Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ (10) Στους Αρχαίους και στους μοντέρνους.


Συνέχεια από: Δευτέρα, 10 Νοεμβρίου 2014

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ
ENRICO BERTI
Κεφάλαιο Ι
Η αντίφαση εξορκισμένη, ή η διαλεκτική τής ταυτότητος, στους Ελεάτες και στους επιγόνους τους.


          Την ίδια ακριβώς φήμη και σε μεγαλύτερο ακόμη βαθμό απέκτησε ο Ευβουλίδης, διάδοχος του Ευκλείδη, γνωστού για τα διάσημα επιχειρήματα τού "ψευδόμενου", τού "σκυρείτη" (είδος σύνθετου συλλογισμού ο οποίος είναι νέφος σκοτεινόν κατά το κέντρον και λευκόν κατά τα άκρα), τού "κεκρυμμένου", τού "φαλακρού", τού "κερατά", τού "συγκαλυμμένου". Είναι όμως πολύ πιθανόν η πρόθεσή του να μήν ήταν καθαρά εριστική, δηλαδή σοφιστική, διαθέτουσα σαν αποκλειστικό στόχο την υπεροχή έναντι του αντιπάλου μέσω της απάτης και του δόλου, αλλά η φανέρωση της αβεβαιότητος της κοινής γλώσσας, καθότι δέν είναι θεμελιωμένη στην Ελεατική λογική της απολύτου μονοσημαντότητος. Εξ' άλλου η επιτυχία τών επιχειρημάτων του στηρίχθηκε στον εξαναγκασμό τού αντιπάλου να περιέλθει σε αντίφαση, κάτι που σημαίνει ότι υπέθεταν την αξία τής αρχής τής μή-αντιφάσεως.
          Το σημάδι τής φθοράς τής διαλεκτικής, δηλαδή του ελέγχου, η οποία επικράτησε στην σχολή των Μεγάρων φαίνεται στην μείωση του ονόματος τού Αλεξίνου, μαθητού του Ευβουλίδη, σε "Ελεγξίνο", η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι εθεωρείτο "άνθρωπος, ανήρ, φιλονεικότατος". Αυτή η φθορά λοιπόν ανάγκασε τελικώς τον Αριστοτέλη να γράψει το έργο του "Σοφιστικοί έλεγχοι", καθώς εξ' άλλου με τον Ευβουλίδη, τον Αλεξίνο και άλλους μεγαρείς, όπως τον Διόδωρο Κρόνο, είχε έλθει πολύ συχνά σε πολεμική αντιπαράθεση. Στο έργο αυτό φανερώνει ότι πολλοί έλεγχοι είναι ακριβώς σοφιστικοί, διότι θεμελιώνονται στην διφορούμενη χρήση τών όρων, σε μία ανεπαρκή δηλαδή διάκριση και διαχωρισμό τών διαφορετικών τους σημασιών.
          Οι παραλυτικές συνέπειες για την σκέψη και για την ίδια την δυνατότητα τής συζητήσεως, στις οποίες οδηγούσε η Ελεατική λογική τής ταυτότητος, φαίνονται καθαρά, ιδιαιτέρως στον ακραίο επίγονο της μεγαρικής σχολής, στον Στίλπωνα, ο οποίος ήταν πλέον πιό νέος τού Αριστοτέλη. Και πράγματι γνωρίζουμε πώς ισχυριζόταν ότι είναι αδύνατον να αποδώσουμε σε ένα υποκείμενο ένα κατηγόρημα διαφορετικό απο αυτό τό ίδιο και πώς δεχόταν λοιπόν την δυνατότητα τών ταυτολογικών κρίσεων, και μόνον. Και πράγματι ο Πλούταρχος μας αναφέρει: "Η οπτική γωνία του Στίλπωνος είναι η εξής: Εάν διδάξουμε ή βεβαιώσουμε το αγαθόν ενός ανθρώπου ή το τρέξιμο ενός αλόγου, το κατηγόρημα -ισχυρίζεται- δέν είναι το ίδιο με το υποκείμενο, αλλά κάτι διαφορετικό. Ούτε το αγαθό είναι ταυτόσημο με τον άνθρωπο, διότι είναι διαφορετικός ο ορισμός της ουσίας τού ανθρώπου και διαφορετικός ο ορισμός της ουσίας τού αγαθού και ακόμη, η ουσία τού αλόγου είναι διαφορετική απο την ουσία τού τρέχειν, και επομένως εάν αναζητήσουμε έναν ορισμό, δέν μπορούμε να δώσουμε τον ίδιο και για τα δύο πράγματα, και έτσι σφάλλουν όσοι κηρύττουν ένα πράγμα ενός άλλου".
          Όπως βλέπουμε, ο Στίλπων, σκέφτεται σαν μοναδικό συλλογισμό, τον ουσιώδη, δηλαδή εκείνον τον ορισμό που εκφράζει τον ορισμό και ο μοναδικός ορισμός που δέχεται είναι ο ταυτολογικός, λόγω του οποίου θα έπρεπε να περιοριστούμε να πούμε "ο άνθρωπος είναι άνθρωπος", "το αγαθό είναι αγαθό", "το άλογο είναι άλογο". Όλο αυτό το σκεπτικό και ο επακόλουθος αποκλεισμός της διδασκαλίας, δηλαδή της καθαυτής συζητήσεως, προέρχεται απο το γεγονός πώς η μοναδική σημασία η οποία αποδίδεται στο συνδετικό "είναι", είναι "είναι ταυτόσημο με", δηλαδή το Είναι κατανοείται σαν να εκφράζει αποκλειστικώς την πιό αυστηρή ταυτότητα ενός πράγματος με τον εαυτό του.
          Ενώ λοιπόν ο Παρμενίδης απέδιδε αυτή την μοναδική σημασία στο Είναι, θεωρούμενο στην ουσία του, ο Στίλπων και οι Μεγαρείς γενικώς την απέδιδαν σε κάθε ουσία, δηλαδή σε όλα τα όντα, φτάνοντας μ'αυτόν τον τρόπο να κατανοούν την πραγματικότητα σαν μία πολλαπλότητα όντων, καθένα απο τα οποία είναι ταυτόν με τον εαυτό του, και όχι μόνον διαφορετικό απο τα άλλα, αλλά τελείως ξεχωριστό, δηλαδή άσχετο, σχετικά με αυτά, μ' έναν τέτοιο τρόπο που να καθιστά αδύνατη την συζήτηση εννοούμενη σαν κήρυγμα ή διδασκαλία, δηλαδή σαν σχέση! Μόνον που αυτή η λογική οδηγούσε στο συμπέρασμα και στην παρανοϊκή συνέπεια, πώς κάθε πράγμα, καθότι προικισμένο με διαφορετικές ιδιότητες, κατέληγε να είναι ξεχωρισμένο απο τον εαυτό του. Και πράγματι μία διάσημη μαρτυρία ομολογεί ότι "οι φιλόσοφοι, οι Μεγαρείς λεγόμενοι, δεχόμενοι σαν αυτονόητη προϋπόθεση πώς τα πράγματα των οποίων οι ορισμοί είναι διαφορετικοί, είναι καί αυτά διαφορετικά και πώς τα διαφορετικά πράγματα είναι αμοιβαίως ξεχωρισμένα, πίστευαν πώς μπορούσαν να αποδείξουν ότι κάθε πράγμα είναι χωρισμένο απο τον εαυτό του. Καθότι λοιπόν πράγματι είναι άλλος ο ορισμός του μουσικού Σωκράτη, άλλος του λευκού Σωκράτη, και ο ίδιος ο Σωκράτης επομένως θα είναι χωρισμένος απο τον εαυτό του". Η απόλυτη ταυτότης, δηλαδή δέν καταστρέφει μόνον την συζήτηση, αλλά καταστρέφει την ίδια την ενότητα, εισάγοντας την διαίρεση στο εσωτερικό της ίδιας της ουσίας!
          Εκείνο που ενδιαφέρει να παρατηρήσουμε είναι πώς η πρόσληψη της ταυτότητος, δηλαδή της ταυτολογικής προτάσεως, σαν μοναδικής δυνατότητος, μας οδηγεί να θεωρήσουμε σαν αντίφαση κάθε άλλη μορφή προτάσεως και μάλιστα σαν δώρο στην αρχή της μή-αντιφάσεως, να την αποκλείσουμε. Εμφανίζεται λοιπόν μία κατάσταση εντελώς ταυτόσημη, όπως θα δούμε με εκείνη στην οποία θα βρεθεί αντιμέτωπος ο Χέγγελ, ο οποίος αρνούμενος να αποκλείσει την συζήτηση, δηλαδή την σκέψη, θα αποφασίσει να δεχθεί σαν πραγματική την αντίφαση.
          Φαίνεται λοιπόν πώς μία παρόμοια θέση υπερπήδησε στην αρχαιότητα ακόμη και τα σύνορα της σχολής των Μεγάρων: την ξαναβρίσκουμε στον Μενέδημο τής Ερέτρειας, τον οποίο ονόμασαν μάλιστα "εριστικότατο". Σύμφωνα με μία διάσημη μαρτυρία, ο Μενέδημος απέκλειε τις αρνητικές προτάσεις, δεχόμενος μόνον τις βεβαιωτικές. Και ανάμεσα σ'αυτές δεχόταν μόνον τις απλές, αποκλείοντας τις σύνθετες. Η αιτία γι' αυτόν τον αποκλεισμό ήταν το γεγονός πώς οι αρνητικές προτάσεις, όπως και οι σύνθετες εισήγαγαν μία διαφορά ανάμεσα στο υποκείμενο και το κατηγορούμενο, η οποία ήταν απαράδεκτη για τον Μενέδημο.
          Όμως πρίν και απο τον Στίλπωνα ακόμη, ένα παρόμοιο δόγμα μ'αυτό είχε εκφραστεί απο τον Αντισθένη, τον θεμελιωτή της κυνικής σχολής, πάνω στη βάση μίας εννοιολογήσεως καθαρά ονοματοκρατικής, τής γλώσσας. Σύμφωνα με όσα μας αναφέρει ο Αριστοτέλης: "ο Αντισθένης επρόβαλλε τον ανόητο στοχασμό σαν αλήθεια αξιωματική, την πρόταση ότι κανένας αποφαντικός λόγος δέν μπορεί να εκφωνηθεί για κανένα πράγμα εξόν απο τον μοναδικό λόγο (τω οικείω λόγω) που λέγεται ταιριάζοντας επάνω σε ένα μοναδικό πράγμα (εν αφ'ενός) απο την πρόταση αυτή έβγαινε ότι κάθε αντιλογία είναι αδύνατη και ακόμη και το ψεύδος εκόντευε να εβγή αδύνατο" (Μεταφ. 1024 b 32-34). Αυτό σημαίνει ότι για τον Αντισθένη μπορούμε να εκφράσουμε για κάθε υποκείμενο μόνον τον ορισμό του, δηλαδή τον λόγο που λέει "τί πράγμα είναι" ή "τί πράγμα ήταν" ένα πράγμα, το οποίο μπορεί να είναι μία απαρίθμηση των στοιχείων που το απαρτίζουν, εάν πρόκειται για σύνθετη πραγματικότητα ή το δικό του όνομα, εάν πρόκειται για απλή πραγματικότητα. Και εδώ λοιπόν, η συζήτηση τείνει να γίνει αδύνατη, λόγω του δεσμού τής απολύτου ταυτότητος που πρέπει να ενώνει το υποκείμενο και το κατηγορούμενο.
          Ο Αντισθένης, διαφορετικά απο τον Στίλπωνα, δέν εξήγαγε απο αυτό το δόγμα το συμπέρασμα πώς είναι αδύνατη κάθε συζήτηση που δέν είναι ταυτολογία, αλλά συμπέρανε το αδύνατον της ψευδούς διατυπώσεως, δηλαδή της διατυπώσεως η οποία αποδίδει σε ένα πράγμα την ιδιότητα ενός άλλου και την αδυναμία της αντικρούσεως, της αντιλογίας, της αποδόσεως δηλαδή στο ίδιο πράγμα δύο αντίθετες έννοιες. Και εδώ ακριβώς βρισκόμαστε στην θέση την οποία κατήγγειλε ο Γοργίας σαν παράλογη: και όμως και οι δύο θέσεις, τόσο του Αντισθένη όσο και του Γοργία, προέρχονται απο την ίδια Ελεατική λογική της ταυτότητος. Για τον Αντισθένη είναι δυνατόν να πούμε μόνον το Είναι και επομένως ο λόγος μπορεί να είναι μόνον αληθινός, διότι ανάμεσα στο Είναι και τον Λόγο, υπάρχει απόλυτη ταυτότης. Για τον Γοργία, το Είναι δέν μπορεί να ειπωθεί ποτέ, διότι ο Λόγος είναι ένα όν αυτός ο ίδιος, ταυτός με τον εαυτό του και ανίκανος να εκφράσει κάτι άλλο απο τον εαυτό του.
          Βλέπουμε λοιπόν πώς η διαλεκτική της ταυτότητος, γεννημένη στους κόλπους της Ελεατικής φιλοσοφίας, στην προσπάθειά της να εξορκίσει την αντίφαση καταλήγει στην άρνηση τής δυνατότητος τής αντιφάσεως και του ψεύδους, ακόμη και στο επίπεδο της συζητήσεως, καταστρέφοντας τον εαυτό της μ' αυτόν τον τρόπο, σαν μία τεχνική η οποία οδηγεί και μειώνει σε αντίφαση και φανερώνει τοιουτοτρόπως το ψεύδος της αντιπάλου θέσεως.
          Θα δούμε στην συνέχεια πώς, ακριβώς η προσπάθεια να διασωθεί η συζήτηση και ο λόγος, οδήγησε άλλους στοχαστές, αντιπάλους των Ελεατών, δηλαδή τον Ηράκλειτο, τους οπαδούς τής πολλαπλότητος, τον Πρωταγόρα και άλλους σοφιστές, να αρνηθούν την αρχή της μή-αντιφάσεως, αποκαλύπτοντας μ'αυτόν τον τρόπο ότι κατέχουν και οι ίδιοι μία έννοια εξόχως προβληματικής αντίθεσης στην αντίφαση, έναν φόβο στην αντίφαση, την οποία γνωρίζουν σαν αναπόφευκτη, τέτοιου είδους μάλιστα που σκέφτηκαν πώς ο,τιδήποτε δέν είναι καθαρή ταυτότης εμπλέκει αντίφαση, μία αντίφαση όμως αυτή την φορά, η οποία επιβεβαιώνεται σαν πραγματική, μάλιστα δέ σαν αναγκαία και απόλυτη.

          Συνεχίζεται

          Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: