Συνέχεια από:Τετάρτη, 29 Ιουλίου 2015
Ο ΗΘΙΚΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Του Pierre Aubenque
Ο Αριστοτέλης αμφιβάλλει σε τέτοιο σημείο για την καθολικότητα, ώστε δέν βρίσκει ούτε στις συγκεριμένες εκφράσεις του δικαίου, όσο και αν τις ειδικεύει, μία επαρκή εξασφάλιση για την εφαρμογή του νομικού κανόνος. Ο νομος συμπεραίνει ακολουθώντας τον Πλάτωνα (πολιτικός,, 294 a b ), είναι γενικός, ενώ οι πράξεις που προτείνει να υποβαστάξει, είναι ατομικές (1137 b 11). Υπάρχει σ'αυτό ένα δυσάρεστο άλμα, η υπευθυνότης του οποίου όμως δέν προσβάλλει ούτε τον νόμο, ούτε τον νομοθέτη, αλλά την "φύση του πράγματος" (1137 b 17-18). Βεβαίως στο μεγαλύτερο μέρος των περιπτώσεων, ο δικαστής μπορεί να δεί την ιδιαίτερη περίπτωση κάτω απο τον γενικό κανόνα. Αλλά μπορεί να συμβεί να εμπίπτει η περίπτωση "πέραν του κανόνος" και σ'αυτή την περίπτωση θα πρέπει να διορθωθεί το κενό των κανόνων και των νόμων. Αυτή η διόρθωση του νόμου (b 26) οδηγεί σε μία αρετή την οποία ο Αριστοτέλης ονομάζει επιείκια και η οποια μεταφράζεται παραδοσιακώς με αμεροληψία, παρότι η αμεροληψία περιέχει την έννοια της ισότητος η οποία ανήκει στην δικαιοσύνη, (και δέν είναι πέραν της δικαιοσύνης).
Τα όρια της φυσιοκρατίας.
[Οι επόμενες παρατηρήσεις οφείλονται στην πεποίθηση των νεοθωμιστών ότι ο Αριστοτέλης είναι ο φιλόσοφος της συνέχειας, μεταξύ φαινομενικού και νοητού. Κάτι που επέβαλλαν στην Δύση ο Αυγουστίνος και ο Ακινάτης. Οι κατηγορίες όμως του Αριστοτέλη όπως θα δούμε, και αυτό το γεγονός ακόμη ότι μπορούν να υπάρξουν περιπτώσεις πέραν των κανόνων του νόμου που λύονται διά της επιείκιας, δείχνουν ότι ο Αριστοτέλης διατηρεί και "τελειοποιεί" τον δεύτερο πλού. Ο Αυγουστίνος ταύτισε τον νοητό κόσμο με τον θεϊκό και στην θέση του αγαθού, το οποίο βρίσκεται επέκεινα της ουσίας και δέν γνωρίζουμε τίποτε γι'αυτό, έθεσε την αγάπη, την οποία αποκτούμε εύκολα πλέον μετά την ενανθρώπηση του Κυρίου].
Σχόλιο: Είναι πολύ δύσκολο να διακρίνει ο άνθρωπος την φυσική συνείδηση της ψυχής, απο την συνείδηση της πράξεως, τον Θείο νόμο της καρδίας, τον έσω άνθρωπο, και τον έξω. Το δαιμόνιο του Σωκράτη που λέει πάντοτε όχι στο σώμα, στήν επιθυμία και το σώμα που μπορεί να πράξει ακόμη και το ψεύτικο. Να διακρίνει ανάμεσα στην αρετή και στην αξία, το ήθος απο την ηθική. Να διακρίνει γιατί άλλα θέλω και άλλα κάνω. Τον Δαυΐδ απο τον Γολιάθ. Η Δύση τους ταύτισε και μία αφηρημένη ηθική συνθέτει τους δύο ανθρώπους με ισότητα και αδελφότητα. Ο άνθρωπος ή θα υποδουλώσει τον Δαυΐδ ή τον Γολιάθ. Δέν υπάρχει εναλλακτική οδός.
Αμέθυστος!
Του Pierre Aubenque
Η αμεροληψία, η ισότης! (η επιείκια).
Ο Αριστοτέλης αμφιβάλλει σε τέτοιο σημείο για την καθολικότητα, ώστε δέν βρίσκει ούτε στις συγκεριμένες εκφράσεις του δικαίου, όσο και αν τις ειδικεύει, μία επαρκή εξασφάλιση για την εφαρμογή του νομικού κανόνος. Ο νομος συμπεραίνει ακολουθώντας τον Πλάτωνα (πολιτικός,, 294 a b ), είναι γενικός, ενώ οι πράξεις που προτείνει να υποβαστάξει, είναι ατομικές (1137 b 11). Υπάρχει σ'αυτό ένα δυσάρεστο άλμα, η υπευθυνότης του οποίου όμως δέν προσβάλλει ούτε τον νόμο, ούτε τον νομοθέτη, αλλά την "φύση του πράγματος" (1137 b 17-18). Βεβαίως στο μεγαλύτερο μέρος των περιπτώσεων, ο δικαστής μπορεί να δεί την ιδιαίτερη περίπτωση κάτω απο τον γενικό κανόνα. Αλλά μπορεί να συμβεί να εμπίπτει η περίπτωση "πέραν του κανόνος" και σ'αυτή την περίπτωση θα πρέπει να διορθωθεί το κενό των κανόνων και των νόμων. Αυτή η διόρθωση του νόμου (b 26) οδηγεί σε μία αρετή την οποία ο Αριστοτέλης ονομάζει επιείκια και η οποια μεταφράζεται παραδοσιακώς με αμεροληψία, παρότι η αμεροληψία περιέχει την έννοια της ισότητος η οποία ανήκει στην δικαιοσύνη, (και δέν είναι πέραν της δικαιοσύνης).
Ο νόμος λοιπόν θα μπορούσε να θεωρηθεί διπλά εκθρονισμένος: απο το ένα μέρος ξεγυμνωμένος απο τις βασικές του αρχές οι οποίες προέρχονται απο το φυσικό δίκαιο και απο το άλλο απο την εκτίμηση των συνθηκών τής εφαρμογής του ότι εξαρτώνται απο την ισότητα. Αλλά αυτό σημαίνει απλώς ότι ο Αριστοτέλης δέν δέχεται νά απολυτοποιήσει το βασίλειο του νόμου. Ο νόμος δέν είναι ένας σκοπός αλλά ένα μέσον. Επιμηκύνοντας τις προθέσεις της φύσεως, έχει σαν σκοπό τήν αρμονία της πολιτικής κοινωνίας, η οποία με την σειρά της είναι απαραίτητη συνθήκη τής πραγμάτωσης του ανθρώπου. Εάν ο νόμος είναι ένας απλός κρίκος μίας αλυσσίδας η οποία ξεκινά απο τον άνθρωπο σαν φύση και υψώνεται μέχρι τον άνθρωπο στην τελειότητα του, τότε θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, απο που προέρχεται η αυθεντία την οποία αντλούσε στον Πλάτωνα απο την ομοιότητα του με τις ιδέες και στον Κάντ, αιώνες μετά, ο οποίος θα την αποδείξει (την αυθεντία) απο το γεγονός ότι απορρέει απο a'priori αρχές.
Η απάντηση θα ήταν χωρίς αμφιβολία ότι για τον Αριστοτέλη ο νόμος είναι το εργαλείο μίας πρακτικής νοήσεως, μίας πρακτικής σοφίας-η οποία ονομάζεται φρόνησις-η οποία απο τα βάθη τής ενυπάρξεως της, της σταθερότητός της, (η φρόνησις έχει σαν σκοπό το "αγαθό του ανθρώπου"), είναι μία όρεξις για το Θείο. Για μία φιλοσοφία της συνέχειας, όπως είναι η αριστοτέλική, υπάρχει μία επαρκής υπερβατικότης μόνον διά εξουσιοδοτήσεως (συμφωνίας). Η πρωτοβουλία έρχεται απο την φύση, αλλά απο μία φύση η οποία είναι κατά κάποιο τρόπο ελκόμενη πρός το ύψος της, απο το τέλος της [εξ'ού και το όνομα αριστο-τέλης]. Ο Θεός δέν βασιλεύει δίνοντας αμεσα ο ίδιος τις εντολές του, αλλά είναι αυτό πρός το οποίο καθοδηγεί η φρόνησις" (Ηθ. Ευδήμεια, VIII 3, 1249 B 13-15). Αυτό που μας λέει εδώ ο Αριστοτέλης για την φρόνηση θα μπορούσε να επεκταθεί και στην νομική επιστήμη! Καθότι ριζωμένη στην φύση, πραγματοποιεί, στο επίπεδο που της ανήκει, και συνεισφέρει στην πραγματοποίηση πιό υψηλών σχεδίων. Η υπερβατικότης λοιπόν δέν είναι πλέον το θεμέλιο του δικαίου, όπως στον πλάτωνα, αλλά παραμένει στον ορίζοντα της αριστοτελικής φυσιοκρατίας.
Τα όρια της φυσιοκρατίας.
[Οι επόμενες παρατηρήσεις οφείλονται στην πεποίθηση των νεοθωμιστών ότι ο Αριστοτέλης είναι ο φιλόσοφος της συνέχειας, μεταξύ φαινομενικού και νοητού. Κάτι που επέβαλλαν στην Δύση ο Αυγουστίνος και ο Ακινάτης. Οι κατηγορίες όμως του Αριστοτέλη όπως θα δούμε, και αυτό το γεγονός ακόμη ότι μπορούν να υπάρξουν περιπτώσεις πέραν των κανόνων του νόμου που λύονται διά της επιείκιας, δείχνουν ότι ο Αριστοτέλης διατηρεί και "τελειοποιεί" τον δεύτερο πλού. Ο Αυγουστίνος ταύτισε τον νοητό κόσμο με τον θεϊκό και στην θέση του αγαθού, το οποίο βρίσκεται επέκεινα της ουσίας και δέν γνωρίζουμε τίποτε γι'αυτό, έθεσε την αγάπη, την οποία αποκτούμε εύκολα πλέον μετά την ενανθρώπηση του Κυρίου].
Αυτό όμως δέν αφαιρεί, και αυτή είναι η κριτική την οποία απευθύνουμε, στον Αριστοτέλη-ότι αυτή η θεολογική προοπτική παραμένει απόμακρη και δέν επιτρέπει να ορισθούν ακριβή κριτήρια για να κριθούν η νομιμότης ενός συγκεκριμένου θεσμού ή ενός νόμου αφημένη στον εαυτό της και στην ενυπάρχουσα ανάπτυξη της. Η φύσις έχει ας πούμε πολλές δικαιοδοσίες και εν τέλει δικαιώνει όλα όσα είναι επαρκώς ριζωμένα στα ήθη, στην κοινή συγκεκριμένη ηθική. Η κατανόηση αυτού που είναι, η αντίληψη αυτού που είναι λογικό κάθε φορα, μας εκθέτει στην ανάγκη να δικαιώνουμε αυτό που διαφορετικά μία ηθική απελευθερωμένη απο τις περιστάσεις τις συγκεκριμένες δέν θα δίσταζε να καταδικάσει. Το καλύτερο παράδειγμα εκτροπών στις οποίες μπορεί να οδηγήσει η αριστοτελική φυσιοκρατία είναι η δικαιολόγηση της σκλαβιάς η οποία περιέχεται στο βιβλίο Ι (κεφάλαια 3-7) της Πολιτικής όπου ο Αριστοτέλης δέν αναρωτιέται εάν η σκλαβιά είναι αποδεκτή ή όχι, αλλά σε ποιό μέτρο αυτή είναι η όχι "φυσική". Χωρίς αμφιβολία σ'αυτή την περίπτωση η φύση είναι ένας κανόνας. Αλλά το γεγονός ότι αυτός ο κανόνας ενυπάρχει πολύ κοντά στην πραγματικότητα την οποία πρέπει να υποβαστάζει, τον εμποδίζει να είναι ένα εργαλείο κριτικής αρκετά αποτελεσματικό. Ο Αριστοτέλης δέν βρίσκει τίποτε άλλο να πεί παρά ότι η δουλεία είναι "φυσική" στο μέτρο που θέτει σε σχέση ανθρώπους εκ φύσεως φτιαγμένους για την ηγεσία και ανθρώπους εκ φύσεως ανθρώπους για την υπακοή. Αλλά ο Αριστοτέλης δέν αναρωτιέται ποτέ εάν η ανισότης ανάμεσα στους ανθρώπους, παρότι φυσική, ταιριάζει στις αξίες των οποίων είναι φορέας ο άνθρωπος και εάν εδώ η πραγματικότης ίσως πρέπει να διορθωθεί απο ένα ιδανικό το οποίο δέν πρέπει να φοβηθούμε να ονομάσουμε υπερβατικό. Υπάρχουν περιπτώσεις, ίσως οριακές, στις οποίες το δίκαιο και η ίδια η φύση-ακόμη δε περισσότερο η εμπειρική φύση-πρέπει να γονατίσουν απέναντι στην ηθική. Μ'αυτή την έννοια δέχομαι ότι οι μοντέρνες θεωρίες του φυσικού δικαίου, των "δικαιωμάτων του ανθρώπου"-ακόμη και αν αυτός ο άνθρωπος είναι άχρονος και αφηρημένος-αντιπροσωπεύουν, ότι και αν έχουμε κατορθώσει να πούμε εναντίον τους, μία πρόοδο σε σχέση με την "δικαιοφυσιοκρατία" του Αριστοτέλη, παρότι αυτή δικαιολογείται σε όλες τις περιπτώσεις, που είναι και οι περισσότερες, όπου ο νομικός κανόνας δέν αντιτίθεται με τον ηθικό νόμο.
Συνεχίζεται
Σχόλιο: Είναι πολύ δύσκολο να διακρίνει ο άνθρωπος την φυσική συνείδηση της ψυχής, απο την συνείδηση της πράξεως, τον Θείο νόμο της καρδίας, τον έσω άνθρωπο, και τον έξω. Το δαιμόνιο του Σωκράτη που λέει πάντοτε όχι στο σώμα, στήν επιθυμία και το σώμα που μπορεί να πράξει ακόμη και το ψεύτικο. Να διακρίνει ανάμεσα στην αρετή και στην αξία, το ήθος απο την ηθική. Να διακρίνει γιατί άλλα θέλω και άλλα κάνω. Τον Δαυΐδ απο τον Γολιάθ. Η Δύση τους ταύτισε και μία αφηρημένη ηθική συνθέτει τους δύο ανθρώπους με ισότητα και αδελφότητα. Ο άνθρωπος ή θα υποδουλώσει τον Δαυΐδ ή τον Γολιάθ. Δέν υπάρχει εναλλακτική οδός.
Αμέθυστος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου