψηλότερη από κάθε φιλοσοφία, και ιερουργικώς τελεσιουργούμαστε σε ιερότατη μονάδα; Γιατί ένας εν αληθεία πράγματι γινόμαστε μέσα στη -βρισκόμενη πάνω από όλα και μόνη μεταξύ όλων κατά τρόπο ακατανόητο- τρισυπόστατη μονάδα, κατά την για χάρη μας προσευχή και μυστική εμφάνεια και συνεργία εκείνου που για χάρη μας ήρθε σε κοινωνία με τη δική μας δυάδα, χωρίς να απομακρυνθεί κατά τρόπο ανέκφραστο από τη δική του μονάδα σύμφωνα με τη δική του υπερούσια ανεκφοίτητη δύναμη.

35. Τί άτοπο λοιπόν πράττουμε, φιλολογιότατε, αν αξιούμε από εκείνον που επείγεται προς την ενοειδή συνέλιξη του νου σύμφωνα με την επαγγελία, αφού αφήσει τη μελέτη των πολυειδών μαθημάτων, να υπερβεί τις σε αυτά μεριστές και μεταβατικές νοήσεις και τους αισθητούς λόγους και τις γνώσεις οι οποίες έχουν την αρχή από την αίσθηση; Και πως ο έσω άνθρωπος θα μπορούσε να γίνει μοναχός ανάλογα προς την πάνω από όλα ευρισκόμενη ενιαία ζωή, αν δεν υπερβεί τον επίκτητο κόσμο και όλες τις ανθρώπινες μαθήσεις και δεν ανυψώσει με όλη τη δύναμή του τον εαυτό του προς τον Θεό κατά τρόπο ενιαίο και μοναχικό, πράγμα το οποίο διδάσκει συμβολικά τους ικανούς προς κατανόηση και η κουρά των τριχών της κεφαλής; Και η εντολή να μη ανεβαίνουν με βαθμίδες στο θείο θυσιαστήριο και να κτίζουν αυτό με απελέκητους λίθους, επάνω στους οποίους δεν εργάσθηκε κοπίδι, μήπως υπαινισσόταν αυτό, ότι οίκος προσευχής πρέπει να είναι αυτή η ίδια φύση του νου γυμνή, άθικτη από κάθε είδους υπερηφάνεια και ανθρώπινα τεχνάσματα; Αλλά δεν εμπόδισε ρητώς την σπουδή των λόγων ο Κύριος. Αλλά δεν εμπόδισε ούτε τον γάμο ούτε την αποχή κρεάτων ούτε τη συνοίκηση μαζί με αυτούς που ζουν στη ζωή αυτή συζυγικά. Εάν λοιπόν εμείς απαιτούμε από αυτούς αυτά, θα μας κατηγορήσει κανείς λέγοντας, σύμφωνα με σένα που φαίνεσαι να πλέκεις τα πάντα κατά τις στροφές των λόγων, ότι, αφού δεν τα εμπόδισε, πρέπει να τα αποδεχόμαστε όχι λιγότερο από όσο πρέπει, ή να απέχουμε από αυτά αφού δεν τα επέτρεψε; Όχι φυσικά, έκτος βέβαια εάν θέλει δικαίως να κατηγορηθεί αυτός. Γιατί πολλά από αυτά που ενεργούνται χωρίς κατάκριση από το χριστεπώνυμο πλήρωμα, δεν επιτρέπονται κατά κανένα τρόπο στους μοναχούς λόγω του διαφορετικού τρόπου ζωής των. Υπάρχουν πατέρες που απαγορεύουν ακόμη και τα λουτρά και δεν επιτρέπουν σ’ αυτούς, όταν ασθενούν, να χρησιμοποιούν τις βοήθειες της ιατρικής, καθόσον όλοι τους είναι αφιερωμένοι στον Θεό, εξαρτούν το παν από εκεί και προσδοκούν χωρίς ενδοιασμούς από τον Θεό το συμφέρον. Δεν θεωρούν όμως άξιους βδελυγμού όσους δεν φθάνουν σ’ αυτό το ύψος της πίστεως, αν και βέβαια ο Θεός πολλές φορές με εξαίσια θαύματα επικύρωσε τη γνώμη εκείνη. Μερικές φορές μάλιστα συγκαταβαίνουν πατρικά προς εμάς τους ταπεινούς· και αυτό θα μπορούσε να βρει κανείς να κάνουν και λέγουν και σχετικά με την παιδεία των λόγων. Πώς λοιπόν μπόρεσες εσύ, ο μοναχός και φιλόσοφος, να συντάξεις με τον παραβάτη και αποστάτη αυτόν πού κάνει και λέγει τα ίδια με τους πατέρες; Εκείνος επιχείρησε να αποστερήσει τους Χριστιανούς των λόγων ως ανάξιους, εγώ όμως δεν επιχειρώ να αποστερήσω τους μοναχούς αυτών γιατί είναι ικανός ο χρόνος προ της εισόδου στον βίο αυτόν προς απόκτηση κάθε είδους παιδείας για εκείνους που δεν είναι αμελείς. Ούτε λοιπόν τους αποστερώ, και τους προτρέπω προς το πάνω από το λόγο αγαθό, εφόσον υποσχέθηκαν να σπεύδουν προς αυτό, απομακρύνοντας από τους λόγους αυτούς που με ζήλο ακολουθούν τον βίο όχι στερώντας τους αυτούς, αλλά με την υπεροχή αυτού που τους προτείνουμε· γιατί η προσήλωση στον Θεό με προσευχή είναι υπερβολικά υψηλότερη από την ενασχόληση με τους λόγους.

Το πρωτότυπο κείμενο

32. Ἀλλά μετά τό διδάξαι περί προσευχῆς ἐκεῖνος καί τῆς κατ᾿ αὐτήν ἕξεως, καίτοι πρότερον ἀκούσας τῶν ὑπ᾿ ἐμοῦ προηγμένων τοῦ θεολόγου ρητῶν, δι᾿ ὧν λέγει τοῦτ᾿ ἀπολαῦσαι μόνον τῶν λόγων τό διά Χριστόν προετίμησεν, ἀντεπιφέρει ἐκεῖνα, δι᾿ ὧν φησι, παρῆκα τά πάντα τῇ ἐντολῇ˙ τοῦ λόγου δέ περιέχομαι μόνου καί οὐκ ἄν ποτε τούτου ἑκών ἀμελήσαιμι»˙ καί οὕτως αὐτόν ἑαυτῷ πάντως ἀνακόλουθον δείκνυσι. Τί οὖν πρός ταῦτα ἡμεῖς ἐροῦμεν, συνιστάμενοι τῷ σοφῷ θεολόγῳ; Τί γε ἄλλο ἤ ὅτι λόγους μέν οὕς διά Χριστόν καταλιπεῖν λέγει, τήν τῶν Ἑλλήνων λέγει σοφίαν, λόγον δ᾿ οὗ περιέχεται, τό ἀπ᾿ ἐκείνης ἐξειλεγμένον καί τοῖς ἱεροῖς καί θείοις μαθήμασι συγκεκραμένον, ὡς ἡμεῖς εἰσηγούμεθα, πρός οὕς ἀντιλέγεις ἀκρατῶς, ὦ φιλόσοφε. Ἐνάγει δέ με πρός ταῦτα καί τά τοῦ λόγου τούτου ἀποτελέσματα˙ οὗτος γάρ με», φησί, «πείθει ἀσθενοῦντι συνασθενεῖν καί ἰσχύοντι συνευφραίνεσθαι» (τοῦ δ᾿ ἄντικρυς ἀποστολικόν ἐστι τό παράγγελμα) «οὗτός μοι διαιρεῖ κόσμους καί τοῦ μέν ἀπάγει, τῷ δέ προστίθησι»˙ ποῦ ταῦτα τῆς ἑλληνικῆς παιδείας εὕροι τις ἄν; «Οὗτος καί διά τῶν δεξιῶν ὅπλων διεξάγει τῆς δικαιοσύνης, κἀν τοῖς ἀριστεροῖς συμφιλοσοφεῖ, τήν οὐ καταισχύνουσαν ἐλπίδα παραζευγνύς καί τό παρόν κουφίζων τῷ μέλλοντι». Ταῦτα καί ἐπί λέξεως τῶν ἀποστολικῶν ἔχεται φωνῶν. Εἰ δέ τις τοῖς λόγοις τούτοις μή συναινεῖ, δότω λόγον εὔλογον ἄλλον ὁμολογίας καί πείσομαι˙ τόν γάρ θεολόγον ἑαυτῷ ἀντιλέγειν οὐ πείθομαι.

33. Ἀλλά γάρ μετά τάς ἀντιφθεγγομένας, ὡς ὁ φιλόσοφος οἴεται ταύτας ρήσεις, «σκαιούς καί ἀπαιδεύτους» ὀνομάσας ἡμᾶς, καί τῷ Ἰουλιανῷ συντάττειν οὐ παραιτεῖται καί μισεῖσθαι δίκαιον εἶναί μέν φησιν «ὡς ἀποστεροῦντα τῶν λόγων τούς μοναχούς, καθάπερ ἐκεῖνος καί τούς ἐν κόσμῳ χριστιανούς». Ὥσπερ ἄν εἴ τις ἀκούσας τοῦ ψαλμῳδοῦ λέγοντος «εἶπεν ἄφρων, οὐκ ἔστι Θεός», τόν ἐξ Ἀρείου Πάγου θεοφάντορα τῷ ἄφρονι δεῖν οἴεται συντάττειν τούτῳ, λέγοντα περί Θεοῦ, ὡς οὔτε ἦν, οὔτε ἔστιν, οὔτε ἔσται, τῶν ἀφρόνων ἀφρονέστατος αὐτός ὤν καί μή συνείς τό τῆς διαφορᾶς ὑπερβάλλον, ὡς ὁ μέν ἅγιος ὑπέρ τά ὄντα γινώσκει καί θεολογεῖ τόν Θεόν, ἡ δέ τοῦ ἄφρονος καρδία ἐν τοῖς μηδαμῇ μηδαμῶς τίθεται τό μόνον ὄντως ὄν. Τόν αὐτόν γάρ τρόπον ἡμεῖς μέν ὑπέρ λόγον ἴσμεν οὖσαν τήν κατά μοναχούς πολιτείαν, ὁ δ᾿ ἀποστάτης ἐκεῖνος, ἄλογον οἰόμενος τήν κατά χριστιανούς, διά τοῦτ᾿ ἀπεῖργε τῶν λόγων, ὅ μή δυνηθείς συνιδεῖν ὁ πάντ᾿ ἐπίστασθαι δοκῶν οὖτος, τῆς αὐτῆς εὐθύνης ἀξιοῖ τούς τιμῆς πάσης ὑπερτιθέντας τά χριστιανῶν τοῖς ἀτιμάζειν εἰς τά μάλιστα προῃρημένοις, καί μισεῖσθαι δικαίους εἶναι τοῖς ἀσεβεστάτοις ἐξίσου τούς εὐσεβεῖς, διότι παντός οὑτινοσοῦν μᾶλλον περισπούδαστον ἀποφαίνοντα τήν πρός Θεόν ἐν προσευχῇ προσεδρείαν.

34. «Κἄν ὁ Κύριος», φησίν, «οὐκ ἐπέταξεν ἐν εὐαγγελίοις τήν περί λόγους σπουδήν, ἀλλ᾿ οὐδέ ἐκώλυσε». Τί οὖν ὅταν λέγῃ, «γίνεσθε φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καί ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί»; Οὐ διαιρεῖ καί ἀπολαμβάνει τῆς ἔξω σοφίας τό χρήσιμον καί τῇ ἁπλότητι τοῦ εὐαγγελίου συμμίγνυσιν, ὅπερ ἐν τοῖς λόγοις ἐκείνοις καί ἡμεῖς λέγομεν, οἱ παρά σοῦ δι᾿ αὐτό τοῦτο νῦν ὑβριζόμενοι; Τί δ᾿ ὅταν αὖθις λέγῃ, «ἐγώ λόγον καί σοφίαν ὑμῖν δώσω, ᾗ οὐδείς ἀντιστῆναι δυνήσεται» καί «ὅταν ἔλθῃ ὁ παράκλητος, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πᾶσαν τήν ἀλήθειαν»; Ἆρ᾿ οὐ σοφίαν ἐπηγγείλατο θειοτέραν καί ταύτης τῆς ἀεί ἀντιλέγεσθαι πεφυκυίας, ἥν αὐτός ὑπερμαχῶν ἐξυμνεῖς ὑπερτέραν οὐδ᾿ ὅσον εἰπεῖν; Τί οὖν ἐποίησαν οἱ τῆς σοφίας ἐρασταί ταύτης, πρίν ἐκείνης καθαρῶς τυχεῖν; Ἆρα περιῄεσαν ζητοῦντες εἴ τις ἐπαγγέλλεταί τι εἰδέναι, Ἕλλην ἤ Αἰγύπτιος ἤ Χαλδαῖος, ὡς παρά τούτου καί τῶν τούτου συγγραμμάτων μανθάνειν καί πανταχόθεν συλλέγειν τό φρονεῖν, ὡς αὐτός ἡμᾶς ἐκδιδάσκεις λέγων ἐπί λέξεως οὕτως, «οὐκ ἐκ τῆς τῶν ἐντολῶν φυλακῆς, οὐδ᾿ ἐξ ἀπαθείας μόνης τό εἰδέναι τά ὄντα περιγίνεται» καί «οὐκ ἔστιν ἅγιον εἶναι μή τήν γνῶσιν εἰληφότα τῶν ὄντων καί τῆς ἀγνοίας ταύτης κεκαθαρμένον»; Ἆρ᾿ οὖν περιῄρεσαν πανταχόθεν τό φρονεῖν συλλέγοντες, ὡς αὐτός μᾶς ἐκδιδάσκεις, ἤ ἦσαν, κατά τό γεγραμμένον, «διά παντός ἐν τῷ ἱερῷ, προσκαρτεροῦντες τῇ προσευχῇ καί τῇ δεήσει καί προϋπογράφοντες καί πρακτικῶς ἱερογραφοῦντες τήν κατά μοναχούς ταύτην ὄντως ὑπερανῳκισμένην καί πανίερον ζωήν, καθ᾿ ἥν τήν ἐν μεσότητι μέν οὖσαν ἱεράν πολιτείαν ὑπεραναβῆναι ἐπαγγελλόμεθα, πάσῃ δέ διαιρετῇ καί ζωῇ καί φαντασίᾳ ἀποταττόμεθα καί πρός τήν πάσης φιλοσοφίας ὑψηλοτέραν ἑνιαίαν θεοσοφίαν διά τῶν ἑνοποιῶν ἐντολῶν ὄντως μοναστικῶς ἀναγόμεθα καί εἰς ἱερωτάτην ἱερουργικῶς τελεσιουργούμεθα μονάδα; Ἑνάς γάρ ἐν ἀληθείᾳ γινόμεθα ἐν τῇ πάντων ὑπεξῃρημένῃ καί μόνῃ πάντως ἀπερινοήτως τρισυποστάτῳ μονάδι, κατά τήν ὑπέρ ἡμῶν αὐχην καί μυστικήν ἐμφάνειαν καί συνεργίαν τοῦ δι᾿ ἡμᾶς τῇ καθ᾿ ἡμᾶς κοινωνήσαντος δυάδι καί τῆς οἰκείας ἀπορρήτως μή ἀποφοιτήσαντος μονάδος καθ᾿ ὑπερούσιον ἑαυτοῦ δύναμιν ἀνεκφοίτητον.

35. Τί οὖν ἄτοπον ποιοῦμεν, ὦ φιλολογώτατε, εἰ τόν πρός τήν ἑνοειδῆ συνέλιξιν τοῦ νοῦ κατά τήν ἐπαγγελίαν ἐπειγόμενον, ἀφέμενον τῆς κατά τά πολυειδῆ μαθήματα μελέτης, ὑπερβῆναι ἀξιοῦμεν τάς ἐν τούτοις μεριστάς καί μεταβατικάς νοήσεις καί τούς αἰσθητούς λόγους καί τάς ἐξ αἰσθήσεως ἐχούσας γνώσεις τήν ἀρχήν; Πῶς δ᾿ ἄν ὁ ἔσω ἄνθρωπος κατασταίη μοναχός κατά λόγον τῆς ὑπερκειμένης ἑνιαίας ζωῆς, εἰ μή τόν ἐπίκτητον κόσμον ὑπεραναβαίη καί πάσας τάς ἀνθρωπικάς μαθήσεις καί ἑνιαίως καί μοναχῶς πρός Θεόν ἀνατείνει συντόμως ἑαυτόν, ὅ καί ὁ τῆς κεφαλῆς ἐκ τριχῶν κόσμος περιαιρούμενος τοῖς ἐπαΐειν ἱκανοῖς συμβολικῶς ἐκδιδάσκει; Τάχα δέ καί τό μή ἀναβαθμίσιν ἀναβαίνειν ἐπί τό θεῖον θυσιαστήριον καί τό λίθοις τοῦτο κτίζειν ἀτμήτοις, ἐφ᾿ οἷς ἐγχειρίδιον οὐκ ἐπιβέβληται, τοῦτ᾿ αἰνιττόμενον ἦν, ὡς αὐτήν χρή γυμνήν τήν τοῦ νοῦ φύσιν οἶκον εἶναι προσευχῆς, περινοίας παντίαις καί ἀνθρωπίναις μεθόδοις ἀνεπιχείρητον; Ἀλλ᾿ ὁ Κύριος οὐ ρητῶς ἀπεῖρξε τήν περί λόγους σπουδήν; Ἀλλ᾿ οὐδέ τόν γάμον, οὐδέ τό κρεῶν ἀπέχεσθαι, οὐδέ τό μετά τῶν ἐν συζυγίᾳ ζώντων συνοικεῖν. Εἰ γοῦν ἡμεῖς ταῦτα τούτους ἀπαιτοῦμεν, κατηγορήσει τις ἡμῶν λέγων κατά σέ τόν πάντα στρέφειν δοκοῦντα τοῖς τῶν λόγων στροφαῖς ὡς οὐδέν ἧττον, ἐπεί οὐκ ἐκώλυσεν, ἔχεσθαι δεῖ ἤ ἀπέχεσθαι, ἐπί οὐκ ἐπέτρεψεν; Οὔμενουν, εἰ μή κατηγορημένος αὐτός ἐθέλει δικαίως εἶναι˙ πολλά γάρ τῶν ἀκατακρίτως ἐνεργουμένων τῷ χριστωνύμῳ πληρώματι, τρόπῳ παντί τοῖς μοναχοῖς οὐκ ἐφεῖται διά τό τῆς πολιτείας ἐξηλλαγμέονον. Εἰσί δ᾿ οἵ τῶν πατέρων καί λουτρῶν θεραπείας ἀπείργουσι καί νοσοῦσιν αὐτοῖς ταῖς ἐξ ἰατρικῆς χρῆσθαι βοηθείας οὐκ ἐπιτρέπουσιν, ὡς ὅλους ἀνακειμένους Θεῷ καί τό πᾶν ἐξηρτημένους ἐκεῖθεν καί τό συνοῖσον ἀνενδοιάστως προσδόκιμον θεόθεν ἔχοντας. Οὐ μήν τούς μή πρός τό μέτρον τοῦτο τῆς πίστεως φθάνοντας ἀποτροπαίους ἡγοῦνται, καίτοι τοῦ Θεοῦ πολλάκις δι᾿ ἐξαισίων θαυμάτων ἐπιμαρτυρήσαντος ἐκείνῃ τῇ γνώμῃ. Πατρικῶς δ᾿ ἔσθ᾿ ὅτε καί συγκαταβαίνουσι τοῖς ταπεινοῖς ἡμῖν˙ τοῦτο δή καί περί τήν τοῦ λόγου παιδείαν εὕροι τις ἄν καί ποιοῦντας καί λέγοντας. Πῶς οὖν τόν ταὐτά τοῖς πατράσι καί ποιοῦντα καί λέγοντα τῷ παραβάτῃ καί ἀποστάτῃ συντάττειν ὑπέμεινας, ὁ μοναχός καί φιλόσοφος; Ἐκεῖνος χριστιανούς ὡς ἀναξίους τῶν λόγων ἀποστερεῖν ἐπεχείρησεν, ἐγώ δ᾿ οὐκ ἀποστερεῖν μοναχούς. Ἱκανός γάρ ὁ πρό τοῦ τήν πολιτείαν ταύτην ὑπελθεῖν χρόνος πρός λόγου κτῆσιν παντοίαν τοῖς οὐ ρᾳθύμοις. Οὔτ᾿ οὖν ἀποστερῶ, καί παρακαλῶ πρός τό ὑπέρ λόγον ἀγαθόν, ὡς ἐπαγγειλαμένους πρός τοῦτο σπεύδειν, οὐκ ἐλλεπτικῶς ἀλλ᾿ ὑπεροχικῶς ἐξάγων τῶν λόγων τούς μακαριστῶς ἑπομένους˙ τῆς γάρ περί λόγους τριβῆς καθ᾿ ὑπερβολήν ὑψηλοτέρα ἐστίν ἡ πρός Θεόν ἐν προσευχῇ προσεδρεία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: