Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ – Ignace de la Potterie (6)

             IGNACE DE LA POTTERIE, S.J
           Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ
                    ΤΟΜΟΣ  1Ος
               Ο Χριστός και η αλήθεια
               Το Πνεύμα και η αλήθεια
ΙΙ. «Ακούειν» ή «θεωρείν» την αλήθεια.
Α. Η «εισακουσθείσα» αλήθεια του Θεού, κατά τον Ιωάννη 8,40
1. Συσχετισμός αλήθειας και ακούειν.

Ο Ιωάννης, όπως είδαμε, χρησιμοποιεί συνέχεια την λέξη αλήθεια σε συνδυασμό με τον λόγο: η αλήθεια «λέγεται» (λέγειν), «κηρύσσεται» (λαλείν)· προσδιορίζει τον «λόγο» του Θεού (τα ρήματα, ο λόγος) που αποκαλύπτει ο Ιησούς. Είναι επομένως φυσικό ο λόγος, το ρήμα, η αγγελία ή η φωνή να σχετίζονται με το ρήμα ακούειν. Αυτή η εκ πρώτης όψεως αυτονόητη παρατήρηση γίνεται σημαντική από την στιγμή που προσφέρει λύσεις στο πρόβλημα της φιλολογικής προέλευσης της έννοιας αλήθεια: εάν η αλήθεια δεν είναι μια πραγματικότητα που βλέπουμε αλλά ένα μήνυμα που ακούμε, συμπεραίνουμε ότι ανήκει στην βιβλική και εβραϊκή παράδοση του λόγου, του λόγου αυτού που προφέρεται και εισακούεται.
Το σημαντικότερο χωρίο από αυτή την άποψη είναι το ίδιο που εξετάσαμε σχετικά με το λαλείν: «νῦν δὲ ζητεῖτέ με ἀποκτεῖναι, ἄνθρωπον ὃς τὴν ἀλήθειαν ὑμῖν λελάληκα, ἣν ἤκουσα παρὰ τοῦ Θεοῦ·» (8,40)· μπορούμε επίσης να προσθέσουμε δύο ακόμη γειτονικά χωρία: «ὁ πέμψας με ἀληθής ἐστι, κἀγὼ ἃ ἤκουσα παρ' αὐτοῦ, ταῦτα λέγω εἰς τὸν κόσμον». (8, 26) και «καθὼς ἐδίδαξέ με ὁ πατὴρ μου, ταῦτα λαλῶ» (8, 28). Το ίδιο συμβαίνει και με το Πνεύμα της αληθείας που οδηγεί τους πιστούς στην πληρότητά της, το οποίο τους πληροφορεί επίσης γι’ αυτά που άκουσε: «οὐ γὰρ λαλήσει ἀφ' ἑαυτοῦ, ἀλλ' ὅσα ἂν ἀκούσει λαλήσει» (16, 13).
Τα κείμενα αυτά αναφέρονται σε «ακούσματα» εξ ουρανού. Σε ότι αφορά τους μαθητές του Ιησού, εδώ κάτω, ο Ιωάννης είναι αλήθεια ότι δεν αναφέρει πουθενά ότι οφείλουν να «ακούσουν» την αλήθεια. Αλλά ο συνεχής συσχετισμός της έννοιας της αλήθειας με τον λόγο δείχνει ότι θα δυνηθούν να ανακαλύψουν την αλήθεια ακούγοντας επιμελώς τους λόγους του Χριστού: θα πρέπει να «ακούσουν» τον λόγο του Ιησού (5, 24/ 8, 43)· και ο λόγος αυτός του Ιησού που άκουσαν είναι ο λόγος του πέμψαντος αυτόν (14, 24). Και σε άλλα σημεία του Ευαγγελίου συναντάμε επίσης έναν καθαρό συσχετισμό της αλήθειας με το ρήμα ακούειν: όπως για παράδειγμα όταν ο Ιησούς μέμφεται τους Ιουδαίους στους οποίους εδίδαξε την αλήθεια αλλά δεν τον επίστευσαν (8, 46), και στον επόμενο στίχο επαναλαμβάνει αλλά ουκ ακούετε ( 8, 47).Στο 18, 37 ο Ιησούς λέει στον Πιλάτο ότι ήρθε στον κόσμο για να μαρτυρήσει την αλήθεια, και προσθέτει: «πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς». Στον Αλεξανδρινό κώδικα υπάρχει επίσης ένα απόσπασμα το οποίο φωτίζει την σχέση ανάμεσα στην γνώση της αλήθειας και την ακοή του λόγου: «πᾶς ὁ ἀκούων την διδασκαλίαν παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ μαθὼν την αλήθειαν, ἔρχεται πρός με» (6, 45)· για να διδαχθεί εις την αλήθεια, πρέπει να «ακούσει» τον Πατέρα.
Η αλήθεια κατά τον Ιωάννη γνωρίζεται κυρίως δια της ακοής των λόγων της αποκαλύψεως. Παρόλη την ιδιαίτερη σημασία που έχουν στα κείμενά του ρήματα όπως βλέπειν, θεωρείν, θεάσθαι ή οράν ποτέ δεν σχετίζονται με την αλήθεια. O G. Kittel υποστηρίζει ότι η κυριαρχία της όρασης ή της ακοής στην θρησκευτική εμπειρία οριοθετεί δύο διαφορετικούς τύπους λατρείας: στα ελληνικά μυστήρια και τον γνωστικισμό η ανώτερη θρησκευτική εμπειρία αποκτάται δια της θεωρίας της θεότητας· γνώστης της αποκαλύψεως δεν είναι αυτός που ακούει τους λόγους της αλλά αυτός στον οποίο επιτρέπεται να «θεωρήσει» την μυστική πραγματικότητα, όπως ακριβώς το εκφράζει ο Πίνδαρος στον ωραίο αυτό θρήνο που αφορά τα Ελευσίνια Μυστήρια: «Ευτυχής είναι αυτός που είδε (αυτά τα πράγματα) πριν κατέλθει υπό την γην» (Θρήνοι, 6). Είναι εξ άλλου γεγονός ότι για τους έλληνες η γνώση ήταν συνδεδεμένη περισσότερο με την όραση παρά με την ακοή όπως φαίνεται και από την ετυμολογική σχέση ανάμεσα στο ειδέναι και το ιδείν.
Αντίθετα, στην Π. Δ. όπως και στην ιουδαϊκή παράδοση υπερισχύει η ακοή του λόγου. Γίνεται επίσης λόγος για την «θεοπτία» αλλά σ’ αυτήν την περίπτωση η πράξη του βλέπειν έχει εικονικό χαρακτήρα δεδομένου ότι η θρησκεία του Ισραήλ δεν γνώριζε την λατρεία των εικόνων ούτε τις αναπαραστάσεις των μυστηρίων. Εξ άλλου στην εξέλιξή της η εβραϊκή θρησκεία υιοθετεί την αδυναμία της πραγματικής «οράσεως του Θεού» και στρέφεται προς το γεγονός ότι ο Θεός ομίλησε και στην υποχρέωση του λαού του να ακούσει τον λόγο του και να τον ακολουθήσει, όπως αναφέρει και η καθημερινή προσευχή των Ιουδαίων: «Άκουσε Ισραήλ…». Η πραγματικότητα που ανήκει στην «θεοπτία» κατέληξε να είναι για τους Εβραίους εσχατολογικό προνόμιο που αποκτάται στον μέλλοντα κόσμο· η δε μορφή της, χωρίς να έχει καμμία σχέση με την θεωρία ή την ελληνική έκταση συνίσταται σε μία εμπειρία θείας εγγύτητας, μιας οικείας παρουσίας παρά τον Θεό.
2.   Η αλήθεια, αντικείμενο θεωρίας στον δυαλισμό.
Η αντίθεση που παρατηρήσαμε ανάμεσα στους δύο τύπους λατρευτικής εμπειρίας επιβεβαιώνεται κατ’ απόλυτο τρόπο σε ότι αφορά την έννοια της αλήθειας. Ουδέποτε η αλήθεια στην Βίβλο δεν είναι αντικείμενο θεωρίας. Αντίθετα στην ελληνική πλατωνική σκέψη και στον δυαλισμό, όπως και σε ορισμένα γνωστικά συστήματα, η αλήθεια θεωρείται η ύψιστη πραγματικότητα, το ίδιο το είναι του Θεού, που η ψυχή καλείται να θεωρήσει (θεωρείν). Αξίζει να αναφέρουμε μερικά κείμενα.
Ας ξεκινήσουμε με τον Πλάτωνα, από τον οποίο πηγάζει η ελληνιστική δυαλιστική σκέψη στο σύνολό της. Στους επιφανείς διαλόγους του περιγράφει την Αλήθεια σαν τις αιώνιες και ακατάλυτες Ιδέες των όντων, την καθαρή τους πραγματικότητα, που είναι για το πνεύμα αντικείμενο ενόρασης και στοχασμού. Σύμφωνα με το διάσημο απόσπασμα του Φαίδρου (247 d) για την άνοδο της ψυχής στον υπερουράνιο τόπο, «το Πεδίον της Αληθείας», η ψυχή κατορθώνει τελικά να δει το είναι των όντων (ιδούσα… το ον), να θεωρήσει την αληθινή πραγματικότητα (θεωρούσα ταληθή). Αλλά η πλειοψηφία των ανθρώπων αδυνατεί να ανυψωθεί σ’ αυτήν την θέα του όντος, 248 b)· δεν θα κατορθώσει ποτέ να δει την Πεδιάδα της Αλήθειας (το αληθείας ιδείν πεδίον, ό.π.), δεν θα δει ποτέ την Αλήθεια (μήποτε ιδούσα την αλήθειαν 249 b)· διότι τα μάτια της κοινής ψυχής δεν δύνανται να ατενίσουν το θείον (καρτερείν προς το θείον αφορώντα αδύνατα, 254 a-b). Σύμφωνα με την Πολιτεία, μόνον οι αληθινοί φιλόσοφοι επιθυμούν να θεωρούν την Αλήθεια ( τους της αληθείας… φιλοθεάμονας V 475 e). Το όργανο αυτής της θεωρίας είναι πνευματικό (όργανόν τι ψυχής, Πολ. VI, 527 d), το οποίο στην συνέχεια αποκαλείται το της ψυχής όμμα, 533 d): μόνω γαρ αυτώ αλήθεια οράται (527 e).
Η ίδια αυτή αντίληψη επανεμφανίζεται, στην παράδοση που διαδέχεται τον Πλάτωνα. Σύμφωνα με τον Φίλωνα «οι αισθήσεις αποτελούν εμπόδιο (προς στην ακριβή θέαν του νοητού) (Migr., 191Q C.W., II, 305)· ο ύπνος είναι επομένως μια προνομιακή κατάσταση, διότι το πνεύμα, αποχωρισμένο από οτιδήποτε σωματικό, μπορεί να εισέλθει εις εαυτό και έτσι, «να δεί την Αλήθεια (αφορών αλήθειαν) όπως σε ένα κάτοπτρο» (190 ό.π.)· όλη η προσπάθεια του πνεύματος συνίσταται στην έξοδο από το σκοτάδι της άγνοιας ώστε «αυγήν αληθείας ιδείν» (Virt., 221: C.W., V, 334). Σύμφωνα με την νέο-πλατωνική πραγματεία De Mysteriis του Ιάμβλιχου μακαριότητα είναι η άνοδος προς τους θεούς, προς αλήθειαν την νοητήν, 10, 6 (292, 11-12)· διότι ενταῦθα δή οὖν και η τῆς αληθείας πάρεστι θέα, 10, 1 (286, 9-10).
Θα συμπληρώσουμε αυτή την μελέτη με γνωστικά κείμενα. Σύμφωνα με την ερμητική γνώση τα μεγαλύτερα δεινά προέρχονται από την άγνοια του Θεού (C. H. 1, 27). Επί γης, μόνο μερικοί προνομιούχοι μπορούν (περί αληθείας νοήσαι), αυτοί στους οποίους δόθηκε (η θεοπτική δύναμις Αποσπ. Από τον Στοβία, ΙΙ, Α, 6). Η ψυχή οφείλει να ακολουθήσει τον δρόμο που οδηγεί στις θύρες της γνώσης, «εκεί όπου αστράφτει το λαμπερό φως», εκεί όπου όλοι «υψώνουν το βλέμμα της καρδιάς προς Αυτόν που επιθυμεί να γίνει ορατός» (C.H., 7, 2). Σ’ αυτήν την μεγίστην θέαν (C.H. 1, 27) δίδεται στην ψυχή η δυνατότητα θεασαμένη το κάλλος της αληθείας. (C.H., 7, 3).
Είναι φυσικό αυτή η καθαρά ελληνική και ελληνιστική αντίληψη να υιοθετείται από τους Πατέρες της Εκκλησίας των οποίων η σκέψη επηρεάσθηκε έντονα από τον πλατωνισμό. Αρκετοί περιγράφουν με τη σειρά τους την αλήθεια σαν αντικείμενο ενόρασης ή θεωρίας, όπως για παράδειγμα ο Ωριγένης ή ο Γρηγόριος Νύσσης όταν σχολιάζει τη σκηνή της φλεγόμενης Βάτου: «Ου δύναται τις ενυπόδυτος αναβήναι εν ᾧ το φως της αληθείας οράται» (Ο Βίος του Μωυσή, ΙΙ, 22: Ελλ. Πατρ., 44, 333 Α), η ακόμη ο Αγ. Βασίλιος: « Όταν, με την βοήθεια της θείας φώτισης, κατευθύνουμε το βλέμμα προς το κάλλος της Εικόνας του αόρατου Θεού, και δι’ αυτής ανυψωθούμε στην εξαίσια θέα του Αρχετύπου (=του Πατρός), το Πνεύμα της γνώσεως που είναι αδιαχώριστο, παρέχει την δύναμη της οράσεως της Εικόνος, σε όλους όσους αγαπούν την θεά της Αληθείας (τοις της αληθείας φιλοθεάμοσιν)» )Περί του Αγίου Πνεύματος, 18,47: Ελλ. Πατρ, 32, 153 Α)· ομοίως και ο Μεθόδιος επ. Ολύμπου: «Αποκαθαρμένοι, δι’  επίπονων πρακτικών και ασκήσεων, των πονηρών λογισμών που το συσκοτίζουν, το πνεύμα ατενίζει με διαπεραστικό βλέμμα στην Αλήθεια (οξυδερκεί προς την αλήθειαν)» (Convivium, 9,4: GCS.ΙΙΙ, 118,14)·αναφέρουμε εν τέλει τον Ψευδο-Δονύσιο: «Ανάλογη με τα χαρίσματα που μας δόθηκαν είναι και η δυνατότητα να προσεγγίσουμε την θεία πραγματικότητα (τα θεία) … και αυτή είναι που μας ανυψώνει επί την απλήν και ηνωμένην των νοητών θεαμάτων αλήθειαν» (Περί Θείων Ονομάτων, 1, 4: Ελλ. Πατρ., 3, 529 C).
Σε ότι αφορά τους Λατίνους αρκεί να αναφέρουμε τον άγιο Αυγουστίνο. Στην πρώτη περίοδο του συγγραφικού του έργου, κατά την οποία υφίσταται την επίδραση του νέο-πλατωνισμού, υποστηρίζει ότι η θεώρηση της Αλήθειας είναι το μέγιστο επίπεδο δραστηριότητας της ψυχής: «In ipsa visione at que contemplation veritatis, qui septimus atque ultimus animae gradus est». Σ’ αυτήν την θεώρηση της Αλήθειας αντιστοιχεί η πρόσωπο με πρόσωπο ενατένιση του Θεού: ο άνθρωπος μπορεί να αντικρίσει «το πρόσωπο της Αλήθειας».
 Το συμπέρασμα είναι σαφές: σε ότι αφορά την γνωστική σκέψη καθώς και την θρησκευτική φιλοσοφία του ελληνιστικού δυαλισμού και γενικότερα την πλατωνική παράδοση στο σύνολό της, η αλήθεια δεν είναι κυρίως ένας λόγος (αποκαλύψεως) τον οποίο ακούμε, πιστεύουμε και αποδεχόμαστε· αλλά μια πραγματικότητα που βλέπουμε, δηλαδή η αιώνια ουσία της θείας ύπαρξης, την οποία, σε κατάσταση ευδαιμονίας, η ψυχή θεωρεί στο τέρμα της πνευματικής της ανάβασης.
3.«Ακούειν την αλήθεια» στο κήρυγμα.
Εντελώς διαφορετική είναι η βιβλική και η εβραϊκή σημειολογία.  Η αλήθεια δεν περιγράφεται ποτέ σαν θεωρούμενη πραγματικότητα αλλά τις περισσότερες φορές ως λόγος που ακούεται (νοείται). Στην Π. Δ. κανένα κείμενο δεν περιέχει την έκφραση «ακούειν την αλήθεια»· και τούτο είναι κατανοητό δεδομένου ότι η «αλήθεια», “emet” στα εβραϊκά, σημαίνει κυρίως σταθερότητα, ανθεκτικότητα, ακεραιότητα.
Όταν όμως, η έννοια της αλήθειας αποκτά σταδιακά στον ιουδαϊσμό την έννοια «του θείου λόγου της αποκαλύψεως» προετοιμάζεται και το έδαφος για την αποδοχή νέων τρόπων έκφρασης όπως «ακούειν την αλήθεια» ποτέ όμως πριν την αποκάλυψη της Κ. Δ.
Στον άγιο Παύλο και στις Καθολικές Επιστολές συναντώνται συχνά εκφράσεις όπως «ακούειν την αλήθεια» ή «υπακούειν στην αλήθεια» που ανήκουν σε ένα χαρακτηριστικό είδος ορολογίας που συνοδεύει το κήρυγμα. Η βασική ιδέα που βρίσκεται στην βάση πολλών κειμένων διατυπώνεται ευκρινώς στην προς Ρωμαίους Επιστολή του Παύλου: «ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ῥήματος Θεοῦ» (προς Ρωμ. 10,17). Προκειμένου να προσχωρήσουν στην πίστη οι χριστιανοί θα πρέπει να ακούσουν «τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, τὸ εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας ὑμῶν» ( Εφεσ. 1, 13, σύγκρινε με Κολ. 1, 15). Ενώπιον αυτής της διακήρυξης της αλήθειας του Ευαγγελίου παρατηρούνται δύο στάσεις. Οι μεν « αποκλίνουν το ους (την ακοήν) από την αλήθεια για να στραφούν στους μύθους (2 Τιμ. 4, 4)· «απειθούσιν εις την αλήθειαν» (Ρωμ. 2, 8) και αρνούνται να πιστέψουν στον Λόγο (1η Επ. Πέτρου 2, 8 και 3, 1), το Ευαγγέλιο (ό. π. 4, 17). Και άλλοι δέχονται το μήνυμα: όπως για παράδειγμα οι χριστιανοί της Εφέσου στους οποίους ο Παύλος υπενθυμίζει ότι « αὐτὸν ἠκούσατε καὶ ἐν αὐτῷ ἐδιδάχθητε, καθώς ἐστιν ἀλήθεια ἐν τῷ Ἰησοῦ» (Εφεσ. 4, 21). Η αποδοχή αυτή της πίστης αποτελεί σημείο εκκίνησης σε μια νέα ζωή «ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ὁσιότητι τῆς ἀληθείας» (Εφεσ. 4, 24)· δεν αρκεί η ακοή της αλήθειας, χρειάζεται και η υπακοή σ’ αυτήν· το ακούειν πρέπει να μετατραπεί σε  υπακούειν: «ἐν τῇ ὑπακοῇ τῆς ἀληθείας διὰ Πνεύματος εἰς φιλαδελφίαν ἀνυπόκριτον, ἐκ καθαρᾶς καρδίας ἀλλήλους ἀγαπήσατε ἐκτενῶς» (1η Επ. Πέτρου 1, 22): « υπακούειν στην αλήθεια σημαίνει υπακοή στο Ευαγγέλιο» (2η Θεσ. 1, 8 και Ρωμ. 10, 16), «στην πίστη» (Πράξεις 6, 7).
Η πληθώρα των αναφερθέντων κειμένων αποδεικνύει ότι οι έννοιες ακούειν και ακοή με αντικείμενο «την αλήθεια» «τον λόγο» ή «το Ευαγγέλιο» έγιναν κατά κάποιο τρόπο οι τεχνικοί όροι της κυρηγματικής ορολογίας. Αυτή όμως η φιλολογική ανάλυση δεν είναι
ακόμη ικανή να αποκαλύψει την καθεαυτό προέλευση της έκφρασης ακούειν την αλήθεια στο χωρίο 8, 40 του Ιωάννη, διότι εδώ δεν αφορά στους ανθρώπους που υποδέχονται σ’ αυτόν τον κόσμο την αλήθεια του Ευαγγελίου, αλλά στον ίδιο τον Χριστό, ο οποίος, πριν την «διδάξει» (λαλείν) στον κόσμο, την «άκουσε» από τον Θεό, στην ουράνια ζωή. Η διατύπωση του Ιωάννη, επομένως, δεν προσαρτάται στο κήρυγμα. Ανήκει στην σφαίρα της αποκάλυψης: σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να αναζητήσουμε τις πραγματικές τις ρίζες.

(συνεχίζεται) 

Δεν υπάρχουν σχόλια: