Συνεχίζεται από:Τρίτη, 10 Νοεμβρίου 2015
ΤΟΥ ENRICO BERTI.
4. Η Τελευταία άρνηση της αρχής της μή-αντιφάσεως που μας απομένει να εξετάσουμε -τελευταία επειδή εμφανίστηκε χρονικά τελευταία, παρότι αναφέρεται πρώτη στην Μεταφ. ΙV- είναι εκείνη την οποία αποδώσαμε στους ελάχιστους σοφιστές ή εριστικούς, κατά πάσαν πιθανότητα συγχρόνους τού Αριστοτέλη, καθότι είναι φανερά πληροφορημένος για την δική του διατύπωση αυτής της αρχής. Ας επαναλάβουμε με συντομία τις αναφορές τού Αριστοτέλη σ'αυτούς. Πάνω απ'όλα αυτοί θα μπορούσαν να είναι οι τινες οι οποίοι απέδιδαν στον Ηράκλειτο την διατύπωση ότι το ίδιο πράγμα είναι και δέν είναι (Μεταφ. 1005 b 24-25). Με μεγάλη σιγουριά όμως είναι εκείνοι οι οποίοι λένε αυτοί οι ίδιοι ότι "το ίδιο πράγμα μπορεί να είναι και να μήν είναι και επίσης ακόμη και με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να σκεφθούμε" (1005 b 35-1006 α 2). Γίνεται φανερό εδώ ότι οι εν λόγω σοφιστές γνωρίζουν την αρχή της μή-αντιφάσεως την οποία διατύπωσε ο Αριστοτέλης και την αρνούνται ευθαρσώς, ακριβώς στην διατύπωσή της.
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ ΤΟΥ ENRICO BERTI.
Αυτοί οι ίδιοι είναι επίσης και οι τινες, τους οποίους αναφέρει ο Αριστοτέλης αμέσως μετά, οι οποίοι, "ισχυρίζονται δι' απαιδευσίαν, ότι και αυτή η αρχή πρέπει να αποδειχθεί". Και κατά πάσαν πιθανότητα είναι οι ίδιοι για τους οποίους στο προηγούμενο κεφάλαιο, είχε πεί: "όσον αφορά δε τίς προσπάθειες μερικών οι οποίοι ερευνούν την αλήθεια (τινές περί της αλήθειας) να καθορίσουν κάτω από ποιά προϋπόθεση πρέπει να γίνεται κάτι δεκτό ώς αλήθεια, πρέπει να πούμε ότι οφείλονται στην απαιδευσία τους στην επιστήμη της Αναλυτικής" (1005 b 2-4).
Σύμφωνα με μερικούς ερμηνευτές πρόκειται για τον Αντισθένη, διότι αυτός έγραψε ένα έργο με τον τίτλο "Αλήθεια" και επειδή οι οπαδοί του, οι Αντισθένειοι, είναι απαίδευτοι. Άλλοι νομίζουν ότι πρόκειται για τούς φυσικούς. Υπάρχει όμως ένα επιχείρημα το οποίο μάς εμποδίζει να σκεφθούμε τόσο τον Αντισθένη όσο και τους φυσικούς φιλοσόφους, το γεγονός δηλαδή ότι τα εν λόγω υποκείμενα ζητούν την απόδειξη τής αρχής τής μή-αντιφάσεως, δηλαδή την γνωρίζουν και την αρνούνται, ακριβώς στην διατύπωση που της έδωσε ο Αριστοτέλης και επομένως είναι σύγχρονοί του. Ενώ ο Αντισθένης ήταν πιό ηλικιωμένος και από τον Πλάτωνα. Το γεγονός ότι καταπιάνονται με την αλήθεια, ότι δηλαδή ερευνούν για ένα κριτήριο της αλήθειας, και ότι αγνοούν την Αναλυτική, δηλαδή την αριστοτελική λογική, μπορεί να εφαρμοστεί μόνον στην δεύτερη γενηά των ελαχίστων σοφιστών.
Σ'αυτούς αναφέρεται ακόμη ο Αριστοτέλης όταν ομιλεί γι'αυτή την άκρατη θεωρία η οποία απαγορεύει στην διάνοια να καθορίσει κάτι (1009 α 3-5). "Τού λόγου...του ακράτου και κολύοντός τι τη διανοία ορίσαι". Οι υπερασπιστές αυτού τού δόγματος, προσπαθούσαν να θεμελιώσουν ποιός αληθεύει περίπου και εάν υπάρχει κάτι αληθινότερον κάποιου άλλου, δηλαδή ασχολούντο με την αλήθεια όπως οι προηγούμενοι. Ο μειωτικός τόνος με τον οποίο χαρακτηρίζει το δόγμα τους "άκρατος λόγος" μάς βοηθά να τους ταυτίσουμε με εκείνους οι οποίοι διαλέγονται μόνον για την αγάπη του διαλόγου (λόγου χάριν) και οι οποίοι δέονται βίας και τούτων δ' έλεγχος Ίασις τού εν τη φωνή λόγου και του εν τοίς ονόμασιν. Αυτοί λοιπόν διακρίνονται επιμελώς από τον Πρωταγόρα, με τον οποίο έχουν κοινή τήν προέλευση από τον Ηράκλειτο, όπως και από τους φυσικούς φιλοσόφους, οι οποίοι ξεκινούν από αυθεντικές απορίες, έχουν την ανάγκη να πεισθούν, έχουν μία άγνοια πολύ εύκολα θεραπεύσιμη και κάνουν αληθινούς συλλογισμούς.
Αυτοί είναι ακόμη εκείνοι που ομολογούν την ακρότατη δόξα των ειρημένων δηλαδή εκείνοι που λέγονται οπαδοί τού Ηράκλειτου (η των φασκόντων ηρακλειτίζειν), εκφράσεις με τις οποίες ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε μία περαιτέρω ανάπτυξη και μάλιστα ακρότατη, της θεωρίας τού Ηράκλειτου, διά των συγχρόνων του. Βεβαίως υπάρχουν και όσοι υπερασπίζονται αυτές τις θεωρίες μόνον με τα λόγια (των τους λόγους τούτους μόνον λεγόντων), οι οποίοι εκφέρουν αυτή την δυσκολία. Ποιός είναι σε θέση να κρίνει ποιός άνθρωπος είναι υγιής και γενικώς ποιός είναι ικανός να κρίνει ορθώς γύρω από κάθε πράγμα; Εδώ μοιάζει ο Αριστοτέλης να τους αποδίδει ένα είδος αναζήτησης ενός κριτηρίου αληθείας, κάτι που επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για κάποιους οι οποίοι αγαπούν να συζητούν, να αμφιβάλλουν, να ανασκευάζουν. Γι'αυτούς λέει αμέσως μετά: "όλες αυτές οι απορίες έχουν την ίδια σημασία. Αυτοί που τις εγείρουν απαιτούν να υπάρχει μία αιτία για όλα (πάντων ... λόγον αξιούσιν είναι). Και πράγματι αυτοί ζητούν μία αρχή και θέλουν ακόμη και να την βρούν με μία απόδειξη, διότι πιστεύουν ότι υπάρχει μία απόδειξη για τα πάντα, αλλά οι πράξεις τους δείχνουν όμως ότι δέν το πιστεύουν ούτε οι ίδιοι. Όπως έχουμε αναφέρει, το λάθος τους συνίσταται σ'αυτό: ζητούν έναν λόγο για εκείνα τα πράγματα για τα οποία δέν υπάρχει λόγος" (1011 α 6-13).
Και συμπληρώνει : "οι δέ εν τω λόγω την βίαν μόνον ζητούντες αδύνατον ζητούσιν εναντία γάρ ειπείν αξιούσιν, ευθύς εναντία λέγοντες" (1011 α 15-16). Δηλαδή όσοι ζητούν μόνον την διαλεκτική εκβίαση ζητούν κάτι αδύνατο γιατί ζητούν να οδηγηθούν σε αυτοαντίθεση, με όλο που απο την πρώτη στιγμή η θεωρία τους είναι αυτοαντίθεση!
Συναντούμε εδώ ξανά αυτούς οι οποίοι απαιτούν έναν λόγο ή μία απόδειξη για τα πάντα (πάντων ζητείν λόγος) είναι δηλαδή κάτι σαν ορθολογιστές θα λέγαμε σήμερα, παρότι είναι μόνον στα λόγια και όχι στα γεγονότα!
Αυτοί μόλις καταλάβουν ότι αντιφάσκουν, απαιτούν ότι είναι σωστό να αντιφάσκουν και εδώ βρισκόμαστε στον πυρήνα της θέσης τους. Η φράση σημαίνει πώς μόλις συμβαίνει, για οποιοδήποτε λόγο -θα δούμε στην συνέχεια πώς πρόκειται για τα αισθητά φαινόμενα- να πέφτουν σε αντίφαση, αμέσως ισχυρίζονται ότι είναι σωστό να αντιφάσκουν, ότι δηλαδή η πραγματικότης η ίδια είναι αντιφατική και επομένως η αρχή της μή-αντιφάσεως δέν ισχύει πλέον.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου