Συνέχεια από: Παρασκευή 19 Ιουλίου 2024
Η οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ, <Νεφέλη>, Αθήνα 1983
[Εισαγωγική σημείωση / Εισαγωγή {1. Ο αποχρών λόγος – 2. Το κενό και το μηδέν – 3. Το ον λέγεται πολλαχώς – 4. Η διαφορά – 5. Το cogito – 6. Η θεωρία του σχηματισμού – 7. Η αναφορικότητα – 8. Ο χρόνος} / Η υπαρκτική αναλυτική {1. Προχειρότητα και παρεύρεση – 2. Η μέριμνα – 3. Συνύπαρξη και απροσωπία – 4. Εννόηση, ομιλία, πτώση, εύρεση – 5. Η αλήθεια – 6. Το όχι-ακόμα – 7. Η φωνή της συνείδησης – 8. Η χρονικότητα των υπαρκτικών δομών – 9. Η ιστορικότητα} / Μετά το Είναι και χρόνος {α) Η τεχνική – β) Η ποίηση}]
4 – Η ΔΙΑΦΟΡΑ
Δεν είναι εύκολο να συλλάβουμε το βάθος της πρόκλησης που ενέχει αυτή η μικρή πρόταση από την Εισαγωγή στη μεταφυσική: «η παραδοσιακή μεταφυσική σκέψη ουσιαστικά ήταν φυσική». Το πρώτο κινούν, ο δημιουργός της Βίβλου και του Τίμαιου, η actus purus, η ύλη, το Εν είναι φυσικές θεμελιώσεις του όντος με θεολογικό περικάλυμμα. Ουσιαστικά αφορούν πάντα το ον, το ον στην ολότητά του, και προσφέρουν ρητορικά μιάν αρχική «φυσική» αιτία που το εξηγεί και το θεμελιώνει. Δεν απομακρύνονται πουθενά από τη Φύση, δηλαδή τον οντικό κόσμο, γιατί μέσα στα πλαίσια της κλασικής σκέψης, αποσπώμαι από την τάξη των πραγμάτων σημαίνει ότι βυθίζομαι στο μη ον. Συνεπώς, για τον Χάιντεγγερ, η μεταφυσική απωθούσε λυσσαλέα τη βασική της εμπειρία που βρίσκεται μέσα σ' αυτή την ερώτηση: γιατί να υπάρχει το ον και όχι το τίποτα; Αυτή είναι η θεμελιακή ερώτηση (die Grundfrage der Metaphysik), η βαθύτερη ερώτηση ανάμεσα σε όλες όσες μπορεί να θέσει ο άνθρωπος (Unter den tiefen Fragen die tiefste=Μεταξύ των βαθιών ερωτημάτων, το βαθύτερο). Tο «γιατί» ρωτάει για το θεμέλιο του όντος που δεν μπορεί να είναι ον, Θεός, αρχή, αιτία, άρα δεν μπορεί παρά να ρωτάει για το νόημα ή την απουσία νοήματος του Είναι. Χωρίζοντας το ον (Seiende) από το Είναι (Sein) και περιφρουρώντας αυτή τη διαφορά με ένα τρόπο κυριολεκτικά ιδεοψυχαναγκαστικό, ο Χάιντεγγερ πασχίζει να φέρει το μηδέν, αυτή την περιφρονημένη έννοια, στην πρώτη θέση.
Ο Θεολόγος που αποκρίνεται πάντα με τη Βίβλο στο χέρι δεν μπορεί να πάρει στα σοβαρά την ερώτηση του Λάιμπνιτς. Και ο λόγος είναι φανερός· το ον στην ολότητά του έχει δημιουργηθεί από το Θεό ο οποίος ως Δημιουργός υπάρχει, είναι. Συνεπώς δε μένει περιθώριο για το γιατί. Γιατί να υπάρχει το ον; Επειδή υπάρχει ο Θεός. Έτσι δογματικά, από την καθέδρα του αποχρώντος λόγου, κλείνει ο θεολόγος αυτή τη συζήτηση αφαιρώντας από το μηδέν κάθε νόημα. Ο Θεός προτείνεται ως έσχατο θεμέλιο, ως καταγωγή και υποκείμενο, ως primum movens. Συνεπώς: εκείνο που ζητείται μέσα σε αυτή την ερώτηση, για την πίστη είναι τρέλα (ist fur den Glauben eine Torheit).[ΚΑΙ Η ΜΕΛΕΤΗ ΘΑΝΑΤΟΥ;]
Και όχι μόνο για την πίστη: μαζί με τη θεολογία, η κλασική φιλοσοφική σκέψη, η λογική, η ψυχανάλυση, οι θετικές επιστήμες, οι επιστήμες του ανθρώπου παραιτούνται χλευαστικά από αυτή την ερώτηση χαρίζοντας την προοπτική της στη χαιντεγγεριανή φιλοσοφία γιατί μόνο αυτή δέχεται να καταπιαστεί με κάτι που θεωρείται ανυπόστατο, ματαιόσπουδο, αντιεπιστημονικό, με ένα λόγο θέμα που βρίσκεται έξω από την παραδεχτή και τρέχουσα τάξη των πραγμάτων. Όσο κι αν φαίνεται οξύμωρο, η θεολογία είναι θετική επιστήμη. Γιατί; Επειδή, όπως όλες οι θετικές επιστήμες, έχει ένα δεδομένο αντικείμενο, ένα τεθειμένο: positum ον (το Θεό). Ό,τι κι αν πεί η θεολογία για την αποκάλυψη και την πίστη δεν έχει τρόπο να αποσπαστεί από αυτή την καταγωγική δέσμευση. Αρχή και κατάληξή της λογίζεται ένα ον που η δυσκολία στη σύλληψη και στον ορισμό του είναι απολύτως ανάλογη με τη δυσκολία του θεολόγου να αρνηθεί την οντικότητά του. Αφού λοιπόν για το Χάιντεγγερ η φιλοσοφία σκέφτεται αποκλειστικά το μηδέν, δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει το συμπέρασμά του: ως θετική επιστήμη, η θεολογία στέκεται κοντύτερα προς τη χημεία και τα μαθηματικά απ' όσο προς τη φιλοσοφία (Φαινομενολογία και θεολογία, μτφ. Γ. Τζαβάρα, σ. 27).
Εξάλλου ένας ερευνητής αρμενίζει πάντα πολύ μακριά από το πεδίο της «φιλοσοφίας». Ένας βιολόγος που πειραματίζεται πάνω στη συμπεριφορά των βατράχων και των ποντικών γιατί – δυνάμει ποιάς επιστημονικής αρχής; – να υπερβεί το αντικείμενό του, το συγκεκριμένο έμβιο ον, και να διαλογιστεί το μηδέν; Ένας φυσικός πως να εγκαταλείψει την ασφάλεια του αντικειμένου του και να πλανηθεί μέσα στο πυκνό σκοτάδι της απουσίας αντικειμένου; Σε ποιο επιστημονικό εργαστήρι «διαλύεται», «ερευνάται», εμφιαλώνεται» το μηδέν; Σε κανένα. Εκ των πραγμάτων η όποια επιστήμη παραμένει οντική, όπως οντική μέχρι κόρου και αηδίας είναι και η όποια καθημερινή ζωή που ζει με οδηγό τα μάτια της, πατάει στο στέρεο έδαφος των πραγμάτων και ασκείται στον έλεγχό τους.
Ο Χάιζενμπεργκ το δηλώνει απερίφραστα: «Στις φυσικές επιστήμες δεν ενδιαφερόμαστε για το σύμπαν ως σύνολο, που περιλαμβάνει κι εμάς τους ίδιους, αλλά στρέφουμε την προσοχή μας σε ορισμένα τμήματα του σύμπαντος και τα κάνουμε αντικείμενο της μελέτης μας» (Φυσική και φιλοσοφία, Κάλβος, σ. 38). Πράγμα που σημαίνει ότι η επιστημονική έρευνα αδιαφορεί για το θέμα της θεμελίωσης (άρα για το νόημα του Είναι) και επιδίδεται στην προσαύξηση των γνώσεών της που τελικά γίνεται αυτοσκοπός. Γι' αυτό, όταν μια επιστήμη κάνει μια προσπάθεια αυτοσυνείδησης, πάντα το αποτέλεσμα είναι μια κρίση θεμελίων (Sein und Zeit, § 3). Και υφίσταμαι μια τέτοια κρίση δε σημαίνει τίποτε άλλο από την αναγνώριση ότι μια επιστήμη δεν μπορεί να αρκείται στα ίδια της τα δεδομένα. Αργά ή γρήγορα το οντικό θα πρέπει να θεμελιωθεί στο οντολογικό και μέσα στον ερευνητή να αρχίσει να επωάζεται ο μεταφυσικός.
Δηλαδή ο άνθρωπος που στοχάζεται το νόημα του Είναι.
Ο Χάιντεγγερ σπρώχνει την υπερβολή μέχρι σημείου να γράφει ότι αυτό που τον ενδιαφέρει είναι κάτι καθαρά αντιεπιστημονικό, δηλαδη αυστηρό (!) Παραχωρώντας την έννοια της ακρίβειας στις επιστήμες, διεκδικεί την έννοια της αυστηρότητας για λογαριασμό της φιλοσοφίας. Οι επιστήμες ακριβολογούν, αλλά ελλείψει οντολογικής προοπτικής δε σκέφτονται με «αυστηρότητα». Παραμένουν μέσα στα όρια του όντος. Γι' αυτό και στο βάθος το ζήτημα της οντολογίας δεν είναι να υποβιβάσει ή να προβιβάσει συλλήβδην τις επιστήμες – διάβημα κωμικό από τη φύση του –, αλλά να δείξει ότι ο ορίζοντας του φιλοσοφικού διαλογισμού ανήκει σε άλλη και μοιραία σε ανώτερη τάξη. Εκεί η συζήτηση καταφρονεί την οντική αποδοχή· είναι αμφίβολη, αντιεπιστημονική, παράλογη, προκλητική, μεγαλόστομη, γι' αυτό και δε φοβάται να αρχίσει σαν ένα παιχνίδι.[ΘΡΗΝΩ ΚΑΙ ΟΔΥΡΟΜΑΙ ΣΑΝ ΕΝΝΟΗΣΩ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ. Ο ΒΕΡΘΕΡΟΣ ΤΟΥ ΓΚΑΙΤΕ, ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΥ,ΕΧΑΣΕ ΤΗ ΜΑΧΗ ΣΤΙΣ ΟΧΘΕΣ ΤΟΥ ΡΗΝΟΥ.]
Ετούτο το ξύλο που κρατάω στα χέρια μου είναι εκτατό, έχει κάποιο χρώμα, είναι σκληρό, έχει μια μορφή. Είναι ένα ον, όπως και ο όποιος συνάνθρωπος, το σπίτι που με περιμένουν να φάμε, το πρώτων βοηθειών που περνάει κτλ. Γιατί όμως αυτή η διαπίστωση δε μας αρκεί και θα πρέπει σώνει και καλά να αναζητήσουμε το Είναι του;
Επιπόλαια θα λέγαμε ότι, όπως η παραδοσιακή μεταφυσική αποσπάται από το τόδε τι και γυρεύει την ουσία του, παρόμοια υπερβαίνουμε το συγκεκριμένο πράγμα για να βρούμε το Είναι του. Αλλά αφού για να γυρέψω κάτι πρέπει να έχω μια προϊδέαση, ποια μπορεί να είναι η προϊδέαση του Είναι; Και ευθέως, τι είναι το Είναι; Αξίζει να θυμήσουμε ότι σε κανένα κλασικό κείμενο δεν απαντούμε τη φράση: το Είναι του όντος.[ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ] Αντίθετα μπορούμε να συναντήσουμε τη γενική κίνηση της εφόδου προς το ουσιώδες που κάνει τον παρατηρητή να ξεκινάει από το δέντρο για να αναχθεί στην έννοια φυτό, κατόπιν στην έννοια του ζώντος για να καταλήξει στη «ζωή». Είδη και γένη... Την κίνηση αυτή την αποκλείσαμε εξαρχής γιατί ο ορίζοντάς της είναι γνωστικός, ενώ πουθενά ο Χάιντεγγερ δεν ισχυρίζεται ότι τον ενδιαφέρει η γνώση. Γενικά το Είναι του όντος δε δηλώνει ούτε υπονοεί τη γνώση του όντος.
Το σπίτι όπου μένω – ένα ον αναμφισβήτητα: ποιο το Είναι του; Η επαρχιακή πόλη που με δέχτηκε στους κόλπους της: ποιο το Είναι της; Το δέντρο όπου ο Ιούδας ἀπελθών ἀπήγξατο: ποιο το Είναι του; Στο χέρι του καθενός είναι να φτιάξει έναν άπειρο κατάλογο όπου όλες οι ερωτήσεις θα καταλήγουν στον γκρεμό του ερωτηματικού: ποιο το Είναι; Κάθε φορά το ον που έχω μπροστά μου είναι διαφορετικό, το Είναι όμως ηχεί πάντα μονότροπα. Η άπειρη οντική πολλαπλότητα δε συνεπάγεται και την πολλαπλότητα του Είναι. Αυτό επιμένει να είναι μονοπρόσωπο απέναντι στο ον που αλλάζει χίλια πρόσωπα. Πράγματι το Είναι, σαν απόλυτη Ενικότητα, εμμένει πίσω από την απειρία των οντικών εμφανίσεων. Ωστόσο όσο γενναιόδωρα του χαρίζουμε αυτή την ακριβή λέξη: Είναι, άλλο τόσο τσιγγουνικα μας απαντάει. Παραμένει αόριστο, ανυπόστατο, σκέτο μύθευμα.
Όταν πάρεις ένα όποιο συμβάν (π.χ. τη γέννηση ενός παιδιού)· κατά βάση υπάρχουν δύο τρόποι να το σκεφτείς. Το επειδή και το γιατί. Το παιδί βγήκε από την κοιλιά της μάνας του; Αυτό έγινε επειδή (θα μας πεί ο αρμόδιος γιατρός) μέσα στον οργανισμό της γυναίκας συντελέστηκαν οι κάτωθι διαδικασίες κτλ. Ο κρίνος άνθισε; Αυτό έγινε επειδή (θα μας πεί ο βοτανολόγος) το φυτό έφτασε μέσα από τα στάδια της αιτιακής του αλυσίδας στη στιγμή που...κτλ.. Η Ντόρα παίζει με τη τσάντα της: Αυτό συμβαίνει επειδή (θα μας πεί ο Φρόυδ) είναι ένας τρόπος να αυνανίζεται. Σε κάθε περίπτωση το επειδή έρχεται σαν δικαστής ή σαν θεραπευτής να μας βγάλει από την απορία και να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
Δηλαδή που; Ποια είναι η θέση των πραγμάτων; Γιατί υπάρχουν τα πράγματα; Γιατί να υπάρχουν αυτά και όχι το τίποτα; Αυτές οι ερωτήσεις δείχνουν να έρχονται από κάπου αλλού, όχι από την πατρίδα του καθησυχαστικού (και οντικού) επειδή, αλλά από τον άγνωστο τόπο του γιατί. Κι αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στο γεγονός ότι το επειδή δε μας ξεσπιτώνει, δε μας ανησυχεί, ενώ με το γιατί ανοίγει η ίδια η άβυσσος η οποία για να κλείσει, χρειάζεται, όπως είδαμε, να τεθεί ως καθολικός αποχρών λόγος ο Θεός, αυτή η ultima ratio rerum. Στην κλασική λοιπόν πρότασή του: nihil est sine ratione (όλα έχουν την αιτία τους) ο Λάιμπνιτς βρίσκει τρόπο να δέσει το γιατί με το επειδή και να ασφαλίσει το σύμπαν του με το θεμέλιο της intelligentia extramuntana.
Αυτή η κατακλείδα που είναι φορτωμένη με αιώνες θεολογία και φιλοσοφία αποτελεί το στόχο των χαιντεγγεριανών καταγγελιών. Αναζητώντας πάντα την αιτία η παραδοσιακή μεταφυσική έμεινε υποτελής της παραστασιακής σκέψης, αυτής δηλαδή που παραδίδεται σιδηροδέσμια στο κύρος του όντος. Τα πάντα μέσα στον κόσμο έχουν την αιτία τους: δηλαδή κάποιο ον. Ο κόσμος έχει ως αιτία του το Θεό: ένα ον. Έτσι η φιλοσοφία δεν κατόρθωσε να υπερβεί τον κλοιό του όντος (κόσμος+Θεός) και να αναρωτηθεί για το ανεξάντλητο νόημα της αλήθειας αυτού που δεν ανήκει στην οντική τάξη, που δεν έχει αποχρώντα λόγο, του Είναι δηλαδή, του μηδενός, του τίποτα. «Πουθενά η μεταφυσική δεν απαντά στην ερώτηση για την αλήθεια του Είναι επειδή δε θέτει πουθενά αυτή την ερώτηση. Δε θέτει αυτή την ερώτηση γιατί σκέφτεται το Είναι μονάχα στο βαθμό που παριστά το ον ως ον. Στοχάζεται το ον στην ολότητά του και μιλάει για το Είναι. Κατονομάζει το Είναι και σκοπεύει το ον ως ον. Οι ρήσεις της μεταφυσικής,[ΤΗΣ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΗΣ, ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ. ΟΧΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΝΟΛΟΓΙΑΣ] από την πρωταρχή ως την αποπεράτωσή της, κινούνται με παράδοξο τρόπο μέσα σε μια διαρκή σύγχυση του όντος με το Είναι» (Qu'est-ce que la Métaphysique? Gallimard, o. 29).
Συνεπώς η Εισαγωγή στη μεταφυσική δεν μπορεί παρά να είναι Εξαγωγή από τη λήθη του Είναι και της διαφοράς. Ο Χάιντεγγερ αναλαμβάνει να διδάξει την απόσπαση από την «παραστασιακή σκέψη», αυτή που ταυτίζοντας το πράγμα με το γεγονός του παραδίδει τη σκέψη στην αναζήτηση των αιτιών. Κι όμως το δέντρο που έχω μπροστά μου δεν ταυτίζεται με την παρουσία του. Η παρουσία αποκόβεται· δεν έχει αιτιακή σχέση με το δέντρο, δεν είναι ο σπόρος που το γέννησε, η αιτία που το συγκρατεί, είναι το μηδέν της παρουσίας του που δεν ανάγεται στις ιδιότητές του και δεν έχει εξήγηση και θε μελίωση.[ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΑΙΤΙΑ ΠΡΟΝΟΙΑ, ΤΟ ΕΞΑΙΦΝΗΣ] Πίσω από κάθε ον η πολύπειρη καθημερινή ζωή και η οπτικομανής παραστασιακή σκέψη δε μας επιτρέπουν – ή δεν ξέρουν να μας επιτρέψουν – να αντιληφθούμε ότι άλλο το πράγμα που είναι, και άλλο το γεγονός ότι είναι. Με άλλα λόγια το γεγονός δεν υφίσταται ξέχωρα – γιατί τότε θα ήταν ον –, δεν μπαίνει σε παράσταση, δεν μπορείς να το δείξεις με το δάχτυλο. Βλέποντας τον Ευβοϊκό από έναν όχτο στο Γραμματικό, αναγνωρίζω τη θάλασσα, τις ακτές, τη λεπτή γραμμή του αφρού που περιφρονεί την ευθεία, ωστόσο άλλο είναι η σειρά των όντων (θάλασσα, δέντρα, ακτή, δρόμος) κι άλλο το γεγονός όταν όλα τούτα συγκρατούνται μέσα στο φως του Είναι. Το γεγονός δε βλέπεται, δεν ακούγεται, δεν είναι κάτι οντικό – ουσιαστικά περνάει απαρατήρητο. Το ξεχνάμε για χάρη του πράγματος. Κι όμως η συστοιχία μας με αυτό αποτελεί την αυθεντική μεταφυσική εμπειρία (Grunderfahrung).
Η ανατολική θεολογία βρίσκεται, καθώς λένε, πολύ κοντά σε αυτή την εμπειρία. Πράγματι ένας Θεός ά-ναρχος, α-τελεύτητος, α-όρατος, ά-πειρος, α-σώματος, α-σύνθετος, α-κατάληπτος μοιάζει να ξεφεύγει από τη θετικότητα της θεολογίας που αρπάζεται από το βιβλικό εγώ ειμί ο ων και το κάνει positum της. Αλλά το προβληματικό δεν είναι να δεχτεί κανείς έναν Deus absconditus όσο έναν Deus revelatus. Για το νού που η φιλοσοφία έκανε ό,τι χρειάζεται για να χάσει τη θεολογική του αθωότητα, πάσα ανατατική χειραγωγία απορρίπτεται γιατί δεν μπορεί να αποδεχτεί εκ των προτέρων ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε για να θεωθεί, ούτε ένα βίωμα πίστης που εκ των προτέρων είναι τριαδοκεντρικό. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι ο κόσμος και όλη η μοίρα του Είναι συνιστούν ένα ηθικό γεγονός. Αυτό δηλαδή που με την αρωγή του Χάιντεγγερ πρέπει να θεωρήσουμε βρεφοπρεπή ομιλία. Υπάρχουν, όπως ξέρουμε από το Νίτσε, ηθικά κριτήρια και όχι ηθικά γεγονότα, και ο κόσμος αναμφίβολα δεν είναι ηθικό γεγονός. Το μηδέν, και φυσικά ο κόσμος, δεν εκχριστιανίζονται.[ΕΔΩ ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΠΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ Η ΟΠΟΙΑ ΣΥΜΠΑΡΕΣΥΡΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΤΟΥ.]
Αποτάσσουν όλα τα εκ-καλώντας να βιωθούν αποκλειστικά ως τέτοια. Ετούτη η μοναδική κλήση βρίσκει αντίθετους όλους τους επιστήμονες της θετικής σκέψης. Ο χριστιανός θεολόγος δεν αρνείται ότι είναι αναγκαία η υπέρβαση του όντος προς το Άλλο του (το Θεό), αρνείται όμως με αποτροπιασμό να δεχτεί ότι η υπέρβαση των όντων αφορά και τον ίδιο το Θεό και ότι το θεμελιακό πρόβλημα δεν είναι η ύπαρξη ή η ανυπαρξία του Θεού, αλλά το νόημα του μηδενός.[ΑΥΤΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΟΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ, ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΝΙΚΗΣΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ, ΥΠΕΡΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΘΕΟ ΣΥΝΤΗΡΗΤΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΜΕ ΤΙΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ] Ο μαρξιστής από την άλλη ή ο φυσικός, εξίσου θετικιστής, επιμένει να βλέπει παντού δέσμες δυνάμεων και ενεργειών που εκλογικεύονται σε μια σειρά νόμων υπό το πρίσμα του οντικού επιστημονικού πνεύματος. Όλοι δηλαδή αρνούνται να παραδεχτούν ότι το γεγονός των πραγμάτων δεν είναι εκλογικεύσιμο.
Και για τον Χάιντεγγερ δεν είναι· το πράγμα μπορεί να περιγραφεί, να εξηγηθεί, να κατηγοριοποιηθεί, ποτέ όμως το γεγονός της παρουσίας του, αυτό παρουσιάζεται ανερμήνευτο. Όταν βλέπω μια πτώση σκέφτομαι το νόμο της βαρύτητας και αυτή η αρχή χρησιμεύει σαν ερμηνευτική δικλείδα. Όταν κάποιος βγαίνει από τα ρούχα του σκέφτομαι την αιτία του θυμού του, όταν τα μέταλλα διαστέλλονται ο νούς μου πάει στη θερμότητα, το Είναι όμως δεν υπάρχει τρόπος να το μπάσω στο εργαστήρι της εξήγησης. Δεν έχω αρχή όπου να μπορώ να το αναγάγω. Είναι το κατεξοχήν μη αναγώγιμο. Άρα το κατεξοχήν ανερμήνευτο. Να λοιπόν γιατί ο Χάιντεγγερ δεν έδωσε γνωστικό χαρακτήρα στην αρχιβασική εμπειρία του μηδενός, παρά την ονόμασε Αγωνία.
Όσοι βιάζονται να νεκροβαφτίσουν τη σκέψη του νομίζουν ότι αυτή η λέξη τους δίνει τη μεγάλη ευκαιρία. Και πραγματικά: από που κι ως που μέσα σε μια καθεστηκυία παράδοση ορθολογισμού έχουμε ξαφνικά το δικαίωμα να προσφέρουμε την πρωτοκαθεδρία στο θυμικό; Ποιος μπορεί να μιλήσει για αγωνία και να γλυτώσει κατόπιν από τις αρπάγες της εμπειρικής ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης; Είναι τυχαίο άραγε ότι ο Χούσερλ, όταν διάβασε το Είναι και Χρόνος, βιάστηκε να το στολίσει με την πιο βαριά επίκριση για τους φαινομενολόγους, τον ψυχολογισμό. Αν δεχτούμε την αγωνία στο εσωτερικό της φιλοσοφίας, παραδέχεται ο Χάιντεγγερ, τότε αυτή καταντάει μια υπόθεση θυμικού και συναισθήματος, βουλιάζει με άλλα λόγια στον ιρασιοναλισμό, γιατί τι άλλο μπορεί να είναι ο κόσμος των αισθημάτων;
Μάλα γὰρ φιλοσόφου τοῦτο τὸ πάθος, τὸ Θαυμάζειν· οὐ γὰρ ἄλλη ἀρχὴ φιλοσοφίας ἢ αὕτη. Αρχή της φιλοσοφίας, μας λέει ο πλατωνικός Θεαίτητος (155 d) δεν είναι μια γνώση, ούτε μια σκέψη, αλλά ένα πάθος. Βέβαια τον Πλάτωνα κανείς δε σκέφτηκε να τον κατηγορήσει για ψυχολογισμό. Η παράδοση έκανε θρυλική αυτή τη φράση που ορίζει το θαυμαστή ως στοχαστή. Και δεν στέκει να δούμε το πάθος του θαυμάζειν σαν προετοιμασία, όπως οι Μωαμεθανοί πλένουν χέρια και πόδια προτού προσευχηθούν. Είναι κάτι που διαρκεί. Μέσα στο θαυμασμό σταματάμε (Qu'est-ce que la philosophie? Gallimard, σ. 34). Είναι σα να πισωπατούμε μπροστά στο ον – μπροστά στο γεγονός ότι είναι (έτσι κι όχι αλλιώς). Τα ίδια ακριβώς γράφει ο Χάιντεγγερ για την αγωνία, κι αν διάλεξε αυτή τη λέξη είναι για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο. Ενώ ο θαυμασμός μετά την εξήγηση εκλογικεύεται (ποιος ξαφνιάζεται σήμερα με τη βαρύτητα, τον ηλεκτρισμό, τις διαστημικές πτήσεις;), η αγωνία δεν επιδέχεται εκλογίκευση. Παραμένει πάντα μια μη αναγώγιμη εμπειρία.[ Ο ΘΑΥΜΑΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΚΑΛΛΟΥΣ, ΤΟΥ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΑΓΑΘΟΥ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ. ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΛΕΜΗΣΑΝ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΟ. Η ΑΓΩΝΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΛΟΥΣ]]
Είναι η καθαυτό μεταφυσική εμπειρία που μας φέρνει μέσα στο μηδέν (Hineingehaltenheit in das Nichts=Να κρατιέσαι στο τίποτα). Τούτο δεΝ σημαίνει καμιά μορφή κατάπτωσης, την εκμηδένιση των νηπτικών, μια όποια παραίτηση. Η σκέψη που έχει το σθένος να νοσταλγήσει τον ακατοίκητο τόπο του μηδενός, αυτήν την κατεξοχήν α-τοπία και ου-τοπία, καταφάσκει τη ζωή, την υπερασπίζεται. Diese Hinaussein uber das Seiende, γράφει ο Χάιντεγγερ, (αυτή την ανάδυση από το ον) την αποκαλούμε υπέρβαση: Transzendenz (Was ist Metaphysik? σ. 12)[ΑΒΥΣΣΟΣ ΑΒΥΣΣΟΝ ΕΠΙΚΑΛΕΙΤΑΙ]. Υπερβαίνω τα όντα στο σύνολό τους σημαίνει τα ξεπερνώ. Προς τα που όμως; Εδώ βρίσκονται όλες οι δυσκολίες που συναντάει όποιος, με τη γλώσσα των εξηγήσεων, θέλει να μιλήσει για το ανεξήγητο. Το Είναι δεν κείται κάπου έξω από τα όντα, οπότε υπερβαίνοντάς τα θα μπορούσαμε να το επισκεφτούμε όπως μια άγνωστη ήπειρο. Το εννοούμε πάντα ως Είναι του όντος, όπως τανάπαλιν το ον εννοείται πάντα ως ον του Είναι. Η υπέρβαση αφορά πάντα τη διάνοιξη της (οντικο-οντολογικής) διαφοράς, συντηρεί το χωρισμό, την απόσπαση, αυτό το ανάμεσα (zwich) στο ον και το Είναι. Αντίθετα η συγκάλυψη της διαφοράς σημαίνει παράδοση στο αντικείμενο, λατρεία της γνώσης, καλλιέργεια της παραστασιακής σκέψης.
Στρέφοντας τον άνθρωπο όχι προς το Θεό, όχι προς την ιστορία, όχι προς τον εμπειρισμό και την τεχνική, αλλά προς τη σιωπηλή φωνή του Είναι, ο Χάιντεγγερ διατηρεί άθιχτη τη μεταφυσική εμπειρία χωρίς συνάμα να τη νοθεύει με τους μεγαλειώδεις μύθους των θεολογικών μισθαποδόσεων και των ιστορικών σωτηριολογιών. Ο άνθρωπος ανταποκρίνεται στην κλήση του Είναι: υπερβαίνοντας τα όντα προς το μηδέν και θέτοντας, όχι στο χαρτί παρά στην ίδια του τη ζωή, την ερώτηση των ερωτήσεων: «γιατί να υπάρχει το ον και όχι το τίποτα;» βιώνει το θαύμα των θαυμάτων: ότι το ον είναι. Γεγονός αυτό που δεν μπορεί να βρεί αντιστοιχία σε καμιά γλώσσα άλλη από της ποίησης. Η ανταπόκριση στην κλήση του Είναι, είναι ένα ποιητικό γεγονός.
Έχοντας να κάνει με μια νέα, παρθένα εμπειρία, ο Χάιντεγγερ είναι υποχρεωμένος να επινοήσει νέα λεκτικά σχήματα. Η δοκιμασμένη γλώσσα του ορθολογισμού δε βοηθάει: σύλληψη, πρόσληψη, κρίση, συλλογισμός, συμπέρασμα, εξήγηση, διευκρίνηση κτλ. Αντίθετα διαβάζουμε διαρκώς για αποκάλυψη, διάνοιξη, φως του είναι, φωνή του είναι, φωτισμός, ξέφωτο κτλ., εκφράσεις δηλαδή που με επίκεντρο τη μεταφορά του φωτός πασχίζουν να μεταφράσουν αυτή την αμεταβίβαστη εμπειρία. Βγαίνοντας δηλαδή από τον κλοιό της γνώσης, η οντολογία του δεν καταφεύγει στον ιρασιοναλισμό μιας «εσωτερικής εμπειρίας» όπου η γλώσσα δεν θα είχε κανένα δικαίωμα εισόδου. Ούτε βέβαια θα πέσει ποτέ στην παγίδα να μιλήσει για το παράλογο – όπως κάποιος διάσημος διανοητής εξ Αλγερίας –, για έναν κόσμο χωρίς σκοπό και νόημα. Αλλο το νόημα του Είναι και άλλο η ανατροπή της τάξης των κλασικών αξιών. Το νόημα του Είναι βρίσκεται πέρα από το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο, δεν έχει σχέση με το πλατωνικό πρότυπο;;;. Είναι η μόνη σωτηρία από την τρέλα ή, όπως γράφει ο Ντεριντά σε μια αθέατη υποσημείωση του Εcriture et différence (σ. 83 κάτω κάτω): το τελευταίο προστατευτικό κιγκλίδωμα (garde-fou) της γλώσσας είναι το νόημα του Είναι.[Ο ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ]
Πιθανώς, κάπου εδώ θα έπρεπε να πούμε: να λοιπόν ποια είναι η φιλοσοφία του Χάιντεγγερ. Πώς να περιλάβεις όμως τη φιλοσοφία ενός ανθρώπου που αρνείται κατηγορηματικά ότι κατέχει κάτι παρόμοιο; Με τα ίδια του τα λόγια: «Δεν υπάρχει χαιντεγγεριανή φιλοσοφία κι αν ακόμα υπήρχε κάτι παρόμοιο δε θα με ενδιέφερε. Το μόνο που με απασχολεί είναι το ζήτημα που αποτελεί τον άξονα της φιλοσοφίας: δηλαδή το πρόβλημα του Είναι» (J. Beaufret, Introduction aux philosophies de l'existence, 1971, σ. 147). Αν προσθέσουμε τώρα ότι αυτό το πρόβλημα υπάρχει ατόφιο και αλώβητο μονάχα μέσα στη σκέψη των προσωκρατικών, τότε τα πράγματα μπαίνουν σε άλλον ορίζοντα. Δεν έχουμε να κάνουμε με έναν μοντέρνο μαθητή του Κίρκεγκαρντ, με έναν οψιμαθή αρχαιογνώστη, με ένα φουριόζο «γιατρό του πολιτισμού» αλλά με έναν άνθρωπο που διακηρύχνει την επιστροφή. Έναν «μεταφραστή» των προσωκρατικών που σκοπό του έχει βάλει να ξεχώσει τα σπασμένα αγάλματα της σκέψης τους από τις απίθανες επιχωματώσεις του ορθολογισμού. Η μετάφραση συνιστα παράδοση (Le principe de raison, Gallimard, σ. 222), άρα αν οι προσωκρατικοί παρανοήθηκαν, η επιστροφή η η αποστροφή για μιάν ορισμένη παράδοση δεν μπορεί παρά να γράφει βιβλία για τη μεταφραση: αυτό είναι το Είναι και Χρόνος.
Μολονότι μέσα στο Sein und Zeit το κεντρικό ζήτημα είναι να αποκατασταθεί η χαμένη ζωοδόχος επαφή με τον Ηράκλειτο, τον Παρμενίδη, τον Αναξίμανδρο, στις σελίδες του με έκπληξη βλέπουμε να κρίνονται ο Καρτέσιος, ο Καντ, ο Χούσερλ, ο Χέγκελ. Τούτο σημαίνει ότι ο Χάιντεγγερ δε φιλοδόξησε να συγγράψει μια πραγματεία περί προσωκρατικών που με τη σειρά της θα διεκδικούσε τον τίτλο του προσωκρατικού αποσπάσματος (Kojève), αλλά ότι σκόπευε κάτι πολύ πιο ριζικό. Χωρίζοντας τη δυτική φιλοσοφία σε δύο μεγάλες περιόδους: εποχή του Είναι (προσωκρατικοί), εποχή της λήθης του Ειναι (Πλάτωνας, Αριστοτέλης ως τα σήμερα), έβαλε πρόγραμμα να εξαρθρώσει και να εξαντλήσει τον ορθολογισμό ασκώντας καταλυτική κριτική. Οι έννοιες: ον, Είναι, άνθρωπος, λογική, λόγος, χρόνος, χώρος, φαινόμενο, κρίση, αλήθεια, ιστορία κτλ. επανεξετάζονται κάτω από το φως της διαφοράς, όχι βέβαια για να αποδειχτεί ότι ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης δεν κατανόησαν τον Ηράκλειτο, ούτε ότι ο Καντ και ο Χέγκελ δεν αντιλήφθηκαν τάχα σωστά τη λέξη Λόγος, αλλά για να αναδειχτεί μια πορεία μέσα στο παιχνίδι της πλάνης και της αλήθειας που δεν είναι λάθος, ατόπημα, παρεξήγηση, αλλά – η φράση σημαίνει πάντα κάτι περισσότερο από αυτό που καταλαβαίνουμε – η μοίρα του δυτικού πνεύματος.
Τα ελληνικά, η πιο φιλοσοφική γλώσσα της Δύσης, καθώς μεταφράστηκαν στα λατινικά έπαθαν τέτοιο ναυάγιο ώστε σήμερα να λέμε λέξεις που σημαίνουν άλλα πράγματα από αυτά που νομίζουμε. Για να ξαναβρούμε την αρχική δύναμη της καταγωγής χρειάζεται κυριολεκτικά αφύπνιση, ξύπνημα. Κι όπως αυτός που ξυπνάει τρίβει τα μάτια του, ξυπνώντας από τη λήθη του Είναι θα τρίψουμε (ετυμολογικά) τα μάτια του πνεύματος που, όπως θα έλεγε ο Βαλερύ, δεν είναι άλλα από τις λέξεις. Τι λέει για παράδειγμα η λέξη Φύσις; Ονομάζει αυτό που αναπτύσσεται από μόνο του (το τριαντάφυλλο), το γεγονός ότι εκτυλίσσεται διανοίγοντας τον εαυτό του και μέσα σε αυτή τη διάνοιξη κάνει την εμφάνισή του, παραμένει σταθερά μέσα στο εμφανίζεσθαι. Οπωσδήποτε για τη λέξη φύση το λεξικό δίνει την ερμηνεία της ανάπτυξης. Κάτι που φύεται, αναπτύσσεται, παίρνει τα πάνω του και ξεπερνάει το προηγούμενο σχήμα του. Αυτή την ποσοτική κατά βάση ανάπτυξη ο Χάιντεγγερ την ενσωματώνει σε μιάν αντίληψη που αγκαλιάζει όλα τα φαινόμενα: ουράνια σώματα, φυσικά και φυτικά γεγονότα, κάθε λογής τροπή, στροφή και ανάπτυξη. Ο σάλος των κυμάτων, η έξοδος του ζώου από την κοιλιά της μάνας του, η πτώση ενός μετεωρίτη. Όλα φύονται και ίστανται. Αλλά αυτή η στάση και η ευ-φυία, το να ίστασαι-στον εαυτό-σου-στραμμένος-προς-τα-έξω, όπως το βουνό, ένα άνθος, το σώμα του βρέφους, μια τρίχα στο κεφάλι, δεν είναι μονάχα η φυσική διαδικασία της επώασης. Κάθε τι που φύεται (ως ον) είναι μια άνοιξη (από το ανοίγω). Το ον ανοίγει μέσα στο φως της παρουσίας. Εξού και ο συναρπαστικός συσχετισμός του φύειν και του φαίνεσθαι. Οι ρίζες φυ- και φα- δηλώνουν το ίδιο πράγμα. Η κατακυριαρχία εκείνου που διαρκεί και σοβεί μέσα στην επώαση είναι το εμφανίζεσθαι (Introduction à la métaphysique, Gallimard, σ. 109).
Μέσα στην ελληνική έννοια της φύσης εγκλείεται τόσο το γίγνεσθαι όσο και το είναι· φύσις είναι αυτό που έρχεται στο φως, το γεγονός ότι κάτι εξέρχεται από τη λανθάνουσα κατάσταση και ίσταται μέσα στη φωτοφάνεια του Είναι. Ο Έλληνας είχε την εμπειρία του όντος ως κάτι αυτοφυόμενου που κάνοντας την εμφάνισή του διαδηλώνει την παρουσία: το πιο σημαντικό στοιχείο της αρχαίας φιλοσοφίας. Εδώ ακριβώς, για να δείξει τη σχέση όντος και Είναι, παρουσίας και απόκρυψης, ο Χάιντεγγερ θυμίζει το ηρακλείτιο: φύσις κρύπτεσθαι φιλεί. Αν η φύση είναι το σύνολο των φυσικών πραγμάτων, τότε όχι μόνο δεν αγαπά να κρύβεται, αλλά είναι το πιο φανερό. Το κρύπτεσθαι βρίσκει την ταυτότητά του μόνο αν το νοήσουμε ως απόκρυψη του Είναι. Όπως απανταχού βλέπουμε φυσικά στοιχεία, αλλά πουθενά τη φύση, έτσι και το Είναι μολονότι νοείται πίσω από τα όντα είναι το κατεξοχήν αποκρυπτόμενο.
Αλλά εκεί που τα παράτολμα χαιντεγγεριανά μεταφράσματα – εξοργιστικά για τους φιλολόγους, διαφωτιστικά για τη στρατηγική του – παίρνουν τις διαστάσεις σκανδάλου, είναι όταν η ερμηνεία του στρέφεται στην κεντρική έννοια της δυτικής μεταφυσικής: το Λόγο. Έννοια που τη βρίσκουμε στον Καρτέσιο (Reson), στον Χιούμ (Reason), στον Καντ και στον Χέγκελ (Vernunft), στους Λατίνους (Ratio) όσο και στους αρχαίους. Θα χρειαστεί λοιπόν μια ριζική αναθεώρηση της δυτικής (μεταφραστικής) μεταφυσικής όσο και της τυπικής λογικής. Αναθεώρηση που την αναλαβαίνει με πλήρη επίγνωση της ευθύνης αρχίζοντας απευθείας με την ετυμολογία την οποία χρησιμοποιεί σαν κριτικό εργαλείο αλλά και σαν κατεδαφιστική μηχανή.
Αφού καγχάσει για λίγο την εξοργιστική αφέλεια των ερμηνευτών που επιμένουν να βλέπουν στο Λόγο του Ηράκλειτου έναν Χριστιανισμό πριν από το γράμμα, το κείμενο της Εισαγωγής στη μεταφυσική έρχεται στο προκείμενο. Στο α΄ απόσπασμα διαβάζουμε:
τοῦ δὲ λόγου τοῦδ᾽ ἐόντος ἀεὶ ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ ἀκοῦσαι καὶ ἀκούσαντες τὸ πρῶτον· γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον τόνδε ἀπείροισιν ἐοίκασι, πειρώμενοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιούτων, ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι κατὰ φύσιν διαιρέων ἕκαστον καὶ φράζων ὅκως ἔχει. τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους λανθάνει ὁκόσα ἐγερθέντες ποιοῦσιν ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται.
Και μολονότι τούτος ο λόγος είναι κοινός, οι άνθρωποι γίνουνται ασύνετοι παντοτινά, και πριν τον ακούσουν, και όταν τον ακούσουν για πρώτη φορά. Γιατί, μολονότι τα πάντα γίνουνται σύμφωνα με τούτο το λόγο, μοιάζουν σα να μην τον γνωρίζουν και καταπιάνουνται με λόγια και έργα τέτοια, που εγώ τώρα θα διηγηθώ, διαιρώντας το καθένα κατά τη φύση του και λέγοντας πώς έχει. Όσο για τους άλλους ανθρώπους, δεν έχουν συναίσθηση των όσων κάνουν στον ξύπνο τους, όπως λησμονούν τα όσα κάνουν όταν κοιμούνται. (Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης).
Αν εδώ και σε πολλά άλλα σημεία ζητήσαμε και θα ζητήσουμε από τη γλώσσα να μας διαφωτίσει και συχνά να μας μάθει να σκεφτόμαστε, είναι γιατί η γλώσσα είναι πολύ πιο στοχαστική από μας (Herac lite, Gallimard, σ. 176). Η μνήμη μιάς αρχαίας λέξης δεν έχει τίποτα να κερδίσει ή να μάθει από την τουμπανιασμένη μνήμη ενός καθηγητή. Ο Λόγος λοιπόν, που για την τρέχουσα κατανόηση σημαίνει νόημα, ομιλία, λογική διδασκαλία, εδώ δηλώνει κάτι απροσδόκητο: συλλογή, συγκέντρωση, συνάθροιση. Λέξη προς λέξη: ενώ ο λόγος παραμμένει πάντα ο αυτός (τοῦδ᾽ ἐόντος ἀεὶ), οι άνθρωποι συμπεριφέρονται σαν να μην καταλαβαίνουν (ἀξύνετοι), τόσο πριν ακούσουν όσο και αφού ακούσουν. Γιατί τα πάντα συμβαίνουν κατά τον λόγον τόνδε, εντούτοις οι άνθρωποι μοιάζουν με εκείνους που, επειδή τους λείπει η τόλμη, δεν έχουν καμιά εμπειρία, παρότι δοκιμάζουν λόγια και έργα, σαν κι εκείνα που κάνω όταν αναλύω κάθε πράγμα κατά φύσιν, σύμφωνα με το είναι, και εξηγώ το πως είναι (ὅκως ἔχει)». Ο Ηράκλειτος, γράφει ο Χάιντεγγερ, θέλει να πεί: Οι άνθρωποι οπωσδήποτε ακούνε, ακούνε λόγια, αλλά μέσα σε αυτά τα ακούσματα δεν ξέρουν να αφουγκραστούν, δηλαδή να ακολουθήσουν αυτό που δεν είναι ακρόαμα, δεν είναι λέξη, ομιλία. Εξού και η αντίθεση ανάμεσα στα ἔπεα (λόγια) και στο Λόγο. Με τον ίδιο τρόπο το οὐκ ἐμοῦ αλλά του λόγου ακούσαντες δείχνει τη διαφορά των λόγων (οὐκ ἐμοῦ) από τον ίδιο το Λόγο. Ο λόγος (Sammlung) είναι η συγκέντρωση των όντων, η συλλογή, η περισυλλογή (έν πάντα), κάτι ξένο δηλαδή σε αυτούς που διασκεδάζουν (σκεδάνυμι: σκορπίζω) μέσα στα τυχαία λόγια και κεκόρυνται ὅκωσπερ κτήνεα. Ο λόγος, το Είναι απαιτεί μιάν υπακοή που δεν έχει να κάνει με τα αυτιά.
Η Εισαγωγή στη μεταφυσική έχει πολλές σελίδες που συνεχίζουν στον ίδιο τόνο και δεν υπάρχει λόγος να τις χαλάσω μεταγράφοντάς τες. Αξίζει όμως μεταγραφής ένα χωρίο της Οδύσσειας που δείχνει ξεκάθαρα ότι αυτή η ερμηνεία δεν βαδίζει αυθαίρετα: ᾿Αμφίμεδον, τί παθόντες ἐρευνήν γαῖαν ἔδυτε | πάντες κεκρυμένοι καί ὁμήλικες· οὐδὲ κεν κακῶς κρινάμενος λέξαιτο κατά πόλιν ἄνδρας ἀρίστους (ΧΧΙV, 106). Το λέξαιτο με καμιά δύναμη δεν μπορεί να σημαίνει ομιλία, άνετα όμως μπορεί να εννοεί τη συνάθροιση των ανδρών της πόλης. Χειραγωγημένη με αυτό τον τρόπο και μυστικά «προοδευμένης η λέξη πέρασε από τη συλλογή στο συλλογισμό, από την έκθεση πραγμάτων στην έκθεση επιχειρημάτων, από το λόγο και το λέχος στο εκ-θέτω και απο-θέτω μέσω της ομιλίας. Έτσι η αρχέγονη περισυλλογή του έν πάντα θα φτάσει μια εποχή που θα πάρει τη μορφή της λογικής, της ιδέας, της επιστήμης σημειώνοντας τη μεγαλειοδέστερη απόκρυψη στην ιστορία της φιλοσοφίας. Αυτό που για την καθιδρυμένη φιλολογία είναι το πέρασμα από το μύθο στο λόγο, για το Χάιντεγγερ είναι το πέρασμα από το λόγο στο μύθο (της δυτικής μεταφυσικής). Στη Λογική.
Επιστροφή δεν μπορεί παρά να σημαίνει καταστροφή της Λογικής.
«Αραγε από πότε υπάρχει η λογική, αυτή η λογική που ακόμα και σήμερα κυβερνάει τη σκέψη μας και τα λόγια μας, και συμβάλλει στον εξ υπαρχής ουσιαστικό καθορισμό της γραμματικής αντίληψης της γλώσσας, και συνακόλουθα στη θεμελιακή αντίληψη της Δύσης για τη γλώσσα; Πότε αρχίζει η διαμόρφωση της λογικής; Τη στιγμή που η ελληνική φιλοσοφία αγγίζει στο τέρμα της και γίνεται υπόθεση του σχολείου, της οργάνωσης και της τεχνικής. Όταν το ἐόν, το Είναι του όντος, εμφανίζεται ως ιδέα και έτσι γίνεται «αντι-κείμενο» της επιστήμης. Η λογική γεννήθηκε μέσα στις προοπτικές της σχολαστικής λειτουργίας των πλατωνικών και αριστοτελικών σχολών. Είναι ένα εφεύρημα των σχολαρχών και όχι των φιλοσόφων».
Ετούτη η βίαια αμφισβήτηση δε στρέφεται μόνο ενάντια στις τρεις λογικές αρχές, αλλά κυρίως στο υπόβαθρό τους· το χωρισμό της σκέψης από τα πράγματα.[ΜΗΠΩΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟΝ ΧΩΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΥΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΥΣΗ;] Αν σήμερα μιλάμε για θεωρία και πράξη, υποκείμενο και αντικείμενο, εσωτερικότητα και εξωτερικότητα χωρίς κανείς να προσβάλλεται, αυτό δεν υπονοεί ένα καθεστώς σκέψης. Αλλά τονίζει τη λήθη του Είναι. Λήθη από την οποία η σκέψη θα αποσπαστεί αντιστρατευόμενη στο χωρισμό της σκέψης από το είναι: τη θεμελιακή θέση του ευρωπαϊκού πνεύματος. Θέση που για να την ξεπεράσει καταγωγικά πρέπει να παραπέμψει στις ακρώρειές της.
- Ποια είναι η θεμελιακή θέση του ευρωπαϊκού πνεύματος;
- Ο χωρισμός σε υποκείμενο και αντικείμενο.
- Ποιες είναι οι ακρώρειές της;
- Οι προσωκρατικοί.
- Ποιο είναι το μέγα εμπόδιο για να φτάσουμε ως αυτούς;
- Η λογική, ο ορθολογισμός και κυρίως το cogito.
Αυτό ακριβώς θα παρουσιάσουμε κρίνοντας τον Καρτέσιο, τον Καντ και τον Χούσερλ.
Η ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΤΩΝ ΣΗΜΕΡΙΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕ Ο ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΝΟΙΑ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΗΤΟΣ, ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ, ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗΣ. ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΤΑΚΛΕΙΣΤΕΙ ΑΠΟ ΘΡΑΣΥΔΕΙΛΕΣ ΜΕΤΡΙΟΤΗΤΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΔΕΧΘΗΚΑΝ ΤΗΝ ΔΕΙΛΗ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΜΟΥ, ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΖΗΖΙΟΥΛΑ, ΣΕ ΕΦΗΣΥΧΑΣΜΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου