Συνέχεια από Σάββατο, 29 Νοεμβρίου 2014
IGNACE DE LA POTTERIE, S.J
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ
ΤΟΜΟΣ 1ος
Ο Χριστός και η αλήθεια
Το Πνεύμα και η αλήθεια
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
1Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ
Α. Η φρασελογία της αποκάλυψης
1. Την αλήθειαν λαλείν.
«Λέγειν την αλήθεια» είναι μια έκφραση που χρησιμοποιεί ο Ιωάννης με δύο διαφορετικές εκφράσεις, οι οποίες επαναλαμβάνονται συχνά από τον ίδιο τον Χριστό. Θα ασχοληθούμε τώρα με την πρώτη, την αλήθειαν λαλείν την οποία θεωρούμε πολύ πιο σημαντική για την θεολογία της αποκαλύψεως στον Ιωάννη, και πιο συγκεκριμένα με την μελέτη του χωρίου 8, 40 στο οποίο αναφέρεται απολύτως συγκεκριμένα.
1. Ο Ιωάννης φαίνεται να επιμένει στο ρήμα λαλείν, το οποίο χρησιμοποιεί πολύ συχνότερα από τους υπόλοιπους Ευαγγελιστές. Παρατηρούμε επίσης ότι δεν το χρησιμοποιεί σε οποιαδήποτε περίσταση αλλά στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ( 47 φορές στις 60)το ρήμα συνοδεύει τους λόγους του Χριστού· στις υπόλοιπες περιπτώσεις το ρήμα λαλείν αναφέρεται κατά κάποιο τρόπο στο πρόσωπο του Ιησού, ή συνδέεται με την έννοια της αποκαλύψεως.
Στο 9,29 οι Ιουδαίοι αντιπαραθέτουν στον Ιησού την αυθεντία του Μωυσή: «ημείς οίδαμεν ότι Μωυσεί λελάληκεν ο Θεός· τούτον δε ουκ οίδαμεν πόθεν εστί». Στο απόσπασμα δε που περιγράφεται η απιστία του Ισραήλ ο Ιωάννης παραθέτει ένα απόσπασμα από το διάσημο κείμενο του Ησαΐα (6, 9-10) για την αποστολή του προφήτου, που εξηγεί και την απιστία: «ταύτα είπεν Ησαΐας ότε είδε την δόξαν αυτού και ελάλησε περί αυτού» (12,41). Και στα δύο χωρία το ρήμα λαλείν υποδεικνύει μια σημαντική στιγμή φανερώσεως στην Παλαιά Διαθήκη: την αποκάλυψη του Θεού στον Μωυσή, στο όρος Σινά, και το προφητικό άγγελμα του Ησαΐα μετά το όραμά του μέσα στον Ναό της Ιερουσαλήμ. Το ίδιο ρήμα επαναλαμβάνεται στο 12,29 για την φωνή του αγγέλου. Και στην αρχή του Ευαγγελίου (1,37) χρησιμοποιείται για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, που «φανέρωσε (τον Ιησού) στο Ισραήλ» αποκαλώντας τον Αμνό του Θεού (1,29.36). Σε όλα αυτά τα χωρία ο όρος λαλείν βρίσκεται σε άμεση σχέση με την φανέρωση (του Κυρίου στον κόσμο).
2. Αλλά το ρήμα λαλείν αναφέρεται πολύ συχνότερα στους λόγους του Ιησού. Και σ’ αυτήν την περίπτωση αποτυπώνει καθαρά το νόημα της αποκαλύψεως. Η άποψη ότι ο Χριστός τα ρήματα του Θεού λαλεί (3, 34) διατρέχει ολόκληρο το 4ο Ευαγγέλιο (7, 17/ 8, 28.38/ 12, 49.50/ 14, 10).
Σε τρείς συγκεκριμένες περιπτώσει παρατηρούμε την συχνή επανάληψη του ρήματος λαλείν στους λόγους του Ιησού:
α. Στα κεφάλαια 7 και 8 κατά την μεγάλη φανέρωση του Ιησού στον Ναό στην εορτή της Σκηνοπηγίας, το ρήμα επαναλαμβάνεται 17 φορές: Ο Ιησούς «ομιλεί φανερά» παρρησία λαλείν (7,26), «διότι, όπως του είπαν οι αδελφοί του, κανείς δεν κάνει τίποτε κρυφά, και μάλιστα όταν ζητεί να γίνει φανερά γνωστός. Αφού τέτοια έργα ποιείς φανέρωσε τον εαυτόν στου εις τον κόσμον» (7,4).
β. Στο τελευταίο μέρος του 12ου κεφαλαίου (37-50) που αποτελεί την θεολογική σύνοψη του μηνύματος του Ιησού, το ρήμα λαλείν επανέρχεται συνεχώς: «έως το φως έχετε, πιστεύετε εις το φως ίνα υιοί φωτός γένησθε. Ταύτα ελάλησεν ο Ιησούς, και απελθών εκρύβη απ’ αυτών» (12, 36). Σε όλο το υπόλοιπο κεφάλαιο κυριαρχεί η φανέρωση (της αλήθειας) του Ιησού και η απόρριψή της από τους Ιουδαίους. Και καταλήγει με την επίσημη δηλωση «ἅ ουν λαλώ εγώ, καθώς είρηκέ μοι ο πατήρ ούτω λαλώ» (12, 50). Και με αυτό το επίσημο λαλώ ολοκληρώνεται το πρώτο μέρος του Ευαγγελίου (1, 19 – 12, 50): το έργο της φανέρωσης του Ιησού στον κόσμο έχει πλέον τελειώσει.
γ. Αλλά ο Ιησούς διεφύλαξε τις κυριότερες αποκαλύψεις για τις τελευταίες συνομιλίες του με τους μαθητές του. Στον Μυστικό Δείπνο εξηγεί το νόημα του θανάτου του και της αναχωρήσεως του προς τον Πατέρα· τους αναγγέλλει την έλευση του Παρακλήτου και περιγράφει τον καινούργιο βίο στον οποίο καλούνται να ζήσουν. Σε αυτές τις δύο μακροσκελείς ομιλίες του Ιησού (14-15-16), και στην αρχιερατική προσευχή (Κ. 17)με την οποία ολοκληρώνονται, το ρήμα λαλείν επαναλαμβάνεται 18 φορές. Εκτός από το 16,13, που αναφέρεται στο Πνεύμα, στις υπόλοιπες περικοπές αφορά στους λόγους του Ιησού. Από την αρχή φαίνεται καθαρά ότι το ρήμα απηχεί δείχνει τους λόγους του Πατέρα: «Τα ρήματα ἅ εγώ λαλώ υμίν, απ’ εμαυτού οὐ λαλώ·» (14, 10). Δεν είναι τυχαία, όπως υποστηρίζει ο E.A. Abbott στην γραμματική του, η επανάληψη επτά φορές του ρήματος στον παρακείμενο: ταύτα λελάληκα υμίν (14, 25/15, 12/ 16, 1. 4. 6. 25. 33)· είναι σαν ο Ιωάννης να επιδιώκει να τονίσει αυτές τις αποκαλύψεις του Ιησού καθώς και την μόνιμη αξία τους. Το τελευταίο από αυτά τα χωρία αποτελεί την κατακλείδα και των δύο ομιλιών: « ταύτα λελάληκα υμίν ίνα εν εμοί ειρήνην έχετε. Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε· αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον». (16,33).
Είναι λοιπόν προφανές, ότι για τον Ιωάννη, το ρήμα λαλείν έχει ιδιαίτερη αξία. Σε όλα τα κείμενα που αναφέραμε εκφράζει την επικοινωνία ή την μετάδωση ενός λόγου αποκεκαλυμμένου: πρόκειται για το λαλείν του Θεού προς τον Μωυσή, του Ησαΐα προς τον Ισραήλ ή ακόμη του προδρόμου του Ιησού, Ιωάννου του Βαπτιστή· αλλά κυρίως είναι το λαλείν του ίδιου του Χριστού, αυτού που κατ’ εξοχήν θα φανερώσει τον Πατέρα· και τέλος είναι το λαλείν του Πνεύματος (όσα ακούσει λαλήσει, 16,13), που συνεχίζει το έργο της αποκαλύψεως, οδηγώντας τους πιστούς στην πληρότητα της αλήθειας.
3. ‘Έτσι η έκφραση την αλήθειαν λ α λ ε ί ν αποκτά καινούργιο νόημα. Ο Ιησούς κατηγορεί του Ιουδαίους λέγοντας: «Τώρα δε ζητείτε να φονεύσετε εμένα (ὃς την αλήθειαν υμίν λελάληκα) την οποία ήκουσα παρά του Θεού». (8,40). Το θέμα αυτό επανέρχεται συχνά στο 4ο Ευαγγέλιο. Συγκρίνοντας αυτό το χωρίο με άλλα παράλληλα κείμενα θα δούμε ότι η αλήθεια που κηρύσσει ο Ιησούς αντιστοιχεί στους «λόγους του Θεού» (3.34), σε ό,τι ο Ιησούς «εώρακε παρά του Πατρός» (8,38), σε αυτά που ο Πατήρ «του εδίδαξε» (8,28) και σε αυτά που του «είπε» (12, 50). Επομένως, η έκφραση την αλήθειαν λαλείν συνδέεται άμεσα με την έννοια της αποκαλύψεως (φανερώσεως). Η «αλήθεια» που κηρύσσει ο Ιησούς είναι αυτή που ο Θεός, δια μέσου του Ιησού «λέγει» στους ανθρώπους· ταυτίζεται με τον λόγο του Πατρός που προφέρεται από τον Ιησού.
2.Τα ρήματα, ο λόγος, η αλήθεια.
Η προηγούμενη έρευνά μας θα μας οδηγήσει επίσης στον συσχετισμό ανάμεσα στον όρο αλήθεια και τα ουσιαστικά που συνοδεύουν «τον λόγο του Θεού»: τα ρήματα (του Θεού) και ο λόγος (του Θεού).
1. Συναντάμε αρκετές φορές ένα είδος πρακτικής αντιστοιχίας ανάμεσα στα ρήματα (του Θεού) και την αλήθεια: αναφερόμενος στον εαυτού του ο Ιησούς άλλοτε λέγει τα ρήματα του Θεού λαλεί (3, 34) και άλλοτε την α λ ή θ ε ι α ν λελάληκα (8, 40)· ομοίως «η αλήθεια» στην οποία ο Χριστός αναφέρεται και οι Ιουδαίοι αρνούνται αφορά, σύμφωνα με το επόμενο χωρίο, «τα ρήματα του Θεού», τα οποία άλλοι θα δεχθούν, δηλαδή αυτοί που «είναι εκ του Θεού» (8, 47). Αυτός ο κυριολεκτικός συσχετισμός αποκτά ενδιαφέρον διότι η λέξη ρήμα στο αγ. Ιωάννη, όπως και σε όλη την Κ. Δ. επιδέχεται ερμηνείες που την διακρίνουν από τον λόγο. Για παράδειγμα, σε αντίθεση με τον λόγο, ο όρος ρήμα δεν εμφανίζεται στις Επιστολές, γεγονός που του αποδίδει αρχαϊκή προέλευση: σύμφωνα με τον E. Repo η λέξη αυτή δεν ταιριάζει στο ύφος του συγγραφέα, προέρχεται από προγενέστερες πηγές και είναι πιθανότατα καταγωγής παλαιστινιακής. Είναι επίσης εντυπωσιακό ότι η λέξη ρήμα που επανέρχεται στο 4ο Ευαγγέλιο δώδεκα φορές διατυπώνεται πάντα στον πληθυντικό· αντίθετα ο λόγος, που συναντάται σαράντα φορές, εμφανίζεται, εκτός από τέσσερις (7, 40/ 10, 19/ 14, 24/ 19, 13), στον ενικό. Σαν να δεχόμαστε δηλαδή ότι τα ρήματα (του Θεού) τονίζουν, πολύ περισσότερο από ότι ο λόγος (του Θεού), την συγκεκριμένη εμπειρική όψη του λόγου του Θεού, καθώς και τις ποικίλες και ατομικές μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται.
Σε πολλά σημεία η διαφορά των δύο αυτών λέξεων είναι πολύ λεπτή. Αρκετές φορές ο λόγος στον ενικό (ή ένας αντίστοιχος όρος), ερμηνεύεται και συνεπώς ακολουθείται από τον πληθυντικό τα ρήματα: όπως το την μαρτυρίαν αυτού στο 3, 32-33 ακολουθείται στο 3,34 από το τα ρήματα του Θεού· η σύνθετη διατύπωση τον λόγον ὃν λελάληκα στο 15, 3 αναλύεται ακολούθως στο 15, 7 με τα ρήματά μου· επίσης, τον λόγον σου στο 17, 6 γίνεται στο 17, 8 τα ρήματα ἅ δέδοκάς μοι. Αλλού συναντούμε την αντίθετη σειρά, αλλά με την ίδια ακριβώς θεολογική πρόθεση, δηλαδή ο πληθυντικός τα ρήματα να ακολουθείται από τον ενικό του λόγου ο οποίος επικεντρώνεται στο ενιαίο μήνυμα του Χριστού και Θεού: έτσι τα ρήματα του Θεού στο 8, 47 εμφανίζεται στη συνέχεια ως τον εμόν λόγον (8, 51) ή τον λόγον μου (8, 52)· και ακόμη εμφανέστερα στο επίλογο του 12ου κεφαλαίου όπου τα ρήματά μου (12, 48) επαναλαμβάνεται συνθέτοντας το νόημα στο τέλος του στίχου με το ο λόγος ὃν ελάλησα, έκφραση η οποία ερμηνεύεται με την σειρά της στην κατακλείδα της ομιλίας με την μεγαλειώδη διατύπωση καθώς είρηκέν μοι ο Πατήρ, ούτως λαλώ (στ.50). Στα κείμενα αυτά αναδύεται πλήρως το νόημα της φανερώσεως στους λόγους του Ιησού: αποκαλύπτουν τον λόγον του τον προερχόμενο από τον Πατέρα. Στην διατύπωση τα ρήματα προέχει η ανθρώπινη πλευρά των λόγων του Ιησού αφήνοντας όμως να φανερωθεί η αποκαλυπτική τους αξία, αφού λέγεται ότι είναι τα ρήματα του Θεού (3, 34/ 8, 47).
Αυτή ακριβώς η διατύπωση λοιπόν τα ρήματα (του Θεού) χρησιμοποιείται παράλληλα με την έννοια η αλήθεια. Επομένως, «η αλήθεια» που κηρύσσει ο Χριστός ταυτίζεται με τους ίδιους τους λόγους του Θεού· αλλά το περιεχόμενό της θα πρέπει να αναζητηθεί, από συγκεκριμένη ιστορική σκοπιά στους λόγους του ανθρώπου Ιησού. Αυτή η διαπίστωση μας προφυλάσσει από τον πειρασμό να αναζητήσουμε το νόημά της σε έναν κόσμο απόμακρο και ξεχωριστό, όπως οι γνωστικοί· η αλήθεια για το αγ. Ιωάννη δεν εκφράζει «μια πραγματικότητα του θείου» αλλά μια πραγματικότητα παρούσα ανάμεσά μας· εκφράζει την θεία αποκάλυψη η οποία όμως εκφέρεται με τους συγκεκριμένους λόγους του Ιησού.
2. Η λέξη αλήθεια, όπως θα παρατηρήσουμε συνδέεται συνηθέστερα με τον λόγο από ότι με τα ρήματα.
Υπάρχουν τρία αποσπάσματα στα οποία αυτός ο συσχετισμός εμφανίζεται καθαρά. Τα συναντούμε στο κεφ. 8, 31-55. Στους στίχους 31-32 ο Ιησούς λέει στους Ιουδαίους: «έάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω εμώ, αληθώς μαθηταί μου εστέ, και γνώσεσθε την αλήθειαν»· εδώ ο λόγος του Ιησού και η αλήθεια φαίνεται να ταυτίζονται. Το ίδιο συμπέρασμα μας προσφέρουν και οι ακόλουθοι παραλληλισμοί: «αλλά ζητείτε με αποκτείναι, ότι ο λόγος ο εμός οὐ χωρεί εν υμίν (στ. 37) και «νυν δε ζητείτε με αποκτείναι, άνθρωπον ὃς την αλήθειαν υμίν λελάληκα, ἣν ήκουσα παρά του Θεού» (40), καθώς και «διατί την λαλιάν (βλ. την αλήθεια) την εμήν ο ὐ γ ι γ ν ώ σ κ ε τ ε; ότι ο ὐ δ ύ ν α σ θ ε α κ ο ύ ε ι ν τον λόγον τον εμόν» (στ. 43) και «εγώ δε ότι την αλήθειαν λέγω ο ὐ π ι σ τ ε ύ ε τε μ ο ι» (στ. 45).
Δε χωρά καμμία αμφιβολία: η αλήθεια μας κοινωνείται με τους ίδιους τους λόγους του Ιησού. Εάν τώρα συγκρίνουμε αυτήν την διαπίστωση με τις παρατηρήσεις μας σχετικά με τη χρήση της λέξης ρήμα θα δούμε ότι παντού στο 4ο Ευαγγέλιο αναφέρεται στον πληθυντικό, τα ρήματα, και αφορά σε συγκεκριμένους λόγους του Ιησού· όταν όμως φτάνουμε στην αλήθεια, το κείμενο διευκρινίζει πάντοτε ότι αυτοί οι λόγοι είναι τα ρήματα (του Θεού). Σε αντίθεση με το ρήμα, ο λόγος στο 8ο κεφάλαιο, σε ενικό αριθμό, μοιάζει να περιγράφει με συνθετικό τρόπο έναν αποκαλυπτικό λόγο που έρχεται από τον Θεό. Όμως, σε όλες τις περιπτώσεις, ο όρος αυτός δεν αφορά στον λόγο του Θεού αλλά στον λόγο του Ιησού (ο λόγος ο εμός, ο λόγος μου) – εκτός από το 8, 55 όπου τον λόγον αυτού αναφέρεται στον Πατέρα. Είναι σαν ο λόγος του Πατέρα να αποκτά την πληρότητά του μέσα από τον λόγο του Χριστού. Κατά συνέπεια οφείλουμε να ταυτίσουμε «την αλήθεια» τόσο με «τον λόγο» όσο και με «τους λόγους» του Ιησού· αλλά αυτοί οι λόγοι (τα ρήματα) και αυτός ο λόγος ανήκουν ταυτόχρονα στον Ιησού και στον Πατέρα.
Η ταυτοποίηση των δύο όρων συναντάται επίσης στην αρχιερατική προσευχή: «αγίασον αυτούς εν τη αληθεία· ο λ ό γ ο ς ο σος αλήθεια εστίν (17, 17). Ο λόγος του Πατέρας εδώ αποτελεί για τον Ιησού «την αλήθεια» η οποία προερχόμενη από τον Πατέρα αποτελεί το μέσον καθαγιασμού των πιστών.
Τέλος, στην 1η Επιστολή βρίσκουμε επίσης έναν σαφή παραλληλισμό των δύο όρων, ανάλογο με αυτόν που συναντήσαμε στο κεφ. 8 του Ευαγγελίου: «εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν» (1, 8) και «εάν είπωμεν ότι ουχ ημαρτήκαμεν, ψεύστην ποιούμεν αυτόν, και ο λόγος αυτού ουκ έστιν εν ημίν». (1, 10).
3. Είναι επομένως προφανές: «η αλήθεια» στα κείμενα του αγ. Ιωάννη είναι πρακτικά συνώνυμη με την έκφραση της αποκαλύψεως «ο λόγος του Θεού»· και αυτός ο λόγος που ταυτίζεται με την αλήθεια είναι άλλοτε ο ίδιος ο λόγος του Πατρός και άλλοτε ο λόγος του Ιησού (ο λόγος μου) ή οι λόγοι του (τα ρήματα)· αλλά οι εκάστοτε λόγοι του Ιησού είναι πάντοτε οι λόγοι του Θεού, όπως και ο λόγος του Ιησού, το μήνυμά δηλαδή της αποκαλύψεως στο σύνολό του, είναι ταυτόσημο με τον λόγο του Πατέρα.
Η εξέταση της έννοιας του λόγου μας οδηγεί επομένως στο ίδιο αποτέλεσμα με αυτήν του λαλείν: ότι η αλήθεια είναι ουσιαστικά προϊόν αποκαλύψεως: αλήθεια είναι ο λόγος που ο Ιησούς άκουσε από τον Πατέρα και ήλθε να κηρύξει στους ανθρώπους· είναι ο λόγος του Πατέρα, ο μοναδικός και αποκεκαλυμμένος, τον οποίο ο Ιησούς διδάσκει δια μέσου της πολλαπλότητας των λόγων του. Στον αγ. Ιωάννη λοιπόν η «αλήθεια» δεν έχει κατά κανένα τρόπο το καθεαυτό ελληνικό νόημα της «πραγματικότητας». Θα πρέπει επομένως τώρα να ερευνήσουμε τι έχει να μας διδάξει ο συσχετισμός αυτών των δύο εννοιών πάνω στην βιβλική προέλευση του όρου αλήθεια.
Συνεχίζεται
IGNACE DE LA POTTERIE, S.J
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ
ΤΟΜΟΣ 1ος
Ο Χριστός και η αλήθεια
Το Πνεύμα και η αλήθεια
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
1Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ
Ι. Η αλήθεια και η ορολογία του λόγου
Επανειλημμένα ο αγ. Ιωάννης συνδέει τον όρο αλήθεια με τον λόγο: όχι μόνον συσχετίζει τις λέξεις ρήμα, λόγος και αλήθεια, αλλά χρησιμοποιεί δύο συγκεκριμένες εκφράσεις όπου η λέξη «αλήθεια» είναι άμεσο αντικείμενο του ρήματος «λέγω»: την αλήθειαν λαλείν και την αλήθειαν λέγειν. Οι περισσότεροι ερμηνευτές τις θεωρούν ταυτόσημες. Αλλά η εξέταση της χρήσης των δύο ρημάτων στον αγ. Ιωάννη και στην προηγηθείσα παράδοση θα δείξει ότι πρέπει να τις διακρίνουμε. Θα δούμε επίσης ότι η στενή σχέση ανάμεσα στο θέμα της αλήθειας και την ορολογία του λόγου μας οδηγεί μάλλον στην βιβλική και ιουδαϊκή προέλευσή τους παρά στον ελληνιστικό δυαλισμό. Τέλος, ήδη σ’ αυτό το πρώτο στάδιο της έρευνας, θα δούμε να διακρίνεται μία τάση η οποία οριστικοποιείται περεταίρω στα επόμενα κεφάλαια: η αλήθεια στον αγ. Ιωάννη αφορά κυρίως στο πρόσωπο του Ιησού.Α. Η φρασελογία της αποκάλυψης
1. Την αλήθειαν λαλείν.
«Λέγειν την αλήθεια» είναι μια έκφραση που χρησιμοποιεί ο Ιωάννης με δύο διαφορετικές εκφράσεις, οι οποίες επαναλαμβάνονται συχνά από τον ίδιο τον Χριστό. Θα ασχοληθούμε τώρα με την πρώτη, την αλήθειαν λαλείν την οποία θεωρούμε πολύ πιο σημαντική για την θεολογία της αποκαλύψεως στον Ιωάννη, και πιο συγκεκριμένα με την μελέτη του χωρίου 8, 40 στο οποίο αναφέρεται απολύτως συγκεκριμένα.
1. Ο Ιωάννης φαίνεται να επιμένει στο ρήμα λαλείν, το οποίο χρησιμοποιεί πολύ συχνότερα από τους υπόλοιπους Ευαγγελιστές. Παρατηρούμε επίσης ότι δεν το χρησιμοποιεί σε οποιαδήποτε περίσταση αλλά στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ( 47 φορές στις 60)το ρήμα συνοδεύει τους λόγους του Χριστού· στις υπόλοιπες περιπτώσεις το ρήμα λαλείν αναφέρεται κατά κάποιο τρόπο στο πρόσωπο του Ιησού, ή συνδέεται με την έννοια της αποκαλύψεως.
Στο 9,29 οι Ιουδαίοι αντιπαραθέτουν στον Ιησού την αυθεντία του Μωυσή: «ημείς οίδαμεν ότι Μωυσεί λελάληκεν ο Θεός· τούτον δε ουκ οίδαμεν πόθεν εστί». Στο απόσπασμα δε που περιγράφεται η απιστία του Ισραήλ ο Ιωάννης παραθέτει ένα απόσπασμα από το διάσημο κείμενο του Ησαΐα (6, 9-10) για την αποστολή του προφήτου, που εξηγεί και την απιστία: «ταύτα είπεν Ησαΐας ότε είδε την δόξαν αυτού και ελάλησε περί αυτού» (12,41). Και στα δύο χωρία το ρήμα λαλείν υποδεικνύει μια σημαντική στιγμή φανερώσεως στην Παλαιά Διαθήκη: την αποκάλυψη του Θεού στον Μωυσή, στο όρος Σινά, και το προφητικό άγγελμα του Ησαΐα μετά το όραμά του μέσα στον Ναό της Ιερουσαλήμ. Το ίδιο ρήμα επαναλαμβάνεται στο 12,29 για την φωνή του αγγέλου. Και στην αρχή του Ευαγγελίου (1,37) χρησιμοποιείται για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, που «φανέρωσε (τον Ιησού) στο Ισραήλ» αποκαλώντας τον Αμνό του Θεού (1,29.36). Σε όλα αυτά τα χωρία ο όρος λαλείν βρίσκεται σε άμεση σχέση με την φανέρωση (του Κυρίου στον κόσμο).
2. Αλλά το ρήμα λαλείν αναφέρεται πολύ συχνότερα στους λόγους του Ιησού. Και σ’ αυτήν την περίπτωση αποτυπώνει καθαρά το νόημα της αποκαλύψεως. Η άποψη ότι ο Χριστός τα ρήματα του Θεού λαλεί (3, 34) διατρέχει ολόκληρο το 4ο Ευαγγέλιο (7, 17/ 8, 28.38/ 12, 49.50/ 14, 10).
Σε τρείς συγκεκριμένες περιπτώσει παρατηρούμε την συχνή επανάληψη του ρήματος λαλείν στους λόγους του Ιησού:
α. Στα κεφάλαια 7 και 8 κατά την μεγάλη φανέρωση του Ιησού στον Ναό στην εορτή της Σκηνοπηγίας, το ρήμα επαναλαμβάνεται 17 φορές: Ο Ιησούς «ομιλεί φανερά» παρρησία λαλείν (7,26), «διότι, όπως του είπαν οι αδελφοί του, κανείς δεν κάνει τίποτε κρυφά, και μάλιστα όταν ζητεί να γίνει φανερά γνωστός. Αφού τέτοια έργα ποιείς φανέρωσε τον εαυτόν στου εις τον κόσμον» (7,4).
β. Στο τελευταίο μέρος του 12ου κεφαλαίου (37-50) που αποτελεί την θεολογική σύνοψη του μηνύματος του Ιησού, το ρήμα λαλείν επανέρχεται συνεχώς: «έως το φως έχετε, πιστεύετε εις το φως ίνα υιοί φωτός γένησθε. Ταύτα ελάλησεν ο Ιησούς, και απελθών εκρύβη απ’ αυτών» (12, 36). Σε όλο το υπόλοιπο κεφάλαιο κυριαρχεί η φανέρωση (της αλήθειας) του Ιησού και η απόρριψή της από τους Ιουδαίους. Και καταλήγει με την επίσημη δηλωση «ἅ ουν λαλώ εγώ, καθώς είρηκέ μοι ο πατήρ ούτω λαλώ» (12, 50). Και με αυτό το επίσημο λαλώ ολοκληρώνεται το πρώτο μέρος του Ευαγγελίου (1, 19 – 12, 50): το έργο της φανέρωσης του Ιησού στον κόσμο έχει πλέον τελειώσει.
γ. Αλλά ο Ιησούς διεφύλαξε τις κυριότερες αποκαλύψεις για τις τελευταίες συνομιλίες του με τους μαθητές του. Στον Μυστικό Δείπνο εξηγεί το νόημα του θανάτου του και της αναχωρήσεως του προς τον Πατέρα· τους αναγγέλλει την έλευση του Παρακλήτου και περιγράφει τον καινούργιο βίο στον οποίο καλούνται να ζήσουν. Σε αυτές τις δύο μακροσκελείς ομιλίες του Ιησού (14-15-16), και στην αρχιερατική προσευχή (Κ. 17)με την οποία ολοκληρώνονται, το ρήμα λαλείν επαναλαμβάνεται 18 φορές. Εκτός από το 16,13, που αναφέρεται στο Πνεύμα, στις υπόλοιπες περικοπές αφορά στους λόγους του Ιησού. Από την αρχή φαίνεται καθαρά ότι το ρήμα απηχεί δείχνει τους λόγους του Πατέρα: «Τα ρήματα ἅ εγώ λαλώ υμίν, απ’ εμαυτού οὐ λαλώ·» (14, 10). Δεν είναι τυχαία, όπως υποστηρίζει ο E.A. Abbott στην γραμματική του, η επανάληψη επτά φορές του ρήματος στον παρακείμενο: ταύτα λελάληκα υμίν (14, 25/15, 12/ 16, 1. 4. 6. 25. 33)· είναι σαν ο Ιωάννης να επιδιώκει να τονίσει αυτές τις αποκαλύψεις του Ιησού καθώς και την μόνιμη αξία τους. Το τελευταίο από αυτά τα χωρία αποτελεί την κατακλείδα και των δύο ομιλιών: « ταύτα λελάληκα υμίν ίνα εν εμοί ειρήνην έχετε. Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε· αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον». (16,33).
Είναι λοιπόν προφανές, ότι για τον Ιωάννη, το ρήμα λαλείν έχει ιδιαίτερη αξία. Σε όλα τα κείμενα που αναφέραμε εκφράζει την επικοινωνία ή την μετάδωση ενός λόγου αποκεκαλυμμένου: πρόκειται για το λαλείν του Θεού προς τον Μωυσή, του Ησαΐα προς τον Ισραήλ ή ακόμη του προδρόμου του Ιησού, Ιωάννου του Βαπτιστή· αλλά κυρίως είναι το λαλείν του ίδιου του Χριστού, αυτού που κατ’ εξοχήν θα φανερώσει τον Πατέρα· και τέλος είναι το λαλείν του Πνεύματος (όσα ακούσει λαλήσει, 16,13), που συνεχίζει το έργο της αποκαλύψεως, οδηγώντας τους πιστούς στην πληρότητα της αλήθειας.
3. ‘Έτσι η έκφραση την αλήθειαν λ α λ ε ί ν αποκτά καινούργιο νόημα. Ο Ιησούς κατηγορεί του Ιουδαίους λέγοντας: «Τώρα δε ζητείτε να φονεύσετε εμένα (ὃς την αλήθειαν υμίν λελάληκα) την οποία ήκουσα παρά του Θεού». (8,40). Το θέμα αυτό επανέρχεται συχνά στο 4ο Ευαγγέλιο. Συγκρίνοντας αυτό το χωρίο με άλλα παράλληλα κείμενα θα δούμε ότι η αλήθεια που κηρύσσει ο Ιησούς αντιστοιχεί στους «λόγους του Θεού» (3.34), σε ό,τι ο Ιησούς «εώρακε παρά του Πατρός» (8,38), σε αυτά που ο Πατήρ «του εδίδαξε» (8,28) και σε αυτά που του «είπε» (12, 50). Επομένως, η έκφραση την αλήθειαν λαλείν συνδέεται άμεσα με την έννοια της αποκαλύψεως (φανερώσεως). Η «αλήθεια» που κηρύσσει ο Ιησούς είναι αυτή που ο Θεός, δια μέσου του Ιησού «λέγει» στους ανθρώπους· ταυτίζεται με τον λόγο του Πατρός που προφέρεται από τον Ιησού.
2.Τα ρήματα, ο λόγος, η αλήθεια.
Η προηγούμενη έρευνά μας θα μας οδηγήσει επίσης στον συσχετισμό ανάμεσα στον όρο αλήθεια και τα ουσιαστικά που συνοδεύουν «τον λόγο του Θεού»: τα ρήματα (του Θεού) και ο λόγος (του Θεού).
1. Συναντάμε αρκετές φορές ένα είδος πρακτικής αντιστοιχίας ανάμεσα στα ρήματα (του Θεού) και την αλήθεια: αναφερόμενος στον εαυτού του ο Ιησούς άλλοτε λέγει τα ρήματα του Θεού λαλεί (3, 34) και άλλοτε την α λ ή θ ε ι α ν λελάληκα (8, 40)· ομοίως «η αλήθεια» στην οποία ο Χριστός αναφέρεται και οι Ιουδαίοι αρνούνται αφορά, σύμφωνα με το επόμενο χωρίο, «τα ρήματα του Θεού», τα οποία άλλοι θα δεχθούν, δηλαδή αυτοί που «είναι εκ του Θεού» (8, 47). Αυτός ο κυριολεκτικός συσχετισμός αποκτά ενδιαφέρον διότι η λέξη ρήμα στο αγ. Ιωάννη, όπως και σε όλη την Κ. Δ. επιδέχεται ερμηνείες που την διακρίνουν από τον λόγο. Για παράδειγμα, σε αντίθεση με τον λόγο, ο όρος ρήμα δεν εμφανίζεται στις Επιστολές, γεγονός που του αποδίδει αρχαϊκή προέλευση: σύμφωνα με τον E. Repo η λέξη αυτή δεν ταιριάζει στο ύφος του συγγραφέα, προέρχεται από προγενέστερες πηγές και είναι πιθανότατα καταγωγής παλαιστινιακής. Είναι επίσης εντυπωσιακό ότι η λέξη ρήμα που επανέρχεται στο 4ο Ευαγγέλιο δώδεκα φορές διατυπώνεται πάντα στον πληθυντικό· αντίθετα ο λόγος, που συναντάται σαράντα φορές, εμφανίζεται, εκτός από τέσσερις (7, 40/ 10, 19/ 14, 24/ 19, 13), στον ενικό. Σαν να δεχόμαστε δηλαδή ότι τα ρήματα (του Θεού) τονίζουν, πολύ περισσότερο από ότι ο λόγος (του Θεού), την συγκεκριμένη εμπειρική όψη του λόγου του Θεού, καθώς και τις ποικίλες και ατομικές μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται.
Σε πολλά σημεία η διαφορά των δύο αυτών λέξεων είναι πολύ λεπτή. Αρκετές φορές ο λόγος στον ενικό (ή ένας αντίστοιχος όρος), ερμηνεύεται και συνεπώς ακολουθείται από τον πληθυντικό τα ρήματα: όπως το την μαρτυρίαν αυτού στο 3, 32-33 ακολουθείται στο 3,34 από το τα ρήματα του Θεού· η σύνθετη διατύπωση τον λόγον ὃν λελάληκα στο 15, 3 αναλύεται ακολούθως στο 15, 7 με τα ρήματά μου· επίσης, τον λόγον σου στο 17, 6 γίνεται στο 17, 8 τα ρήματα ἅ δέδοκάς μοι. Αλλού συναντούμε την αντίθετη σειρά, αλλά με την ίδια ακριβώς θεολογική πρόθεση, δηλαδή ο πληθυντικός τα ρήματα να ακολουθείται από τον ενικό του λόγου ο οποίος επικεντρώνεται στο ενιαίο μήνυμα του Χριστού και Θεού: έτσι τα ρήματα του Θεού στο 8, 47 εμφανίζεται στη συνέχεια ως τον εμόν λόγον (8, 51) ή τον λόγον μου (8, 52)· και ακόμη εμφανέστερα στο επίλογο του 12ου κεφαλαίου όπου τα ρήματά μου (12, 48) επαναλαμβάνεται συνθέτοντας το νόημα στο τέλος του στίχου με το ο λόγος ὃν ελάλησα, έκφραση η οποία ερμηνεύεται με την σειρά της στην κατακλείδα της ομιλίας με την μεγαλειώδη διατύπωση καθώς είρηκέν μοι ο Πατήρ, ούτως λαλώ (στ.50). Στα κείμενα αυτά αναδύεται πλήρως το νόημα της φανερώσεως στους λόγους του Ιησού: αποκαλύπτουν τον λόγον του τον προερχόμενο από τον Πατέρα. Στην διατύπωση τα ρήματα προέχει η ανθρώπινη πλευρά των λόγων του Ιησού αφήνοντας όμως να φανερωθεί η αποκαλυπτική τους αξία, αφού λέγεται ότι είναι τα ρήματα του Θεού (3, 34/ 8, 47).
Αυτή ακριβώς η διατύπωση λοιπόν τα ρήματα (του Θεού) χρησιμοποιείται παράλληλα με την έννοια η αλήθεια. Επομένως, «η αλήθεια» που κηρύσσει ο Χριστός ταυτίζεται με τους ίδιους τους λόγους του Θεού· αλλά το περιεχόμενό της θα πρέπει να αναζητηθεί, από συγκεκριμένη ιστορική σκοπιά στους λόγους του ανθρώπου Ιησού. Αυτή η διαπίστωση μας προφυλάσσει από τον πειρασμό να αναζητήσουμε το νόημά της σε έναν κόσμο απόμακρο και ξεχωριστό, όπως οι γνωστικοί· η αλήθεια για το αγ. Ιωάννη δεν εκφράζει «μια πραγματικότητα του θείου» αλλά μια πραγματικότητα παρούσα ανάμεσά μας· εκφράζει την θεία αποκάλυψη η οποία όμως εκφέρεται με τους συγκεκριμένους λόγους του Ιησού.
2. Η λέξη αλήθεια, όπως θα παρατηρήσουμε συνδέεται συνηθέστερα με τον λόγο από ότι με τα ρήματα.
Υπάρχουν τρία αποσπάσματα στα οποία αυτός ο συσχετισμός εμφανίζεται καθαρά. Τα συναντούμε στο κεφ. 8, 31-55. Στους στίχους 31-32 ο Ιησούς λέει στους Ιουδαίους: «έάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω εμώ, αληθώς μαθηταί μου εστέ, και γνώσεσθε την αλήθειαν»· εδώ ο λόγος του Ιησού και η αλήθεια φαίνεται να ταυτίζονται. Το ίδιο συμπέρασμα μας προσφέρουν και οι ακόλουθοι παραλληλισμοί: «αλλά ζητείτε με αποκτείναι, ότι ο λόγος ο εμός οὐ χωρεί εν υμίν (στ. 37) και «νυν δε ζητείτε με αποκτείναι, άνθρωπον ὃς την αλήθειαν υμίν λελάληκα, ἣν ήκουσα παρά του Θεού» (40), καθώς και «διατί την λαλιάν (βλ. την αλήθεια) την εμήν ο ὐ γ ι γ ν ώ σ κ ε τ ε; ότι ο ὐ δ ύ ν α σ θ ε α κ ο ύ ε ι ν τον λόγον τον εμόν» (στ. 43) και «εγώ δε ότι την αλήθειαν λέγω ο ὐ π ι σ τ ε ύ ε τε μ ο ι» (στ. 45).
Δε χωρά καμμία αμφιβολία: η αλήθεια μας κοινωνείται με τους ίδιους τους λόγους του Ιησού. Εάν τώρα συγκρίνουμε αυτήν την διαπίστωση με τις παρατηρήσεις μας σχετικά με τη χρήση της λέξης ρήμα θα δούμε ότι παντού στο 4ο Ευαγγέλιο αναφέρεται στον πληθυντικό, τα ρήματα, και αφορά σε συγκεκριμένους λόγους του Ιησού· όταν όμως φτάνουμε στην αλήθεια, το κείμενο διευκρινίζει πάντοτε ότι αυτοί οι λόγοι είναι τα ρήματα (του Θεού). Σε αντίθεση με το ρήμα, ο λόγος στο 8ο κεφάλαιο, σε ενικό αριθμό, μοιάζει να περιγράφει με συνθετικό τρόπο έναν αποκαλυπτικό λόγο που έρχεται από τον Θεό. Όμως, σε όλες τις περιπτώσεις, ο όρος αυτός δεν αφορά στον λόγο του Θεού αλλά στον λόγο του Ιησού (ο λόγος ο εμός, ο λόγος μου) – εκτός από το 8, 55 όπου τον λόγον αυτού αναφέρεται στον Πατέρα. Είναι σαν ο λόγος του Πατέρα να αποκτά την πληρότητά του μέσα από τον λόγο του Χριστού. Κατά συνέπεια οφείλουμε να ταυτίσουμε «την αλήθεια» τόσο με «τον λόγο» όσο και με «τους λόγους» του Ιησού· αλλά αυτοί οι λόγοι (τα ρήματα) και αυτός ο λόγος ανήκουν ταυτόχρονα στον Ιησού και στον Πατέρα.
Η ταυτοποίηση των δύο όρων συναντάται επίσης στην αρχιερατική προσευχή: «αγίασον αυτούς εν τη αληθεία· ο λ ό γ ο ς ο σος αλήθεια εστίν (17, 17). Ο λόγος του Πατέρας εδώ αποτελεί για τον Ιησού «την αλήθεια» η οποία προερχόμενη από τον Πατέρα αποτελεί το μέσον καθαγιασμού των πιστών.
Τέλος, στην 1η Επιστολή βρίσκουμε επίσης έναν σαφή παραλληλισμό των δύο όρων, ανάλογο με αυτόν που συναντήσαμε στο κεφ. 8 του Ευαγγελίου: «εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν» (1, 8) και «εάν είπωμεν ότι ουχ ημαρτήκαμεν, ψεύστην ποιούμεν αυτόν, και ο λόγος αυτού ουκ έστιν εν ημίν». (1, 10).
3. Είναι επομένως προφανές: «η αλήθεια» στα κείμενα του αγ. Ιωάννη είναι πρακτικά συνώνυμη με την έκφραση της αποκαλύψεως «ο λόγος του Θεού»· και αυτός ο λόγος που ταυτίζεται με την αλήθεια είναι άλλοτε ο ίδιος ο λόγος του Πατρός και άλλοτε ο λόγος του Ιησού (ο λόγος μου) ή οι λόγοι του (τα ρήματα)· αλλά οι εκάστοτε λόγοι του Ιησού είναι πάντοτε οι λόγοι του Θεού, όπως και ο λόγος του Ιησού, το μήνυμά δηλαδή της αποκαλύψεως στο σύνολό του, είναι ταυτόσημο με τον λόγο του Πατέρα.
Η εξέταση της έννοιας του λόγου μας οδηγεί επομένως στο ίδιο αποτέλεσμα με αυτήν του λαλείν: ότι η αλήθεια είναι ουσιαστικά προϊόν αποκαλύψεως: αλήθεια είναι ο λόγος που ο Ιησούς άκουσε από τον Πατέρα και ήλθε να κηρύξει στους ανθρώπους· είναι ο λόγος του Πατέρα, ο μοναδικός και αποκεκαλυμμένος, τον οποίο ο Ιησούς διδάσκει δια μέσου της πολλαπλότητας των λόγων του. Στον αγ. Ιωάννη λοιπόν η «αλήθεια» δεν έχει κατά κανένα τρόπο το καθεαυτό ελληνικό νόημα της «πραγματικότητας». Θα πρέπει επομένως τώρα να ερευνήσουμε τι έχει να μας διδάξει ο συσχετισμός αυτών των δύο εννοιών πάνω στην βιβλική προέλευση του όρου αλήθεια.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου