Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ (11) Στους Αρχαίους και στους μοντέρνους.


Συνέχεια από:Δευτέρα, 24 Νοεμβρίου 2014

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ


ΤΟΥ ENRICO BERTI.
                                        Κεφάλαιο ΙΙ.

Η αντίφαση απολυτοποιημένη, δηλαδή η αδύναμη διαλεκτική στον Ηράκλειτο και στους Επιγόνους του.
        
  1) Ενώ η αρχαία παράδοση, όπως είδαμε, αναγνωρίζει την καταγωγή τής διαλεκτικής στον Ζήνωνα τής Ελέας, υπάρχει μία μοντέρνα παράδοση, η οποία αναφέρεται -λανθασμένα όπως θα δούμε- στον Χέγκελ, σύμφωνα με την οποία αυτός που ανακάλυψε την διαλεκτική ήταν ο Ηράκλειτος. Αυτή η δεύτερη παράδοση προτίθεται φυσικά να μιλήσει για την διαλεκτική με την μοντέρνα σημασία, δηλαδή με την Εγελιανή σημασία του όρου, δηλαδή με την σημασία τής ενότητος ή ταυτότητος (μόνον που οι δύο έννοιες δέν εξισώνονται) τών αντιθέτων. Ο Χέγκελ για να πούμε την αλήθεια, συμφωνεί με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, θεωρώντας τον Ζήνωνα τον Πατέρα της διαλεκτικής, αλλά βλέπει στον Ηράκλειτο αυτόν που έκανε την διαλεκτική απόλυτη, την ίδια τήν αρχή της πραγματικότητος, και γι'αυτό δέν διστάζει να δηλώσει: "δέν υπάρχει πρόταση τού Ηράκλειτου που να μήν την έχω συμπεριλάβει στην Λογική μου".
          Ας σημειώσουμε όμως πώς στον Ηράκλειτο, ή τουλάχιστον στα αποσπάσματα που διασώθηκαν απο το έργο του, δέν εμφανίζεται ποτέ ο όρος διαλεκτική και δέν συναντάται σ'αυτά κανένα ίχνος κάποιας προόδου επιχειρημάτων, ούτε του τύπου που συναντήσαμε στον Ζήνωνα ούτε κάποιου άλλου τύπου. Όποιος μιλά λοιπόν για διαλεκτική, σχετικά με τον Ηράκλειτο, εννοεί κάτι εντελώς διαφορετικό απο αυτό που μέχρι στιγμής είδαμε να περιέχεται σ'αυτόν τον όρο. Εννοεί δηλαδή την πραγματικότητα σαν να έχει την σύσταση της ενότητος των αντιθέτων, που την καθιστά μία συνεχή πρόοδο, που κατανοείται με την σειρά της, σαν πέρασμα απο το ένα αντίθετο στο άλλο. Μία αναζήτηση της συμφωνίας, μέσα στα αντίθετα, την ενότητα στην ποικιλία, την σταθερότητα στην αλλαγή. Αυτή την σημασία προσδίδει και ο Χέγκελ στον Ηράκλειτο. Και το γεγονός ότι αυτή η σημασία ονομάσθηκε απο τον Χέγκελ διαλεκτική, κατέληξε να εισάγει, σχετικά με την αρχή τής Δυτικής φιλοσοφίας, ένα νέο και διαφορετικό νόημα αυτού του όρου, το οποίο όμως η Δύση προσέλαβε ιστορικά μόνον ξεκινώντας απο τον Χέγκελ. [το δεύτερο σχίσμα στην Δυτική σκέψη μετά το υποκείμενο του Αυγουστίνου].
          Για να μείνουμε όμως στα όρια τής εργασίας μας πρέπει να πούμε ότι ο Ηράκλειτος λανθασμένα, θεωρήθηκε απο πολλούς -μάλλον σοφιστές παρά φιλοσόφους- σαν ο αρνητής της αρχής της μή-αντιφάσεως και επομένως ο υποστηρικτής της αντικειμενικής υπάρξεως, πραγματικής της αντιφάσεως, μάλιστα δέ της απολυτότητός της [υποχρεωτικής τρόπων τινά. Κάτι που γέννησε την σύγχρονη αρνητική σκέψη και την αδυναμία αυτογνωσίας, η οποία αποκτάται μόνον με την αρχή της μή-αντιφάσεως]. Ακόμη και σχετικά μ' αυτή την αντίληψη κλήθηκε σε βοήθεια ο Χέγκελ ο οποίος όμως γι' άλλη μια φορά στην ιστορία του, πρόσεξε πολύ ώστε να μήν αποδώσει στον Ηράκλειτο την διαβεβαίωση μίας αληθινής αντιφάσεως. Ο Χέγκελ αποδίδει στον Ηράκλειτο την θέση ότι "το αληθές είναι η ενότης των καθαρών αντιθέτων, και ακριβέστερα της καθαρής αντιθέσεως του Είναι και του μή-είναι", και μάλιστα ομολογεί περιχαρής: "εμείς συμφωνούμε με την δήλωση του Ηράκλειτου, ότι το απόλυτο είναι η ενότης του είναι και του μή-είναι". Και στην συνέχεια αμέσως εξηγεί: "λέγοντας ότι το πάν, το όλον, είναι και δέν είναι επίσης, ο Ηράκλειτος βεβαίωσε πώς το όλον είναι γίγνεσθαι. Νά γιατί αυτή η φιλοσοφία δέν χάθηκε, διότι η αρχή της είναι ουσιώδης και μπορούμε να την ξανασυναντήσουμε στην αρχή της Λογικής μου, αμέσως μετά το Είναι και το Μηδέν. Υπήρξε μία μεγάλη κατάκτηση η αναγνώριση ότι το Είναι και το μή-είναι, είναι αφαιρέσεις χωρίς αλήθεια, και ότι το πρώτο αληθινό είναι το γίγνεσθαι".
          Σ' αυτή την διάσημη θεωρία όμως του Χέγκελ, δέν καταστρέφεται η αρχή τής μή-αντιφάσεως, διότι το Είναι και το μή-Είναι γίνονται κατανοητά σαν απλές αφαιρέσεις, σαν οι πιό αφηρημένες έννοιες, οι οποίες σαν τέτοιες, δέν μπορούν παρά να ταυτισθούν, χωρίς αυτό να δίνει τόπο για οποιαδήποτε αντίφαση. Ούτε στα διάσημα αποσπάσματα του Ηράκλειτου φαίνεται να παραβιάζεται η αρχή τής μή-αντιφάσεως, όπου δηλώνει: "συλλάψιες· ὅλα καὶ οὐχ ὅλα, συμφερόμενον διαφερόμενον, συνᾷδον διᾷδον καὶ ἐκ πάντων ἓν καὶ ἐξ ἑνὸς πάντα" (203 αποσπ. 10, Αριστοτέλης, περί κόσμου, 5, 396 b 20): Τα πράγματα που θεωρούνται ότι σχηματίζουν σύνολα είναι και δέν είναι ένα όλο, συναρθρώνονται και διαλύονται, βρίσκονται και δέν βρίσκονται σε αρμονία, απο όλα προέρχεται το ένα και απο το ένα όλα! Ή επίσης: "νούσος υγιείην εποίησεν ηδύ και αγαθόν, λιμός κόρον, κάματος ανάπαυσιν". Η αρρώστια κάνει την υγεία γλυκιά και καλή, η πείνα την χόρταση, η κούραση την ανάπαυση. Εδώ λοιπόν βεβαιώνεται η ενότης, όχι η ταυτότης των αντιθέτων δηλαδή το γεγονός ότι το ένα δέν μπορεί να σταθεί χωρίς το άλλο, ότι το ένα καλεί το άλλο. Πρόκειται για εκείνο που ο Αριστοτέλης αργότερα θα ονομάσει αντίθεση ανάμεσα σε συσχετιζόμενα (σχέση) και την οποία ο Σέλινγκ, ο Χέγκελ και ο Romano Guardini θα ονομάσουν πολική αντίθεση.
          Αλλά ακόμη και εκεί που μοιάζει να μιλά για ταυτότητα των αντιθέτων ο Ηράκλειτος δέχεται μία αληθινή και πραγματική αντίφαση, όπως για παράδειγμα όταν λέει: "ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ωὑτή. (Η ίδια οδός που οδηγεί προς τα πάνω, οδηγεί και προς τα κάτω.)" (Απ. 60, Ιππόλυτος), ή επίσης : το θαλασσινό νερό είναι το πιό καθαρό και το πιό μολυσμένο : για τα ψάρια είναι πόσιμο και ευεργετικό, αλλά για τους ανθρώπους μή πόσιμο και βλαβερό. (Αποσπ 61, Ιππόλυτος). Εδώ λοιπόν η ταυτότης επιβεβαιώνεται απο διαφορετικές οπτικές γωνίες.
          Ούτε μοιάζει να υπάρχει αντίφαση σε διαβεβαιώσεις σαν : "του τόξου το όνομα είναι ζωή (βίος) αλλά το έργο θάνατος" ή  "Στην περιφέρεια του κύκλου η αρχή και το πέρας συμπίπτουν". Ακόμη λιγότερο αντιφατική φαίνεται να είναι η διάσημη θεωρία του για την αρμονία "Το αντίθετο συγκλίνει και απ' τις διαφορές (γεννιέται) η πιό όμορφη αρμονία και τα πάντα γίνονται κατά την διχόνοια", ή το εξής : "Δέν καταλαβαίνουν πώς το διαφορετικό συνομολογεί με τον εαυτό του αρμονία αντιθέτων εντάσεων όπως στο τόξο και τη λύρα". Η ίδια η διάσημη θεωρία τού πολέμου δέν εμπλέκει απο απόψεως λογικής, καμμία αντίφαση, διότι σ' αυτή η φιλονικία ανάμεσα σε αντίθετα γεννά διαφορετικά πράγματα: "ο πόλεμος είναι πατέρας όλων, όλων βασιλιάς. Άλλους ανέδειξε σε θεούς και άλλους σε ανθρώπους, άλλους έκανε δούλους και άλλους ελεύθερους", η επίσης: "πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο πόλεμος είναι κοινός και η διχόνοια δικαιοσύνη, και ότι τα πάντα γίνονται σύμφωνα με την διχόνοια και την ανάγκη".
          Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για την έννοια της μεταβολής σαν πέρασμα απο το ένα αντίθετο στο άλλο όπου υπεισέρχεται ο χρόνος για να αφαιρέσει την αντίφαση "Τα ψυχρά θερμαίνονται, το θερμό ψύχεται, το υγρό ξεραίνεται, το στεγνό δροσίζεται", ή επίσης : "η φωτιά ζεί τον θάνατο τής γής και ο αέρας ζεί τον θάνατο τής φωτιάς, το νερό ζεί τον θάνατο του αέρα και η γή του νερού" και ακόμη : "Το ίδιο πράγμα είναι ο ζών και ο πεθαμένος, ο ξυπνητός και ο κοιμισμένος, ο νέος και ο γέρος: γιατί αυτά μεταβάλλονται σ' εκείνα και αντιθέτως εκείνα μεταβάλλονται σ' αυτά". Έτσι λοιπόν αυτή η φιλοσοφία μάλλον θέτει προβλήματα άλλου είδους, όπως για παράδειγμα την έλλειψη ενός υποκειμένου ή ενός υποστρώματος, που θα εξασφάλιζαν κάποια συνέχεια στην μεταβολή, όπως φαίνεται στην διάσημη παρατήρηση η οποία αναφέρεται και απο τον Πλάτωνα και απο τον Αριστοτέλη: "Δέν μπορούμε να διασχίσουμε το ίδιο ποτάμι δύο φορές".
          Είναι αλήθεια επίσης ότι εάν την εξωθήσουμε στα όρια, αυτή την δήλωση όπως συνέβη με τον Κρατύλο, στον επίσης διάσημο λόγο του : "ούτε μια φορά δέν είναι δυνατόν να διασχίσουμε το ίδιο ποτάμι", αυτή η θεωρία καταλήγει στην άρνηση τής ίδιας της ταυτότητος, δηλαδή την σταθερότητα των πραγμάτων, κάτι που είναι ακριβώς μία απο τις συνέπειες της αποδοχής της αντιφάσεως. Ίσως γι' αυτό σε ένα άλλο απόσπασμα εκφράζεται έτσι: "στους ίδιους ποταμούς κατερχόμαστε και δέν κατερχόμαστε, είμαστε και δέν είμαστε" (22B 49 a Diels-Kranz).

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: