Λέει στὸ Γεροντικὸ ἕνας ἀββᾶς: « Τὸ πρωὶ μπορεῖ νὰ εἶσαι στὴν κόλαση καὶ τὸ ἀπόγευμα μπορεῖς νὰ εἶσαι στὸν παράδεισο » (*).
Θέλει νὰ πεῖ ὅτι τὸ πρωὶ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἔκανε ἁμαρτίες, ἀλλά, καθὼς στὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας ἦρθε σὲ συναίσθηση, ἦρθε σὲ κατάνυξη, μετενόησε, ἔκλαψε.
Δὲν εἶναι τίποτε γιὰ τὸν Θεὸ νὰ τὸν βάλει στὸν παράδεισο. Τὰ πράγματα εἶναι εὔκολα, καὶ ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας εἶναι σύντομος. Ἐμεῖς, μὲ τὴ δική μας στραβὴ στάση, κάνουμε τὰ πράγματα δύσκολα καὶ τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας ὄχι σύντομο.
Σὲ ὅποια κατάσταση κι ἂν εἶσαι, ἄνθρωπέ μου, ἂν μετανοήσεις, σὲ δέχεται ὁ Θεὸς καὶ σώζεσαι, ἀλλὰ ἀληθινὰ νὰ μετανοήσεις. Γιατί μπορεῖ βέβαια νὰ μετανοεῖς γιὰ κάτι ποὺ ἔκανες, ἀλλὰ μετανοεῖς, ἐπειδὴ πληγώθηκε ὁ ἐγωισμός σου. Προσέξτε το καὶ αὐτό. Μπορεῖ νὰ πάει κανεὶς νὰ ἐξομολογηθεῖ, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ πληγώθηκε ὁ ἐγωισμὸς του καὶ ὄχι ἐπειδὴ ἁμάρτησε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Πολλὲς φορὲς λυπᾶται κανεὶς γιὰ τίς ἁμαρτίες ποὺ ἔκανε, ἀλλὰ ὄχι ἐπειδὴ λύπησε τὸν Θεὸ καὶ μετανοεῖ γι’ αὐτό, ἀλλὰ ἐπειδὴ πληγώθηκε ὁ ἐγωισμός του. Εἶχε δηλαδὴ καλῇ ἰδέα κανεὶς γιὰ τὸν ἑαυτό του, καθὼς ὅμως ἁμάρτησε, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει πιὰ καλῇ ἰδέα, καὶ αὐτὸ τὸν κάνει νὰ ὑποφέρει. Δὲν εἶναι αὐτὸ μετάνοια.
Ὅταν ὅμως μετανοήσεις ὅπως θέλει ὁ Θεός, ἀληθινά, μὲ ὅλη σου τὴν ψυχή, καὶ δὲν ζητᾷς ἐκείνη τὴν ὥρα οὔτε ρέστα οὔτε τίποτε, καὶ ἡ ὅλη στάση σου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτὴ : « Θεέ μου, κι ἂν εἶναι νὰ πεθάνω αὐτὴ τὴ στιγμή, νὰ πεθάνω γιὰ τὴν ἀγάπη σου· κι ἂν θέλεις νὰ ζήσω χίλια χρόνια, νὰ ζήσω γιὰ τὴν ἀγάπη σου, μόνο μὴ μὲ ἀφήσεις νὰ ξανακάνω ἁμαρτία », τότε πραγματικὰ ἀπὸ τὴ μιὰ στιγμὴ στὴν ἄλλη πάει κανεὶς ἀπὸ τὴν κόλαση στὸν παράδεισο.
Ὁ δρόμος τότε τῆς σωτηρίας εἶναι συντομότατος, ὅπως ἀκριβῶς ἦταν γιὰ τὸν ληστή. Ὁ ὁποῖος ληστὴς τί δὲν ἔκανε στὴ ζωή του ! Ἀλλὰ ἐκεῖ πάνω στὸν σταυρό, πλάϊ στὸν Χριστό, καθὼς πέθαινε ἐκείνη τὴν ὥρα, χωρὶς νὰ ἔχει πλέον καμιὰ ἄλλη ἐλπίδα, ἔδειξε στὸν Χριστὸ ὅλη τὴ μετάνοιά του, ἐλπίζοντας στὸ ἔλεὸς Του, καὶ ἄκουσε τὰ γνωστὰ λόγια τοῦ Κυρίου. Καθὼς ἦταν πιὰ καταδικασμένος εἰς θάνατον, πῆρε τὴ σωστὴ στάση ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Τί ὡραῖο εἶναι αὐτό ! Τί ὡραῖο εἶναι νὰ τοποθετεῖται κανεὶς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὡς ἑτοιμοθάνατος !
Γι’ αὐτὸ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μᾶς διδάσκει : « Μιμνήσκου τὰ ἔσχατά σου καὶ εἰς τὸν αἰῶνα οὐχ ἁμαρτήσεις » (Σ. Σείρ. 7:36). Νὰ θυμᾶσαι ὅτι θὰ πεθάνεις, καὶ αὐτὸ θὰ σὲ βοηθάει νὰ μὴν ἁμαρτάνεις. Ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνει, γιατί θέλει νὰ χαρεῖ αὐτὴ τὴ ζωή. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν εἶναι ἕτοιμος νὰ πεθάνει, ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν σκέπτεται ὅτι μπορεῖ νὰ πεθάνει, τότε δὲν ἁμαρτάνει.
Ὁ ληστὴς πάνω στὸν σταυρό, καθὼς δὲν εἶχε πιὰ ἐλπίδα νὰ ζήσει, μέσα σὲ λίγες στιγμὲς εἶπε λόγια ποὺ δὲν τὰ εἶπαν οὔτε οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ κατάλαβε πράγματα ποὺ οὔτε οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ δὲν τὰ εἶχαν καταλάβει. Ἀφοῦ προηγουμένως, ἐλέγχοντας τὸν ἄλλο ληστή, εἶπε : « Οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ; Καὶ ἡμεῖς μὲν δικαίως· ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν· οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε », στὴ συνέχεια εἶπε στὸν Χριστὸ τὸν φοβερὸ ἐκεῖνο λόγο : « Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου ».
Καὶ ἐκείνη τὴν ὥρα πῆρε τὴν ὑπόσχεση ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ : « Ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ ». Ἔτσι, σὲ λίγες στιγμὲς ὁ ληστὴς ἀπὸ τὰ κατάβαθα, θὰ λέγαμε, τῆς κολάσεως βρέθηκε στὸ καλύτερο μέρος τοῦ παραδείσου. Ὅπως θὰ ξέρετε, εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ μπῆκε στὸν παράδεισο.
*Βλ. «Τὸ Μέγα Γεροντικὸν», τ. Γ’, κέφ. ἰα’, § 15.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου