(από το Ασάλευτο Θεμέλιο, Ακρίτας 1996)
Εκεί πέρα βρήκε πολλούς μοναχούς ευλαβείς κι ἀσκητικούς, πλην δεν ευρήκε κανέναν που να γνωρίζη τη νηπτική θεωρία: «Εις δε το του Άθω όρος ελθών, και τα εκείσε περινοστήσας μοναστήρια και ησυχαστήρια, πολλούς μεν εύρε συνέσει και τη κατά το ήθος σεμνότητι κεκοσμημένους και περί το πρακτικόν μόνον εσπουδακότας, περί δε τήρησιν νοός και ησυχίας ακρίβειαν και θεωρίαν, επί τοσούτον αμυήτους, ώστε ουδέ εξ ονόματος τα τοιαύτα οίους όντας διαγιγνώσκειν». Μοναχά τρεις μοναχούς βρήκε που είχανε μία μικρή ιδέα από το θεωρητικό της νοεράς προσευχής, κι αὐτοὶ οι τρεις ησυχάζανε στη Σκήτη του Μαγουλά, την αρχαία Μονή του Κάσπακος, κοντά στη Μονή του Φιλοθέου, και λεγόντανε Ησαΐας, Κορνήλιος και Μακάριος. Πήγε λοιπόν και κάθισε κοντά τους και τους δίδασκε. Ύστερα, για μεγαλύτερη ησυχία, έφυγε από τη Σκήτη του Μαγουλά, και πήγε με τους τρεις μαθητάδες του και κατοίκησε σε μία σπηλιά μέσα στο ξεροπόταμο του Χρέντελι, κοντά στο μέρος που χτίσθηκε υστερώτερα η Μονή Γρηγορίου. Με τον καιρό άρχισε να απλώνεται η διδασκαλία του στις σκήτες και στα μοναστήρια. Από τους μαθητές του οι πιο σπουδαίοι σταθήκανε Μάρκος «ο θεωρητικώτατος», Γεράσιμος και Ιωσήφ οι εξ Ευρίπου (Ευβοίας), Νικόλαος ο Αθηναίος, Κάλλιστος Ξανθόπουλος, που έγινε κατόπι πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κι ἔγραψε το βίο του δασκάλου του, Ιάκωβος που έγινε επίσκοπος Σερβίων, Γρηγόριος ο από Συριάνων, Κλήμης ο εκ Βουλγαρίας, Ααρών ο τυφλός, κι ἄλλοι. Τον καιρό που ληστεύανε οι Καταλάνοι τη Θράκη και τη Μακεδονία, έφυγε από το Όρος και πήγε στα νησιά και δίδασκε αποστολικώς. Κατόπι πήγε στην Κωνσταντινούπολη, στη Θράκη και τέλος στη Σερβία, κηρύχνοντας και χτίζοντας μοναστήρια κι ἐκεῖ παράδωσε το πνεύμα. Ο Μάρκος μαζί με άλλους μαθητάδες του αγίου ιδρύσανε τη Μονή του Γρηγορίου, κι ἄλλοι απ αὐτοὺς συστήσανε μία σκήτη στ ὄνομα των αγίων Αποστόλων, ψηλότερα από το μοναστήρι ως μισή ώρα απόσταση. Από τα νάματα της μεγάλης αυτής πηγής ήπιανε πολλοί άγιοι νηπτικοί πατέρες, ανάμεσα στους οποίους είναι ο Νικόλαος Καβάσιλας, Πέτρος Δαμασκηνός, Νικηφόρος ο Μονάζων ο από Λατίνου, Μακάριος Νοταράς επίσκοπος Κορίνθου (εκοιμήθη στα 1808, έγραψε· «Πηγή και φρέαρ ζωής αιωνίου», το «Λειμωνάριον» κι ἄλλα), ο Νικόδημος ο Αγιορείτης ο εκ Νάξου.
Τα συγγράμματα του αγίου Γρηγορίου είναι αζύγωτα για μας που η ζωή μας είναι σαρκική κι ἀκάθαρτη, γιατί στη διάνοιά μας απομένουνε μονάχα λόγια γυμνά, χωρίς να γίνουνται πράξη και ζωή. Τούτα που λέγει ο βιογράφος του για τα έργα του, τα λέγει για τους χριστιανούς που έχουνε αληθινά καθαρίσει τον απομέσα άνθρωπο: «Τον δε εν αυτοίς (τοις συγγράμμασιν) κεκρυμμένον πνευματικόν πλούτον, ηλίκος και όσος τις εστιν, ο μη παρέργως αναγνούς, ευρήσει και χαρά όντως ανεκλαλήτω χαρήσεται επί τη ευρέσει αυτού».
Να λίγα λόγια από τα γραφόμενά του, γυρισμένα, όσο μπόρεσα, στην απλή γλώσσα:
«Γνώση της αλήθειας να θεωρής προπάντων την αίσθηση της χάριτος. Τις δε άλλες γνώσεις, πρέπει να τις λέμε φανερώματα των νοημάτων κι ἀποδείξεις των πραγμάτων».
«Η βασιλεία των ουρανών είναι όμοια με μια σκηνή θεόφτιαχτη, σαν τη μωσαϊκή, έχοντας δυό καταπετάσματα της μέλλουσας ζωής. στην πρώτη σκηνή θα μπούνε όσοι είναι ιερείς της χάρης, και στη δεύτερη, που είναι νοητή, θα μπούνε μοναχά όσοι από τούτον τον κόσμο λειτουργήσανε τριαδικά και με τελειότητα μέσα στο γνόφο της θεολογίας, έχοντας τον Χριστό τελετάρχη και πρώτον ιεράρχη πάνω στην αγία Τριάδα, μέσα στη σκηνή που έστησε, και λάμποντας οι ψυχές τους από τις λάμψεις του Χριστού».
«Η μνήμη, που είχε ο άνθρωπος τότε που τον έπλασεν ο Θεός, αρρώστησε, κι ἡ γιατρειά, από την πονηρή και καταστρεπτική τούτη μνήμη των λογισμών που ξεπέσαμε, είναι το να γυρίση πάλιν ο άνθρωπος σε κείνη την αρχαία απλότητα. Γιατί σαν παράκουσε στο Θεό, αυτή η παρακοή έκανε ώστε αυτή η απλή μνήμη της ψυχής, που ήτανε στον άνθρωπο κάποιο όργανο για να κάνη το καλό, να καταντήση ένα όργανο για το κακό, και κατάστρεψε όλες τις δυνάμεις της, γιατί τη φυσική όρεξη που είχε στο καλό τη σκοτείνιασε και την έστριψε στο κακό. Κι αὐτὸ το αρρωστημένο και ταραγμένο μνημονικό το γιατρεύει η αδιάκοπη θύμηση του Θεού, που γίνεται με την προσευχή και που αλλάζει τούτο το φυσικό μνημονικό σε κάποιο μνημονικό απάνω από τη φύση, και το κάνει μνημονικό πνευματικό».
«Οι κατά φύση λογικοί σταθήκανε μοναχά οι άγιοι που αποχτήσανε την καθαρότητα. Γιατί κανένας από τους λεγόμενους σοφούς του κόσμου δεν απόχτησε καθαρή γνώση, επειδή χαλάσανε το λογικό με τους λογισμούς. Γιατί το υλικό και πολύλογο πνεύμα της σοφίας ετούτου του κόσμου, απλώνοντας τα μεν λόγια στα πιο γνωστικά, τους δε λογισμούς στα πιο αγροίκα, κάνει ώστε να χαλάση το συνταίριασμα της ενυπόστατης σοφίας με τη θεωρία και με την αμέριστη και ενιαία γνώση».
«Πρέπει να γνωρίζης πως ο φόβος του Θεού δεν έχει τρόμο· (και λέγω τρόμο, όχι αυτόν που έρχεται από τη χαρά, αλλά από την οργή, ήγουν από το φόβο της τιμωρίας κι ἀπὸ το φόβο ν ἀπομείνη κανένας απροστάτευτος), αλλά έχει κάποιο έντρομο αναγάλλιασμα που γίνεται από την προσευχή κι ἀπὸ το φόβο του Θεού. Και λέγω φόβο, όχι εκείνο το τρόμαγμα που έρχεται από το φόβο της οργής, ήγουν από το φόβο της τιμωρίας, αλλά το φόβο που βγαίνει από τη σοφία που λέγεται κι ἀρχὴ σοφίας».
«Χωρίς κανένας να είναι λυπημένος και χωρίς να ζη βασανισμένη ζωή, δεν μπορεί να βαστάξη στο λιοπύρι της ησυχαστικής πολιτείας. Γιατί αυτός που πικραίνεται και που μελετά πριν νάρθουνε στο κεφάλι του τα βάσανα που θα τραβήξη ως που να πεθάνη και μετά το θάνατο, κι ὑπομονὴ θάχη και ταπείνωση θε ν ἀποχτήση, που είναι τα δυό θεμέλια της ησυχαστικής ζωής».
«Πως πρέπει να κάθεται ο ησυχαστής κατά τη νοερή προσευχή. Πότε απάνου σ ἕνα σκαμνί, για να ξεκουράζεται, και πότε απάνου στο στρωσίδι του προς ώρας, για να ξαποστάση. Κι ἔχει χρέος να κάθεται στο κάθισμά του με υπομονή, κατά το λόγο που λέγει ο απόστολος «τη προσευχή προσκαρτερούντες». Και να μη σηκώνεται γλήγορα, βαρυεστημένος επειδή πονά το κορμί του από την κούραση, και γιατί ο νους του έχει μέσα του κάποια νοερή βουή κι εἶναι ολοένα κι ἀδιάκοπα προσηλωμένος στην καρδιά· γιατί λέγει ο προφήτης: «Να, πόνοι με πιάσανε, σαν τη γυναίκα που κοιλοπονά». Αλλά σκύβοντας κάτω και μαζεύοντας το νου στην καρδιά σου που είναι ανοιχτή, να παρακαλάς τον Κύριο Ιησού νάρθη σε βοήθειά σου. Και μ ὅλο που θα πονάνε οι ώμοι σου και το κεφάλι σου, καρτέρα θαρρετά κι ἐρωτικά, ζητώντας στην καρδιά σου τον Κύριο. Γιατί η Βασιλεία του Θεού είναι για κείνους που τη βιάζουνε κι οἱ βιαστές την αρπάχνουνε».
«Το μαρούλι είναι στο μάτι ίδιο με την πικραλήθρα και το ξύδι είναι ίδιο με το κρασί στην όψη, αλλά από τη γέψη ο λάρυγγας καταλαβαίνει και ξεχωρίζει τη διαφορά ανάμεσα στα δυό. Έτσι κι ἡ ψυχή, αν έχη τη φώτιση να ξεχωρίζει (αν έχη τη διάκριση), με τη νοερή αίσθηση γνωρίζει ποιά είναι τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και ποιές είναι οι φαντασίες του σατανά».
«Όποιος δεν βλέπει και δεν ακούγει και δεν αισθάνεται πνευματικά, είναι πεθαμένος».
Πηγή :users.uoa.gr
Διακόνημα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου