Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

Δογματικές παρατηρήσεις στο θέμα της εκ παρθένου γεννήσεως δ

 Συνέχεια από: Παρασκευή 7 Ιουνίου 2024

Δογματικές παρατηρήσεις στο θέμα της εκ παρθένου γεννήσεως δ
Του Karl Rahner
Η διδασκαλία της Εκκλησίας περί της εκ παρθένου γεννήσεως


                                                             

Η διδασκαλία της Εκκλησίας, η καθολική (γενική) της περί πίστεως συνείδηση (Glaubensbewußtsein), πρέπει να είναι και για το ερώτημα που μας απασχολεί κανόνας και χώρος, norma proxima fidei και χώρος της ατομικής περί πίστεως συνειδήσεως. Αυτή η συνδετική αναφορά στη συλλογική περί πίστεως συνείδηση και την αυθεντική (επέχουσα θέση αυθεντίας) διδασκαλία της Εκκλησίας είναι στην καθολική θεολογία απλώς αυτονόητη. Πρέπει να λέει κανείς κάθε τόσο- ακόμα και στον εαυτό του-πώς ξέρει ότι οποιαδήποτε ατομική-υποκειμενική αίσθηση -πέραν των βαθύτερων θεολογικών αιτιολογήσεων-πρέπει να έχει μεγαλύτερη ισχύ από τη διδασκαλία και την περί πίστεως συνείδηση ολόκληρης της Εκκλησίας, δια μέσου δυο χιλιάδων ετών (Κ. Rahner, Πιστεύω την Εκκλησία, στο Schriften zur Theologie VII, 1966, 103-120). Όταν ο διάσημος Σουαβός (Schwabe, καταγόμενοι από την περιοχή Schwaben της νότιας Γερμανίας. Δεν διευκρινίζει σε ποιον αναφέρεται. Διάσημοι από αυτή την περιοχή: Hegel, Hölderlin, Schelling, Oetinger, Heidegger…) είπε μια φορά, τι με ενδιαφέρουν οι ανοησίες που έλεγα χθες, αυτή είναι μια αληθινά ανθρώπινη και ουσιαστικά σωστή στάση, η οποία όμως δεν περιγράφει επαρκώς τον άνθρωπο και τη σχέση του προς την αλήθεια, την οποία θα έπρεπε να εφαρμόζει και εκεί, όπου έχει οποιαδήποτε εντύπωση, πως η ατομική, υποκειμενική συνείδηση περί γνώσης και αληθείας, δεν εναρμονίζονται χωρίς προστριβές ή και δεν συμφωνούν με την περί πίστεως συνείδηση όλης της Εκκλησίας. Ένας μοντέρνος υποκειμενισμός είναι στην περίπτωση μας το ίδιο μη καθολικός, μη χριστιανικός, και μάλιστα παλιομοδίτικος, όπως και σε άλλες περιπτώσεις. Πριν μπορέσει κάποιος να μιλήσει σοβαρά και με νόημα μέσα στη θεολογία, πρέπει να έχει πρώτα τόση σκεπτικιστική αυτοκριτική ως προς τον εαυτό του, όση και προς τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Η ελευθερία από τον εαυτό σου μέσα στη γνώση είναι το ίδιο κεντρική όσο και η ελευθερία για τον εαυτό σου.

Ακόμα και αν συνυπολογίσουμε τον περιορισμό, τον οποίο αναφέρουμε στο πρώτο σημείο, δηλαδή, πως δεν είναι σαφές, κατά πόσο η διδασκαλία της Εκκλησίας, όχι μόνο τυπικά, αλλά και με κάποια έννοια και υλικά, θέλει να πάει πέρα από τη μαρτυρία περί της εκ Παρθένου γεννήσεως και του νοήματος της μέσα στην Αγία Γραφή, πρέπει καταρχάς να πούμε πως η περί πίστεως συνείδηση της Εκκλησίας, η οποία διατυπώθηκε, και βρίσκει την έγκυρη μορφή της στα σύμβολα της πίστεως, πάντοτε και παντού από την εποχή της Καινής Διαθήκης, κατονομάζει την εκ παρθένου γέννηση. Σε όλες τις μορφές του Αποστολικού συμβόλου της Πίστεως, σε όλα τα πάλαιο-εκκλησιαστικά Σύμβολα, στο Σύμβολο Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης (D 86), στη Σύνοδο της Εφέσου (D 111a και 113), στη Χαλκηδόνα (D 148) και στην πρώτη Σύνοδο του Λατερανού το 649 (D 255), κτλ. Αυτή η εκ Παρθένου Γέννηση, χωρίς να μπορούμε να μιλάμε για ένα συγκεκριμένο, εκκλησιαστικά απόλυτο ορισμό, διασαφηνίζεται με την έκφραση «sine viril semine», δια του αποκλεισμού της εκ πατρός τεκνοποίηση, στην πρώτη Σύνοδο του Λατερανού (D 256), στην Σύνοδο του Τολέδο το 675 (D 282), και κατόπιν κατά των Unitarier (μια αντί-τριαδική αίρεση κατά την περίοδο της Μεταρρύθμισης, κυρίως στην Πολωνία) δια του Παύλου του IV. το 1555 (D 993).

Κατά την απαρίθμηση αυτή της εκκλησιαστικής μαρτυρίας περί της εκ Παρθένου γεννήσεως, δε επιτρέπεται να παραβλέψουμε την επίσημη διδασκαλία και την πίστη της ανώτερης Εκκλησίας, καθώς αυτή, όπως και η ανεπίσημη διδασκαλία, μπορούν να δηλώνουν ένα δόγμα. Κατά την νηφάλια και πραγματιστική διαπίστωση, την οποία κάναμε πιο πάνω, δεν επιτρέπεται από την άλλη να παραβλέψουμε, πως η πρόθεση ορισμού από πλευράς της Εκκλησίας δεν στοχεύει ποτέ κατευθείαν και συγκεκριμένα την εκ παρθένου γέννηση καθ’ εαυτήν, αλλά την αναγνωρίζει απλώς ως ένα χαρακτηριστικό της καταγωγής του Ιησού. Η δήλωση του Παύλου του IV (δεν)είναι στον ίδιο βαθμό ένας ορισμός, όσο είναι και η δήλωση της πρώτης Συνόδου του Λατερανού ή του Τολέδο. Μπορούμε επομένως να πούμε, πως αυτά τα εκκλησιαστικά, ιδιαιτέρως τα παλαιό-εκκλησιαστικά Σύμβολα, παραδέχονται απλώς την εκ παρθένου γέννηση, χωρίς να στρέφονται άμεσα εναντίον κάποιας αιρέσεως, και να απαιτούν την απόρριψη της με ένα απόλυτο assensus fidei.

Το πραγματικό πρόβλημα με την δήλωση της εκκλησιαστικής διδασκαλίας είναι-όπως υπονοήθηκε ήδη-κατά την γνώμη μου το εξής: θέλει αυτή η ομολογία την οποία κάνει η εκκλησιαστική διδασκαλία περί της εκ παρθένου γεννήσεως, που φυσικά βρισκόταν εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια στην περί πίστεως συνείδηση της ακροόμενης, απλώς πιστεύουσας Εκκλησίας, να επαναλαμβάνει απλώς τη δήλωση της Γραφής, με μια σκέτη παραπομπή σε αυτή τη δήλωση, όσον αφορά την ύστατη αυθεντία και προ πάντων το ακριβές περιεχόμενο; Είναι λοιπόν μια δήλωση πίστεως, απλά με την έννοια και την έκταση, που προσδιορίζονται ακριβέστερα από την εξηγητική, ή μήπως διδάσκεται μαζί με την επίσημη εκκλησιαστική διδακτική δήλωση περί της τυπικής αυθεντίας της διδασκαλίας, και ένα συγκεκριμένο νόημα της δήλωσης, αδιάφορο και ανεξάρτητο από την ερώτηση, κατά πόσον η κάλυψη (συμφνωία) του δια της Γραφής, μπορεί ή δεν μπορεί αναγκαστικά να αποδειχθεί μόνο με τις μεθόδους της εξηγητικής ή της βιβλικής θεολογίας;

Υπάρχουν χωρίς αμφιβολία παραδείγματα για την πρώτη δυνατότητα. Όταν στις Πράξεις 17, 26 (ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν) λέει, ότι ο Θεός δημιούργησε την ανθρωπότητα, κάνοντας την νά προέλθει από ένα μοναδικό άνθρωπο, τότε αυτή είναι μια δήλωση που παραπέμπει στη Γένεσι, και όχι κάτι νέο, ως προς το περιεχόμενο επίσημα εγγυημένο, που να θέλει να πει θετικά κάτι το οποίο πάει πιο πέρα. Με αυτή την έννοια και με αυτή την έκταση και με αυτές τις δυνατότητες ερμηνείας είναι το χωρίο 17,26 σωστό, όπου δηλώνεται η εν λόγω πρόταση της Γενέσεως, ώστε δεν μπορεί να πει κανείς: ο Παύλος εξηγεί εδώ περισσότερα από όσα λέγονται de facto στη Γένεσι. Και αν κάποιος με το δίκαιο του αποδείξει-πράγμα που είναι ίσως μόνο σήμερα δυνατό-πως όταν η δήλωση της Γενέσεως ερμηνευθεί σωστά, δεν αποκλείει ένα πολυγενισμό, τότε δεν χρειάζεται να πούμε: Αλλά ο Παύλος τον αποκλείει (περισσότερα για την προβληματική αυτή, στο άρθρο του συντάκτη, Μονογενισμός, στο Sacramentum Mundi III, Freiburg 1968, 594-599). Με άλλα λόγια: Πρέπει να λογαριάζουμε με την αφηρημένη δυνατότητα-δεν λέω ότι έχει πραγματοποιηθεί-πως οι επίσημες δηλώσεις της εκκλησιαστικής διδασκαλίας, αν και η (υπηρεσία) διδασκαλία της Εκκλησίας έχει τυπικά την αυθεντία, στην ουσία δεν θέλει να πει κάτι άλλο, παρά: Ομολογούμε αυτό που λέγεται στον Ματθαίο και τον Λουκά, χωρίς να μπαίνουμε στη διαδικασία να ρωτήσουμε με ποια έννοια και σε ποια έκταση και με πια αυθεντία ο Ματθαίος και ο Λουκάς θέλουν να το πουν. Αν και θεωρητικό και αφηρημένο-δεν μπορούμε να κάνουμε το πράγμα πιο απλό απ’ ότι είναι-να υπολογίζουμε με μια τέτοια δυνατότητα, στην περίπτωση μας υπάρχει η δυνατότητα να προϋποθέσουμε, πως οι επίσημες δηλώσεις περί της εκ παρθένου γεννήσεως θέλουν να τη δηλώσουν έτσι όπως κατανοούνται συνήθως, και μάλιστα ανεξάρτητα από την ερώτηση αν αυτή η συγκεκριμένη κατανόηση, μπορεί να αποδειχθεί πως είναι αναγκαστικά το περιεχόμενο της δηλώσεως της Γραφής, ή αν είναι από πλευράς της εξηγητικής απλώς δυνατόν, μερικά στοιχεία της παραδοσιακής κατανόησης περί της εκ παρθένου γεννήσεως να λογαριαστούν μάλλον ως τρόπος του λέγειν παρά ως περιεχόμενο του λέγειν. Στην ερμηνεία αυτή της διδασκαλίας δεν συνηγορεί μόνο το γεγονός πως τα σύμβολα πίστεως, η λειτουργία, η παράδοση (μέχρι τη 2. Βατικάνειο Σύνοδο) δεν αφήνουν να φανεί κάποια θετική στάση για μια «νέα ερμηνεία» αυτής της διδασκαλίας, αλλά και το γεγονός ότι και οι προσπάθειες τουλάχιστον μιας δυνατότητας μιας τέτοιας νέας ερμηνείας ( όπως στον ολλανδικό κατηχησμό) βρήκαν στη Ρώμη (και το ολλανδικό επισκοπάτο) ξεκάθαρη αντίσταση. Κατόπιν αυτών πρέπει να πούμε: υπό την προοπτική ορισμένων παραμενόντων αμφιβολιών, φαίνεται λοιπόν-και αυτό πρέπει να το λάβουμε υπόψιν και να το πραγματοποιήσουμε για την ατομική μας περί πίστεως συνείδηση-πως de facto δεν μπορούμε να πούμε μόνο: Η περί πίστεως συνείδηση της Εκκλησίας και η διδασκαλία της αναφέρεται μόνο στον Ματθαίο και τον Λουκά, απλώς μεταφέρει δηλαδή το ερώτημα για το περιεχόμενο και τον βαθμό υποχρέωσης της περί εκ παρθένου γεννήσεως διδασκαλία στη Γραφή, αλλά πρέπει επίσης να πούμε: όλα συνηγορούν, και τίποτα δεν εναντιώνεται, στο ότι η διδασκαλία της Εκκλησίας, η περί πίστεως συνείδηση της Εκκλησίας, διδάσκει απόλυτα την εκ παρθένου γέννηση, με δική της ευθύνη και δικό της κίνδυνο.

Η (υπηρεσία) διδασκαλία της Εκκλησίας-και με τον τρόπο αυτό ερχόμαστε πάλι σε μια πιο στενή θεμελίωση αυτής της κρίσης της θεολογικής κατάστασης στο ερώτημα αυτό-φαίνεται πως τον τελευταίο καιρό, ενώπιον του «ολλανδικού κατηχησμού» και στη σύνοδο των επισκόπων δεν θεωρεί τη διδασκαλία περί της εκ παρθένου γεννήσεως ως ανοικτό ερώτημα, αλλά ως δόγμα που πρέπει να γίνει σεβαστό. Μια θετική απόρριψη της εκ παρθένου γεννήσεως θα βρει σίγουρα και σήμερα μια αποφασιστική αντίσταση από την υπηρεσία της εκκλησιαστικής διδασκαλίας, και αυτή η αντίσταση πρέπει σε κάθε περίπτωση-εσωτερικά, εκ της ουσίας της καθολικής πίστεως- να γίνει σεβαστή, και από την περί πίστεως συνείδηση του κάθε καθολικού Χριστιανού ατομικά, εφόσον δεν υπάρχει κάποιος αναγκαστικός λόγος για την άρνηση της εκ παρθένου γεννήσεως.

Επιπλέον: Το παραμένον δικαίωμα της «natus ex Maria Virgine» μέσα στα Σύμβολα-ιδιαιτέρως στο Αποστολικό-δεν επιτρέπεται να αμφισβητείται. Ακόμα και κάποιος σαν τον ευαγγελικό θεολόγο Pannenberg, που θεωρεί την εκ παρθένου γέννηση ως θρύλο (Βασικά χαρακτηριστικά της Χριστολογίας, Gütersloh 1964, 146), λέει πως αυτό το «natus ex Maria virgine» που βρίσκεται στο Αποστολικό Σύμβολο της πίστεως, το οποίο η Εκκλησία απαγγέλλει και ομολογεί, πρέπει να παραμείνει. Αν μια τέτοια στάση είναι λογικά συνεπής και ανθρωπίνως υπεύθυνη, είναι μια άλλη ερώτηση, με την οποία δεν μπορούμε να ασχοληθούμε εδώ. Το ότι όμως το Αποστολικό Σύμβολο της Πίστεως, έτσι όπως είναι, δεν είναι ένα μέγεθος, το οποίο, όπως και όλα τα προηγούμενα, μπορούμε να αλλάξουμε σύμφωνα με την υποκειμενική μας, εξαρτώμενη από τον χρόνο θεολογική μας γνώμη, και πως αυτονόητα δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να εγκαταλείψουμε το «ex Maria Virgine» ή το «Virgine», που βρίσκεται εδώ και εκεί, είναι βασικά αυτονόητο. Δεν είμαστε οι κατασκευαστές της πίστεως μας, αλλά μάρτυρες της πίστεως, που ήρθε προς εμάς, και βρήκε την πραγματική και για μας υποχρεωτική έκφραση της ακριβώς στο αποστολικό Σύμβολο της Πίστεως.

ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΣΗΧΘΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΨΕΥΔΟΠΡΟΦΗΤΗ ΣΑΒΒΑ ΑΓΟΥΡΙΔΗ ΣΤΙΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΖΩΗ ΣΑΝ ΑΡΤΟΣ ΖΩΗΣ: TO ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΕΤΑΙ ΛΟΓΩ ΜΙΑΣ ΒΑΘΕΙΑΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΠΡΕΠΟΥΣ, ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ. ΣΑΝ ΝΕΟΣ ΚΑΘΑΡΟΣ, ΟΠΩΣ ΝΙΠΤΟΥΜΕ ΤΑΣ ΧΕΙΡΑΣ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΝΙΠΤΟΥΜΕ ΤΑ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΑΣ, ΜΙΜΟΥΜΕΝΟ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΘΑΡΜΟΥΣ. ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΚΥΡΙΑΡΧΗ ΠΙΣΤΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ ΚΑΤΕΞΟΧΗΝ ΣΤΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: