ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Σύμβουλος Καθηγητής κ. Χρ. Σταμούλης
Μεταπτυχιακός Φοιτητής: Δημήτριος Δουμάνης
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015
Παρουσίαση
Η εκκλησία, λοιπόν, ως Θεανθρώπινος οργανισμός με κεφαλή αυτόν τον Τριαδικό Θεό και μέλη της, αγγέλους και ανθρώπους, έλκει την καταγωγή της από Αυτόν τον Τριαδικό Θεό και την αρχή της ως προς μεν την κεφαλή, ανάρχως και προαιωνίως από τον Χριστό, ως προς δε το σώμα της με την αρχή της δημιουργίας. Η ιστορία προϋποθέτει την Εκκλησία και όχι η Εκκλησία την ιστορία. Η Εκκλησία του Χριστού υπάρχει και προ Χριστού, γιατί και ο Χριστός, ως άσαρκος Λόγος, αλλά και ως Θεάνθρωπος, υπάρχει και προ της θείας αυτού σαρκώσεως εξαιτίας του Ανάρχου και Προαιώνιου Θεϊκού Του προσώπου. Γι' αυτό το λόγο και η Εκκλησία υπάρχει και υπερβαίνει και αυτόν ακόμα το χρόνο.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η προσπάθεια να διερευνηθεί το θέμα της Εκκλησίας του Χριστού πρό Χριστού, ξεκίνησε, σε πολύ μικρότερη βέβαια μορφή, σαν εργασία στα πλαίσια ενός εκ των μαθημάτων Δογματικής κατά την περίοδο της φοίτησής μου στην θεολογική σχολή της Θεσσαλονίκης κατά τα έτη 2007-2011. Σε ιδιαίτερη συνομιλία μετ’ ενός εκ των καθηγητών δογματικής συνεφωνήθη ότι στην σύγχρονη Ελλάδα μιλάμε όλο και λιγότερο για την Εκκλησία. Συνεφωνήθη ότι πρέπει να δημιουργηθεί προβληματισμός και ο συνεπακόλουθος γόνιμος διάλογος και όχι να υπάρχει φόβος γι' αυτό το θέμα.
Βέβαια όσο περισσότερο ερευνούσαμε σχετικά με το θέμα βιβλία, τόσο η γνώση όσο και η γνώμη των πατέρων αλλά και άλλων σύγχρονων θεολόγων που στηρίζονταν και αυτοί σχεδόν αποκλειστικά στους πατέρες, αλλά και σ’ άλλες πηγές διευρύνονταν1. Παράλληλα διευρύνονταν και οι δικοί μας ορίζοντες κατανόησης του μυστηρίου της Εκκλησίας. Αυτό που γίνεται εύκολα κατανοητό πλέον είναι ότι αν θελήσει κάποιος να αναλύσει το θέμα της Εκκλησίας, στην πλήρη κατά το δυνατόν διάστασή του, θα χρειαστεί για να γράψει συστηματική Εκκλησιολογία, να γράψει μια ολοκληρωμένη πραγματεία.
Το ζήτημα της Εκκλησίας, ως γνωστόν, είναι ένα θέμα που απασχόλησε ιδιαίτερα την Εκκλησία της Ελλάδος και κατ’ επέκταση τους έλληνες θεολόγους τις μεσαίες δεκαετίες του 20ου αιώνα2. Αφορμή για αυτό αποτέλεσε η συμμετοχή τους, στους διαχριστιανικούς διαλόγους στα πλαίσια του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.). Εκεί πλέον φάνηκε επιτακτική η ανάγκη να εκφράσει η Ελλαδική Εκκλησία την εκκλησιολογική της αυτοσυνειδησία. Άρχισαν να γίνονται μελέτες για την φύση και τις ιδιότητες της Εκκλησίας, καθώς και για την αποστολή της στον παρόν κόσμο. Κορυφαία στιγμή αυτής της πορείας η β΄ συνέλευση του Π.Σ.Ε. στο Έβανστον των Η.Π.Α. το 1954. Εκεί γίνονται δύο ιστορικές από πολλές πλευρές ανακοινώσεις, τα κείμενα των οποίων αρχικά συνέταξαν ο πατήρ Γ. Φλορόφσκυ και ο καθηγητής Ι. Καρμίρης3. Η προσπάθεια πλέον παρουσίασης της Εκκλησίας, μετά από αυτό γίνεται εντονότερη. Προς το τέλος όμως του 20ου αιώνα έρχεται άλλη μία συνέλευση του Π.Σ.Ε. αυτή τη φορά η Ζ΄ στη Καμπέρα το 1991, με ένα κείμενο γνωστό ως η Δήλωση της Καμπέρας για την «Ενότητα της Εκκλησίας ως κοινωνίας»4, να προβληματίσει για την δυνατότητα ή ακόμα και την διάθεση πολλών να αντιληφθούν την έννοια και την φύση της Εκκλησίας και όσα από αυτές απορρέουν5.
Παρ’ όλες τις όποιες αντιδράσεις που προκάλεσε αυτή η δήλωση6, έρχεται το 1993 η συμφωνία του Balamand, όπου σύμφωνα με τον καθηγητή π. Γ. Μεταλληνό, μετά από αυτή: «όλοι πιστεύουν στην δύση ότι η ένωση είναι γεγονός και συνεπώς η μυστηριακή διακοινωνία (Interkommunio) απόλυτα φυσική»7. Όπως είναι φυσικό, μετά από τέτοιου είδους μονομερείς θεωρήσεις, καθίσταται πλέον σήμερα περισσότερο από ποτέ, επιτακτική η ανάγκη να μιλήσουμε για την Εκκλησία. Να καταδείξουμε το γεγονός της υπάρξεως της Εκκλησίας από καταβολής κόσμου. Να αποσαφηνίσουμε ότι ο Άσαρκος Υιός και Λόγος του Θεού, είναι το ίδιο πρόσωπο με τον σαρκωμένο Λόγο του Θεού, ο Ιησούς Χριστός και υπάρχει προαιωνίως. Ότι η σωστή πίστη αλλά και η σωστή αντίληψη περί Αυτού, οδηγούν και στην ορθή πίστη για την Αγία Τριάδα και αντίστροφα. Αυτός και η πίστη σ’ Αυτόν, εξασφαλίζουν την συνέχεια της ιστορικής και όχι μόνο πορείας της Εκκλησίας από αρχής της δημιουργίας. Ότι μέλος της Εκκλησίας, μέλος του σώματος του Χριστού, δεν μπορεί να είναι όποιος δεν ακολουθεί, δεν συμβαδίζει με την αδιάκοπη και αδιάσπαστη συνέχεια της επί γής αποκάλυψης της Εκκλησίας8.
Η συμμετοχή στο σώμα της Εκκλησίας προϋποθέτει και την ορθόδοξη πίστη για Αυτήν, για τον ίδιο τον Υιό και Λόγο του Θεού και για τον Τριαδικό Θεό μέσω Αυτού και αντίστροφα. Κοινωνία και πνευματική επικοινωνία μπορεί να επέλθει μόνο όταν οι θέσεις των διαφόρων ομολογιών-Εκκλησιών για την Εκκλησία και τα περί Αυτής, συμπίπτουν με την ίδια την γνώμη της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την φύση της και τον σκοπό της όπως έχει εκφραστεί μέσα από την διδασκαλία και την παράδοση των πατέρων9. Μόνο όταν επιτευχθεί η εκκλησιοποίηση, δηλαδή η Χριστοποίηση της κοινωνίας, εφόσον η Εκκλησία είναι ο ίδιος ο Χριστός10. Μόνο όταν οι όποιες επί μέρους ή κατά τόπους Εκκλησίες, ανήκουν στο σώμα της Μίας Αγίας Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, θα μπορέσουμε να μιλήσουμε για κοινωνία και για πνευματική επικοινωνία μεταξύ τους.
Στην παρούσα προσπάθεια αναλύονται μόνο κάποια σημαντικά θέματα που σχετίζονται με την έννοια και την φύση της Εκκλησίας. Από την εισαγωγή γίνεται μια προσπάθεια να κατανοήσει ο αναγνώστης την Εκκλησία της Κ.Δ. ως φυσική συνέχεια της Εκκλησίας της Π.Δ.11
Στη συνέχεια το κείμενο διαρθρώνεται σε τρία κύρια κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο έχει τίτλο τον ίδιο με την εργασία, όπου στο α’ υποκεφάλαιο τίθενται οι προϋποθέσεις και οι βάσεις για την περαιτέρω ανάπτυξη του θέματος. Στο β΄ υποκεφάλαιο, παρουσιάζονται οι λεγόμενες φάσεις της Εκκλησίας ως ακόμη μία απόδειξη της ιστορικής αρχής της Εκκλησίας. Στο γ΄, τονίζεται η δυνατότητα σωτηρίας και στην Παλαιά Διαθήκη, λόγω ακριβώς της υπάρξεως της Εκκλησίας του Χριστού και την εποχή προ της εν σαρκί ελεύσεως Του12. Το κεφάλαιο κλείνει με την παρουσίαση της σχέσης Εκκλησίας και Πεντηκοστής, δίνοντας στην Πεντηκοστή την βαρύτητα που της αρμόζει, αλλά και αποσαφηνίζοντας την σχέση της με την ιστορική πορεία και φανέρωση της Εκκλησίας.
Στο δεύτερο κεφάλαιο και στο α΄ υποκεφάλαιο καταδεικνύεται η ταύτιση της Εκκλησιολογίας με την Χριστολογία, αποδεικνύοντας ουσιαστικά ότι εσφαλμένη άποψη για τον Χριστό, οδηγεί και σε εκκλησιολογική αίρεση13. Στο β΄ υποκεφάλαιο, γίνεται προσπάθεια να αναλυθεί η πίστη της Εκκλησίας στον Προαιώνιο Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό. Το ζήτημα αυτό είναι και ο ακρογωνιαίος λίθος της παρούσης μελέτης. Πως νοείται δηλαδή ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός ως έχων προαιωνία ύπαρξη, παρότι εσαρκώθη εν χρόνω. Στο γ΄ υποκεφάλαιο αναλύεται το ζήτημα της συνθέτου υποστάσεως του Χριστού και η οπτική γωνία των πατέρων της Εκκλησίας γι’ αυτό. Στο τελευταίο κεφάλαιο αναπτύσσεται το πώς και γιατί ο Χριστός είναι η κεφαλή της Εκκλησίας
Το τρίτο κεφάλαιο έχει τίτλο «Η Εκκλησία ως Βασιλεία Θεού». Σε αυτό αρχικά, παρουσιάζεται η σχέση της Εκκλησίας με την Αγία Τριάδα, ως εικόνα Αυτής και αναλύεται η θέση των πατέρων ότι κεφαλή της Εκκλησίας δεν είναι μόνο ο Χριστός, αλλά ολόκληρη η Αγία Τριάδα. Το ζήτημα αυτό, πρέπει να είναι το λογικό αποτέλεσμα της σωστής επιστημονικής έρευνας και θεώρησης της Εκκλησίας. Στο γ΄ υποκεφάλαιο αναλύεται η ουσία του προβλήματος. Τι είναι Εκκλησία. Εκκλησία είναι πρωτίστως και κυρίως κοινωνία Θεού και κτιστών λογικών όντων. Αυτή η κοινωνία είναι που δίνει υπόσταση και θεία Χάρη και στην μυστηριακή κοινωνία των πιστών, μέσω του Αγίου Ποτηρίου.
Όταν δεν υπάρχει πνευματική επικοινωνία, αποτέλεσμα της λάθους θεώρησηςντου Θεού και της Εκκλησίας Του, όταν δηλαδή δεν υπάρχει ορθοδοξία, δεν μπορεί να υπάρχει και μυστηριακή κοινωνία αγάπης14.
Φυσικά ο περιορισμένος χώρος της παρούσης εργασίας δεν δίνει την δυνατότητα να αναπτυχθεί στο μέγεθος που χρειάζεται το τόσο σημαντικό αυτό θέμα. Η προσέγγιση που γίνεται εδώ είναι πολύ περιορισμένη και πάντα σε σχέση με τον τίτλο της εργασίας.
Στο σημείο αυτό πρέπει να ευχαριστήσω όλους τους καθηγητές μου στο μεταπτυχιακό κύκλο μαθημάτων αυτά τα δύο χρόνια. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στον Πρόεδρο του Τμήματος, Κυριλλειακό θεολόγο και δάσκαλο μου στα θεολογικά γράμματα, καθηγητή κ. Χρυσόστομο Σταμούλη. Η παρακολούθηση των μαθημάτων, η συζήτηση μαζί του και ο κοινός πολλές φορές προβληματισμός, με βοήθησαν όχι μόνο εκπαιδευτικά, επιστημονικά αλλά και προσωπικά. Με γέμισαν εφόδια που θα με ακολουθούν όλη μου την υπόλοιπη ζωή.
Δημήτριος Ε. Δουμάνης
Βέβαια όσο περισσότερο ερευνούσαμε σχετικά με το θέμα βιβλία, τόσο η γνώση όσο και η γνώμη των πατέρων αλλά και άλλων σύγχρονων θεολόγων που στηρίζονταν και αυτοί σχεδόν αποκλειστικά στους πατέρες, αλλά και σ’ άλλες πηγές διευρύνονταν1. Παράλληλα διευρύνονταν και οι δικοί μας ορίζοντες κατανόησης του μυστηρίου της Εκκλησίας. Αυτό που γίνεται εύκολα κατανοητό πλέον είναι ότι αν θελήσει κάποιος να αναλύσει το θέμα της Εκκλησίας, στην πλήρη κατά το δυνατόν διάστασή του, θα χρειαστεί για να γράψει συστηματική Εκκλησιολογία, να γράψει μια ολοκληρωμένη πραγματεία.
Το ζήτημα της Εκκλησίας, ως γνωστόν, είναι ένα θέμα που απασχόλησε ιδιαίτερα την Εκκλησία της Ελλάδος και κατ’ επέκταση τους έλληνες θεολόγους τις μεσαίες δεκαετίες του 20ου αιώνα2. Αφορμή για αυτό αποτέλεσε η συμμετοχή τους, στους διαχριστιανικούς διαλόγους στα πλαίσια του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.). Εκεί πλέον φάνηκε επιτακτική η ανάγκη να εκφράσει η Ελλαδική Εκκλησία την εκκλησιολογική της αυτοσυνειδησία. Άρχισαν να γίνονται μελέτες για την φύση και τις ιδιότητες της Εκκλησίας, καθώς και για την αποστολή της στον παρόν κόσμο. Κορυφαία στιγμή αυτής της πορείας η β΄ συνέλευση του Π.Σ.Ε. στο Έβανστον των Η.Π.Α. το 1954. Εκεί γίνονται δύο ιστορικές από πολλές πλευρές ανακοινώσεις, τα κείμενα των οποίων αρχικά συνέταξαν ο πατήρ Γ. Φλορόφσκυ και ο καθηγητής Ι. Καρμίρης3. Η προσπάθεια πλέον παρουσίασης της Εκκλησίας, μετά από αυτό γίνεται εντονότερη. Προς το τέλος όμως του 20ου αιώνα έρχεται άλλη μία συνέλευση του Π.Σ.Ε. αυτή τη φορά η Ζ΄ στη Καμπέρα το 1991, με ένα κείμενο γνωστό ως η Δήλωση της Καμπέρας για την «Ενότητα της Εκκλησίας ως κοινωνίας»4, να προβληματίσει για την δυνατότητα ή ακόμα και την διάθεση πολλών να αντιληφθούν την έννοια και την φύση της Εκκλησίας και όσα από αυτές απορρέουν5.
Παρ’ όλες τις όποιες αντιδράσεις που προκάλεσε αυτή η δήλωση6, έρχεται το 1993 η συμφωνία του Balamand, όπου σύμφωνα με τον καθηγητή π. Γ. Μεταλληνό, μετά από αυτή: «όλοι πιστεύουν στην δύση ότι η ένωση είναι γεγονός και συνεπώς η μυστηριακή διακοινωνία (Interkommunio) απόλυτα φυσική»7. Όπως είναι φυσικό, μετά από τέτοιου είδους μονομερείς θεωρήσεις, καθίσταται πλέον σήμερα περισσότερο από ποτέ, επιτακτική η ανάγκη να μιλήσουμε για την Εκκλησία. Να καταδείξουμε το γεγονός της υπάρξεως της Εκκλησίας από καταβολής κόσμου. Να αποσαφηνίσουμε ότι ο Άσαρκος Υιός και Λόγος του Θεού, είναι το ίδιο πρόσωπο με τον σαρκωμένο Λόγο του Θεού, ο Ιησούς Χριστός και υπάρχει προαιωνίως. Ότι η σωστή πίστη αλλά και η σωστή αντίληψη περί Αυτού, οδηγούν και στην ορθή πίστη για την Αγία Τριάδα και αντίστροφα. Αυτός και η πίστη σ’ Αυτόν, εξασφαλίζουν την συνέχεια της ιστορικής και όχι μόνο πορείας της Εκκλησίας από αρχής της δημιουργίας. Ότι μέλος της Εκκλησίας, μέλος του σώματος του Χριστού, δεν μπορεί να είναι όποιος δεν ακολουθεί, δεν συμβαδίζει με την αδιάκοπη και αδιάσπαστη συνέχεια της επί γής αποκάλυψης της Εκκλησίας8.
Η συμμετοχή στο σώμα της Εκκλησίας προϋποθέτει και την ορθόδοξη πίστη για Αυτήν, για τον ίδιο τον Υιό και Λόγο του Θεού και για τον Τριαδικό Θεό μέσω Αυτού και αντίστροφα. Κοινωνία και πνευματική επικοινωνία μπορεί να επέλθει μόνο όταν οι θέσεις των διαφόρων ομολογιών-Εκκλησιών για την Εκκλησία και τα περί Αυτής, συμπίπτουν με την ίδια την γνώμη της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την φύση της και τον σκοπό της όπως έχει εκφραστεί μέσα από την διδασκαλία και την παράδοση των πατέρων9. Μόνο όταν επιτευχθεί η εκκλησιοποίηση, δηλαδή η Χριστοποίηση της κοινωνίας, εφόσον η Εκκλησία είναι ο ίδιος ο Χριστός10. Μόνο όταν οι όποιες επί μέρους ή κατά τόπους Εκκλησίες, ανήκουν στο σώμα της Μίας Αγίας Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, θα μπορέσουμε να μιλήσουμε για κοινωνία και για πνευματική επικοινωνία μεταξύ τους.
Στην παρούσα προσπάθεια αναλύονται μόνο κάποια σημαντικά θέματα που σχετίζονται με την έννοια και την φύση της Εκκλησίας. Από την εισαγωγή γίνεται μια προσπάθεια να κατανοήσει ο αναγνώστης την Εκκλησία της Κ.Δ. ως φυσική συνέχεια της Εκκλησίας της Π.Δ.11
Στη συνέχεια το κείμενο διαρθρώνεται σε τρία κύρια κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο έχει τίτλο τον ίδιο με την εργασία, όπου στο α’ υποκεφάλαιο τίθενται οι προϋποθέσεις και οι βάσεις για την περαιτέρω ανάπτυξη του θέματος. Στο β΄ υποκεφάλαιο, παρουσιάζονται οι λεγόμενες φάσεις της Εκκλησίας ως ακόμη μία απόδειξη της ιστορικής αρχής της Εκκλησίας. Στο γ΄, τονίζεται η δυνατότητα σωτηρίας και στην Παλαιά Διαθήκη, λόγω ακριβώς της υπάρξεως της Εκκλησίας του Χριστού και την εποχή προ της εν σαρκί ελεύσεως Του12. Το κεφάλαιο κλείνει με την παρουσίαση της σχέσης Εκκλησίας και Πεντηκοστής, δίνοντας στην Πεντηκοστή την βαρύτητα που της αρμόζει, αλλά και αποσαφηνίζοντας την σχέση της με την ιστορική πορεία και φανέρωση της Εκκλησίας.
Στο δεύτερο κεφάλαιο και στο α΄ υποκεφάλαιο καταδεικνύεται η ταύτιση της Εκκλησιολογίας με την Χριστολογία, αποδεικνύοντας ουσιαστικά ότι εσφαλμένη άποψη για τον Χριστό, οδηγεί και σε εκκλησιολογική αίρεση13. Στο β΄ υποκεφάλαιο, γίνεται προσπάθεια να αναλυθεί η πίστη της Εκκλησίας στον Προαιώνιο Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό. Το ζήτημα αυτό είναι και ο ακρογωνιαίος λίθος της παρούσης μελέτης. Πως νοείται δηλαδή ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός ως έχων προαιωνία ύπαρξη, παρότι εσαρκώθη εν χρόνω. Στο γ΄ υποκεφάλαιο αναλύεται το ζήτημα της συνθέτου υποστάσεως του Χριστού και η οπτική γωνία των πατέρων της Εκκλησίας γι’ αυτό. Στο τελευταίο κεφάλαιο αναπτύσσεται το πώς και γιατί ο Χριστός είναι η κεφαλή της Εκκλησίας
Το τρίτο κεφάλαιο έχει τίτλο «Η Εκκλησία ως Βασιλεία Θεού». Σε αυτό αρχικά, παρουσιάζεται η σχέση της Εκκλησίας με την Αγία Τριάδα, ως εικόνα Αυτής και αναλύεται η θέση των πατέρων ότι κεφαλή της Εκκλησίας δεν είναι μόνο ο Χριστός, αλλά ολόκληρη η Αγία Τριάδα. Το ζήτημα αυτό, πρέπει να είναι το λογικό αποτέλεσμα της σωστής επιστημονικής έρευνας και θεώρησης της Εκκλησίας. Στο γ΄ υποκεφάλαιο αναλύεται η ουσία του προβλήματος. Τι είναι Εκκλησία. Εκκλησία είναι πρωτίστως και κυρίως κοινωνία Θεού και κτιστών λογικών όντων. Αυτή η κοινωνία είναι που δίνει υπόσταση και θεία Χάρη και στην μυστηριακή κοινωνία των πιστών, μέσω του Αγίου Ποτηρίου.
Όταν δεν υπάρχει πνευματική επικοινωνία, αποτέλεσμα της λάθους θεώρησηςντου Θεού και της Εκκλησίας Του, όταν δηλαδή δεν υπάρχει ορθοδοξία, δεν μπορεί να υπάρχει και μυστηριακή κοινωνία αγάπης14.
Φυσικά ο περιορισμένος χώρος της παρούσης εργασίας δεν δίνει την δυνατότητα να αναπτυχθεί στο μέγεθος που χρειάζεται το τόσο σημαντικό αυτό θέμα. Η προσέγγιση που γίνεται εδώ είναι πολύ περιορισμένη και πάντα σε σχέση με τον τίτλο της εργασίας.
Στο σημείο αυτό πρέπει να ευχαριστήσω όλους τους καθηγητές μου στο μεταπτυχιακό κύκλο μαθημάτων αυτά τα δύο χρόνια. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στον Πρόεδρο του Τμήματος, Κυριλλειακό θεολόγο και δάσκαλο μου στα θεολογικά γράμματα, καθηγητή κ. Χρυσόστομο Σταμούλη. Η παρακολούθηση των μαθημάτων, η συζήτηση μαζί του και ο κοινός πολλές φορές προβληματισμός, με βοήθησαν όχι μόνο εκπαιδευτικά, επιστημονικά αλλά και προσωπικά. Με γέμισαν εφόδια που θα με ακολουθούν όλη μου την υπόλοιπη ζωή.
Δημήτριος Ε. Δουμάνης
Σημειώσεις
1. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΎ, Παράδοση και Αλλοτρίωση, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2001. Αφιερώνοντας ένα κεφάλαιο για τον εξαίρετο θεολόγο του 18ου αιώνα, Βικέντιο Δαμοδό και την σημασία που έδινε στην πατερική παράδοση, ο συγγραφέας γράφει στην σ. 75: «Η θεολογική αυτοσυνειδησία του Δαμοδού φαίνεται στα ακόλουθα λόγια του: “Ημείς τη διδασκαλία των θεοφόρων πατέρων πειθαρχούντες και οδηγούμενοι παρ’ αυτών, λέγομεν…”. Ξέρει πολύ καλά, ότι μένοντας πατερικός και θεολογώντας με βάση τις πατερικές εμπειρίες, είναι και αυτός ορθόδοξος : “Δια τούτο εσπουδάσαμεν να φέρωμεν εις το μέσον την διδασκαλίαν των θείων πατέρων, τους οποίους ως φωστήρας, διδασκάλους και άκρους θεολόγους εκράτησε και κρατεί η Εκκλησία….Ού δεί σε λέγειν όσα μη γέγραπται σαφώς ή ου συνάγεται αναγκαίως εκ των γεγραμμένων και ού παρεδόθη τη Εκκλησία..”.». Οι παραπομπές είναι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, από το Βατοπεδινό χειρόγραφο 99, σ.σ. 220, 2 και 626β αντίστοιχα.
2. Ν. ΜΑΤΣΟΎΚΑ, Οικουμενική κίνηση, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2008, σ.13. Βλ. Σ. ΤΣΟΜΠΑΝΊΔΗΣ, "Η ευχαριστία στον πολυμερή διάλογο του Π.Σ.Ε.", από το Ο κόσμος της Ορθοδοξίας στο παρελθόν και το παρόν, (επ.) Α. ΑΓΓΕΛΌΠΟΥΛΟΣ - Β. ΚΟΥΚΟΥΣΆΣ, εκδ. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2006, σ. 789, ο οποίος παραπέμπει σε μια πολύ σημαντική δήλωση του Μητρ. Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα: «Όπως έχει υπογραμμίσει ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, το πρόβλημα της ενότητας της Εκκλησίας, και θα προσθέταμε και της αποστολής της στον κόσμο, ταυτίζεται με το πρόβλημα της ταυτότητάς της. “Όσο δεν λύνουμε το πρόβλημα του τι είναι Εκκλησία, δεν θα μπορέσουμε να καταλήξουμε σε συμφωνία στην Οικουμενική κίνηση” ( J. Zizioulas, «the mystery of the Church in Orthodox Tradition, One in Christ 24(1988) 294-303, σ. 302.)».
3. Σ. ΤΣΟΜΠΑΝΊΔΗ, Η συμβολή της ορθόδοξης εκκλησίας και θεολογίας στο παγκόσμιο συμβούλιο εκκλησιών, εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2008, σ.σ. 136-7. Παραθέτουμε και την απαιτούμενη 43η υποσημείωση: «στη δεύτερη δήλωση, παρουσιάζοντας την ορθόδοξη θέση και αυτοσυνειδησία επί του θέματος της χριστιανικής ενότητας, οι ορθόδοξοι αντιπρόσωποι δήλωσαν ότι «μόνον η επιστροφή όλων των ομολογιών εις την πίστην της αρχαίας, ηνωμένης και αδιαιρέτου Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων, ήτοι εις την καθαράν, αναλλοίωτον και κοινήν κληρονομίαν των προγόνων όλων των διηρημένων χριστιανών, θα πραγματοποίηση της ευκταίαν ένωσιν όλων των κεχωρισμένων χριστιανών. Διότι μόνον η ενότης όλων των χριστιανών υπό μίαν κοινήν πίστην θα έχει ως αναγκαίον αποτέλεσμα την κοινήν αδελφοσύνην αυτών εν τοις μυστηρίοις και την αδιάσπαστον ενότητα αυτών εν αγάπη ως μελών ενός και του αυτού σώματος, της Μίας Εκκλησίας του Χριστού… Μόνον δε η αγία Ορθόδοξος Εκκλησία διεφύλαξε πλήρη και άθικτον την άπαξ παραδοθείσα τοις αγίοις πίστη. Όχι ένεκεν της ανθρωπίνης ημών αξιομισθίας, αλλά διότι ευαρεστείται ο Θεός όταν ‘διατηρή τον θησαυρόν Αυτού εν οστρακίνοις σκεύεσιν, ίνα η υπερβολή της δυνάμεως ή του θεού’(β΄ Κορ. 4,7)»(βλέπε Β. Σταυρίδου - Ευ.Βαρέλλα, Ιστορία, σ. σ. 362-363)».
4. Ο. π. σ. 178, η 111η υποσημείωση: «βλ. τη Δήλωση «Die Einheit der Kirche als Koinonia: Gabe und Berufung, στο Bericht aus Canberra, σ. 173 εξ. Εδώ παραθέτουμε τη πιο σημαντική παράγραφο (2.1) από το αγγλικό κείμενο ‘’…. The goal of the search for full communion is realized when all the churches are able to recognize in one another the one, holy, catholic and apostolic church in its fullness». εμείς χάριν συντομίας παραθέτουμε μόνο αυτές τις δύο σειρές τις οποίες και μεταφράζουμε: ο στόχος της αναζήτησης για πλήρη κοινωνία, γίνεται αντιληπτός όταν όλες οι εκκλησίες είναι σε θέση να αναγνωρίσουν η μία στην άλλη την μία, αγία καθολική και αποστολική εκκλησία στην πληρότητά της.
5. Ν. ΜΑΤΣΟΎΚΑ, Οικουμενική κίνηση εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2008, σ.251 «Ωστόσο, όπως τονίστηκε κιόλας, το εκκλησιολογικό πρόβλημα υπάρχει και αυτό φαίνεται στη σύγχρονη οικουμενική κίνηση, που σε τελευταία ανάλυση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αναζήτηση όχι μόνο της ενότητας της Εκκλησίας αλλά και της αληθινής ζωής». σ. 252, «Επομένως στο θέμα της Εκκλησιολογίας, στο οποίο φαίνεται να νοσεί κυρίως ο Προτεσταντισμός, και κατ’ επέκταση η οικουμενική κίνηση, η Ορθόδοξη Εκκλησία, στη θεωρία και στην πράξη, μπορεί με την παρουσία της να δείξει το σωστό δρόμο».
6. Ο. π. σ.: 181: «Ιδιαίτερα οι ορθόδοξοι αντιπρόσωποι διατύπωσαν επιφυλάξεις και ανησυχίες για το γενικό προσανατολισμό του Συμβουλίου με «χωριστή Δήλωση», επαναφέροντας μια πρακτική που είχε καταργηθεί από το 1961 στη Γ’ Γενική Συνέλευση του Νέου Δελχί». Βέβαια ο καθ. κ. Τσομπανίδης λίγο πριν στην σελίδα 179 τονίζει ότι: «από την ορθόδοξη πλευρά θεωρήθηκε ικανοποιητική γιατί περιέχει βασικές αρχές της ορθόδοξης εκκλησιολογίας».
7. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΎ, Μαρτυρίες για θέματα πνευματικά και κοινωνικά, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/νίκη 2010, σ.: 66. Βέβαια εδώ ο καθηγητής εκφράζει προσωπική του άποψη, η οποία μοιάζει να είναι ακραία. Μια πιο εμπεριστατωμένη και εξάπαντος επιστημονική θέση εκφράζει ο Αθ. Βλέτσης στο Επιστροφή στην Ορθοδοξία; Ποιο είναι το μοντέλο ενότητας των Εκκλησιών για την Ορθόδοξη Εκκλησία; από τον τόμο Ο οικουμενικός διάλογος στον 21ο αιώνα, Επιμέλεια Ι. ΠΈΤΡΟΥ, Σ. ΤΣΟΜΠΑΝΊΔΗΣ, Μ. ΓΚΟΥΤΖΙΟΎΔΗΣ, εκδ. Βάνιας Θεσ/νίκη 2013, σ.σ.116-117, «Η απορία για το μελλοντικό δρόμο που πρέπει να βαδίσει η οικουμενική κίνηση συνοψίζεται από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς στην αδυναμία του εναρμονισμού των διάφορων μοντέλων ενότητας, τα οποία φαίνεται να εκπροσωπούν, οι εκκλησίες και οι θεολογίες του. Έτσι ενώ για μια μεγάλη μερίδα εκκλησιών που προέρχονται από τους κόλπους της Μεταρρύθμισης η ενότητα των Εκκλησιών βιώνεται ως ήδη παρούσα μέσα σε μια συμφιλιωμένη διαφορετικότητα(versohnte Verschiedenheit) και γίνεται αντιληπτή με τη μυστηριακή διακοινωνία(Interkommunion), την ευχαριστιακή δηλαδή κοινωνία των συμμετεχόντων, και με τη βασική συνεργασία τους σε ουσιώδης άξονες κοινής πορείας και δράσης στον κόσμο, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες τοποθετούν κατά κανόνα στο πολύ μακρινό μέλλον την ιδέα της κοινής ευχαριστιακής κοινωνίας: ως του ακροτελεύτιου επιστεγάσματος μιας πορείας ενότητος που θέλει να αγκαλιάσει όσον δυνατόν περισσότερες μορφές εκκλησιαστικής έκφρασης και λειτουργίες- οι οποίες όμως δεν έχουν ποτέ προσδιοριστεί δεσμευτικά και με ακρίβεια. Η Ρ/Καθολική Εκκλησία από την μεριά της φαίνεται να διαφοροποιεί τη στάση της απέναντι στους άλλους δύο συνομιλητές της: ενώ για τους Ορθόδοξους αναγνωρίζει την δυνατότητα(κάτω από κάποιες προϋποθέσεις) μιας μυστηριακής διακοινωνίας (αφού τους αναγνωρίζει την εγκυρότητα των μυστηρίων και την αποστολική διαδοχή) για τις Εκκλησίες που προήλθαν από τη μεταρρύθμιση αρνείται και αυτόν τον χαρακτηρισμό τους ως Εκκλησίες. Σε κάθε περίπτωση πάντως εξαρτά την τελική ενότητα μαζί της από την ετοιμότητα των συνομιλητών της να δεχτούν το πετρίνειο αξίωμα εξουσίας του Επισκόπου της Ρώμης, έστω και αν αυτό δεν προσδιορίζεται τι ακριβώς σημαίνει για τις άλλες Εκκλησίες.».
8. Ν. ΜΑΤΣΟΎΚΑ, Οικουμενική κίνηση, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2008, σ.σ..253- 254, «Έτσι μονάχα μπορούμε να καταλάβουμε πως δίχως τον Λόγο και δίχως το πρότυπο της τριαδικής ενότητας, που πραγματώνεται στην Εκκλησία του Χριστού με την καρποφορία του Αγίου Πνεύματος, δεν μπορούμε να εννοήσουμε εκκλησιαστική κοινότητα στον ιστορικό χώρο. Έτσι φανερώνεται το μυστήριο της Εκκλησίας και κάθε μυστήριο που είναι η συνάφεια κτιστής και άκτιστης πραγματικότητας….. με άλλα λόγια για να τελεσιουργηθεί αυτό το μυστήριο υπάρχουν 1) μετοχή στο Λόγο (άσαρκο και σαρκωμένο) και 2) συγκρότηση μιας ενότητας κατά χάρη και κατά το πρότυπο της τριαδικής κοινωνίας. Γι αυτό και η Εκκλησία είναι Μία, Αγία και Καθολική, που θεμελιώθηκε στο έργο των αποστόλων. Κάθε σχίσμα και αίρεση αλλοιώνουν την ενότητα, διαβρώνουν την αγάπη και απομακρύνουν τα μέλη από τον Θεό.».
9. Γ. ΜΑΡΤΖΈΛΟΥ, Το ζήτημα της συμμετοχής της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Οικουμενικό διάλογο υπό το φως των πανορθοδόξων αποφάσεων, στο, Ο οικουμενικός διάλογος στον 21ο αιώνα, Επιμέλεια Ι. ΠΈΤΡΟΥ, Σ. ΤΣΟΜΠΑΝΊΔΗΣ, Μ. ΓΚΟΥΤΖΙΟΎΔΗΣ, εκδ. Βάνιας, Θεσ/νίκη 2013, σ.σ. 267-272, όπου ο καθηγητής αναπτύσσει το σκεπτικό και τις προϋποθέσεις για την ένωση από την πλευρά της ορθόδοξης Εκκλησίας όπως αυτή εκφράστηκε στις τρείς Προσυνοδικές Πανορθόδοξες διασκέψεις(Α, Γ και Δ).
10. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΎ, Παράδοση και Αλλοτρίωση, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2001, σ. 107: «Ο άγιος Κοσμάς απέβλεπε σε μία Πατρίδα “κατοικία του Θεού, κατοικία των αγγέλων”. Ο αγώνας του αποσκοπούσε στη χριστοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, στην εκκλησιοποίηση, δηλαδή στην ενχρίστωσή της. Τούτο όμως θα ήταν δυνατόν μόνο με την ορθοδοξοποίηση του Έθνους. Με τον αναβαπτισμό του στην ορθόδοξη παράδοσή του. Σήμερα, οι συμβιβασμένες και εκκοσμικευμένες συνειδήσεις μας θα τον αποκαλούσαν ουτοπιστή . ήταν όμως τόσο ουτοπιστής, όσο ο Κύριος ή οι Απόστολοί Του. Δεν είναι όμως ουτοπισμός αυτό που τον συνέχει, αλλά πνευματοκρατικός ρεαλισμός. Έθεσε τα θεμέλια της νεώτερης ελληνικής κοινωνίας και έγινε ο πρωταγωνιστής για την δημιουργία του νεώτερου ελληνικού ήθους, για την αναγέννηση του Ελληνισμού, όχι μόνο φυλετικά νοουμένου».
11. Αυτή η συνέχεια έχει ως βάση την παρουσία του Χριστού και στις δύο διαθήκες, Ι.ΡΩΜΑΝΊΔΟΥ, Το προπατορικό αμάρτημα, γ΄ έκδοση, Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2010: «Χριστοκεντρική είναι και η Παλαιά Διαθήκη, δεδομένου ότι οι Προφήται είδον τον Χριστόν προ της εκ Παρθένου γεννήσεώς Του ως Κύριον της δόξης, Άγγελον Κυρίου και Μεγάλης Βουλής Άγγελον. Ούτος ενεφανίσθη εις τον Μωυσέα ως ο ών και ως ο Θεός Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, εν Αυτώ δε είδον τον Θεόν δια Πνεύματος Αγίου. Ούτω ο Χριστός αποκαλύπτει εν εαυτώ τον Θεόν όχι μόνον εις την Καινήν Διαθήκην αλλά και εις την Παλαιάν. Το “ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα”(Ιωαν. 14, 9) ισχύει και προ και μετά την ενανθρώπησιν.».
12 Ν.ΜΑΤΣΟΎΚΑ.: Δογματική και συμβολική θεολογία Β΄ εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2010. σ.233.
13. Ν.ΜΑΤΣΟΎΚΑ.: Δογματική και συμβολική θεολογία Β΄ εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2010. σ.355.
14. Βασική θέση και των τριών Προσυνοδικών Πανορθόδοξων διασκέψεων(Α, Γ και Δ), που ανεφέρθησαν ανωτέρω.
2. Ν. ΜΑΤΣΟΎΚΑ, Οικουμενική κίνηση, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2008, σ.13. Βλ. Σ. ΤΣΟΜΠΑΝΊΔΗΣ, "Η ευχαριστία στον πολυμερή διάλογο του Π.Σ.Ε.", από το Ο κόσμος της Ορθοδοξίας στο παρελθόν και το παρόν, (επ.) Α. ΑΓΓΕΛΌΠΟΥΛΟΣ - Β. ΚΟΥΚΟΥΣΆΣ, εκδ. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2006, σ. 789, ο οποίος παραπέμπει σε μια πολύ σημαντική δήλωση του Μητρ. Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα: «Όπως έχει υπογραμμίσει ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, το πρόβλημα της ενότητας της Εκκλησίας, και θα προσθέταμε και της αποστολής της στον κόσμο, ταυτίζεται με το πρόβλημα της ταυτότητάς της. “Όσο δεν λύνουμε το πρόβλημα του τι είναι Εκκλησία, δεν θα μπορέσουμε να καταλήξουμε σε συμφωνία στην Οικουμενική κίνηση” ( J. Zizioulas, «the mystery of the Church in Orthodox Tradition, One in Christ 24(1988) 294-303, σ. 302.)».
3. Σ. ΤΣΟΜΠΑΝΊΔΗ, Η συμβολή της ορθόδοξης εκκλησίας και θεολογίας στο παγκόσμιο συμβούλιο εκκλησιών, εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2008, σ.σ. 136-7. Παραθέτουμε και την απαιτούμενη 43η υποσημείωση: «στη δεύτερη δήλωση, παρουσιάζοντας την ορθόδοξη θέση και αυτοσυνειδησία επί του θέματος της χριστιανικής ενότητας, οι ορθόδοξοι αντιπρόσωποι δήλωσαν ότι «μόνον η επιστροφή όλων των ομολογιών εις την πίστην της αρχαίας, ηνωμένης και αδιαιρέτου Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων, ήτοι εις την καθαράν, αναλλοίωτον και κοινήν κληρονομίαν των προγόνων όλων των διηρημένων χριστιανών, θα πραγματοποίηση της ευκταίαν ένωσιν όλων των κεχωρισμένων χριστιανών. Διότι μόνον η ενότης όλων των χριστιανών υπό μίαν κοινήν πίστην θα έχει ως αναγκαίον αποτέλεσμα την κοινήν αδελφοσύνην αυτών εν τοις μυστηρίοις και την αδιάσπαστον ενότητα αυτών εν αγάπη ως μελών ενός και του αυτού σώματος, της Μίας Εκκλησίας του Χριστού… Μόνον δε η αγία Ορθόδοξος Εκκλησία διεφύλαξε πλήρη και άθικτον την άπαξ παραδοθείσα τοις αγίοις πίστη. Όχι ένεκεν της ανθρωπίνης ημών αξιομισθίας, αλλά διότι ευαρεστείται ο Θεός όταν ‘διατηρή τον θησαυρόν Αυτού εν οστρακίνοις σκεύεσιν, ίνα η υπερβολή της δυνάμεως ή του θεού’(β΄ Κορ. 4,7)»(βλέπε Β. Σταυρίδου - Ευ.Βαρέλλα, Ιστορία, σ. σ. 362-363)».
4. Ο. π. σ. 178, η 111η υποσημείωση: «βλ. τη Δήλωση «Die Einheit der Kirche als Koinonia: Gabe und Berufung, στο Bericht aus Canberra, σ. 173 εξ. Εδώ παραθέτουμε τη πιο σημαντική παράγραφο (2.1) από το αγγλικό κείμενο ‘’…. The goal of the search for full communion is realized when all the churches are able to recognize in one another the one, holy, catholic and apostolic church in its fullness». εμείς χάριν συντομίας παραθέτουμε μόνο αυτές τις δύο σειρές τις οποίες και μεταφράζουμε: ο στόχος της αναζήτησης για πλήρη κοινωνία, γίνεται αντιληπτός όταν όλες οι εκκλησίες είναι σε θέση να αναγνωρίσουν η μία στην άλλη την μία, αγία καθολική και αποστολική εκκλησία στην πληρότητά της.
5. Ν. ΜΑΤΣΟΎΚΑ, Οικουμενική κίνηση εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2008, σ.251 «Ωστόσο, όπως τονίστηκε κιόλας, το εκκλησιολογικό πρόβλημα υπάρχει και αυτό φαίνεται στη σύγχρονη οικουμενική κίνηση, που σε τελευταία ανάλυση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αναζήτηση όχι μόνο της ενότητας της Εκκλησίας αλλά και της αληθινής ζωής». σ. 252, «Επομένως στο θέμα της Εκκλησιολογίας, στο οποίο φαίνεται να νοσεί κυρίως ο Προτεσταντισμός, και κατ’ επέκταση η οικουμενική κίνηση, η Ορθόδοξη Εκκλησία, στη θεωρία και στην πράξη, μπορεί με την παρουσία της να δείξει το σωστό δρόμο».
6. Ο. π. σ.: 181: «Ιδιαίτερα οι ορθόδοξοι αντιπρόσωποι διατύπωσαν επιφυλάξεις και ανησυχίες για το γενικό προσανατολισμό του Συμβουλίου με «χωριστή Δήλωση», επαναφέροντας μια πρακτική που είχε καταργηθεί από το 1961 στη Γ’ Γενική Συνέλευση του Νέου Δελχί». Βέβαια ο καθ. κ. Τσομπανίδης λίγο πριν στην σελίδα 179 τονίζει ότι: «από την ορθόδοξη πλευρά θεωρήθηκε ικανοποιητική γιατί περιέχει βασικές αρχές της ορθόδοξης εκκλησιολογίας».
7. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΎ, Μαρτυρίες για θέματα πνευματικά και κοινωνικά, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/νίκη 2010, σ.: 66. Βέβαια εδώ ο καθηγητής εκφράζει προσωπική του άποψη, η οποία μοιάζει να είναι ακραία. Μια πιο εμπεριστατωμένη και εξάπαντος επιστημονική θέση εκφράζει ο Αθ. Βλέτσης στο Επιστροφή στην Ορθοδοξία; Ποιο είναι το μοντέλο ενότητας των Εκκλησιών για την Ορθόδοξη Εκκλησία; από τον τόμο Ο οικουμενικός διάλογος στον 21ο αιώνα, Επιμέλεια Ι. ΠΈΤΡΟΥ, Σ. ΤΣΟΜΠΑΝΊΔΗΣ, Μ. ΓΚΟΥΤΖΙΟΎΔΗΣ, εκδ. Βάνιας Θεσ/νίκη 2013, σ.σ.116-117, «Η απορία για το μελλοντικό δρόμο που πρέπει να βαδίσει η οικουμενική κίνηση συνοψίζεται από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς στην αδυναμία του εναρμονισμού των διάφορων μοντέλων ενότητας, τα οποία φαίνεται να εκπροσωπούν, οι εκκλησίες και οι θεολογίες του. Έτσι ενώ για μια μεγάλη μερίδα εκκλησιών που προέρχονται από τους κόλπους της Μεταρρύθμισης η ενότητα των Εκκλησιών βιώνεται ως ήδη παρούσα μέσα σε μια συμφιλιωμένη διαφορετικότητα(versohnte Verschiedenheit) και γίνεται αντιληπτή με τη μυστηριακή διακοινωνία(Interkommunion), την ευχαριστιακή δηλαδή κοινωνία των συμμετεχόντων, και με τη βασική συνεργασία τους σε ουσιώδης άξονες κοινής πορείας και δράσης στον κόσμο, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες τοποθετούν κατά κανόνα στο πολύ μακρινό μέλλον την ιδέα της κοινής ευχαριστιακής κοινωνίας: ως του ακροτελεύτιου επιστεγάσματος μιας πορείας ενότητος που θέλει να αγκαλιάσει όσον δυνατόν περισσότερες μορφές εκκλησιαστικής έκφρασης και λειτουργίες- οι οποίες όμως δεν έχουν ποτέ προσδιοριστεί δεσμευτικά και με ακρίβεια. Η Ρ/Καθολική Εκκλησία από την μεριά της φαίνεται να διαφοροποιεί τη στάση της απέναντι στους άλλους δύο συνομιλητές της: ενώ για τους Ορθόδοξους αναγνωρίζει την δυνατότητα(κάτω από κάποιες προϋποθέσεις) μιας μυστηριακής διακοινωνίας (αφού τους αναγνωρίζει την εγκυρότητα των μυστηρίων και την αποστολική διαδοχή) για τις Εκκλησίες που προήλθαν από τη μεταρρύθμιση αρνείται και αυτόν τον χαρακτηρισμό τους ως Εκκλησίες. Σε κάθε περίπτωση πάντως εξαρτά την τελική ενότητα μαζί της από την ετοιμότητα των συνομιλητών της να δεχτούν το πετρίνειο αξίωμα εξουσίας του Επισκόπου της Ρώμης, έστω και αν αυτό δεν προσδιορίζεται τι ακριβώς σημαίνει για τις άλλες Εκκλησίες.».
8. Ν. ΜΑΤΣΟΎΚΑ, Οικουμενική κίνηση, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2008, σ.σ..253- 254, «Έτσι μονάχα μπορούμε να καταλάβουμε πως δίχως τον Λόγο και δίχως το πρότυπο της τριαδικής ενότητας, που πραγματώνεται στην Εκκλησία του Χριστού με την καρποφορία του Αγίου Πνεύματος, δεν μπορούμε να εννοήσουμε εκκλησιαστική κοινότητα στον ιστορικό χώρο. Έτσι φανερώνεται το μυστήριο της Εκκλησίας και κάθε μυστήριο που είναι η συνάφεια κτιστής και άκτιστης πραγματικότητας….. με άλλα λόγια για να τελεσιουργηθεί αυτό το μυστήριο υπάρχουν 1) μετοχή στο Λόγο (άσαρκο και σαρκωμένο) και 2) συγκρότηση μιας ενότητας κατά χάρη και κατά το πρότυπο της τριαδικής κοινωνίας. Γι αυτό και η Εκκλησία είναι Μία, Αγία και Καθολική, που θεμελιώθηκε στο έργο των αποστόλων. Κάθε σχίσμα και αίρεση αλλοιώνουν την ενότητα, διαβρώνουν την αγάπη και απομακρύνουν τα μέλη από τον Θεό.».
9. Γ. ΜΑΡΤΖΈΛΟΥ, Το ζήτημα της συμμετοχής της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Οικουμενικό διάλογο υπό το φως των πανορθοδόξων αποφάσεων, στο, Ο οικουμενικός διάλογος στον 21ο αιώνα, Επιμέλεια Ι. ΠΈΤΡΟΥ, Σ. ΤΣΟΜΠΑΝΊΔΗΣ, Μ. ΓΚΟΥΤΖΙΟΎΔΗΣ, εκδ. Βάνιας, Θεσ/νίκη 2013, σ.σ. 267-272, όπου ο καθηγητής αναπτύσσει το σκεπτικό και τις προϋποθέσεις για την ένωση από την πλευρά της ορθόδοξης Εκκλησίας όπως αυτή εκφράστηκε στις τρείς Προσυνοδικές Πανορθόδοξες διασκέψεις(Α, Γ και Δ).
10. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΎ, Παράδοση και Αλλοτρίωση, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2001, σ. 107: «Ο άγιος Κοσμάς απέβλεπε σε μία Πατρίδα “κατοικία του Θεού, κατοικία των αγγέλων”. Ο αγώνας του αποσκοπούσε στη χριστοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, στην εκκλησιοποίηση, δηλαδή στην ενχρίστωσή της. Τούτο όμως θα ήταν δυνατόν μόνο με την ορθοδοξοποίηση του Έθνους. Με τον αναβαπτισμό του στην ορθόδοξη παράδοσή του. Σήμερα, οι συμβιβασμένες και εκκοσμικευμένες συνειδήσεις μας θα τον αποκαλούσαν ουτοπιστή . ήταν όμως τόσο ουτοπιστής, όσο ο Κύριος ή οι Απόστολοί Του. Δεν είναι όμως ουτοπισμός αυτό που τον συνέχει, αλλά πνευματοκρατικός ρεαλισμός. Έθεσε τα θεμέλια της νεώτερης ελληνικής κοινωνίας και έγινε ο πρωταγωνιστής για την δημιουργία του νεώτερου ελληνικού ήθους, για την αναγέννηση του Ελληνισμού, όχι μόνο φυλετικά νοουμένου».
11. Αυτή η συνέχεια έχει ως βάση την παρουσία του Χριστού και στις δύο διαθήκες, Ι.ΡΩΜΑΝΊΔΟΥ, Το προπατορικό αμάρτημα, γ΄ έκδοση, Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2010: «Χριστοκεντρική είναι και η Παλαιά Διαθήκη, δεδομένου ότι οι Προφήται είδον τον Χριστόν προ της εκ Παρθένου γεννήσεώς Του ως Κύριον της δόξης, Άγγελον Κυρίου και Μεγάλης Βουλής Άγγελον. Ούτος ενεφανίσθη εις τον Μωυσέα ως ο ών και ως ο Θεός Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, εν Αυτώ δε είδον τον Θεόν δια Πνεύματος Αγίου. Ούτω ο Χριστός αποκαλύπτει εν εαυτώ τον Θεόν όχι μόνον εις την Καινήν Διαθήκην αλλά και εις την Παλαιάν. Το “ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα”(Ιωαν. 14, 9) ισχύει και προ και μετά την ενανθρώπησιν.».
12 Ν.ΜΑΤΣΟΎΚΑ.: Δογματική και συμβολική θεολογία Β΄ εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2010. σ.233.
13. Ν.ΜΑΤΣΟΎΚΑ.: Δογματική και συμβολική θεολογία Β΄ εκδ.: Π. Πουρναρά Θεσ/νίκη 2010. σ.355.
14. Βασική θέση και των τριών Προσυνοδικών Πανορθόδοξων διασκέψεων(Α, Γ και Δ), που ανεφέρθησαν ανωτέρω.
ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΑΔΕΛΦΟΙ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου