Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

Εγώ. Το παιχνίδι της(τρανς) ζωής (23)

Συνέχεια από: Τρίτη 9 Ιουλίου 2024
 
ΕΓΏ-Μέρος Πρώτο
Η βελτίωση της ζωής

Ο κάθε άνθρωπος γίνεται manager του εγώ του
Εγκέφαλος β
Ο άνθρωπος γίνεται συμβατός με τα αυτόματα

Γύρω στο 1851 είχε εξαπλωθεί η «mesmeric mania», που ήθελε με την σωματική ενέργεια να δημιουργήσει από τον άνθρωπο ένα αυτόματο ον, δυνατό σαν ατμοκίνητο σφυρί, έξυπνο σαν τον Νεύτωνα και με την δυνατότητα πρόβλεψης του μέλλοντος (όλα αυτά που έχουμε σήμερα, μόνο που τότε δεν χρησιμοποιούσαν τύπους αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο)
 
Προφανώς δεν αλλάζουν ποτέ τα όνειρα των ανθρώπων, μόνο τα εργαλεία τού ονειρευόμενου. Οι seance ήταν τότε της μόδας, κατά τις οποίες ο μεσμεριστής κοίταζε στα μάτια για ώρες τον απέναντι του καθήμενο, κινούσε τα χέρια του εγγύς του σώματος του άλλου για να δημιουργήσει ένα θερμικό πεδίο. Σκοπός ήταν να επέλθει, μέσα σε μια ατμόσφαιρα απόλυτης ησυχίας και αλληλοκοιτάγματος[ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΟ] μέσα στο μισοσκόταδο, μια κατάσταση την οποία βίωσαν αργότερα και οι στρατιώτες των ΗΠΑ, οι οποίοι έφταναν σε μια κατάσταση κατά την οποία τούς κοίταζαν οι οθόνες των ραντάρ: trance ή κώμα.
Στις seance αυτές, οι υπηρέτριες (ως πειραματόζωα είχαν συνήθως γυναίκες, που επειδή ήταν υπηρέτριες δεν ήταν σε θέση να αρνηθούν την συμμετοχή) που ήταν σε trance είχαν την εντύπωση πως μπορούσαν να σηκώσουν βάρη που ζύγιζαν τόνους, ή επιδείκνυαν ξαφνικά πνευματικές ικανότητες, που οδήγησαν μερικούς σε ουτοπικά οράματα περί ενός νέου συστήματος παιδείας147.
Ενδιαφέρον είναι να δούμε τι συνέβαινε στα μισοσκότεινα σαλόνια του London City, όταν συσχετίσουμε τα γεγονότα αυτά, με αυτά που γίνονταν μερικούς δρόμους παρακάτω, στο διαμέρισμα του Charles Babbage. H Alison Winter το περιέγραψε έτσι στην συναρπαστική της ιστορία περί μεσμερισμού κατά την βικτωριανή εποχή:
«Αν σκεφτούμε ότι ο Babbage παραπονιόταν πως όλοι αγαπούσαν την χορεύτρια του, αλλά κανένας δεν ενδιαφερόταν για την διαφορική του μηχανή, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο μεσμερισμός ήταν αναγκαίο να εμφανιστεί, γιατί συνδύαζε τα χτυπητά χαρακτηριστικά ενός αυτομάτου που χορεύει με αυτά μιας μηχανής που σκέφτεται - όλα αυτά μέσα στο σώμα ενός ανθρώπου. Ο μεσμερισμός μετέτρεψε μια γυναίκα σε μηχανή και απέδειξε, πως το μηχανικό μέρος ενός ανθρώπου ήταν σε θέση, όπως και η διαφορική μηχανή, να εκτελέσει πνευματική εργασία, χωρίς να παρεμβάλλεται θέληση ή σκέψη.148»
Αυτό μπορούμε να το διαβάσουμε σαν την γενική πρόβα για τον αιώνα μας, που χαρακτηρίζεται από την οικονομία της πληροφορίας. Μόνο ο πρωταγωνιστής δεν ταιριάζει, ο υπολογιστής δηλαδή, γιατί δεν είχε ακόμα εφευρεθεί τότε. Τα όνειρα είναι τα ίδια μόνο το μέσο ή το εργαλείο, που θα τα μεταφέρει από το σενάριο στην πραγματικότητα δεν είχε ακόμα βρεθεί.
Πριν το «νούμερο 2» εμφανιστεί στην σκηνή - ο διπλασιασμένος, αλλά ταυτόχρονα μειωμένος άνθρωπος, ο οποίος υποδεικνύει στον πραγματικό άνθρωπο πως να λογαριάζει, πως να κλείνει δουλειές και να υπολογίζει τον κόσμο- προσπαθούσαν διαρκώς να χρησιμοποιήσουν το «νούμερο 1».
Ο William Benjamin Carpenter, ένας από τους πιο επιφανείς φυσιολόγους τού 19ου αιώνα, είχε αναπτύξει την εικόνα του ανθρώπου ως αυτόματου, το οποίο θρέφεται με ηλεκτροβιολογικό input. Ένα ον δηλαδή, που είναι «ένα απλό αυτόματο σκέψης (thinking automation), όλες οι ιδέες του οποίου καθορίζονται από ψιθυρισμούς που προέρχονται απ’ έξω.149» Εκατόν χρόνια πριν τις προσομοιώσεις που έκανε ο στρατός, η ιδέα, να γίνει ο άνθρωπος πιο έξυπνος, πιο δυνατός, πιο προσεκτικός, ήταν προφανώς άρρηκτα συνδεδεμένη με μια μηχανή κατήχησης.
Όσον αφορά στον Babbage, όλα όσα ο ιδιοφυής μαθηματικός σχεδίαζε, έπρεπε να περιμένει επίσης εκατόν χρόνια. Ο κόσμος είχε προσπαθήσει να τα επιτύχει μέσω του δρόμου της ψυχολογίας, που είχε αρχίσει με τις seance και κατέληξε σε μια εποχή πλύσης εγκεφάλου, με τα εκλεπτυσμένα μέσα κατήχησης, μαζικής υποβολής και «προπαγάνδας», εν συντομία: με τους «μυστικούς αποπλανητές».
Προς το τέλος του 19ου αιώνα, η ιδέα των «μαγνητικών υγρών» βρισκόταν στο λίκνο της διαφημιστικής βιομηχανίας των ΗΠΑ. Ο «ηλεκτρισμός» προσφερόταν σε μορφή χαπιού, (την επιστημονική θεμελίωση είχε προσφέρει ο εφευρέτης του Alka-Seltzer, αναψυκτικό ποτό από αναβράζοντα δισκία), ως μέσο μεταμόρφωσης του κουρασμένου και γερασμένου κορμιού.
Το 1925, μετά τα πρώτα επιτυχημένα πειράματα μαζικής υποβολής, που έγιναν με ένα μείγμα σπιριτισμού και συμπεριφορισμού, η μεγαλύτερη διαφημιστική εταιρία του κόσμου, A. J. WalterThompson, είχε γράψει στην επετηρίδα της: «η διαφήμιση είναι μια μη ηθική δύναμη, όπως ο ηλεκτρισμός, που φωτίζει αλλά με την ηλεκτροπληξία μπορεί να σκοτώσει.150»
Αυτό ήταν το διαφοροποιόν στοιχείο μεταξύ του 20ου και 21ου αιώνα: σήμερα υπάρχει η δυνατότητα να προβλεφθεί και να καθοδηγηθεί ο κάθε άνθρωπος στο επίπεδο των επιθυμιών του. Η ψυχολογία των μαζών, που είχε δημιουργηθεί στα σαλόνια του Λονδίνου, χειριζόταν «δυνάμεις», όχι άτομα.
Είναι βέβαια διαφορετικό να χειραγωγεί κανείς μάζες, από το να υπολογίζει την συμπεριφορά του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά, να την εκτιμά και να επενεργεί πάνω του με διαφημιστικά μηνύματα, σχεδιασμένα ειδικά γι’ αυτόν. Είναι διαφορετικό το να χειραγωγεί κανείς ανθρώπους με υποβολές απ’ έξω, από το να μπαίνει στα κεφάλια τους και να μαθαίνει τι σκέφτονται, κρύβουν και επιθυμούν.
Στην πρώτη περίπτωση μπορεί κανείς να καθοδηγήσει τις μάζες, στην δεύτερη, αν έχει κανείς αρκετά δεδομένα, μπορεί να ορίσει τους κανόνες του παιχνιδιού, που δρουν σαν νόμοι της φύσης. Ακόμα και ο Babbage ενδιαφερόταν για μια τεχνική, η οποία θα επέτρεπε, να οργανωθεί η κοινωνική ζωή εκ νέου, με πλήρη ορθολογισμό, βάσει των κανόνων του παιχνιδιού. Ο καιρός τότε δεν ήταν ώριμος για τον εγωιστικό δίδυμο του ανθρώπου. Ίσως γιατί η ιδέα περί μιας μηχανής, που εξαναγκάζει τον άνθρωπο όχι μόνο να δουλεύει βάσει της οικονομίας, αλλά και να σκέφτεται με μια οικονομική λογική, ξεπερνούσε τα όρια της φαντασίας.
Το αίσθημα πως κάτι δεν πήγαινε καλά, εκφραζόταν με τα τέρατα, από το δημιούργημα τού Frankenstein μέχρι τον Mr. Hyde και τον Δράκουλα, που στοίχειωναν τα όνειρα της εποχής.
Τότε όμως εμφανίστηκε και μια άλλη παραλλαγή του τέρατος στα μυθιστορήματα, ένα ον της πόλης, που βρισκόταν μεν στην πλευρά του νόμου, ήταν όμως ένα είδος τέρατος. Αυτό το γέννημα του δικαίου και του νόμου, ιχνηλατούσε τους ανθρώπους, συνδύαζε ενδείξεις από μια φαινομενικά ασύνδετη μάζα πληροφοριών, και ήταν διαρκώς έτοιμος να αποκαλύψει, ανθρώπους (ή ζώα) που ισχυρίζονταν πως ήταν κάτι το οποίο δεν ήταν. Ο Edgar Allan Poe είχε βάσει αυτού του μοντέλου δημιουργήσει τον υπερεγκέφαλο Dupont. Ο Sherlock Holmes, που ο Conan Doyle τον έβαλε να κατοικεί μερικά βήματα από το σπίτι του Babbage, είναι όπως υποθέτει ο Hugh Kenner151, η ενσάρκωση της διαφορικής μηχανής του Babbage. Και ο Ηρακλής Πουαρώ της Agatha Christie είναι κατασκευασμένος από τα υπερλογικά γονίδια του Babbage.
Συνδυασμός, αποκωδικοποίηση, αποκάλυψη, απόδειξη ενοχής και πλήρης ανάληψη της προοπτικής του άλλου, μέσω παρατήρησης - μόλις ο άνθρωπος βρεθεί κοντά στις ψηφιακές τεχνολογίες, θέλει αμέσως να εισδύσει στα κεφάλια των άλλων ανθρώπων, είτε μέσω των ντετέκτιβ είτε μέσω αλγορίθμων. Τότε ανακαλύπτει κανείς σε όλους τους ανθρώπους πόρτες που οδηγούν στο εσωτερικό τους, ή γυάλινα κρανία όπως είχαν τα αυτόματα του μεγάλου εφευρέτη παιγνιδιών αυτομάτων, του Vaucanson. Και όποιος προσπαθήσει να μιμηθεί την λογική των μεγάλων ντετέκτιβ, που ήθελαν να αποκωδικοποιήσουν το περιβάλλον τους όπως ο Sherlock Holmes ή να σπάσουν ένα κωδικό, όπως ο εφευρέτης του υπολογιστή Allan Turing, θα πρέπει να διαπιστώσει, πως αυτό λειτουργεί μόνο όταν βλέπει τον κόσμο σε μια μαθηματική κατάσταση, όπου το καθετί έχει την λειτουργία του.
Το εργοστάσιο της βικτωριανής εποχής, με την σωματική πειθαρχία, τα ρολόγια και τους υπολογισμούς των δυνάμεων, το είχε εγκαθιδρύσει αυτό για την ανθρώπινη εργασία. Για την σκέψη όμως και τον έλεγχο της, αυτό λειτουργούσε μόνο στο επίπεδο της λογοτεχνίας. Ακόμα και ένα μυθιστόρημα είναι ένα εργοστάσιο, όπου όλα ζουν στην θέση τους, την ώρα τους και κάτω από την εξουσία του συγγραφέως. Αυτό ακριβώς ήταν το αδιέξοδο: να γράφει κανείς για τους ανθρώπους. Αντί αυτού θα έπρεπε να γράφουν για τις μηχανές, με τις οποίες θα συγχωνεύονταν οι άνθρωποι.
Ήδη από την δεκαετία του ’50 του 20ου αιώνα, τα κείμενα που οργάνωναν, περιέγραφαν, παρακολουθούσαν και παρακινούσαν τους ανθρώπους να πράξουν, είχαν γραφτεί σε γλώσσα μηχανής.
Ο Hugh Kenner γράφει για την κληρονομιά του Charles Babbage: «Ο υπολογιστής προσομοιώνει την σκέψη, όταν η σκέψη ορίζεται έτσι ώστε να είναι συμβατή με τον υπολογιστή. Το αυτόματο προσομοιώνει ένα άνθρωπο, όταν ο άνθρωπος προσομοιώνεται ώστε να είναι συμβατός με το αυτόματο.152»
 
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
 
 Σημειώσεις

147. Alison Winter, Mesmerized: Powers of Mind in Victorian Britain, σ. 4.
148. Alison Winter, Mesmerized: Powers of Mind in Victorian Britain, σ. 57.
149. Alison Winter, Mesmerized: Powers of Mind in Victorian Britain, σ. 289.
150. Jackson Lears, Fables of Abundance: A Cultural History of Advertising in America, σ. 224.
151. Kenner, The Counterfeiters, σ. 114.
152. Kenner, The Counterfeiters, σ. 40.

Δεν υπάρχουν σχόλια: