Συνέχεια από:Τετάρτη, 12 Νοεμβρίου 2014
Ο ΗΘΙΚΟΣ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Του Pierre Aubenque.
Ευτυχία και Φύσις.
Το δεύτερο κριτήριο για να διακρίνουμε
τα στοιχεία τα οποία συστήνουν πραγματικά την Ευτυχία, είναι γι' άλλη μια φορά,
η συμφωνία με τη Φύση. Δέν πρόκειται πλέον να λάβουμε υπ'όψιν εκείνο που οι
άνθρωποι επιθυμούν πραγματικά κάτω απο τον γενικό τίτλο της ευτυχίας, αλλά να
καθορίσουμε τί πράγμα επιθυμεί ο άνθρωπος ή μπορεί να επιθυμήσει
"φύσει"! Και ένας τέτοιος καθορισμός του "φυσικού" στον άνθρωπο
δεν είναι μόνον εμπειρικός, περιγραφικός ή στατιστικός έστω, αλλά οντολογικός
και επομένως κανονιστικός.
Αυτό το σημείο βρίσκει ήδη την έκφρασή
του, παρότι κάπως κεκρυμένα, στο κεφάλαιο 3 του 1ου βιβλίου των Ηθικών, εκεί όπου ο Αριστοτέλης στρέφει τήν κριτική του στους
αντιπροσώπους του ηδονισμού. Όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν την ηδονή. Αλλά πρέπει
να αναρωτηθούμε : ποιά ηδονή; Και σε ποιούς ανθρώπους αναφερόμαστε κάθε φορά; Η
μάζα προτιμά μία "Ζωή ζώου" (1095 b 20) . Μ'αυτή την υποτιμητική έκφραση έχουμε τα πάντα.
Μία ανθρώπινη βούληση η οποία προτιμά το ζωώδες μέσα στον άνθρωπο εις βάρος
αυτού που μέσα στον άνθρωπο είναι με
κάθε ακρίβεια ανθρώπινο, είναι φανερά μία βούληση η οποία δέν βρίσκεται στο
ύψος της ανθρώπινης φύσεως: και γι'αυτό και μόνον απορρίπτεται. Η αρχή που
προϋποτίθεται απο αυτή την καταδίκη και η αντίθετη θετική της εκδοχή ξεκαθαρίζουν
αρχής γενομένης απο το 6ο κεφάλαιο. Για να γνωρίσουμε σε τί συνίσταται η
ευτυχία, πρέπει να αναρωτηθούμε πρώτα απ'όλα για το έργο του ανθρώπου, δηλαδή
την καθαυτή ανθρώπινη πράξη (1097 b 24). Η πράξη ενός όντος είναι η φανέρωση αυτού του
όντος, η πραγματοποίηση των ιδιαιτέρων δυνατοτήτων του. Έτσι λοιπόν είναι
αναμφισβήτητο πώς η πράξη του ξυλουργού βρίσκεται στην κατασκευή επίπλων και
στην κατασκευή τους με επάρκεια και τέχνη. Αλλά ποιά είναι η πράξη του ανθρώπου
σαν ανθρώπου; Δέν μπορούμε να πούμε πώς είναι η ζωή γενικώς, καθώς την
μοιράζεται με άλλα ζωντανά όντα. Ούτε η φυτική ζωή, η οποία ανήκει και στα φυτά
και στα ζώα. Ούτε ακόμη η αισθητή ζωή, η οποία χαρακτηρίζει όλα τα ζωντανά όντα
εκτός των φυτών, επομένως και τα ζώα. Η δική του η ζωή τού ανθρώπου είναι
"πρακτική τις ζωή τού λόγον έχοντος" (1098 α 3-7), μία κάποια
πρακτική ζωή τού μέρους τής ψυχής το οποίο διαθέτει τον λόγον, [τρόπος ζωής],
την νόηση.
Σ' αυτη την δήλωση κορυφώνεται η
αριστοτελική θεωρία της Ευτυχίας: η ανθρώπινη ευτυχία συνίσταται στο να
διάγουμε την ζωή η οποία είναι αυθεντικά και μοναδικά ανθρώπινη, δηλαδή την ζωή
της νοήσεως, και αυτό όχι με οποιονδήποτε τρόπο ή μέτριο τρόπο, αλλά σύμφωνα με την
δική μας αρετή (κατά την οικείαν αρετή, 1177 α 17) δηλαδή σύμφωνα με την
τελειότητα που ανήκει σ'αυτό το είδος ζωής. Μόνον ξεκινώντας απο αυτό το
σημείο, απο αυτή την αρχή, μπορεί να γίνει κατανοητή όλη η υπόλοιπη ανάπτυξη
της σκέψης τού Αριστοτέλη για την Ευτυχία, ακόμη δέ και οι φαινομενικές του
ασάφειες και αντιφάσεις.
Ξεκινώντας απο τον Σλαϊερμάχερ οι
μελετητές πίστεψαν ότι διέκριναν μία αντίφαση σ'αυτό το σημείο ανάμεσα στο
βιβλίο Ι και το βιβλίο Χ της Νικομάχειας Ηθικής. Στο βιβλίο Χ ο Αριστοτέλης
φτάνει στο συμπέρασμα, απο την προϋπόθεση ότι η Ευτυχία είναι η ενέργεια που
ταιριάζει στην ουσία μας, επειδή ο νούς είναι οτι ανώτερο έχουμε σε μας ή το
όριο του Θείου, ότι η δραστηριότης του νού, δηλαδή η θεωρία, συνιστά την πιό
υψηλή ευτυχία του ανθρώπου, καθότι η θεωρία είναι ενέργεια κατά την τελειοτάτην
αρετήν, ή ενέργεια που ταιριάζει στην ύψιστη τελειότητα (1177 α 16).
Απο την ίδια προϋπόθεση το βιβλίο Ι
εξάγει διαφορετικά συμπεράσματα. Αποδεικνύεται εδώ ότι το νοερό μέρος τής
ανθρώπινης ψυχής είναι και αυτό διπλό. Υπάρχει ένα μέρος που κατέχει την νόηση
και την ασκεί χωρίς διαμεσολαβητάς. Και υπάρχει το μέρος το οποίο χωρίς να
διαθέτει το ίδιο την νόηση, είναι ικανό να κατανοήσει την φωνή της νοήσεως και
να την υπακούσει. Αυτό το δεύτερο μέρος, το οποίο δέν είναι ακριβώς λογικό,
αλλά ικανό να λάβει μέρος στην λογική, είναι το μέρος των ορέξεων, και
γενικότερα των επιθυμιών (επιθυμητικόν και όλως ορεκτικόν, 1102 b 30). Μπορούμε να παρακάμψουμε σ'αυτή την εργασία, το
ερώτημα εάν αυτή η ικανότητα μπορεί να υπολογισθεί σαν το κατώτερο μέρος της
λογικής ψυχής, δηλαδή σαν το ανώτερο μέρος τής άλογης ψυχής, καθώς ο Αριστοτέλης
υποστηρίζει τις δύο όψεις σε ακολουθία, αλλά δέν αισθάνεται αναγκαίο να λύσει
το πρόβλημα με την μία ή την άλλη σημασία. Τον ενδιαφέρουν περισσότερο το
τριμερές της ψυχής και η διάμεσος θέση όπως και η μεσολαβητική λειτουργία, οι
οποίες αποδίδονται στο επιθυμητικό μέρος που είναι ικανό να ακούσει την φωνή της
λογικής.
Απο αυτό το τριμερές, που δέν
αναφέρεται στο βιβλίο Χ, συμπεραίνεται στο βιβλίο Ι πώς η σφαίρα τής ευτυχίας
βρίσκεται εκτεταμένη σε σχέση με εκείνη του βιβλίου Χ. Στην ευτυχία ανήκει η
άσκηση δύο τύπων τελειότητος, δηλαδή οι ηθικές αρετές και οι νοητικές ή
διανοητικές αρετές. Αυτή είναι πάντως μία διάκριση η οποία δέν αντικρούει την
βεβαίωση πώς η νοητική ζωή αποτελεί για τον άνθρωπο τον υψηλότερο σκοπό, τον
πιό καθολικό!
Αλλά το βιβλίο Ι περισσότερο απο το
βιβλίο Χ λογαριάζει το γεγονός ότι η ανθρωπινη φύσις είναι ένα σύνθετο σύνολο,
οργανωμένο και ιεραρχημένο. Για να μπορέσει να πραγματοποιήσει τις πιό υψηλές
της δυνατότητες η ανθρώπινη φύση απαιτεί την ενασχόληση πρώτα απ'όλα με τα
κατώτερα επίπεδα. Γι'αυτόν τον λόγο η λογική ζωή προϋποθέτει την ηθική ζωή,
δηλαδή έναν κάποιο τρόπο συμπεριφοράς, πρακτικό και λογικό, απέναντι στα πάθη
που ανήκουν στην ανθρώπινη φύση και γι'αυτό δέν πρέπει να καταπιεσθούν ή να
απωθηθούν. Η ίδια η φυτική ζωή, η πρωτογενής ζωή, πρέπει να προστατευθεί και να
ασφαλισθεί εάν θέλουμε πάνω σ'αυτή την ασυγκράτητη βιολογική βάση, να
κατορθώσουμε να αναπτύξουμε την πνευματική ζωή. Δι'αυτής τής κατευθύνσεως
εξηγούνται ποικίλες δηλώσεις τού Αριστοτέλη, οι οποίες είχαν σκανδαλίσει
αργότερα τους στωϊκούς και οι οποίες χωρίς αμφιβολία είχαν για στόχο τους την
κυρίαρχη σωκρατική παράδοση, όπως για παράδειμα την δήλωση ότι η Ευτυχία, για
να είναι πλήρης, έχει την ανάγκη ενός τέλειου βίου, μία ολοκληρωμένη ζωή,
δηλαδή μία ζωή, η οποία εκτείνεται για κάποια ικανοποιητική διάρκεια, ούτε πολύ
σύντομη, ούτε πολύ μακρυά (για να αποφευχθεί η αδυναμία και η φθορά του
γήρατος). Αντίθετα απο όσα θα υποστηρίξουν αργότερα οι στωϊκοί, η Ευτυχία δέν
είναι δυνατόν να κατακτηθεί σε μία μοναδική στιγμή, αλλά έχει ανάγκη την
διάρκεια, την σταθερότητα. Όπως δέ ακριβώς ένας κούκος δέν φέρνει την άνοιξη,
έτσι και μία μόνον ημέρα δέν κάνουν κάποιον μακάριο ή ευτυχισμένο. Όπως και ένα
μωρό δέν μπορεί αναλόγως να ορισθεί σαν ευτυχισμένο. (Ηθ Νικ 1098 α 18). Και
ακριβώς ο Αριστοτέλης βλέπει με ειρωνία την θέση η οποία υποστηριζόταν απο
κάποιους φιλοσόφους του καιρού του-μία θέση η οποία θα κατέληγε στην συνέχεια,
ένα απο τα διασημότερα παράδοξα των στωϊκών, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος
είναι ευτυχισμένος ακόμη και κάτω απο τα χειρότερα παθήματα, ακόμη και τα βασανιστήρια,
αρκεί να είναι ενάρετος! Δέν μπορούμε να το ισχυρισθούμε, απαντά ο Αριστοτέλης,
παρά μόνον για την ευχαρίστηση να υποστηρίξουμε με κάθε μέσον μία
"θέση", δηλαδή να υποστηρίξουμε το παράδοξο απο αγάπη του παραδόξου.
(1096 α 1).
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου