Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ – Ignace de la Potterie (4)

Συνέχεια από Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020    
             IGNACE DE LA POTTERIE, S.J
           Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ
                    ΤΟΜΟΣ  1Ος
               Ο Χριστός και η αλήθεια
               Το Πνεύμα και η αλήθεια
Β. Ο λόγος της αληθείας στην βιβλική παράδοση
Ο παραλληλισμός που επιχειρήσαμε ανάμεσα στις έννοιες «αλήθεια» και «λόγος» υποδεικνύει ότι θα πρέπει να αναζητήσουμε την προέλευση των όρων που χρησιμοποιεί ο Ιωάννης στην βιβλική και ιουδαϊκή παράδοση. Σε ότι αφορά την ελληνική σκέψη οι δύο όροι λόγος και αλήθεια απέχουν πολύ από το να είναι συνώνυμοι· θα λέγαμε μάλλον ότι είναι αντίθετοι όπως διαφαίνεται στο κείμενο του Λυκούργου: «ίνα δε μη  λ ό γ ο ν  οίησθε είναι, αλλ’ ειδήτε την               α λ ή θ ε ι α» (Κατά Λεοκράτου, 23). Ο λόγος είναι ένα «αφήγημα»  ένας λόγος χωρίς επαφή με το πραγματικό· αντίθετα η αλήθεια σημαίνει «την ίδια την πραγματικότητα». Μια παρόμοια αντίθεση ανάμεσα στον «λόγο» και την «αλήθεια» υπάρχει σε ένα αφηγηματικό κείμενο του Φλάβιου Ιωσήφ (η Ιώσηπου) στο έργο του Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, 14, 68: «ού λόγος… αλλ’ αλήθεια»· καθώς και στην ακόλουθη φράση του Ισοκράτη: «Ο Βασιλεύς, συμφιλιωθείς κατά τους λόγους (τω μεν λόγω), διατηρούσε στην πραγματικότητα (τη δ’ αληθεία)  εχθρική  διάθεση απέναντί μας» (Νικοκλής, 33). Μάταια θα αναζητήσουμε στα κλασσικά και ελληνιστικά κείμενα αποσπάσματα στα οποία ο λόγος έχει αντίστοιχο νόημα με την αλήθεια.
1.    Η έκφραση (ο) λόγος (της) αληθείας είναι καθαρά βιβλικής προέλευσης. Την συναντάμε στην Επιστολή του Ιακώβου 1, 18 (βουληθείς απεκύησεν ημάς λόγω αληθείας) και σε αρκετά σημεία των Επιστολών του Παύλου (2η προς Κορ. 6, 7/προς Εφ. 1, 13/προς Κολ. 1, 5/ 2η προς Τιμ. 2, 15): αυτός «ο λόγος της αλήθειας» είναι ο λόγος που αναγγέλλει την αλήθεια, με άλλα λόγια ο Ευαγγελικός λόγος. Προέρχεται από την Π. Δ. Στην μετάφραση των Ο΄ στο βιβλίο των Ψαλμών  118 (119): η έκφραση λόγον αληθείας συνοδεύεται από τα κρίματά σου και τον νόμον σου (στίχοι 43-44)· στις Παροιμίες 22, 21 και στον Εκκλησιαστή 12, 10, η έκφραση λόγους αληθείας φαίνεται να σημαίνει «λόγια πλήρη σοφίας». Η ίδια έκφραση εμφανίζεται στην ιουδαϊκή γραμματεία. Στο Βιβλίο του Ενώχ του Αιθίοπα, οι λόγοι των Γραφών αποκαλούνται λόγοι της αληθείας (104, 9)· και στις Διαθήκες των 12 Πατριαρχών «ο λόγος της αλήθειας» παραβάλλεται με «τον νόμο του Υψίστου» (T. Gad. 3,1). Η έκφραση μοιάζει καθιερωμένη και αποκτά μάλιστα λόγια μορφή.
   Στα προχριστιανικά κείμενα την πρωτοκαθεδρία έχει κυρίως η λέξη λόγος η οποία αργότερα προσδιορίζεται ως ο λόγος (της) αλήθείας. Αλλά στην Κ. Δ., αν και το ουσιαστικό αλήθεια διατηρεί τους δεσμούς του με τον λόγο, υπάρχει η τάση να αποκτήσει ανεξάρτητη αξία. Ο αγ. Παύλος χρησιμοποιεί ακόμη την παλαιά έκφραση λόγος αληθείας (2η προς Κορ. 6, 7) την οποία ερμηνεύει ως το  ε υ α γ γ έ λ ι ο ν  της σωτηρίας ημών (προς. Εφ. 1, 13)· έτσι δημιουργεί μια νέα, σύνθετη μορφή, αρκετά πολύπλοκη για να παραμείνει: ο λόγος της αληθείας του Ευαγγελίου (Κολ. 1, 5). Σύντομα εγκαταλείπεται το πρώτο ουσιαστικό. Στην προς Γαλ. 2, 5.14, ο Απόστολος ομιλεί για «την αλήθεια του Ευαγγελίου». Η διατύπωση αυτή αποτελεί την χριστιανική εκδοχή τυπικά ιουδαϊκών εκφράσεων, όπως: «η αλήθεια του νόμου» (Συριακή Αποκάλυψη του Μπαρούχ, 44, 14), «η αλήθεια των διδαχών του Θεού» (Χειρόγραφα του Κουμράν)· ο ίδιος ο Παύλος μας θυμίζει ότι οι Ιουδαίοι ισχυρίζονταν ότι κατέχουν τον νόμο « την καθαυτό αλήθεια» (Ρωμ. 2, 20). Για το Απόστολο όμως αντίθετα η αλήθεια, στο εξής, περιέχεται στην χριστιανική αποκάλυψη, στο Ευαγγέλιο. Αντιλαμβανόμαστε τώρα γιατί σε ένα πλήθος κειμένων του «η αλήθεια», χωρίς κανένα συμπληρωματικό προσδιορισμό παραπέμπει άμεσα στο Ευαγγέλιο. Αυτή εξ άλλου η απόλυτα ξεκάθαρη αναφορά στην αλήθεια έχει επίσης βιβλική και ιουδαϊκή προέλευση.
Μ’ αυτές τις προϋποθέσεις, ο λόγος (του Θεού) και η αλήθεια κατέληξαν να είναι συνώνυμες όπως την 2η προς Κορ. 4, 2: «μη δολούντες τον λόγον του Θεού, αλλά τη φανερώσει της αληθείας»· παρομοίως και στην 1η Επ. του Πέτρου υπάρχει πλήρης αντιστοιχία ανάμεσα «στην αλήθεια» (1, 22) και «τον λόγον του ζώντος Θεού του μένοντος εις τον αιώνα» (1, 23) ή «το ρήμα το ευαγγελισθέν εις υμάς» (1, 25).
  Εκτιμούμε ότι τα κείμενα του αγ. Ιωάννη αντιπροσωπεύουν το τελικό στάδιο της διαδικασίας εξέλιξης αυτών των εννοιών. Επειδή έχει την τάση να χρησιμοποιεί συνθετικό λεξιλόγιο, δεν επαναλαμβάνει την βιβλική και ιουδαϊκή διατύπωση «ο λόγος της αλήθειας»· χρησιμοποιεί, τις δύο αυτές πλούσιες σε βιβλικό περιεχόμενο λέξεις, λόγος (του Θεού) και  αλήθεια, ξεχωριστά και τους αποδίδει αυτόνομο περιεχόμενο. Το γεγονός όμως ότι αυθόρμητα και σε αρκετές περιπτώσεις τις τοποθετεί στο ίδιο πλαίσιο, σαν ισοδύναμες, ή σε παράλληλη σχέση, αποδεικνύει ότι και γι’ αυτόν επίσης η έννοια αλήθεια εξακολουθεί να αναφέρεται στην βιβλική παράδοση του λόγου του Θεού.
2.     Ομοίως και η χρήση του ρήματος λαλείν από τον αγ. Ιωάννη μας προσανατολίζει στην βιβλική παράδοση.
Στην Π. Δ. χρησιμοποιείται συνήθως υπό την έννοια ότι οι άνθρωποι συνομιλούν. Το νόημα του όμως γίνεται ιδιαίτερο όταν αναφέρεται σε προφητικό λόγο. «Είπε Βαλαάμ προς Βαλάκ: τὸ ρῆμα, ὃ ἐὰν ἐμβάλῃ ὁ Θεὸς εἰς τὸ στόμα μου, τοῦτο λαλήσω». (Αριθμοί 22, 38). Παρόμοια διατύπωση εμφανίζεται στις υποσχέσεις στο Δευτερονόμιο (22, 38)σχετικά με τον αναμενόμενο προφήτη: «προφήτην ἀναστήσω αὐτοῖς ἐκ τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν, ὥσπερ σέ, καὶ δώσω τὰ ρήματα ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ, καὶ λαλήσει αὐτοῖς καθ᾿ ὅτι ἂν ἐντείλωμαι αὐτῷ». Η περιγραφή της κλήσης του Ιερεμία αποτελεί επίσης κλασσικό παράδειγμα· όταν ο Θεός του ανακοινώνει ότι τον τοποθετεί προφήτη των εθνών, ο Ιερεμίας αρνείται επικαλούμενος το νεαρό της ηλικίας του: «ὦ δέσποτα Κύριε, ἰδοὺ οὐκ ἐπίσταμαι λαλεῖν, ὅτι νεώτερος ἐγώ εἰμι» (Ιερεμίας 1, 6.), που σημαίνει ότι αισθάνεται ανίκανος να «κηρύξει τον λόγο», να «αναλάβει προφητική αποστολή».
Στην Κ. Δ. το ρήμα λαλείν χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά σε σχέση με την διδασκαλία του θείου λόγου ή την κοινωνία της αποκαλύψεως. Το συναντάμε κυρίως στα κείμενα του Λουκά και την Επιστολή προς Εβραίους.
Από τις 60 φορές που το ρήμα λαλείν αναφέρεται στο Βιβλίο των Πράξεων, μόνο τέσσερις ( 20, 30/ 23, 18/ 26. 31/ 28, 21) αφορούν τη συνήθη χρήση του λόγου χωρίς ειδική λατρευτική αναφορά. Συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλώσει την επικοινωνία με τον Θεό, όπως στην περίπτωση του Αβραάμ (7, 6) και του Μωυσή (7, 44): ὁ λαλῶν τῷ Μωϋσῇ) ή ακόμη εκείνη του Αγίου Πνεύματος προς του «προγόνους» δια στόματος του προφήτη Ησαΐα (28, 25). Όπως λέγει ο Πέτρος στην δεύτερη ομιλία του: «ἐλάλησεν ὁ Θεὸς διὰ στόματος πάντων ἁγίων αὐτοῦ προφητῶν ἀπ' αἰῶνος». Παρόμοια μηνύματα δέχονται και οι μαθητές του Χριστού. Σύμφωνα με την πρώτη περιγραφή της επιστροφής εις Χριστόν του Παύλου, ο Κύριος «ομιλεί» στον πρώην διώκτη του (9, 27/ 22, 9/ 26, 14)· όταν ο Στέφανος οδηγείται στην Συναγωγή, δια του στόματός του «ομιλεί» το Πνεύμα (6, 10)· επίσης το ρήμα λαλείν συνοδεύει τα θεία μηνύματα αγγέλων Κυρίου (8, 26/ 10, 7/ 23, 9/ 27, 25/ 7, 38).
Η πιο χαρακτηριστική όμως αποστολή του ρήματος λαλείν στις Πράξεις των Αποστόλων είναι κυρηγματικού περιεχομένου και απευθύνεται στους ανθρώπους. Η έκφραση λαλείν τον λόγον (του Θεού, του Κυρίου) επανέρχεται συχνά σ’  αυτήν την περίπτωση και βλέπουμε επ’ ευκαιρία της επιλογής των Επτά διακόνων την σημασία που αποδίδουν στην αποστολή τους οι Δώδεκα (6, 2)· για τον ίδιο λόγο ο Λουκάς στην εισαγωγή του στο Ευαγγέλιο αποκαλεί του Αποστόλους «υπηρέτες του λόγου» (1, 2). Σύμφωνα με το πρώτο μέρος του Βιβλίου των Πράξεων αυτοί που ανέλαβαν κυρίως αυτόν τον ρόλο είναι ο Πέτρος και ο Ιωάννης· τους βλέπουμε να «ομιλούν» προς τον λαό στην Ιερουσαλήμ (4, 1.17/ 5, 20/ 5, 40) «ευαγγελιζόμενοι» τον Ιησού Χριστό (5, 42) και να κηρύττουν το μήνυμα της σωτηρίας (4, 12)· ενώπιον της Συναγωγής δηλώνουν ότι «οὐ δυνάμεθα γὰρ ἡμεῖς ἃ εἴδομεν καὶ ἠκούσαμεν μὴ λαλεῖν»· και λίγο αργότερα στην Σαμάρεια αναγγέλλουν κα μαρτυρούν τον λόγο του Κυρίου «λαλήσαντες τὸν λόγον τοῦ Κυρίου» (8, 25). Η κυρηγματική αυτή πορεία του λόγου (του Κυρίου) συνεχίζεται με το κήρυγμα του Πέτρου στην Καισάρεια (11, 14.15)  καθώς και με αυτά των διασκορπισθέντων χριστιανών στην Φοινίκη, την Κύπρο και την Αντιόχεια (11, 19.20). Αλλά ο κατ’ εξοχή κήρυκας του «ευαγγελίου» είναι ο Παύλος· στο δεύτερο μέρος του Βιβλίου των Πράξεων το ρήμα λαλείν επανέρχεται 15 φορές σχετικά με την κυρηγματική αποστολή του Αποστόλου.
Εξετάζοντας εν τάχει την Επιστολή προς Εβραίους διαπιστώνουμε ότι η αποκαλυπτική αξία του ρήματος λαλείν αποκτά ιδιαίτερη αξία, ήδη από τον πρώτο Κεφάλαιο: « Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ' ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ» (Εβρ. 1, 1-2). Στην συνέχεια ο συγγραφέας υπενθυμίζει «τον δι’ αγγέλων λαληθέντα λόγον» (2, 2) και την σωτηρίαν «ἥτις ἀρχὴν λαβοῦσα λαλεῖσθαι διὰ τοῦ Κυρίου (2, 3)· αποκαλεί τον Μωυσή μάρτυρα «τῶν λαληθησομένων» (3, 5), δηλαδή όσων θα αποκαλυφθούν· και παροτρύνει του αναγνώστες του: «Βλέπετε μὴ παραιτήσησθε τὸν λαλοῦντα» (12, 25)· εδώ διακρίνουμε το επιτακτικό και προειδοποιητικό ύφος του λόγου του Θεού. Το ρήμα λαλείν έχει επίσης, μερικές φορές, την ίδια έννοια με αυτήν που συναντήσαμε στις Πράξεις: «Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ» (13,7 σύγκρινε με 2, 5).
Σε όλα αυτά τα αποσπάσματα, το ρήμα λαλείν έχει αποκλειστικά κυρηγματικό νόημα, και συνήθως συνοδεύει την διάδωση του λόγου της αποκαλύψεως. Παρατηρούμε επίσης ότι το λαλείν αναφέρεται σε δύο διαφορετικές «στιγμές», δύο διαδοχικά στάδια της αποκαλύψεως. Πρώτα στην συγκεκριμένη στιγμή που κοινωνείται η καθ’ εαυτό αποκάλυψη, δηλαδή η πράξη δια της οποίας ο Θεός, ο Χριστός, το Πνεύμα ή ένας άγγελος «ομιλεί» σε έναν άνθρωπο. Και επίσης, πολύ συχνά, στο μεταγενέστερο στάδιο διάδωσης  αυτού του ίδιου λόγου, μεταξύ των ανθρώπων. Αυτή η δεύτερη κυρηγματική του μορφή είναι και η πλέον χαρακτηριστική στο Βιβλίο των Πράξεων.
3.     Ας συνοψίσουμε τώρα τις προηγούμενες παρατηρήσεις μας.
Η καθαρά φιλολογική συνάφεια ανάμεσα στην αλήθεια και τις έννοιες λόγος (του Θεού) και λαλείν αποδεικνύουν ότι ο αγ. Ιωάννης τοποθετείται σαφώς στην προέκταση της βιβλικής και ιουδαϊκής παράδοσης, χωρίς όμως να αρκείται στην απλή επανάληψή του προϋπάρχοντος νοήματός τους.
Η έκφραση λαλείν  αλήθειαν  (χωρίς το άρθρο) συναντάται ήδη στην ελληνική μετάφραση της Π. Δ. (Ζαχ. 8, 16) και μία φορά στον αγ. Παύλο (Εφ. 4, 25). Αλλά ο παραλληλισμός αυτός είναι καθαρά τυπικός: λαλείν είναι συνώνυμο του λέγειν και το νόημα της έκφρασης «λέγειν την αλήθεια» είναι ηθικό και δεν παραπέμπει κατά κανένα τρόπο στην αποκάλυψη. Στο 8, 40 του Ιωάννη το νόημα είναι διαφορετικό· ο Ευαγγελιστής προσθέτει το άρθρο και μεταφέρει το ρήμα στον παρακείμενο:   τ η ν  αλήθειαν   υμίν         λ ε λ ά λ η κ α. Η προέλευση αυτής της χρήσης του λαλείν δεν θα πρέπει να αναζητηθεί στα κείμενα που μόλις προαναφέραμε, αλλά  στο ειδικό νόημα που του αποδίδεται ήδη μερικές φορές στους προφητικούς λόγους της Π. Δ. και ακόμη ευκρινέστερα στην Κ. Δ. (κυρίως στον Λουκά και στην προς Εβρ. Επιστ.), όπου το ρήμα υποδεικνύει την φανέρωση του λόγου του Θεού. Κατ’ ανάλογο τρόπο θα πρέπει να ερμηνεύσουμε τον παραλληλισμό των όρων λόγος και αλήθεια στον αγ. Ιωάννη. Η συγγένεια των λέξεων ανάγεται στην Βίβλο και την τρέχουσα χρήση της έκφρασης «ο λόγος της αληθείας» στην πρωτοχριστιανική κατήχηση. Αλλά ο Ιωάννης εγκαταλείπει την παραδοσιακή διατύπωση (ο) λόγος (της) αληθείας και δίνει μεγαλύτερη αξία στο δεύτερο ουσιαστικό έτσι ώστε «η αλήθεια» να ανάγεται σε συνώνυμο του «λόγου του Θεού».

Γ. Αλήθεια-Λόγος και Αποκάλυψη του Ιησού.
Πόσο μας βοηθούν όμως τα κείμενα που εξετάσαμε μέχρι στιγμής στην ερμηνεία του περιεχομένου της εξ αποκαλύψεως αληθείας όπως μας την διδάσκει ο Ιησούς. Σύμφωνα με τον R. Bultmann οι αποκαλυπτικοί λόγοι του Ιησού δεν μας αποκαλύπτουν τίποτε το ακριβές ή συγκεκριμένο απ’ αυτά που είδε από τον Πατέρα· δεν μας διδάσκουν τίποτε από όσα ήκουσε από τον Πατέρα· οι λόγοι του δεν αφορούν τον ουράνιο κόσμο αλλά μόνο το γεγονός ότι ήρθε απεσταλμένος από τον Πατέρα, ως μάρτυρας της αλήθειας· επομένως ο λόγος του Ιησού δεν έχει άλλο περιεχόμενο από την αποκάλυψη του γεγονότος της φανέρωσής του. Η ερμηνεία αυτή, όπως διαπιστώνουμε έχει καθαρά λειτουργικό χαρακτήρα, και όπως αναφέρει ο L. Malevez για τον Bultmann: «Κανείς δεν υπογράμμισε, πιστεύουμε, εμφατικότερα τον λειτουργικό χαρακτήρα του Θεού της χριστιανικής αποκαλύψεως: …ο Χριστός είναι απλώς το ανθρώπινο όργανο του Λόγου του Θεού· στο πρόσωπό του δεν υπάρχει μυστήριο». Την άποψη αυτή θα την ερευνήσουμε σε βάθος όταν θα μελετήσουμε το μέγα χωρίο στο οποίο ο Ιησούς δηλώνει ότι αυτός είναι η Αλήθεια (14, 6). Προς το παρόν θα αναλύσουμε όσα μας προσέφεραν τα προαναφερθέντα κείμενα σχετικά με το περιεχόμενο της κατά Ιωάννη αποκαλύψεως και της έννοια της  αλήθειας.
Είδαμε ότι η λέξη «αλήθεια» στον αγ. Ιωάννη χρησιμοποιείται συχνά εκ παραλλήλου με τις έννοιες «ο λόγος» ή «οι λόγοι» του Ιησού. Και παρατηρήσαμε ότι ήδη στα συνοπτικά κείμενα και ακόμη περισσότερο στο αγ. Ιωάννη η έκφραση ο λόγος (οι λόγοι) μου ή ο εμός λόγος (οι εμοί λόγοι) χαρακτηρίζει τον τρόπο ομιλίας του Ιησού και διακρίνεται για το χριστολογικό της περιεχόμενο: αναφέρεται κανονικά στο πρόσωπο του Ιησού και στην πίστη προς αυτόν.
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα βρίσκεται στο Κεφάλαιο 8 του Ευαγγελίου, στο οποίο επαναλαμβάνονται με έμφαση οι λέξεις λαλείν, λόγος, και αλήθεια (8, 23-55). Στους στίχους 24-28 όπου το χαρακτηριστικό για τον αγ. Ιωάννη ρήμα λαλείν επαναλαμβάνεται τέσσερις φορές, εμφανίζεται δύο φορές η μεγαλειώδης φράση της φανερώσεως εγώ ειμί: ο Ιησούς, δια του λόγου του, αποκαλύπτει το πρόσωπό του. Έτσι αντιλαμβανόμαστε και την δήλωσή του στον στίχο 31: « Ἐὰν ὑμεῖς μείνητε ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ, ἀληθῶς μαθηταί μού ἐστε,  καὶ γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν»· η ανακάλυψη της αλήθειας ταυτίζεται με την ιδιότητα του μαθητού του Χριστού (βλ. επ.  15, 7-8). Ο παραλληλισμός των στίχων 32 και 36 είναι ακόμη πιο χαρακτηριστικός: Από την μια λέγεται ότι «η αλήθεια» μας ελευθερώνει, και από την άλλη ότι «ο Υιός» ελευθερώνει· χωρίς να είναι απαραίτητο να ταυτίσουμε την αλήθεια με τον Υιό, μπορούμε τουλάχιστον να διακρίνουμε την άμεση σχέση ανάμεσα στον Ιησού και την αλήθεια, και ότι αυτός, ο Υιός, δια της αληθείας, μας ελευθερώνει. Στους στίχους 45-46 ο Ιησούς επικρίνει τους Ιουδαίους διότι παρόλο που τους φανέρωσε την αλήθεια εκείνοι δεν επίστεψαν (οὐ πιστεύετέ μοι). Και εδώ, το θέμα της αλήθειας όπως και του λόγου «αναφέρεται στο πρόσωπο του Ιησού».
Παρόμοιες διαπιστώσεις μπορούν να προκύψουν από τα αποσπάσματα του Κ. 12, 36 και 37-50, όπου επανέρχεται συχνά και το ρήμα λαλείν. Η αποκάλυψη δια του Ιησού αφορά κυρίως στην πίστη: αυτός, «το φως», ήρθε στον κόσμο για να πιστέψουν σ’ αυτόν οι άνθρωποι (πιστεύειν εις εμέ στ. 44,46). Όποιος αρνείται να λάβει τους λόγους (στον πληθ. τα ρήματά μου) του Ιησού, θα κριθεί: «ὁ λόγος (ενικός) ὃν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ (στ. 48). Και εδώ επιβεβαιώνεται ακόμη μια φορά ότι ο λόγος του Ιησού, δηλαδή το μήνυμα της αποκαλύψεως που φέρνει (από τον Πατέρα),  –  υπάρχει μια βαθειά ενότητα ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο –  ταυτίζεται με το πρόσωπό του. Αποκαλυπτικός είναι ο τελευταίος λόγος του στην Σαμαρείτιδα: «Ἐγώ εἰμι, ὁ λαλῶν σοι» (4, 26). Θα πρέπει λοιπόν να καταλήξουμε, μαζί με τον Bultmann ότι οι λόγοι του Ιησού είναι κατά βάθος δηλώσεις περί του ίδίου (του προσώπου του)· παρότι δεν το αναφέρει πουθενά θα πρέπει να συμπεράνουμε αυτό που υποφώσκει σε όλα αυτά τα κείμενα: ο λόγος του είναι αυτός ο ίδιος. Ο Ιησούς είναι ο ίδιος αντικείμενο του μηνύματος του. 
Η σημασία αυτού του συμπεράσματος είναι καταλυτική για την κατανόηση της έννοιας της αλήθειας: εφ’ όσον η αλήθεια, κατά τον Ιωάννη, αντιστοιχεί στον λόγο του Ιησού ή τον λόγο του Πατέρα, και δεδομένου ότι αυτός ο λόγος τείνει να ταυτίζεται με το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, το ίδιο θα πρέπει να συμβαίνει και με την αλήθεια. Στο Κ. 1, 14.17 και ακόμη περισσότερο στο 14, 6,η ταύτιση ανάμεσα στον Ιησού και την αλήθεια αποκτά σαφή (ρητό) χαρακτήρα: στα αποσπάσματα αυτά αποκαλύπτονται όλες οι θεολογικές συνέπειες, καθώς επίσης και το ότι δεν μας επιτρέπεται να αποδώσουμε στην ταύτιση του Ιησού με την αλήθεια λειτουργικό χαρακτήρα.
(συνεχίζεται)

ΟΙ ΔΥΟ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ ΣΚΕΨΗΣ. 
Η ΜΙΑ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΚΑΙ ΦΑΝΕΡΩΝΕΙ ΤΟ ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ, 
Η ΑΛΛΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΤΟ ΝΕΟ.
ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΦΑΠΤΟΝΤΑΙ.
Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΜΕΣΟΥ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΜΕΤΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΛΟΓΟ Ή ΛΟΓΟΣ ΓΝΩΣΗΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ.
ΣΗΜΕΡΑ ΑΥΤΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ ΣΠΑΝΙΖΕΙ ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΑΠΩΘΕΙΤΑΙ.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: