Κυριακή 14 Ιουλίου 2024

Η ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΓΩ - JEAN-PAUL SARTRE (8)

Συνέχεια από: Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024

Η υπερβατικότητα του Ego

IΙ. Συγκρότηση του Ego
 
Δ) ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ EGO ΩΣ ΠΟΛΟΥ ΤΩΝ ΔΡΑΣΕΩΝ, ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΟΙΟΤΗΤΩΝ (3η συνέχεια)
 
Στο βαθμό που το Εγώ είναι μια παράλογη σύνθεση ενεργητικότητας και παθητικότητας, αποτελεί σύνθεση εσωτερικότητας και υπερβατικότητας. Υπό μία έννοια, είναι πιο «εσωτερικό» στη συνείδηση από ότι οι καταστάσεις. Ακριβέστερα, είναι η εσωτερικότητα της ανασκοπημένης συνείδησης, όπως την θεάται η ανασκοπική συνείδηση. Όμως είναι εύκολο να καταλάβουμε πως η ανασκόπηση, θεώμενη την εσωτερικότητα, την κάνει ένα αντικείμενο που τίθεται μπροστά της. Τι εννοούμε, πράγματι, με την εσωτερικότητα; Απλώς ότι για τη συνείδηση το να είναι και το να γνωρίζει εαυτήν είναι ένα και το αυτό, πράγμα που μπορεί να εκφραστεί με διαφορετικούς τρόπους: μπορώ να πω, λόγου χάριν, ότι για τη συνείδηση η εμφάνιση καθεαυτήν είναι το απόλυτο, ή ακόμα ότι η συνείδηση αποτελεί ένα είναι που η ουσία του συνεπάγεται την ύπαρξή του. Αυτές οι διαφορετικές διατυπώσεις μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι βιώνουμε την εσωτερικότητα (ότι «υπάρχουμε εντός»), όμως δεν είναι κάτι που θεώμεθα, εφόσον κείται επέκεινα της θέασης, ως η συνθήκη της. Δεν θα εξυπηρετούσε σε τίποτε να αντιτείνουμε ότι η ανασκόπηση θέτει την ανασκοπημένη συνείδηση, κι εξ αυτού την εσωτερικότητά της. Πρόκειται για ειδική περίπτωση: ανασκοπική και ανασκοπημένη συνείδηση αποτελούν ένα και το αυτό, όπως πολύ καλά έδειξε ο Χούσερλ[39], και η εσωτερικότητα της μιάς αναμειγνύεται με την εσωτερικότητα της άλλης. Αλλά το να θέτουμε την εσωτερικότητα ενώπιον εαυτής σημαίνει να την βαρύνουμε διά της βίας, μεταβάλλοντάς την σε αντικείμενο. Είναι σαν να κλείστηκε στον εαυτό της και δεν μας προσφέρει παρά τα εξωτερικά της στοιχεία, σαν να χρειάζεται να «κάνουμε τον γύρο της» για να την καταλάβουμε. Και ακριβώς με αυτό τον τρόπο το Ego προσφέρεται στη σκέψη: σαν μια εσωτερικότητα κλεισμένη στον εαυτό της. Είναι εσωτερικό για αυτό το ίδιο, όχι για τη συνείδηση. Φυσικά, πρόκειται εδώ για ακόμα μια πολύπλοκη αντίφαση: στην πραγματικότητα, μια απόλυτη εσωτερικότητα δεν έχει ποτέ απέξω. Δεν μπορεί να συλληφθεί παρά μόνο από τον εαυτό της και γι' αυτό το λόγο δεν μπορούμε να συλλάβουμε τις συνειδήσεις των άλλων (γι' αυτό και μόνο και όχι διότι μας χωρίζουν τα σώματα). Στην πραγματικότητα αυτή η υποβαθμισμένη και παράλογη εσωτερικότητα αφήνεται ν' αναλυθεί σε δύο πολύ ιδιαίτερες δομές: την μυχιότητα [intimité] και την δυσδιακριτότητα [indistinction]. Σε σχέση με τη συνείδηση το Ego προσφέρεται ως μύχιο. Όλα συμβαίνουν σαν το Εgο να ήταν εκ της συνείδησης, μ' αυτή τη μοναδική και βασική διαφορά: ότι είναι αδιαφανές για τη συνείδηση. Και αυτή η αδιαφάνεια συλλαμβάνεται ως δυσδιακριτότητα. Η δυσδιακριτότητα, στην οποία κάτω από διάφορες μορφές αναφερόμαστε συχνά στη φιλοσοφία, είναι η εσωτερικότητα ιδωμένη από έξω ή, αν θέλουμε, η υποβαθμισμένη προβολή της εσωτερικότητας. Αυτή την δυσδιακριτότητα ξαναβρίσκουμε για παράδειγμα στην περίφημη «πολλαπλότητα των αλληλοδιεισδύσεων» του Μπεργκσόν. Επίσης, είναι αυτή η ίδια δυσδιακριτότητα, η προγενέστερη των εξειδικεύσεων της φυόμενης φύσης, την οποία συναντούμε στον Θεό πολυάριθμων μυστικών. Άλλοτε μπορούμε να την καταλάβουμε ως μια πρωτογενή αδιαφοροποίηση όλων των ποιοτήτων, άλλοτε σαν μια καθαρή μορφή του είναι, προγενέστερη κάθε ποιοτικού προσδιορισμού. Αυτές οι δύο μορφές δυσδιακριτότητας ανήκουν στο Ego, σύμφωνα με τον τρόπο που το σκεφτόμαστε. Για παράδειγμα, στην κατάσταση αναμονής (ή όταν ο Μαρσέλ Αρλάν εξηγεί ότι χρειάζεται ένα εξαιρετικό γεγονός για να αποκαλυφθεί το γνήσιο Εγώ [Moi][40]) το Ego προσφέρεται σαν μια δύναμη γυμνή που θα αυτοπροσδιοριστεί επακριβώς και θα αυτοσχηματοποιηθεί ερχόμενο σε επαφή με τα συμβαίνοντα*. Αντίθετα, μετά την δράση, μοιάζει ότι το Ego αναρροφά το τελεσμένο ενέργημα μέσα σε μια πολλαπλότητα αλληλοδιεισδύσεων. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με μια ολότητα συγκεκριμένη, όμως η ολοτική σύνθεση τελείται με διαφορετικές αποβλέψεις. Θα μπορούσαμε, ίσως, να φτάσουμε στο σημείο να πούμε ότι το Ego, αναφορικά με το παρελθόν, αποτελεί μια πολλαπλότητα αλληλοδιεισδύσεων, και, αναφορικά με το μέλλον, μια γυμνή δυναμικότητα. Όμως θα πρέπει να αποφύγουμε εδώ την υπερβολική σχηματοποίηση.

Όπως και να είναι, το Εγώ [Μοί] παραμένει για μας άγνωστο. Και αυτό μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητό: μας δίδεται ως ένα αντικείμενο. Η μόνη λοιπόν μέθοδος για να το γνωρίσουμε είναι η παρατήρηση, η προσέγγιση, η αναμονή, η εμπειρία. Όμως αυτές οι διαδικασίες, που ταιριάζουν εξαίρετα σε κάθε μη-μύχιο υπερβατικό, δεν ταιριάζουν εδώ, εξαιτίας της ίδιας της μυχιότητας του Εγώ [Μοί]. Το Εγώ [Μοί] είναι υπέρ το δέον παρόν για να μπορέσουμε να το δούμε με μία αληθινά εξωτερική οπτική. Αν απομακρυνθούμε ώστε να αποκτήσουμε την δέουσα απόσταση, μας συνοδεύει σ' αυτή την υποχώρηση. Είναι απείρως πλησίον μου, και δεν μπορώ να το περιηγηθώ. Είμαι οκνηρός η εργατικός; Θα αποφασίσω γι' αυτό, χωρίς άλλο, αν απευθυνθώ σ' εκείνους που με γνωρίζουν και τους ζητήσω τη γνώμη τους. Ή, επίσης, μπορώ να συλλέξω τα γεγονότα που με αφορούν και να προσπαθήσω να τα ερμηνεύσω το ίδιο αντικειμενικά σαν να επρόκειτο για κάποιον άλλο. Θα είναι όμως μάταιο να απευθυνθώ στο Εγώ [Μοί] απευθείας και να δοκιμάσω να εκμεταλλευθώ την μυχιότητά του για να το γνωρίσω. Διότι, αντιθέτως, είναι αυτή η μυχιότητα που μας φράζει το δρόμο. Έτσι, «το να γνωρίσω καλά τον εαυτό μου» σημαίνει ότι μοιραία λαμβάνω προς τον εαυτό μου το σημείο θέασης που έχει προς τον εαυτό μου ένας άλλος, δηλαδή ένα σημείο θέασης που είναι αναγκαστικά ψευδές[41]. Και όλοι αυτοί που δοκίμασαν να γνωρίσουν [κατ' αυτόν τον τρόπο] τον εαυτό τους θα συμφωνήσουν ότι αυτή η απόπειρα της ενδοσκόπησης παρουσιάζεται εξ αρχής ως μια προσπάθεια να ανασυγκροτήσουν με αποσπασμένα κομμάτια, με απομονωμένα θραύσματα, αυτό που έχει δοθεί πρωταρχικά μεμιάς, με μία και μόνο ανάδυση. Έτσι επίσης, η εποπτεία του Ego είναι ένα αέναα απατηλό όραμα, διότι, ταυτόχρονα, προσφέρει τα πάντα και δεν προσφέρει τίποτε. Με ποιο τρόπο θα μπορούσε να είναι αλλιώς, εξ άλλου, εφόσον το Ego δεν είναι η πραγματική ολότητα των συνειδήσεων (αυτή η ολότητα θα είναι αντιφατική όπως κάθε άπειρο εν δράσει), αλλά η ιδεατή ενότητα όλων των καταστάσεων και όλων των δράσεων. Όντας ιδεατή, φυσικά, αυτή η ενότητα μπορεί να αγκαλιάσει μια απειρότητα καταστάσεων. Αντιλαμβάνεται όμως κανείς ότι αυτό που παραδίδεται στην συγκεκριμένη και πλήρη εποπτεία, είναι μόνο αυτή η ενότητα στο βαθμό που ενσωματώνει την παρούσα κατάσταση. Ξεκινώντας από αυτό τον συγκεκριμένο πυρήνα μια λίγο-πολύ μεγάλη ποσότητα κενών αποβλέψεων (μια, θα δικαιούμαστε να πούμε, απειρότητα τέτοιων αποβλέψεων) κατευθύνονται προς το παρελθόν και προς το μέλλον και σκοπεύουν τις καταστάσεις και τις δράσεις που δεν είναι δεδομένες στο παρόν. Εκείνοι που έχουν κάποια γνώση της Φαινομενολογίας θα καταλάβουν χωρίς κόπο ότι το Ego είναι ταυτοχρόνως μια ιδεατή ενότητα των καταστάσεων που στην πλειονότητά τους είναι απούσες, και μια συγκεκριμένη ολότητα που δίδεται καθ' ολοκληρίαν στην εποπτεία: αυτό απλώς σημαίνει ότι το Ego είναι μια εννοηματική και όχι μια εννοητική ενότητα. Ένα δέντρο η μια καρέκλα δεν υπάρχουν με άλλο τρόπο. Φυσικά οι κενές αποβλέψεις μπορούν πάντοτε να γίνουν πεπληρωμένες, και οποιαδήποτε κατάσταση, οποιαδήποτε δράση μπορεί πάντοτε να επανεμφανιστεί στη συνείδηση, σαν να έχει παραχθεί από το Εgo42.

Τέλος, αυτό που εμποδίζει ριζικά να αποκτήσουμε πραγματικές γνώσεις του Ego, είναι ο εντελώς ειδικός τρόπος με τον οποίο δίδεται προς την ανασκοπημένη συνείδηση. Πράγματι, το Ego δεν εμφανίζεται ποτέ, παρά μόνο όταν δεν το κοιτάμε. Πρέπει το ανασκοπικό βλέμμα να προσηλωθεί στο βίωμα, καθόσον απορρέει από την κατάσταση. Τότε, πίσω από την κατάσταση, στον ορίζοντα, εμφανίζεται το Ego. Δεν είναι ποτέ ορατό παρά με την «άκρη του ματιού». Από τη στιγμή που θα στρέψω το βλέμμα μου προς αυτό και θα θελήσω να το συναντήσω χωρίς να περάσω από το βίωμα και την κατάσταση, τότε χάνεται. Αυτό συμβαίνει διότι πράγματι προσπαθώντας να συλλάβω το Ego καθεαυτό, κι ως άμεσο αντικείμενο της συνείδησής μου, ξαναπέφτω στο μη-ανασκοπημένο πεδίο και το Ego εξαφανίζεται με το ανασκοπικό ενέργημα.

Από εδώ προέρχεται αυτή η εντύπωση της εκνευριστικής αβεβαιότητας, που πολλοί φιλόσοφοι την ερμηνεύουν τοποθετώντας το Εγώ εντεύθεν της συνειδησιακής και τάστασης, ισχυριζόμενοι ότι η συνείδηση πρέπει να στραφεί πίσω προς αυτήν την ίδια για να διακρίνει το Ego που βρίσκεται πίσω της. Δεν πρόκειται γι' αυτό: το Ego λανθάνει εκ της φύσεώς του.

Είναι βέβαιο, παρά ταύτα, ότι το Εγώ εμφανίζεται στο μη-ανασκοπημένο πεδίο. Αν με ρωτήσουν «Τι κάνετε;» και απαντήσω, ενώ είμαι πολύ απασχολημένος, «Προσπαθώ να κρεμάσω αυτό τον πίνακα» ή « Επιδιορθώνω το πίσω λάστιχο», οι φράσεις αυτές δεν μας μεταφέρουν στο πεδίο της ανασκόπησης· τις εκφέρω χωρίς να σταματήσω να εργάζομαι, χωρίς να πάψω να εστιάζω την προσοχή μου αποκλειστικά στις πράξεις, καθόσον αυτές έχουν γίνει η πρόκειται να γίνουν – ούτε καθόσον γίνονται. Αλλά αυτό το «Εγώ» για το οποίο γίνεται εδώ λόγος, δεν είναι ωστόσο μια απλή συντακτική μορφή. Έχει ένα νόημα· απλώς είναι μια κενή έννοια, προορισμένη και να παραμείνει κενή. Όπως μπορώ να σκεφθώ μια καρέκλα ενώ δεν υπάρχει καμία καρέκλα απλά με την έννοια της καρέκλας, το ίδιο απλά μπορώ να σκεφθώ το Εγώ απόντος του Εγώ. Αυτό γίνεται προφανές αν αναλογιστούμε φράσεις όπως: «Τι κάνετε σήμερα το απόγευμα;» «Εγώ πηγαίνω στο γραφείο», ή «Εγώ συνάντησα τον φίλο μου τον Πιέρ», η «Εγώ θα πρέπει να του γράψω», κ.λπ., κ.λπ. Αλλά το Εγώ, πέφτοντας από το ανασκοπικό στο μη ανασκοπικό πεδίο, δεν κενώνεται μόνο. Υποβαθμίζεται: χάνει την μυχιότητά του. Η έννοια δεν πρόκειται ποτέ να πληρωθεί από τα δεδομένα της εποπτείας, διότι σκοπεύει τώρα κάτι άλλο από αυτά. Το Εγώ που βρίσκουμε εδώ είναι κατά κάποιο τρόπο το στήριγμα των δράσεων που (εγώ) κάνω η πρέπει να κάνω στον κόσμο, καθόσον είναι ποιότητες του κόσμου και όχι ενότητες συνειδήσεων. Για παράδειγμα: το ξύλο πρέπει να κοπεί σε μικρά κομμάτια για ν' ανάψει η φωτιά. Το πρέπει: είναι μια ποιότητα του ξύλου και μια αντικειμενική σχέση του ξύλου προς τη φωτιά που πρέπει να ανάψει. Για την ώρα εγώ κόβω τα ξύλα, που σημαίνει ότι η πράξη πραγματοποιείται στον κόσμο και το αντικειμενικό και κενό στήριγμα αυτής της δράσης είναι η έννοια-Εγώ. Ιδού γιατί το σώμα και οι εικόνες του σώματος μπορούν να ολοκληρώσουν την συνολική υποβάθμιση του συγκεκριμένου Εγώ της ανασκόπησης, στην έννοια-Εγώ, παρέχοντας σε αυτήν μια απατηλή πλήρωση. Λέω «Εγώ» σπάω τα ξύλα, και βλέπω και αισθάνομαι το αντικείμενο «σώμα» ενώ σπάει τα ξύλα. Το σώμα λοιπόν υπηρετεί ως ορατό και απτό σύμβολο του Εγώ. Ας δούμε τη σειρά των διαθλάσεων και των υποβαθμίσεων με τις οποίες θα πρέπει να ασχοληθεί μια «εγωλογία».

-Ανασκοπημένο πεδίο

        Ανασκοπημένη συνείδηση-εμμένεια-εσωτερικότητα.
        Εποπτικό Εγώ-υπερβατικότητα-μυχιότητα.
        (επικράτεια του ψυχικού)

-Μη ανασκοπημένο πεδίο

        Έννοια-Εγώ (προαιρετικό)-κενό υπερβατικό-χωρίς «μυχιότητα» 
        Το σώμα ως απατηλή πλήρωση της έννοιας - Εγώ 
        (επικράτεια του ψυχο-φυσικού)

Σημειώσεις 

[39]. Βλ. Ιδέες §38.

[40]. Marcel Arland (1899-1986), συγγραφέας του «Sur un nouveau Mal du Siècle» [Γύρω από ένα νέο Κακό του Αιώνα], NRF 1924, και της νουβέλας L'Ordre [Η τάξη], το οποίο σχολιάζει ο Σάρτρ στο κείμενό του Τι είναι η λογοτεχνία; [Que-est-ce que la littérature?], σσ 213-214.

* Όπως στην περίπτωση όπου ο παθιασμένος θέλοντας να δηλώσει ότι δεν γνωρίζει που θα τον οδηγήσει το πάθος του, λέει: «Φοβάμαι εμένα [moi]».λ

[41]. Η εναλλαγή οπτικής του εαυτού με την οπτική του άλλου αναπτύσσεται με φιλοσοφικά γόνιμο τρόπο στις βιογραφίες του Σαρτρ για τον Μπωντλαίρ (1947) και τον Ζενέ (1952).

[42]. Βλ. τις ενότητες 4 και 8 της Πέμπτης Λογικής Έρευνας του Χούσερλ, και Το Φαντασιακό, του Σάρτρ, σ. 153.


Ε) ΤΟ ΕΓΩ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΣΤΟ COGITO

Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε γιατί το Εγώ παρουσιάζεται επ' ευκαιρία του Cogito, εφόσον το Cogito, αν λειτουργεί σωστά, είναι σύλληψη μιάς καθαρής συνείδησης, δίχως τη συγκρότηση μιάς κατάστασης ή μιάς δράσης. Για να πούμε την αλήθεια, το Εγώ δεν είναι αναγκαίο εδώ, διότι δεν αποτελεί ποτέ μιάν άμεση ενότητα συνειδήσεων. Μπορούμε επίσης να υποθέσουμε μια συνείδηση που τελεί ένα καθαρό ανασκοπικό ενέργημα, που θα την παραδώσει στον εαυτό της ως μια απρόσωπη αυθορμησία. Θα πρέπει μόνο να υπολογίσουμε ότι η φαινομενολογική αναγωγή δεν είναι ποτέ τέλεια. Παρεμβαίνουν εδώ ένα πλήθος ψυχολογικών κινήτρων. Όταν ο Καρτέσιος επιτελεί το Cogito, το επιτελεί σε συνδυασμό με την μεθοδική αμφιβολία, με την φιλοδοξία της «προώθησης της επιστήμης» κ.λπ., οι οποίες είναι δράσεις και καταστάσεις. Έτσι, η καρτεσιανή μέθοδος, η αμφιβολία κ.λπ., προσφέρονται εκ φύσεως ως τα εγχειρήματα ενός Εγώ. Είναι απολύτως φυσικό ότι το Cogito, που εμφανίζεται υπό τους όρους αυτών των εγχειρημάτων και που παρουσιάζει εαυτό ως λογικά συνδεδεμένο με την μεθοδική αμφιβολία, βλέπει ένα Εγώ να εμφανίζεται στον ορίζοντά του. Το Εγώ αυτό είναι μια μορφή ιδεατού συνδέσμου, ένας τρόπος να βεβαιωθεί ότι το Cogito έχει όντως ληφθεί με την ίδια μορφή που έχει ληφθεί η αμφιβολία. Κοντολογίς το Cogito είναι μη-αμιγές, είναι μια αυθόρμητη συνείδηση, αναμφίβολα, που παραμένει όμως συνδεδεμένη συνθετικά με συνειδήσεις καταστάσεων και δράσεων. Απόδειξη αυτού είναι ότι το Cogito προσφέρεται ταυτόχρονα ως λογικό αποτέλεσμα της αμφιβολίας και ως εκείνο που της βάζει τέλος. Μια ανασκοπική σύλληψη της αυθόρμητης συνείδησης ως απρόσωπης αυθορμησίας θα ήταν αναγκαίο να επιτευχθεί χωρίς κανένα πρότερο κίνητρο. Μια τέτοια σύλληψη είναι πάντοτε, de jure, δυνατή, παραμένει όμως απίθανη ή, τουλάχιστον, εξαιρετικά σπάνια κάτω από τις ανθρώπινες συνθήκες μας. Εν πάση περιπτώσει, όπως είπαμε πιο πάνω, το Εγώ που εμφανίζεται στον ορίζοντα του «Εγώ σκέπτομαι» δεν δίνεται ως παραγωγός της συνειδητής αυθορμησίας. Η συνείδηση παράγεται ενώπιόν του και πηγαίνει προς αυτό, πηγαίνει να το συναντήσει. Αυτά είναι όλα όσα μπορούμε να πούμε σχετικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: