Συνέχεια από: Τρίτη 2 Ιουλίου 2024
IΙ. Συγκρότηση του Ego
Δ) ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ EGO ΩΣ ΠΟΛΟΥ ΤΩΝ ΔΡΑΣΕΩΝ, ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΟΙΟΤΗΤΩΝ
Μόλις μάθαμε να διακρίνουμε το «ψυχικό» από τη συνείδηση. Το ψυχικό είναι το υπερβατικό αντικείμενο της ανασκοπικής συνείδησης (*Θα πρέπει όμως να ιδωθεί και να προσεγγιστεί μέσω της αντίληψης των συμπεριφορών. Υπολογίζουμε να επεξηγήσουμε αλλού την λειτουργική ταυτότητα όλων των ψυχολογικών μεθόδων) [35], επίσης είναι το αντικείμενο της επιστήμης που ονομάζεται ψυχολογία. Το Ego εμφανίζεται στην ανασκόπηση ως ένα υπερβατικό αντικείμενο, που πραγματώνει τη διαρκή σύνθεση του ψυχικού. Το Ego είναι προς την πλευρά του ψυχικού. Θα σημειώσουμε εδώ ότι το Ego που εξετάζουμε είναι ψυχικό και όχι ψυχοφυσικό. Δεν διακρίνουμε αυτές τις δύο όψεις του Ego μέσω κάποιας αφαίρεσης. Το ψυχοφυσικό Εγώ [Μοί] είναι ένας συνθετικός εμπλουτισμός του ψυχικού Ego, που μπορεί πολύ καλά (και χωρίς κανενός είδους αναγωγή) να υπάρχει στην ελεύθερη κατάσταση. Λόγου χάριν, είναι βέβαιο πως όταν λέμε: «Είμαι ένας αναποφάσιστος», δεν στοχεύουμε άμεσα το ψυχο-φυσικό Εγώ [Μοί] [αλλά μόνο το ψυχικό].
Θα ήταν ελκυστικό να καταστήσουμε το Εγώ «πόλο-υποκείμενο», σαν τον «πόλο-αντικείμενο» που ο Χούσερλ τοποθετεί στο κέντρο του εννοηματικού πυρήνα. Αυτός ο πόλος-αντικείμενο είναι ένα [άγνωστο] Χ που στηρίζει τους προσδιορισμούς [του].
«Τα κατηγορήματα είναι κατηγορήματα “κάποιου πράγματος” αυτό το “κάποιο πράγμα” ανήκει επίσης στον υπό εξέταση πυρήνα και είναι πρόδηλο ότι δεν μπορεί να διαχωριστεί από αυτόν· είναι το σημείο της κεντρικής ενότητας για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω. Είναι το σημείο επαφής των κατηγορημάτων, το έρεισμά τους. Αλλά δεν είναι διόλου ενότητα των κατηγορημάτων, με την έννοια ενός οποιουδήποτε συμπλέγματος, μιάς οποιασδήποτε σύνδεσης των κατηγορημάτων. Πρέπει να είναι αναγκαστικά διακριτό από αυτά, μολονότι κανείς δεν μπορεί να το θέσει πλάι τους ή να το χωρίσει από αυτά. Είναι, επίσης, τα κατηγορήματά του: αδιανόητα χωρίς αυτό και ωστόσο διακριτά από αυτό» [36].
Με αυτά ο Χούσερλ επιδιώκει να τονίσει πως θεωρεί τα πράγματα ως συνθέσεις τουλάχιστον ιδεατά αναλύσιμες. Χωρίς αμφιβολία, αυτό το δέντρο, αυτό το τραπέζι είναι συνθετικά συμπλέγματα και κάθε ποιότητα είναι συνδεδεμένη με κάθε άλλη. Είναι όμως επίσης συνδεδεμένη μ' αυτήν καθόσον ανήκει στο ίδιο αντικείμενο Χ. Αυτό που λογικά πρωτεύει είναι οι μονομερείς σχέσεις χάρη στις οποίες κάθε ποιότητα ανήκει (έμμεσα ή άμεσα) σ' αυτό το Χ όπως ένα κατηγόρημα σ' ένα υποκείμενο. Ως συνέπεια αυτών είναι πάντοτε δυνατόν [να προβούμε σε] μια ανάλυση. Η θεώρηση [του Χούσερλ] είναι πολύ συζητήσιμη. Όμως δεν είναι εδώ το κατάλληλο σημείο για να την εξετάσουμε. Εκείνο που μας ενδιαφέρει, είναι ότι μια αδιάλυτη συνθετική ενότητα που θα στήριζε εαυτήν δεν θα είχε καμία ανάγκη της στήριξης ενός [αγνώστου] Χ ερείσματος, με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι είναι πραγματικά και συγκεκριμένα μη-αναλύσιμη. Είναι ανώφελο, για παράδειγμα, αν αναφερόμαστε σε μια μελωδία, να υποθέτουμε ένα Χ που θα παρείχε στήριγμα στις διάφορες νότες. Η ενότητα προέρχεται εδώ από το απολύτως αδιάλυτο των στοιχείων που δεν μπορούν να συλληφθούν ξεχωριστά, παρά μόνο μέσω της αφαίρεσης. Το υποκείμενο του κατηγορήματος θα είναι εδώ η συγκεκριμένη ολότητα, και το κατηγόρημα θα είναι μια ποιότητα που θα αποχωρίζεται μέσω αφαίρεσης από την ολότητα, και το οποίο δεν θα αποκτά την πλήρη σημασία του παρά σε επανασύνδεση με την ολότητα (*Άλλωστε ο Χούσερλ γνώριζε πολύ καλά αυτό τον τύπο της συνθετικής ολότητας, στον οποίο είχε αφιερώσει μια αξιοσημείωτη μελέτη: την Τρίτη Λογική Έρευνα).
Για τους ίδιους λόγους θα αρνηθούμε να δούμε στο Ego ένα είδος πόλου Χ που θα ήταν το στήριγμα των ψυχικών φαινομένων. Ένα τέτοιο Χ θα ήταν εξ ορισμού αδιάφορο προς τις ψυχικές ποιότητες στις οποίες θα ήταν στήριγμα. Αλλά το Ego, όπως πρόκειται να δούμε, δεν είναι ουδέτερο έναντι των καταστάσεών του, «διακυβεύεται» μέσα από αυτές. Ακριβώς, όμως, ένα στήριγμα δεν πρέπει να είναι ούτως συμβιβασμένο μ' αυτό που στηρίζει, παρά μόνο στην περίπτωση κατά την οποία είναι μια συγκεκριμένη ολότητα που στηρίζει και περιέχει τις προσίδιες ποιότητές της. Το Ego δεν είναι τίποτε έξω από τη συγκεκριμένη ολότητα των καταστάσεων και των δράσεων που στηρίζει. Αναμφίβολα, είναι υπερβατικό ως προς όλες τις καταστάσεις που ενώνει, αλλά όχι ως ένα αφηρημένο Χ που η αποστολή του είναι μόνο να ενώνει: μάλλον η άπειρη ολότητα των καταστάσεων και των δράσεων δεν αφήνεται ποτέ να μειωθεί σε μία κατάσταση ή σε μία δράση. Αν αναζητούσαμε για τη μη-ανασκοπημένη συνείδηση κάτι ανάλογο αυτού που είναι το Ego για τη δευτεροβάθμια συνείδηση, μάλλον θα πρέπει να σκεφθούμε τον Κόσμο, θεωρημένο ως την άπειρη συνθετική ολότητα όλων των πραγμάτων. Συμβαίνει, πράγματι, να συλλαμβάνουμε τον Κόσμο πέρα από το άμεσο περιβάλλον μας σαν μια απέραντη συγκεκριμένη ύπαρξη. Στην περίπτωση αυτή τα πράγματα που μας περιστοιχίζουν εμφανίζονται μόνο σαν το ακραίο σημείο αυτού του Κόσμου που τα ξεπερνά και τα εμπερικλείει. Το Ego είναι για τα ψυχικά αντικείμενα ό,τι ο Κόσμος για τα πράγματα. Μόνο που η εμφάνιση του Κόσμου στο υπόβαθρο των πραγμάτων είναι αρκετά σπάνια· χρειάζονται ιδιαίτερες συνθήκες (που έχουν περιγραφεί πολύ καλά από τον Χάιντεγγερ στο Είναι και Χρόνος) ώστε να «αποκαλυφθεί». Αντίθετα, το Εγώ εμφανίζεται πάντοτε στον ορίζοντα των καταστάσεων. Κάθε κατάσταση, κάθε δράση δίδεται σαν να μη μπορεί, χωρίς αφαίρεση, να διαχωριστεί από το Εγώ. Και αν μια κρίση χωρίσει το Εγώ από την κατάστασή του (όπως στη φράση: Εγώ είμαι ερωτευμένος), αυτό μπορεί να συμβεί μόνο για να τις συνδέσει αμέσως μετά. Η κίνηση του χωρισμού θα οδηγούσε σε μια σημασία κενή και ψεύτικη, αν δεν δινόταν από μόνη της ως ελλιπής και αν δεν συμπλήρωνε εαυτήν από μια κίνηση σύνθεσης.
Αυτή η υπερβατική ολότητα συμμετέχει στον αμφίβολο χαρακτήρα κάθε υπερβατικότητας· δηλαδή οτιδήποτε μας παραδίδουν οι εποπτείες μας του Ego μπορεί πάντοτε να αντιφάσκεται από τις μεταγενέστερες εποπτείες και δίνεται ως τέτοιο. Λόγου χάριν, μπορώ να δω με ενάργεια ότι είμαι οργισμένος, ζηλιάρης, κ.λπ., κι ωστόσο μπορεί να σφάλλω. Για να το πούμε αλλιώς, μπορώ να σφάλλω όταν σκέπτομαι ότι έχω ένα τέτοιο Εγώ [Μοί]. Το σφάλμα δεν διαπράττεται άλλωστε στο επίπεδο της κρίσης, αλλά ήδη στο επίπεδο της προκρισιακής ενάργειας. Αυτός ο αμφίβολος χαρακτήρας του Ego μου –ή ακόμα και το εποπτικό σφάλμα που έκανα– δεν σημαίνει ότι διαθέτω ένα αληθινό Εγώ (Μοί) που το αγνοώ, αλλά μόνο ότι το αποβλεπόμενο Ego φέρει ἐν ἑαυτῷ τον χαρακτήρα του αμφίβολου (σε ορισμένες περιπτώσεις, [τον χαρακτήρα] του επίπλαστου). Δεν αποκλείεται εδώ η μεταφυσική υπόθεση σύμφωνα με την οποία το Ego μου δεν θα συντίθετο από στοιχεία που έχουν υπάρξει στην πραγματικότητα (είτε πριν δέκα χρόνια, είτε πριν ένα δευτερόλεπτο), αλλά θα αποτελείτο μόνο από ψευδείς αναμνήσεις. Η δύναμη του «Κακόβουλου Δαίμονα» εκτείνεται ως εδώ.
Όμως, αν ανήκει στη φύση του Ego να είναι ένα αμφίβολο αντικείμενο, δεν έπεται εξ αυτού ότι είναι υποθετικό. Το Ego πράγματι είναι μια αυθόρμητη υπερβατική ένωση των καταστάσεων και των δράσεών μας. Για το λόγο αυτό δεν είναι μια υπόθεση. Δεν λέω: «Ίσως να έχω ένα Ego», όπως μπορώ να πω: «Ίσως να μισώ τον Πιέρ». Δεν αναζητώ εδώ ένα ενοποιό νόημα των καταστάσεών μου. Όταν ενώνω τις συνειδήσεις μου υπό την κεφαλίδα «Μίσος», τους προσθέτω ένα ορισμένο νόημα, τις χαρακτηρίζω. Αλλά όταν ενσωματώνω τις καταστάσεις μου στη συγκεκριμένη ολότητα Εγώ [Μοί], δεν τους προσθέτω τίποτε. Πράγματι, η σχέση του Εγώ προς τις ποιότητες, τις καταστάσεις και τις δράσεις δεν είναι ούτε μια σχέση απόρροιας (όπως η σχέση της συνείδησης με το συναίσθημα), ούτε μια σχέση ενεργοποίησης (όπως η σχέση της ποιότητας με την κατάσταση). Είναι μια σχέση ποιητικής παραγωγής (με την έννοια του ποιείν), ή, αν προτιμάμε, μια σχέση δημιουργίας.
Ο καθένας, αναφερόμενος στα αποτελέσματα της εποπτείας του, μπορεί να διαπιστώσει ότι το Ego δίδεται ως παραγωγός των καταστάσεών του. Εδώ επιχειρούμε μια περιγραφή αυτού του υπερβατικού Ego, έτσι όπως αυτό αποκαλύπτεται στην εποπτεία. Εκκινούμε λοιπόν από ετούτο το αναντίρρητο γεγονός: κάθε νέα κατάσταση είναι συνδεδεμένη άμεσα (ή έμμεσα μέσω της ποιότητας) με το Ego όπως με την καταγωγή της. Αυτός ο τρόπος δημιουργίας είναι βέβαια μια δημιουργία εκ του μηδενός, με την έννοια ότι η κατάσταση δεν δίδεται ως να υπήρχε ήδη μέσα στο Εγώ [Μοί]. Ακόμα και αν το μίσος δίδεται ως ενεργός πραγματοποίηση μιάς ορισμένης δύναμης μνησικακίας ή μίσους, παραμένει κάτι το καινούργιο σε σχέση με τη δύναμη που πραγματώνει. Έτσι, η ενοποιητική πράξη της ανασκόπησης επανασυνάπτει κάθε καινούργια κατάσταση, μ' έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, με τη συγκεκριμένη ολότητα Εγώ [Μοί]. Δεν περιορίζεται να το συλλάβει σαν να επανασυνδέεται με αυτή την ολότητα, σαν να θεμελιώνεται πάνω της: [η ανασκόπηση] σκοπεύει σε μια σχέση που διαπερνά το χρόνο αντίστροφα και που προσφέρει το Εγώ [Μοί] ως πηγή της κατάστασης. Το ίδιο συμβαίνει, φυσικά, με τις δράσεις σε σχέση με το Εγώ. Όσο για τις ποιότητες, πέρα από το ότι προσδιορίζουν ποιοτικά το Εγώ [Μοi], δεν δίδονται σαν κάτι μέσω του οποίου υπάρχει (όπως λόγου χάριν είναι η περίπτωση ενός αθροιστικού συνόλου: κάθε πέτρα, κάθε τούβλο υπάρχει από μόνο του και το αθροιστικό τους σύνολο υπάρχει από το καθένα τους). Αντίθετα, το Ego διατηρεί τις ποιότητές του με μια αληθινά συνεχή δημιουργία. Ωστόσο, δεν συλλαμβάνουμε το Ego σαν να ήταν τελικά μια καθαρή πηγή δημιουργίας πίσω από τις ποιότητές του. Δεν φαίνεται ότι θα μπορούσαμε να βρούμε ένα σκελετικό πόλο αν αφαιρούσαμε τη μία μετά την άλλη όλες τις ποιότητες. Αν το Ego εμφανίζεται σαν κάτι πέρα από κάθε ποιότητα ή πέρα από όλες τις ποιότητες, αυτό συμβαίνει γιατί είναι αδιαφανές όπως ένα αντικείμενο: θα χρειαζόταν να μπούμε στη διαδικασία μιάς ατέλειωτης αποφλοίωσης για να αφαιρέσουμε όλες τις δυνάμεις του. Και στο τέλος αυτής της αποφλοίωσης δεν θα απέμενε πλέον τίποτε, το Ego θα είχε χαθεί. Το Ego είναι δημιουργός των καταστάσεών του και υποστηρίζει τις ποιότητές του μέσα στην ύπαρξη μ' ένα είδος συντηρητικής αυθορμησίας. Δεν θα πρέπει να συγχέουμε αυτή τη δημιουργική ή συντηρητική αυθορμησία με την Υπευθυνότητα, που είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση δημιουργικής παραγωγής προερχόμενη από το Ego. Θα είναι ενδιαφέρον να μελετήσουμε τους διαφόρους τύπους μετάβασης από το Ego στις καταστάσεις του. Πρόκειται, ως επί το πλείστον, για μια μετάβαση μαγική. Άλλες φορές μπορεί να είναι έλλογη (στην περίπτωση, λόγου χάριν, της ανασκοπημένης βούλησης). Αλλά πάντοτε με ένα στοιχείο ακατανοησίας, τον λόγο της οποίας θα εξηγήσουμε ευθύς αμέσως. Σε κάθε μια από τις διαφορετικές συνειδήσεις (προλογικές, παιδικές, σχιζοφρενικές, λογικές κ.λπ.) ποικίλλει η εκδοχή της δημιουργίας, αλλά παραμένει πάντοτε μια ποιητική παραγωγή. Μία εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση, και μεγάλου ενδιαφέροντος, είναι εκείνη της ψύχωσης της επίδρασης. Τι θέλει να πεί ο άρρωστος με τούτα τα λόγια: «Με κάνουν να έχω άσχημες σκεψεις»; Θα δοκιμάσουμε να το μελετήσουμε σ' ένα άλλο έργο[37]. Ωστόσο, ας παρατηρήσουμε εδώ ότι η αυθορμησία του Ego δεν αποφάσκεται: κατά κάποιο τρόπο είναι γητεμένη [envoutée], αλλά πάντως παραμένει.
Όμως αυτή η αυθορμησία δεν θα πρέπει να συγχέεται με εκείνη της συνείδησης. Πράγματι, το Ego, όντας αντικείμενο, είναι παθητικό. Πρόκειται λοιπόν για μια ψευδο-αυθορμησία που θα μπορούσε βολικά να συμβολισθεί με το ανάβλυσμα μιάς πηγής, ενός αρτεσιανού φρέατος κ.λπ. Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται παρά για μια φαινομενικότητα. Η αληθινή αυθορμησία πρέπει να είναι απολύτως διαυγής: είναι αυτό που παράγει και δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο. Συνδεδεμένη συνθετικά με κάτι άλλο από τον εαυτό της, θα περιέκλειε πράγματι κάποια σκοτεινότητα και επίσης μια κάποια παθητικότητα κατά την μεταμόρφωσή της. Θα χρειαζόταν, πράγματι, να δεχθούμε ότι μεταβάλλεται από αυτή την ίδια σε άλλο πράγμα, κάτι που θα προϋπέθετε ότι η αυθορμησία ξεφεύγει από τον εαυτό της. Η αυθορμησία του Ego διαφεύγει εαυτής, εφόσον το μίσος του Ego, μολονότι δεν μπορεί να υπάρξει μόνο του αυτό το ίδιο, διαθέτει παραταύτα μια ορισμένη ανεξαρτησία σε σχέση με το Ego. Έτσι ώστε το Ego ξεπερνιέται πάντοτε από αυτό που παράγει, παρ' ότι, από μιάν άλλη πλευρά, μπορεί να είναι αυτό που παράγει. Εξ ου κι αυτές οι κλασικές στο είδος τους φράσεις κατάπληξης: «Εγώ [Μοί], εγώ είμαι ικανός να το κάνω αυτό!», «Εγώ [Μοι], εγώ μπορώ να μισήσω τον πατέρα μου!» κ.λπ., κ.λπ. Προφανώς, εδώ, το συγκεκριμένο σύνολο του έως σήμερα αποβλεπόμενου Εγώ [Μοί] επιβαρύνει το Εγώ παραγωγό, και το κρατάει κάπως πίσω από αυτό που μόλις παρήγαγε. Ο δεσμός του Ego με αυτές τις καταστάσεις παραμένει λοιπόν μια ακατανόητη αυθορμησία. Αυτή την αυθορμησία περιέγραψε ο Μπεργκσόν στα Άμεσα Δεδομένα της Συνείδησης, αυτήν εκλαμβάνει ως ελευθερία, χωρίς να κατανοεί ότι περιγράφει ένα αντικείμενο και όχι μια συνείδηση, κι ότι ο δεσμός που θέτει είναι εντελώς παράλογος, διότι ο παραγωγός είναι παθητικός σε σχέση με το δημιουργούμενο [38]. Όσο όμως παράλογος και αν είναι, αυτός ο δεσμός είναι εκείνος που διαπιστώνουμε στη εποπτεία του Ego. Και συλλαμβάνουμε το νόημά του: το Ego είναι ένα αντικείμενο που συλλαμβάνεται αλλά και συγκροτείται από την ανασκοπική συνείδηση. Είναι μια δυνητική εστία ενότητας, και η συνείδηση το συγκροτεί κατ' αντίστροφη πορεία από εκείνη που ακολουθεί η πραγματική παραγωγή: ό,τι είναι πραγματικά πρώτο, είναι οι συνειδήσεις, μέσω των οποίων διαμορφώνονται οι καταστάσεις, και μετά, μέσω αυτών, το Ego. Αλλά καθώς η τάξη έχει αναστραφεί από μια συνείδηση που φυλακίζεται μέσα στον Κόσμο για να φύγει εαυτήν, οι συνειδήσεις δίδονται ως απορρέουσες από τις καταστάσεις και οι καταστάσεις ως παραγόμενες από το Ego. Έπεται ότι η συνείδηση προβάλλει την προσίδια αυθορμησία της στο αντικείμενο Ego για να του απονείμει τη δημιουργική δύναμη που του είναι απολύτως αναγκαία. Μόνο που αυτή η αυθορμησία, αναπαριστώμενη και υποστασιοποιούμενη σ' ένα αντικείμενο, γίνεται μια αυθορμησία νόθα και υποβαθμισμένη, που συντηρεί με τρόπο μαγικό τη δημιουργική της δύναμη ενώ γίνεται παθητική. Εξ ου και ο βαθύς παραλογισμός της έννοιας του Ego. Γνωρίζουμε κι άλλες υποβαθμισμένες όψεις της συνειδητής αυθορμησίας. Δεν θα παραθέσω παρά μία και μόνο: μια εκφραστική και λεπταίσθητη μίμηση μπορεί να μας παραδώσει το βίωμα του συνομιλητή μας με όλο του το νόημα, με όλες τις αποχρώσεις του, όλη του τη φρεσκάδα. Μα το παραδίδει υποβαθμισμένο, δηλαδή παθητικό. Περιβαλλόμαστε έτσι από μαγικά αντικείμενα που σαν να φυλάττουν μια ανάμνηση της αυθορμησίας της συνείδησης, και ταυτοχρόνως είναι αντικείμενα του κόσμου. Ιδού γιατί ο άνθρωπος είναι πάντοτε ένας μάγος για τον άνθρωπο. Στην πραγματικότητα, αυτός ο ποιητικός δεσμός δύο παθητικοτήτων, από τις οποίες η μία δημιουργεί την άλλη αυθόρμητα, είναι η ίδια η βάση της μαγείας, είναι το βαθύ νόημα της «συμμετοχής». Ιδού γιατί επίσης είμαστε μάγοι για εμάς τους ίδιους, κάθε φορά που συλλογιζόμαστε το Εγώ [Μοί] μας.
Λόγω αυτής της παθητικότητας το Ego είναι επιδεκτικό θυμικού επηρεασμού. Τίποτε δεν μπορεί να επενεργήσει στη συνείδηση, διότι είναι αιτία του εαυτού της. Αντίθετα, όμως, το Ego που παράγει κλονίζεται από αυτό που παράγει. «Διακυβεύεται» από αυτό που παράγει. Εδώ υπάρχει μια αντιστροφή της σχέσης: η δράση η η κατάσταση επιστρέφει στο Ego για να το προσδιορίσει ποιοτικά. Και αυτό μας επιστρέφει στη σχέση συμμετοχής. Κάθε νέα κατάσταση που παράγεται από το Ego χρωματίζει και παραλλάσσει το Ego την ίδια στιγμή που το Ego την παράγει. Το Ego κατά κάποιο τρόπο γητεύεται από αυτή τη δράση, συμμετέχει σ' αυτήν. Το έγκλημα που διέπραξε ο Ρασκόλνικοφ δεν είναι κάτι που ενσωματώνεται στο Ego του. Η μάλλον, για να είμαστε ακριβείς, είναι το έγκλημα αλλά με μια μορφή συμπυκνωμένη, με τη μορφή ενός μώλωπα. Έτσι, ό,τι παράγει το Ego εντυπώνεται πάνω του· και θα πρέπει να προσθέσουμε: και μόνο ό,τι παράγει. Θα μπορούσαμε να αντιτείνουμε σ' αυτά ότι το Εγώ [Μοί] μπορεί να μεταμορφωθεί από συμβάντα εξωτερικά (κατάρρευση, πένθος, απογοητεύσεις, αλλαγή του κοινωνικού περιβάλλοντος κ.λπ.). Όμως αυτό ισχύει μόνο στο βαθμό που αυτά [τα εξωτερικά συμβάντα] είναι για αυτό [το Εγώ (Moi)] η αφορμή καταστάσεων ή δράσεων. Όλα συμβαίνουν σαν η φασματική αυθορμησία του Ego να το προστατεύει από κάθε άμεση επαφή με τον εξωτερικό κόσμο, σαν να μη μπορεί να επικοινωνήσει με τον Κόσμο παρά μόνο διαμέσου των καταστάσεων και των δράσεων. Βλέπουμε λοιπόν τον λόγο αυτής της απομόνωσης: οφείλεται απλούστατα στο ότι το Ego είναι ένα αντικείμενο που εμφανίζεται μόνο στην ανασκόπηση, και που, εξ αυτού του γεγονότος, είναι ριζικά αποκομμένο από τον Κόσμο. Δεν ζει στο ίδιο πεδίο.
(συνεχίζεται)
Σημειώσεις
[35]. Ο Σάρτρ παραπέμπει στο χειρόγραφο που επεξεργαζόταν την περίοδο 1937-38, υπό τον τίτλο “Η Ψυχή”, και το οποίο δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας, πέρα πιθανότατα από ορισμένα αποσπάσματα που αποτέλεσαν την βάση για το Σχεδίασμα μιάς θεωρίας περί συγκινήσεων [Esquisse d'une Théorie des émotions) (1939), και για το Φαντασιακό (1940).]
[36] Ιδέες §131, σ. 270.
[37] . Πρόκειται είτε για το ανέκδοτο χειρόγραφο της Ψυχής, είτε για Το Φαντασιακό – βλ. το κεφ. του Τέταρτου Μέρους για την «Παθολογία της φαντασίας».
[38]. Henri Bergson (1859-1941), Τα άμεσα δεδομένα της συνείδησης [Essai sur les données immédiates de la conscience, Paris: PUF, 1959 (1889) – μτφ. Κωστής Παπαγιώργης, εκδόσεις Καστανιώτη, 1998], βλ. Ιδιαίτερα το Τρίτο Κεφάλαιο «Η οργάνωση των συνειδητών καταστάσεων».
«Τα κατηγορήματα είναι κατηγορήματα “κάποιου πράγματος” αυτό το “κάποιο πράγμα” ανήκει επίσης στον υπό εξέταση πυρήνα και είναι πρόδηλο ότι δεν μπορεί να διαχωριστεί από αυτόν· είναι το σημείο της κεντρικής ενότητας για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω. Είναι το σημείο επαφής των κατηγορημάτων, το έρεισμά τους. Αλλά δεν είναι διόλου ενότητα των κατηγορημάτων, με την έννοια ενός οποιουδήποτε συμπλέγματος, μιάς οποιασδήποτε σύνδεσης των κατηγορημάτων. Πρέπει να είναι αναγκαστικά διακριτό από αυτά, μολονότι κανείς δεν μπορεί να το θέσει πλάι τους ή να το χωρίσει από αυτά. Είναι, επίσης, τα κατηγορήματά του: αδιανόητα χωρίς αυτό και ωστόσο διακριτά από αυτό» [36].
Με αυτά ο Χούσερλ επιδιώκει να τονίσει πως θεωρεί τα πράγματα ως συνθέσεις τουλάχιστον ιδεατά αναλύσιμες. Χωρίς αμφιβολία, αυτό το δέντρο, αυτό το τραπέζι είναι συνθετικά συμπλέγματα και κάθε ποιότητα είναι συνδεδεμένη με κάθε άλλη. Είναι όμως επίσης συνδεδεμένη μ' αυτήν καθόσον ανήκει στο ίδιο αντικείμενο Χ. Αυτό που λογικά πρωτεύει είναι οι μονομερείς σχέσεις χάρη στις οποίες κάθε ποιότητα ανήκει (έμμεσα ή άμεσα) σ' αυτό το Χ όπως ένα κατηγόρημα σ' ένα υποκείμενο. Ως συνέπεια αυτών είναι πάντοτε δυνατόν [να προβούμε σε] μια ανάλυση. Η θεώρηση [του Χούσερλ] είναι πολύ συζητήσιμη. Όμως δεν είναι εδώ το κατάλληλο σημείο για να την εξετάσουμε. Εκείνο που μας ενδιαφέρει, είναι ότι μια αδιάλυτη συνθετική ενότητα που θα στήριζε εαυτήν δεν θα είχε καμία ανάγκη της στήριξης ενός [αγνώστου] Χ ερείσματος, με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι είναι πραγματικά και συγκεκριμένα μη-αναλύσιμη. Είναι ανώφελο, για παράδειγμα, αν αναφερόμαστε σε μια μελωδία, να υποθέτουμε ένα Χ που θα παρείχε στήριγμα στις διάφορες νότες. Η ενότητα προέρχεται εδώ από το απολύτως αδιάλυτο των στοιχείων που δεν μπορούν να συλληφθούν ξεχωριστά, παρά μόνο μέσω της αφαίρεσης. Το υποκείμενο του κατηγορήματος θα είναι εδώ η συγκεκριμένη ολότητα, και το κατηγόρημα θα είναι μια ποιότητα που θα αποχωρίζεται μέσω αφαίρεσης από την ολότητα, και το οποίο δεν θα αποκτά την πλήρη σημασία του παρά σε επανασύνδεση με την ολότητα (*Άλλωστε ο Χούσερλ γνώριζε πολύ καλά αυτό τον τύπο της συνθετικής ολότητας, στον οποίο είχε αφιερώσει μια αξιοσημείωτη μελέτη: την Τρίτη Λογική Έρευνα).
Για τους ίδιους λόγους θα αρνηθούμε να δούμε στο Ego ένα είδος πόλου Χ που θα ήταν το στήριγμα των ψυχικών φαινομένων. Ένα τέτοιο Χ θα ήταν εξ ορισμού αδιάφορο προς τις ψυχικές ποιότητες στις οποίες θα ήταν στήριγμα. Αλλά το Ego, όπως πρόκειται να δούμε, δεν είναι ουδέτερο έναντι των καταστάσεών του, «διακυβεύεται» μέσα από αυτές. Ακριβώς, όμως, ένα στήριγμα δεν πρέπει να είναι ούτως συμβιβασμένο μ' αυτό που στηρίζει, παρά μόνο στην περίπτωση κατά την οποία είναι μια συγκεκριμένη ολότητα που στηρίζει και περιέχει τις προσίδιες ποιότητές της. Το Ego δεν είναι τίποτε έξω από τη συγκεκριμένη ολότητα των καταστάσεων και των δράσεων που στηρίζει. Αναμφίβολα, είναι υπερβατικό ως προς όλες τις καταστάσεις που ενώνει, αλλά όχι ως ένα αφηρημένο Χ που η αποστολή του είναι μόνο να ενώνει: μάλλον η άπειρη ολότητα των καταστάσεων και των δράσεων δεν αφήνεται ποτέ να μειωθεί σε μία κατάσταση ή σε μία δράση. Αν αναζητούσαμε για τη μη-ανασκοπημένη συνείδηση κάτι ανάλογο αυτού που είναι το Ego για τη δευτεροβάθμια συνείδηση, μάλλον θα πρέπει να σκεφθούμε τον Κόσμο, θεωρημένο ως την άπειρη συνθετική ολότητα όλων των πραγμάτων. Συμβαίνει, πράγματι, να συλλαμβάνουμε τον Κόσμο πέρα από το άμεσο περιβάλλον μας σαν μια απέραντη συγκεκριμένη ύπαρξη. Στην περίπτωση αυτή τα πράγματα που μας περιστοιχίζουν εμφανίζονται μόνο σαν το ακραίο σημείο αυτού του Κόσμου που τα ξεπερνά και τα εμπερικλείει. Το Ego είναι για τα ψυχικά αντικείμενα ό,τι ο Κόσμος για τα πράγματα. Μόνο που η εμφάνιση του Κόσμου στο υπόβαθρο των πραγμάτων είναι αρκετά σπάνια· χρειάζονται ιδιαίτερες συνθήκες (που έχουν περιγραφεί πολύ καλά από τον Χάιντεγγερ στο Είναι και Χρόνος) ώστε να «αποκαλυφθεί». Αντίθετα, το Εγώ εμφανίζεται πάντοτε στον ορίζοντα των καταστάσεων. Κάθε κατάσταση, κάθε δράση δίδεται σαν να μη μπορεί, χωρίς αφαίρεση, να διαχωριστεί από το Εγώ. Και αν μια κρίση χωρίσει το Εγώ από την κατάστασή του (όπως στη φράση: Εγώ είμαι ερωτευμένος), αυτό μπορεί να συμβεί μόνο για να τις συνδέσει αμέσως μετά. Η κίνηση του χωρισμού θα οδηγούσε σε μια σημασία κενή και ψεύτικη, αν δεν δινόταν από μόνη της ως ελλιπής και αν δεν συμπλήρωνε εαυτήν από μια κίνηση σύνθεσης.
Αυτή η υπερβατική ολότητα συμμετέχει στον αμφίβολο χαρακτήρα κάθε υπερβατικότητας· δηλαδή οτιδήποτε μας παραδίδουν οι εποπτείες μας του Ego μπορεί πάντοτε να αντιφάσκεται από τις μεταγενέστερες εποπτείες και δίνεται ως τέτοιο. Λόγου χάριν, μπορώ να δω με ενάργεια ότι είμαι οργισμένος, ζηλιάρης, κ.λπ., κι ωστόσο μπορεί να σφάλλω. Για να το πούμε αλλιώς, μπορώ να σφάλλω όταν σκέπτομαι ότι έχω ένα τέτοιο Εγώ [Μοί]. Το σφάλμα δεν διαπράττεται άλλωστε στο επίπεδο της κρίσης, αλλά ήδη στο επίπεδο της προκρισιακής ενάργειας. Αυτός ο αμφίβολος χαρακτήρας του Ego μου –ή ακόμα και το εποπτικό σφάλμα που έκανα– δεν σημαίνει ότι διαθέτω ένα αληθινό Εγώ (Μοί) που το αγνοώ, αλλά μόνο ότι το αποβλεπόμενο Ego φέρει ἐν ἑαυτῷ τον χαρακτήρα του αμφίβολου (σε ορισμένες περιπτώσεις, [τον χαρακτήρα] του επίπλαστου). Δεν αποκλείεται εδώ η μεταφυσική υπόθεση σύμφωνα με την οποία το Ego μου δεν θα συντίθετο από στοιχεία που έχουν υπάρξει στην πραγματικότητα (είτε πριν δέκα χρόνια, είτε πριν ένα δευτερόλεπτο), αλλά θα αποτελείτο μόνο από ψευδείς αναμνήσεις. Η δύναμη του «Κακόβουλου Δαίμονα» εκτείνεται ως εδώ.
Όμως, αν ανήκει στη φύση του Ego να είναι ένα αμφίβολο αντικείμενο, δεν έπεται εξ αυτού ότι είναι υποθετικό. Το Ego πράγματι είναι μια αυθόρμητη υπερβατική ένωση των καταστάσεων και των δράσεών μας. Για το λόγο αυτό δεν είναι μια υπόθεση. Δεν λέω: «Ίσως να έχω ένα Ego», όπως μπορώ να πω: «Ίσως να μισώ τον Πιέρ». Δεν αναζητώ εδώ ένα ενοποιό νόημα των καταστάσεών μου. Όταν ενώνω τις συνειδήσεις μου υπό την κεφαλίδα «Μίσος», τους προσθέτω ένα ορισμένο νόημα, τις χαρακτηρίζω. Αλλά όταν ενσωματώνω τις καταστάσεις μου στη συγκεκριμένη ολότητα Εγώ [Μοί], δεν τους προσθέτω τίποτε. Πράγματι, η σχέση του Εγώ προς τις ποιότητες, τις καταστάσεις και τις δράσεις δεν είναι ούτε μια σχέση απόρροιας (όπως η σχέση της συνείδησης με το συναίσθημα), ούτε μια σχέση ενεργοποίησης (όπως η σχέση της ποιότητας με την κατάσταση). Είναι μια σχέση ποιητικής παραγωγής (με την έννοια του ποιείν), ή, αν προτιμάμε, μια σχέση δημιουργίας.
Ο καθένας, αναφερόμενος στα αποτελέσματα της εποπτείας του, μπορεί να διαπιστώσει ότι το Ego δίδεται ως παραγωγός των καταστάσεών του. Εδώ επιχειρούμε μια περιγραφή αυτού του υπερβατικού Ego, έτσι όπως αυτό αποκαλύπτεται στην εποπτεία. Εκκινούμε λοιπόν από ετούτο το αναντίρρητο γεγονός: κάθε νέα κατάσταση είναι συνδεδεμένη άμεσα (ή έμμεσα μέσω της ποιότητας) με το Ego όπως με την καταγωγή της. Αυτός ο τρόπος δημιουργίας είναι βέβαια μια δημιουργία εκ του μηδενός, με την έννοια ότι η κατάσταση δεν δίδεται ως να υπήρχε ήδη μέσα στο Εγώ [Μοί]. Ακόμα και αν το μίσος δίδεται ως ενεργός πραγματοποίηση μιάς ορισμένης δύναμης μνησικακίας ή μίσους, παραμένει κάτι το καινούργιο σε σχέση με τη δύναμη που πραγματώνει. Έτσι, η ενοποιητική πράξη της ανασκόπησης επανασυνάπτει κάθε καινούργια κατάσταση, μ' έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, με τη συγκεκριμένη ολότητα Εγώ [Μοί]. Δεν περιορίζεται να το συλλάβει σαν να επανασυνδέεται με αυτή την ολότητα, σαν να θεμελιώνεται πάνω της: [η ανασκόπηση] σκοπεύει σε μια σχέση που διαπερνά το χρόνο αντίστροφα και που προσφέρει το Εγώ [Μοί] ως πηγή της κατάστασης. Το ίδιο συμβαίνει, φυσικά, με τις δράσεις σε σχέση με το Εγώ. Όσο για τις ποιότητες, πέρα από το ότι προσδιορίζουν ποιοτικά το Εγώ [Μοi], δεν δίδονται σαν κάτι μέσω του οποίου υπάρχει (όπως λόγου χάριν είναι η περίπτωση ενός αθροιστικού συνόλου: κάθε πέτρα, κάθε τούβλο υπάρχει από μόνο του και το αθροιστικό τους σύνολο υπάρχει από το καθένα τους). Αντίθετα, το Ego διατηρεί τις ποιότητές του με μια αληθινά συνεχή δημιουργία. Ωστόσο, δεν συλλαμβάνουμε το Ego σαν να ήταν τελικά μια καθαρή πηγή δημιουργίας πίσω από τις ποιότητές του. Δεν φαίνεται ότι θα μπορούσαμε να βρούμε ένα σκελετικό πόλο αν αφαιρούσαμε τη μία μετά την άλλη όλες τις ποιότητες. Αν το Ego εμφανίζεται σαν κάτι πέρα από κάθε ποιότητα ή πέρα από όλες τις ποιότητες, αυτό συμβαίνει γιατί είναι αδιαφανές όπως ένα αντικείμενο: θα χρειαζόταν να μπούμε στη διαδικασία μιάς ατέλειωτης αποφλοίωσης για να αφαιρέσουμε όλες τις δυνάμεις του. Και στο τέλος αυτής της αποφλοίωσης δεν θα απέμενε πλέον τίποτε, το Ego θα είχε χαθεί. Το Ego είναι δημιουργός των καταστάσεών του και υποστηρίζει τις ποιότητές του μέσα στην ύπαρξη μ' ένα είδος συντηρητικής αυθορμησίας. Δεν θα πρέπει να συγχέουμε αυτή τη δημιουργική ή συντηρητική αυθορμησία με την Υπευθυνότητα, που είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση δημιουργικής παραγωγής προερχόμενη από το Ego. Θα είναι ενδιαφέρον να μελετήσουμε τους διαφόρους τύπους μετάβασης από το Ego στις καταστάσεις του. Πρόκειται, ως επί το πλείστον, για μια μετάβαση μαγική. Άλλες φορές μπορεί να είναι έλλογη (στην περίπτωση, λόγου χάριν, της ανασκοπημένης βούλησης). Αλλά πάντοτε με ένα στοιχείο ακατανοησίας, τον λόγο της οποίας θα εξηγήσουμε ευθύς αμέσως. Σε κάθε μια από τις διαφορετικές συνειδήσεις (προλογικές, παιδικές, σχιζοφρενικές, λογικές κ.λπ.) ποικίλλει η εκδοχή της δημιουργίας, αλλά παραμένει πάντοτε μια ποιητική παραγωγή. Μία εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση, και μεγάλου ενδιαφέροντος, είναι εκείνη της ψύχωσης της επίδρασης. Τι θέλει να πεί ο άρρωστος με τούτα τα λόγια: «Με κάνουν να έχω άσχημες σκεψεις»; Θα δοκιμάσουμε να το μελετήσουμε σ' ένα άλλο έργο[37]. Ωστόσο, ας παρατηρήσουμε εδώ ότι η αυθορμησία του Ego δεν αποφάσκεται: κατά κάποιο τρόπο είναι γητεμένη [envoutée], αλλά πάντως παραμένει.
Όμως αυτή η αυθορμησία δεν θα πρέπει να συγχέεται με εκείνη της συνείδησης. Πράγματι, το Ego, όντας αντικείμενο, είναι παθητικό. Πρόκειται λοιπόν για μια ψευδο-αυθορμησία που θα μπορούσε βολικά να συμβολισθεί με το ανάβλυσμα μιάς πηγής, ενός αρτεσιανού φρέατος κ.λπ. Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται παρά για μια φαινομενικότητα. Η αληθινή αυθορμησία πρέπει να είναι απολύτως διαυγής: είναι αυτό που παράγει και δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο. Συνδεδεμένη συνθετικά με κάτι άλλο από τον εαυτό της, θα περιέκλειε πράγματι κάποια σκοτεινότητα και επίσης μια κάποια παθητικότητα κατά την μεταμόρφωσή της. Θα χρειαζόταν, πράγματι, να δεχθούμε ότι μεταβάλλεται από αυτή την ίδια σε άλλο πράγμα, κάτι που θα προϋπέθετε ότι η αυθορμησία ξεφεύγει από τον εαυτό της. Η αυθορμησία του Ego διαφεύγει εαυτής, εφόσον το μίσος του Ego, μολονότι δεν μπορεί να υπάρξει μόνο του αυτό το ίδιο, διαθέτει παραταύτα μια ορισμένη ανεξαρτησία σε σχέση με το Ego. Έτσι ώστε το Ego ξεπερνιέται πάντοτε από αυτό που παράγει, παρ' ότι, από μιάν άλλη πλευρά, μπορεί να είναι αυτό που παράγει. Εξ ου κι αυτές οι κλασικές στο είδος τους φράσεις κατάπληξης: «Εγώ [Μοί], εγώ είμαι ικανός να το κάνω αυτό!», «Εγώ [Μοι], εγώ μπορώ να μισήσω τον πατέρα μου!» κ.λπ., κ.λπ. Προφανώς, εδώ, το συγκεκριμένο σύνολο του έως σήμερα αποβλεπόμενου Εγώ [Μοί] επιβαρύνει το Εγώ παραγωγό, και το κρατάει κάπως πίσω από αυτό που μόλις παρήγαγε. Ο δεσμός του Ego με αυτές τις καταστάσεις παραμένει λοιπόν μια ακατανόητη αυθορμησία. Αυτή την αυθορμησία περιέγραψε ο Μπεργκσόν στα Άμεσα Δεδομένα της Συνείδησης, αυτήν εκλαμβάνει ως ελευθερία, χωρίς να κατανοεί ότι περιγράφει ένα αντικείμενο και όχι μια συνείδηση, κι ότι ο δεσμός που θέτει είναι εντελώς παράλογος, διότι ο παραγωγός είναι παθητικός σε σχέση με το δημιουργούμενο [38]. Όσο όμως παράλογος και αν είναι, αυτός ο δεσμός είναι εκείνος που διαπιστώνουμε στη εποπτεία του Ego. Και συλλαμβάνουμε το νόημά του: το Ego είναι ένα αντικείμενο που συλλαμβάνεται αλλά και συγκροτείται από την ανασκοπική συνείδηση. Είναι μια δυνητική εστία ενότητας, και η συνείδηση το συγκροτεί κατ' αντίστροφη πορεία από εκείνη που ακολουθεί η πραγματική παραγωγή: ό,τι είναι πραγματικά πρώτο, είναι οι συνειδήσεις, μέσω των οποίων διαμορφώνονται οι καταστάσεις, και μετά, μέσω αυτών, το Ego. Αλλά καθώς η τάξη έχει αναστραφεί από μια συνείδηση που φυλακίζεται μέσα στον Κόσμο για να φύγει εαυτήν, οι συνειδήσεις δίδονται ως απορρέουσες από τις καταστάσεις και οι καταστάσεις ως παραγόμενες από το Ego. Έπεται ότι η συνείδηση προβάλλει την προσίδια αυθορμησία της στο αντικείμενο Ego για να του απονείμει τη δημιουργική δύναμη που του είναι απολύτως αναγκαία. Μόνο που αυτή η αυθορμησία, αναπαριστώμενη και υποστασιοποιούμενη σ' ένα αντικείμενο, γίνεται μια αυθορμησία νόθα και υποβαθμισμένη, που συντηρεί με τρόπο μαγικό τη δημιουργική της δύναμη ενώ γίνεται παθητική. Εξ ου και ο βαθύς παραλογισμός της έννοιας του Ego. Γνωρίζουμε κι άλλες υποβαθμισμένες όψεις της συνειδητής αυθορμησίας. Δεν θα παραθέσω παρά μία και μόνο: μια εκφραστική και λεπταίσθητη μίμηση μπορεί να μας παραδώσει το βίωμα του συνομιλητή μας με όλο του το νόημα, με όλες τις αποχρώσεις του, όλη του τη φρεσκάδα. Μα το παραδίδει υποβαθμισμένο, δηλαδή παθητικό. Περιβαλλόμαστε έτσι από μαγικά αντικείμενα που σαν να φυλάττουν μια ανάμνηση της αυθορμησίας της συνείδησης, και ταυτοχρόνως είναι αντικείμενα του κόσμου. Ιδού γιατί ο άνθρωπος είναι πάντοτε ένας μάγος για τον άνθρωπο. Στην πραγματικότητα, αυτός ο ποιητικός δεσμός δύο παθητικοτήτων, από τις οποίες η μία δημιουργεί την άλλη αυθόρμητα, είναι η ίδια η βάση της μαγείας, είναι το βαθύ νόημα της «συμμετοχής». Ιδού γιατί επίσης είμαστε μάγοι για εμάς τους ίδιους, κάθε φορά που συλλογιζόμαστε το Εγώ [Μοί] μας.
Λόγω αυτής της παθητικότητας το Ego είναι επιδεκτικό θυμικού επηρεασμού. Τίποτε δεν μπορεί να επενεργήσει στη συνείδηση, διότι είναι αιτία του εαυτού της. Αντίθετα, όμως, το Ego που παράγει κλονίζεται από αυτό που παράγει. «Διακυβεύεται» από αυτό που παράγει. Εδώ υπάρχει μια αντιστροφή της σχέσης: η δράση η η κατάσταση επιστρέφει στο Ego για να το προσδιορίσει ποιοτικά. Και αυτό μας επιστρέφει στη σχέση συμμετοχής. Κάθε νέα κατάσταση που παράγεται από το Ego χρωματίζει και παραλλάσσει το Ego την ίδια στιγμή που το Ego την παράγει. Το Ego κατά κάποιο τρόπο γητεύεται από αυτή τη δράση, συμμετέχει σ' αυτήν. Το έγκλημα που διέπραξε ο Ρασκόλνικοφ δεν είναι κάτι που ενσωματώνεται στο Ego του. Η μάλλον, για να είμαστε ακριβείς, είναι το έγκλημα αλλά με μια μορφή συμπυκνωμένη, με τη μορφή ενός μώλωπα. Έτσι, ό,τι παράγει το Ego εντυπώνεται πάνω του· και θα πρέπει να προσθέσουμε: και μόνο ό,τι παράγει. Θα μπορούσαμε να αντιτείνουμε σ' αυτά ότι το Εγώ [Μοί] μπορεί να μεταμορφωθεί από συμβάντα εξωτερικά (κατάρρευση, πένθος, απογοητεύσεις, αλλαγή του κοινωνικού περιβάλλοντος κ.λπ.). Όμως αυτό ισχύει μόνο στο βαθμό που αυτά [τα εξωτερικά συμβάντα] είναι για αυτό [το Εγώ (Moi)] η αφορμή καταστάσεων ή δράσεων. Όλα συμβαίνουν σαν η φασματική αυθορμησία του Ego να το προστατεύει από κάθε άμεση επαφή με τον εξωτερικό κόσμο, σαν να μη μπορεί να επικοινωνήσει με τον Κόσμο παρά μόνο διαμέσου των καταστάσεων και των δράσεων. Βλέπουμε λοιπόν τον λόγο αυτής της απομόνωσης: οφείλεται απλούστατα στο ότι το Ego είναι ένα αντικείμενο που εμφανίζεται μόνο στην ανασκόπηση, και που, εξ αυτού του γεγονότος, είναι ριζικά αποκομμένο από τον Κόσμο. Δεν ζει στο ίδιο πεδίο.
(συνεχίζεται)
Σημειώσεις
[35]. Ο Σάρτρ παραπέμπει στο χειρόγραφο που επεξεργαζόταν την περίοδο 1937-38, υπό τον τίτλο “Η Ψυχή”, και το οποίο δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας, πέρα πιθανότατα από ορισμένα αποσπάσματα που αποτέλεσαν την βάση για το Σχεδίασμα μιάς θεωρίας περί συγκινήσεων [Esquisse d'une Théorie des émotions) (1939), και για το Φαντασιακό (1940).]
[36] Ιδέες §131, σ. 270.
[37] . Πρόκειται είτε για το ανέκδοτο χειρόγραφο της Ψυχής, είτε για Το Φαντασιακό – βλ. το κεφ. του Τέταρτου Μέρους για την «Παθολογία της φαντασίας».
[38]. Henri Bergson (1859-1941), Τα άμεσα δεδομένα της συνείδησης [Essai sur les données immédiates de la conscience, Paris: PUF, 1959 (1889) – μτφ. Κωστής Παπαγιώργης, εκδόσεις Καστανιώτη, 1998], βλ. Ιδιαίτερα το Τρίτο Κεφάλαιο «Η οργάνωση των συνειδητών καταστάσεων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου