Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ (17)


ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ  
ΤΟΥ ENRICO BERTI.

Η συνέπεια όλου αυτού ήταν ότι η διαλεκτική, ακριβώς στο σημείο κατά το οποίο έφτανε στην τελειοποίησή της σε σύγκριση με την καταγωγή της από τον Ζήνωνα, χάριν τής εφαρμογής της σε ένα διαλογικό πλαίσιο, με την ένωση δηλαδή τής ανασκευής με την λογική τής ερωτήσεως και τής απαντήσεως, έχανε την αποτελεσματικότητά της όσον αφορά την ανασκευή, επομένως και την δυνατότητά της να αποδείξει το αληθινό μέσω τής ανασκευής του ψεύτικου, δηλαδή αποδυναμωνόταν ολοκληρωτικώς. Και ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης, όπως είδαμε, φανέρωσαν αμέσως ότι η θεωρία τού Πρωταγόρα κατέστρεφε αυτή την ίδια, εξισώνοντας με αυτή και την άρνησή της. Και ο Αριστοτέλης έδειξε καθαρά τον βασικό λόγο αυτής τής αυτοκαταστροφής, δηλαδή την άρνηση τής αρχής τής μη-αντιφάσεως. Εάν αποδεχθούμε δηλαδή ότι κάθε υποκειμένου μπορούμε να βεβαιώσουμε όσο και να αρνηθούμε κάθε κατηγόρημα, δηλαδή εάν δεχθούμε ότι αντιφατικές γνώμες μπορούν να συνυπάρξουν άνετα και ήσυχα χωρίς να αποκλείονται αμοιβαίως, η ανασκευή χάνει κάθε της δύναμη. Ανασκευάζω σημαίνει, όπως είδαμε ήδη σχετικά με τον Ζήνωνα, ότι αποκλείω τήν ισχύ τής θέσεως στην οποία εμφανίζεται η αντίφαση: διότι αφού δεχθώ ότι τα δύο μέρη της αντιφάσεως μπορούν να συνυπάρξουν, δηλαδή δεν περιέχονται σε μία αυθεντική αυτοαντίφαση, παύει να ισχύει κάθε λόγος απορρίψεως της θέσεως που τις περιλαμβάνει, και επομένως η ανασκευή χάνει κάθε της δύναμη, παύει να υφίσταται σαν τέτοια και η διαλεκτική αχρηστεύεται.

Αυτό είναι πιθανόν και το νόημα μιας άλλης διάσημης θέσεως η οποία αποδίδεται από τον Πλάτωνα στον Πρωταγόρα, η οποία λέγει πως δεν είναι δυνατόν να βρεθούμε σε αντίφαση (οὐκ ἔστιν ἀντιλέγειν) [80 Α 19 Diels-Kranz]. Η πηγή της ο Ευθύδημος, όπου ο Πλάτων βάζει στον σοφιστή αυτά τα λόγια: μπορούμε να μιλήσουμε μόνον γι' αυτό που είναι, ενώ γι' αυτό που δεν είναι δεν μιλάει κανείς. Έτσι λοιπόν όταν δύο συζητητές μιλούν για το ίδιο πράγμα, λένε και οι δύο το ίδιο πράγμα, και γι' αυτό δεν αντιφάσκουν. Όταν όμως κανείς από τους δύο δεν μιλά για ένα συγκεκριμένο πράγμα, ούτε και σε αυτή την περίπτωση αντιφάσκουν. Όταν τέλος ένας εκ των δύο μιλά για ένα πράγμα και ο άλλος μιλά για ένα άλλο, δεν αντιφάσκουν ούτε και σε αυτή την περίπτωση. Η προϋπόθεση αυτού του εγχειρήματος είναι πως όποιος δηλώνει και βεβαιώνει μιλά γι' αυτό που είναι, ενώ όποιος αρνείται μιλά γι' αυτό που δεν είναι, επομένως κατάφαση και άρνηση δεν έχουν ποτέ κοινό αντικείμενο και επομένως δεν μπορούν ποτέ να αντιφάσκουν. Σχολιάζοντας την θέση αυτή ο Πλάτων, στον ίδιο διάλογο, λέει δια του Σωκράτη: “αυτός ο τύπος συζητήσεως, ο οποίος δεν είναι καινούριος, διότι ήδη και μάλιστα πολύ συχνά τον έχω ακούσει, με εντυπωσίασε από πάντοτε. Οι οπαδοί του Πρωταγόρα έκαναν συχνή χρήση και πολλοί άλλοι επίσης σε πιο αρχαία εποχή. Σε μένα προσωπικά προκαλεί μεγάλο θαυμασμό, διότι νομίζω ότι τινάζει στον αέρα όχι μόνον τα άλλα επιχειρήματα, αλλά και αυτή την ίδια την θέση” (Πλάτων, Ευθύφρων 285D-286D). Επομένως ο Πλάτων εξηγεί, μέσω του Σωκράτη, ότι αυτή η θέση βασίζεται στην αδυναμία να πούμε το ψεύδος και το λάθος, διότι λέγοντας το ψεύδος είναι σαν να λέμε αυτό που δεν είναι. Αλλά εάν είναι αδύνατον να πούμε το ψεύδος, συνεχίζει ο Πλάτων, κανείς δεν εξαπατάται και εάν κανείς δεν εξαπατάται, δεν είναι δυνατόν να ανασκευάσουμε (εξελέγξαι ... ουκ έστιν), και οι ίδιοι οι σοφιστές δεν θα έχουν πλέον τίποτε για να εξαπατήσουν οποιονδήποτε.
Όπως βλέπουμε εδώ, ο Πλάτων εξάγει την θέση ότι είναι αδύνατη η αντίφαση τόσο από μια προϋπόθεση Ελεατικού τύπου, ότι δηλαδή μπορούμε να πούμε μόνον το Είναι και δεν μπορούμε να πούμε το μη-Είναι, όσο και από μια προϋπόθεση Πρωταγορικού τύπου, δηλαδή ότι δεν υπάρχει το ψεύδος, διότι όλα είναι αληθινά. Η πρώτη απαγωγή ή συμπέρασμα αποδίδεται στον Διονυσόδωρο και τον Ευθύδημο, στους δύο εριστικούς δηλαδή ή ελάχιστους σοφιστές, ενώ η δεύτερη στον Πρωταγόρα. Οι προϋποθέσεις είναι διαφορετικές, είναι δηλαδή ο Ελεατισμός και ο σχετικισμός, αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, ότι δηλαδή δεν είναι δυνατή η αντίφαση και έτσι ο Πλάτων ασκεί την ίδια κριτική και στα δύο, δηλαδή ότι το αποτέλεσμα αυτό καταστρέφει την ίδια την ανασκευή, δηλαδή την διαλεκτική.
Είναι ενδιαφέρον τέλος να σημειώσουμε ότι το ίδιο δόγμα αποδίδεται από τον Αριστοτέλη και στον Αντισθένη, το μαθητή του Σωκράτη ο οποίος ίδρυσε την κυνική σχολή. “Ο ψεύτικος βέβαια λόγος, για να μιλήσουμε με κυριολεξία, είναι λόγος που δεν μπορεί να αναφερθεί σε τίποτε, γι' αυτό ήταν ανόητος ο στοχασμός του Αντισθένη όταν επρόβαλλεν ως αξιωματική αλήθεια την πρόταση ότι κανένας αποφαντικός λόγος δεν μπορεί να εκφωνηθεί για κανένα πράγμα, εκτός του μοναδικού λόγου που λέγεται ταιριάζοντας επάνω σε ένα μοναδικό πράγμα. Από την πρόταση αυτή συνάγεται ότι κάθε αντιλογία είναι αδύνατη και ακόμη περισσότερο ότι είναι αδύνατον το ψεύδος” (Μεταφ. 1024b 32-34).  Εδώ έχουμε έναν τρίτο τρόπο να συμπεράνουμε το ίδιο συμπέρασμα, από την προϋπόθεση της Μεγαρικής σχολής, ότι κάθε πράγματος μπορούμε να βεβαιώσουμε μόνο τον ορισμό του. Σε ένα άλλο σημείο ο Αριστοτέλης σημειώνει μια συγγένεια ανάμεσα στους Μεγαρείς και τον Πρωταγόρα. Έτσι λοιπόν τόσο ο εξορκισμός της αντιφάσεως στην λογική της ταυτότητος, όσο και η απολυτοποίησή της, στην λογική της απολύτου ρευστότητος και σχετικότητος, οδηγούν και τα δυο στην καταστροφή της διαλεκτικής.


Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: