Συνέχεια από Παρασκευή, 7 Φεβρουαρίου 2020
IGNACE DE LA POTTERIE, S.J
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ
ΤΟΜΟΣ 1Ος
Ο Χριστός και η αλήθεια
Το Πνεύμα και η αλήθεια
Δ. Η έκφραση την αλήθειαν λέγειν
Ι. Ιωάννης 16, 7
1. Στην δεύτερη ομιλία μετά τον Μυστικό Δείπνο, στην αρχή της τέταρτης υποσχέσεως περί του Παρακλήτου συναντούμε μια καινούργια έκφραση. Ενθαρρύνοντας του Αποστόλους μετά την αναγγελία των διωγμών και της πορείας προς το πάθος (16, 1-6), ο Ιησούς υπογραμμίζει την αναγκαιότητα αυτού του αποχωρισμού: «ἐγὼ τὴν ἀλήθειαν λέγω ὑμῖν· συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω. ἐὰν γὰρ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς· (16, 7).
Ερευνώντας την χρήση της έκφρασης, εκτός των κειμένων του Ιωάννη παρατηρούμε ότι έχει εντελώς αντίθετο χαρακτήρα από την έκφραση την αλήθειαν λαλείν, η οποία δεν συναντάται στα κλασσικά ή ελληνιστικά κείμενα και η χρήση της στην Π. Δ. δεν έχει το νόημα που της δίνει ο Ιωάννης. Αντίθετα, η έκφραση την αλήθειαν λέγειν απουσιάζει από την Π. Δ., και όπου συνατάται, από την εποχή του Ομήρου έχει χαρακτήρα λαϊκό και απλουστευτικό.
Στην περίπτωση του 16, 7 θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν ο Ιωάννης την χρησιμοποιεί στο ίδιο απλουστευτικό πνεύμα ή αντίθετα της προσδίδει θεολογικό χαρακτήρα υπαινισσόμενος το αποκαλυπτικό νόημα των λόγων του Ιησού. Ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν αυτή την δεύτερη εκδοχή: λέγοντας στους μαθητές του ότι η αναχώρησή του τους συμφέρει, (εφόσον αποτελεί προϋπόθεση για την έλευση του Πνεύματος), ο Ιησούς τους «αποκαλύπτει» την αλήθεια και τους εξηγεί το νόημα της αποστολής του και της ενέργειας του Παρακλήτου. Άλλοι αντίθετα εκτιμούν ότι η έκφραση σημαίνει απλώς: «αυτά που σας λέγω είναι αλήθεια», και είναι αντίστοιχη με την δήλωση: αμήν, αμήν λέγω ημίν.
2.Σύμφωνα με την ορολογία του 4ου Ευαγγελίου, ο Ιωάννης ο οποίος αναφέρει 266 φορές το ρήμα λέγειν (χωρίς να συμπεριλάβουμε το ρήμα ειπείν), δεν το χρησιμοποιεί ποτέ σε περιπτώσεις που αφορούν στην αποκάλυψη, δηλαδή σε «λόγο» του Θεού, του Πνεύματος ή ενός Αγγέλου. Στις περιπτώσεις αυτές παραθέτει το λαλείν. Όταν όμως πρόκειται για το ίδιο τον Χριστό χρησιμοποιεί και τα δύο ρήματα, χωρίς όμως να πρόκειται για απλή συνωνυμία. Εάν εξετάσουμε μία περίπτωση όπου και τα δύο ρήματα εμφανίζονται στο ίδιο πλαίσιο, όπως στην συνομιλία του Ιησού με την Σαμαρείτιδα:
– τις εστιν ο λέγων σοι (4, 10) και – εγώ ειμί, ο λαλών σοι (4, 26) παρατηρούμε τα εξής: Στο δεύτερο χωρίο στο οποίο ο Ιησούς φανερώνεται ως ο Μεσσίας με το εγώ ειμί, και με το οποίο τελειώνει η συνομιλία, ο ρήμα λέγειν έχει αντικατασταθεί από το λαλείν, που δηλώνει αποκάλυψη. Ενώ στο στ. 10 το ρήμα λέγειν στα χείλη του Χριστού συνοδεύει απλώς του λόγους που μεταχειρίζεται ο ίδιος, εκείνη την στιγμή απευθυνόμενος στην Σαμαρείτιδα: οι λόγοι του είναι αινιγματικοί, μυστηριακοί, («Εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτὸν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν) και προετοιμάζουν τον διάλογο που θα ακολουθήσει. Επομένως το ρήμα λέγειν συγκεντρώνει την προσοχή στους λόγους το ίδιου του Ιησού, που σε ορισμένες περιπτώσεις εκφράζουν και κάποιου είδους μυστήριο προετοιμάζοντας το έδαφος για την σταδιακή αποκάλυψη. Παρόμοια είναι και η περίπτωση του εδαφίου 16, 12,13. Ο Ιησούς έχει ακόμη πολλά να πει ( λέγειν)στους μαθητές τους, τα οποία όμως «οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι»· και αναγγέλλει την έλευση του Πνεύματος της αληθείας: ἐκεῖνος … λαλήσει (το ρήμα χρησιμοποιείται δύο φορές στον στίχο 13)· το λέγειν του Ιησού ακολουθείται από το λαλείν του Πνεύματος, που θα οδηγήσει του πιστούς στην πλήρη αλήθεια.
Ας ερμηνεύσουμε τώρα την φράση αμήν, αμήν λέγω υμίν (όχι σοι) που επαναλαμβάνεται 25 φορές. Στην Κ. Δ. μόνο ο Ιωάννη χρησιμοποιεί αυτή την έκφραση, ενώ στα συνοπτικά Ευαγγέλια όπου χρησιμοποιείται μόνο από τον ίδιο το Χριστό λέξη αμήν δεν επαναλαμβάνεται. Στον Ιωάννη έχει επίσημο ύφος, σχεδόν προφητικό· με το εμφατικό της ύφος προσδίδει ειδικό νόημα στους λόγους που την ακολουθούν και επιζητεί την μεγαλύτερη προσοχή των ακροατών σε ότι την διαδέχεται
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις που ο Ιωάννης χρησιμοποιεί το ρήμα λέγω (ή είρηκα), με την έκφραση λέγω υμίν ή ταύτα λέγω υπογραμμίζει την σημασία, ή ακόμη τον αινιγματικό ή μυστηριακό χαρακτήρα των λεγομένων· Το παρατηρούμε στο 4, 35: «ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμόν. ἤδη».
Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το ρήμα λέγω όταν χρησιμοποιείται από τον Ιησού δίνει στους λόγους του ιδιαίτερο νόημα χωρίς να περιέχει στοιχεία αποκάλυψης και ως προς αυτό διαφοροποιείται από το λαλείν. Έχει όμως αρκετές φορές ένα χαρακτήρα αινιγματικό, σχεδόν προφητικό, και σ’ αυτές τις περιπτώσεις μόνο μια συμπληρωματική επεξήγηση του Ιησού, ή η μελλοντική φώτιση του Πνεύματος της αληθείας μπορεί να αποκαλύψει το πραγματικό νόημα.
3.Ας δούμε τώρα αν αυτά τα δεδομένα μπορούν να μας βγάλουν από το αδιέξοδο σχετικά με το εγώ την αλήθειαν λέγω υμίν του 16, 7.
Τα λόγια αυτά ο Ιησούς τα απευθύνει στους μαθητές τους για να τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν την θλίψη τους. Έτσι του λέγει: «ἀλλ' ἐγὼ τὴν ἀλήθειαν λέγω ὑμῖν· συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω. ἐὰν γὰρ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς». Εκείνη την στιγμή η δήλωση αυτή του Ιησού είναι παράδοξη για τους μαθητές του· όμως ο ίδιος δίνει στα λόγια του όλο το κύρος της εξουσίας του. Συμφωνώντας με τον Bernard και τον Bultmann θα λέγαμε ότι η έκφραση «εγώ, σας λέγω την αλήθεια» σχετίζεται με την συνήθη διατύπωση αμήν, αμήν λέγω υμίν· από ιστορική άποψη θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα λόγια αυτά σημαίνουν: «μπορείτε να με πιστέψετε, εμπιστευθείτε με: εγώ, σαν το βεβαιώνω». Είναι και ο λόγος που η αντωνυμία «εγώ» εκφράζεται με έμφαση τονίζοντας το πρόσωπο που ομιλεί· αυτή η εμφατική χρήση του εγώ λέγω (είπον), που υπογραμμίζει την σημασία των λόγων του Ιησού, δεν συναντάται πουθενά στους δημόσιους λόγους του, αλλά επαναλαμβάνεται συχνά στις ομιλίες του μετά τον Μυστικό Δείπνο (14, 10. 26. 28/ 15, 20/ 16, 4/ 18, 21).
Χωρίς να ταυτίζουμε τις δύο εκφράσεις (εγώ την αλήθειαν λέγω και αμήν, αμήν λέγω υμίν) οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι και οι δύο επισύρουν την προσοχή σε ένα σημαντικό και επίσημο λόγο του Ιησού. Όμως η δεύτερη, που επαναλαμβάνεται πολλές φορές στα Κεφ. 13 – 16, μας εισάγει κυρίως σε κάποια προαγγελία του Ιησού, είτε σχετικά με το επικείμενο Πάθος (13, 21. 38), είτε με το μέλλον, δηλ. την Εκκλησία (14, 12/ 16, 20. 23)· στο 13, 16. 20 εισάγει σε ένα είδος παραβολής που και αυτή αναφέρεται στο μέλλον. Σε καμμία όμως περίπτωση δεν υπάρχουν στοιχεία μυστηριακά η αποκαλύψεως.
Αλλά το περιεχόμενο του 16, 7 είναι διαφορετικό: εδώ ο Ιησούς αποκαλύπτει τις προϋποθέσεις για την έλευση του Παρακλήτου, κάτι που αφορά επίσης το μέλλον· παράλληλα φανερώνει την στενή σχέση του Χριστού με το Πνεύμα, αφού λέει: «εάν πορευθώ, πέμψω αυτόν προς υμάς». Με τους λόγους αυτούς ο Ιησούς φανερώνει κάτι από το μυστηρίου της οικονομίας της σωτηρίας· ανακοινώνει στους μαθητές μέρος της αποκαλύψεως· τους φανερώνει την αλήθεια-αποκάλυψη, όπως φαίνεται και στον παραλληλισμό των στ. 6 και 7: «ἀλλ' ὅτι ταῦτα λελάληκα ὑμῖν,… ἀλλ' ἐγὼ τὴν ἀλήθειαν λέγω ὑμῖν». Με αυτήν την αποκάλυψη παρηγορεί την θλίψη που γεμίζει τις καρδιές τους. Η έννοια της φανερώσεως δεν βρίσκεται δηλαδή εδώ σε πρώτο πλάνο· αυτό που κυριαρχεί είναι απλώς το γεγονός ότι ο Ιησούς αναγγέλλει λόγους αποκαλύψεως, προοριζόμενους να παρηγορήσουν τους μαθητές· λόγους όμως που δεν θα εκπληρώσουν τον στόχο τους, δηλαδή την στερέωση της πίστης τους, παρά μόνο αργότερα, όταν θα τους «κατανοήσουν» στην πληρότητά τους.
Η ερμηνεία λοιπόν που προτείνουμε εδώ έχει το πλεονέκτημα ότι δεν παραποιεί το νόημα της «αλήθειας» που της έχει αποδώσει στα κείμενα του ο Ιωάννης. Επί πλέον, η διαφορά που διατρέχει το περιεχόμενο, σε όλο το 4ο Ευαγγέλιο, των δύο μορφών του ρήματος που την συνοδεύουν – λέγειν και λαλείν – μας ανοίγει τον δρόμο στην κατανόηση της αλήθειας-αποκάλυψης όπως την αντιλαμβάνεται ο Ιωάννης. Το νόημά της συνδέεται άμεσα με τους λόγους του Ιησού. Ανάλογα όμως με την προέλευσή της «αλήθειας» είτε ως αποκάλυψη προερχόμενη από τον Πατέρα (8. 40), είτε ως περιεχόμενο των λόγων του Ιησού, ο Ευαγγελιστής την συνοδεύει από το λαλείν ή το λέγειν. Στην έκφραση την αλήθειαν λέγειν, η φανέρωση παραμένει καλυμμένη και έμμεση, και μας επιτρέπει να διακρίνουμε την αντίληψη του Ιωάννη για την αποκάλυψη σε δύο χρόνους: στην αρχή έχουμε μια ρητή και οριστική αποκάλυψη από τον Ιησού, η οποία όμως δεν είναι πλήρως κατανοητή· ακολουθεί η αποκάλυψη δια του Πνεύματος, η οποία όμως θα φωτίσει πλήρως τους λόγους, το έργο και το πρόσωπο του Ιησού. Όταν ο Ιησούς λέγει στους Ιουδαίους στο 8, 40 την αλήθειαν ημίν λελάληκα (στον παρακείμενο) φανερώνεται άμεσα ο αποκαλυπτικός ρόλος του· και όταν κατά τον Μυστικό Δείπνο με την δήλωση την αλήθειαν λέγω υμίν (16, 7) εισάγει μία από τις υποσχέσεις περί του Παρακλήτου, ο Ιησούς «διατυπώνει» (με το ρήμα λέγω στον ενεστώτα), μία αποκάλυψη που προορίζεται να παρηγορήσει τους μαθητές· ταυτόχρονα όμως υπονοεί ότι ο λόγος αυτός θα γίνει πλήρως κατανοητός όταν φωτισθεί από το Άγιο Πνεύμα.
ΙΙ. Ιωάννης 8, 45-46
Παρόλο που το χωρίο αυτό προηγείται στο Ευαγγέλιο του 16,7 πιστεύουμε ότι αυτά που προαναφέραμε θα μας βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόηση του νοήματός του.
1. Σύμφωνα με τις σύγχρονες εκδόσεις το κείμενο έχει ως εξής:
Στ. 45: ἐγὼ δὲ ὅτι τὴν ἀλήθειαν λέγω, οὐ πιστεύετέ μοι.
Στ. 46β.: εἰ δὲ ἀλήθειαν λέγω, διατί ὑμεῖς οὐ πιστεύετέ μοι;
2.Ποιό είναι το νόημα του (την) αλήθειαν λέγω σ’ αυτούς του δύο στίχους;
Σε ολόκληρο το απόσπασμα 8, 31-47 γίνεται λόγος για τις δύο συναφείς έννοιες αλήθεια και λόγος (του Θεού ή του Ιησού), Μπορούμε να διακρίνουμε επίσης μικρότερες ενότητες. Μία απ’ αυτές, που περικλείεται από τους στ. 42-47, τοποθετείται ανάμεσα σε δύο αντιρρήσεις των συνομιλητών του στις οποίες απαντά ο Ιησούς. Στο εσωτερικό αυτής της ενότητας, στους στ. 44-46 υπάρχει ένας αντιθετικός παραλληλισμός ανάμεσα στην επιρροή του διαβόλου και του Ιησού που αποδεικνύεται από το εγώ δε στην αρχή του στ. 45:
Στ. 44: (β) ἐ κ ε ῖ ν ο ς ἀ ν θ ρ ω π ο κ τ ό ν ο ς ἦν ἀπ' ἀρχῆς
(α) καὶ ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐκ ἔστηκεν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια ἐν αὐτῷ·
(γ) ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύστης
ἐστὶ καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ.
Στ. 45-46: (α) ἐ γ ὼ δ ὲ ὅτι τὴν ἀλήθειαν λέγω, οὐ πιστεύετέ μοι.
(β) τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁ μ α ρ τ ί α ς;
(γ) εἰ δὲ ἀλήθειαν λέγω, διατί ὑμεῖς οὐ πιστεύετέ μοι;
Οι αντιστοιχίες στα δύο αποσπάσματα είναι εμφανείς: στο (γ) λαλῇ τὸ ψεῦδος και ψεύστης ἐστί ο διάβολος αντιστοιχεί στο ἀλήθειαν λέγω του Χριστού· επίσης στο (α) αναφέρεται δύο φορές η αλήθεια με αρνητικό νόημα για τον διάβολο, ενώ ο Ιησούς δηλώνει «εγώ λέγω την αλήθεια». Επί πλέον το νόημα της λέξης αλήθεια που επαναλαμβάνεται δύο φορές στους 45-46 επανέρχεται στον στ. 47 με τα ρήματα του Θεού· και η διπλή αναφορά του οὐ πιστεύετέ μοι, των στ. 45-46 αντιστοιχεί αντιθετικά στην διπλή αναφορά του ρήματος ακούειν στον επόμενο στ. 47.
Στ. 46: ο ὐ π ι σ τ ε ύ ε τ έ μ ο ι… εἰ δὲ ἀλήθειαν λέγω, διατί ὑμεῖς
ο ὐ π ι σ τ ε ύ ε τ έ μ ο ι;
ο ὐ π ι σ τ ε ύ ε τ έ μ ο ι;
Στ. 47: ὁ ὢν ἐκ τοῦ Θεοῦ τὰ ῥήματα τοῦ Θεοῦ ἀ κ ο ύ ε ι· διὰ τοῦτο
ὑμεῖς ο ὐ κ ἀ κ ο ύ ε τε…
ὑμεῖς ο ὐ κ ἀ κ ο ύ ε τε…
Εάν συνδυάσουμε τις ενδείξεις που μας προσφέρουν αυτοί οι παραλληλισμοί βλέπουμε ότι αυτή η αλήθεια που «λέγει» ο Χριστός ταυτίζεται και εδώ – όπως παρατηρήσαμε πρόσφατα – με τα ρήματα του Θεού (στ. 47) και επομένως με τον λόγον τον εμόν του στ. 43. Αυτή η αλήθεια είναι εξ άλλου το αντίθετο του «ψεύδους» που λαλεί ο διάβολος και την οποία επικαλείται λέγοντας «ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐκ ἔστηκεν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια ἐν αὐτῷ».
Δεν υπάρχει επομένως καμμία αμφιβολία ότι σ’ αυτό το πλαίσιο αλήθεια είναι μια λέξη κλειδί, τόσο σημαντική που δεν μας επιτρέπει να αποδώσουμε στην έκφραση την αλήθειαν λέγω μια τρέχουσα ερμηνεία. «Αλήθεια» εδώ σημαίνει τον λόγο του θεού, τον λόγο της αποκαλύψεως από τον Ιησού, μιας αποκαλύψεως που δεν περιέχει τον διάβολο ο οποίος ανήκει στο ψεύδος «ὅτι ψεύστης ἐστὶ καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ» εξ αιτίας ακριβώς της άρνησης της αλήθειας.
Έτσι καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα για το 8, 45-46 που καταλήξαμε και για το 16, 7: «λέγω την αλήθεια» σημαίνει κατά Ιωάννη ότι ο Ιησούς αναγγέλλει λόγον αλήθειας και λόγον αποκαλύψεως. Ποια είναι αυτή η αποκεκαλυμμένη «αλήθεια» για την οποία ομιλεί εδώ ο Ιησούς; Περιλαμβάνει την διδασκαλία του στα χωρία που αναφέραμε, σχετικά με την αποστολή του από τον Πατέρα και την έλευσή του εκ του Πατρός. Παρατηρούμε επίσης ότι η εγγύτητα ανάμεσα στο (την) αλήθειαν λέγω και ού πιστεύετέ μοι – που επαναλαμβάνονται δύο φορές – επιβεβαιώνει τα συμπεράσματά μας: δεν θα μπορούσε ο Ιησούς να κατηγορήσει του Ιουδαίους ότι δεν τον «πιστεύουν» επικαλούμενος απλώς το ότι «λέγει την αλήθεια» με την ηθική έννοια του όρου, διότι το πιστεύειν στον Ιωάννη έχει πάντοτε λατρευτικό νόημα· αντίθετα, η μομφή γίνεται απολύτως κατανοητή, από την στιγμή που ο Ιησούς τους αποδεικνύει ότι μεταφέρει μήνυμα αποκάλυψης: η άρνησή τους να «πιστέψουν», να τον πιστέψουν, αυτόν που «λέγει την αλήθεια», είναι άρνηση «αποδοχής των λόγων του Θεού» (στ. 47).
Στο ερώτημα γιατί ο Ιωάννης χρησιμοποιεί εδώ το ρήμα λέγειν και όχι το ρήμα λαλείν όπως στον στ. 40, η απάντηση βρίσκεται στην διαφορά ανάμεσά τους που προαναφέραμε. Στον στ. 8, 40 ο Ιωάννης λέγει λαλείν διότι ο Χριστός είναι αυτός που «φανερώνει» αυτά που άκουσε από τον Πατέρα (βλ. επ. στ. 38: ἐγὼ ὃ ἑώρακα παρὰ τῷ πατρὶ μου λαλῶ·). Στο χωρίο όμως 42-47 πρόκειται μόνο για τους λόγους που προφέρει ο ίδιος ο Ιησούς, και τους οποίους αποδέχονται ή απορρίπτουν οι άνθρωποι. Βρισκόμαστε στο ανθρώπινο κήρυγματικό επίπεδο μετάδοσης του λόγου· (την) αλήθειαν λέγειν σημαίνει εδώ ότι ο Ιησούς κηρύττει λόγους αληθείας και ότι οι Ιουδαίοι θα έπρεπε να πιστέψουν στους λόγους του, που είναι λόγοι του Θεού.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου