Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (43)

Συνέχεια από Δευτέρα, 22 Ιουλίου 2019

                                                 HANS URS VON BALTHASAR
                                                  ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)
                                                               Τρίτος Τόμος
                          ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
                                                   Johannes Verlag, 1987
                                                 4. ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
                    ΙV. O ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
                  2. ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
                                              α) Δώρο – Χάρισμα
Είμαστε καλά ή τόχουμε χαμένο;
Σ’ αυτήν την παρατήρηση (( του Αυγουστίνου – βλ. τέλος προηγούμενης ανάρτησης )) θεμελιώνονται δύο ‘απόψεις’, που εξελίχθηκαν αργότερα διαφορετικά η μια απ’ την άλλη: η πρώτη ‘πιστεύει’, ότι η ‘δικαιολόγηση’ και ο αγιασμός τού αμαρτωλού που επιτελεί το Πνεύμα, αποτελούν μια δυναμική διαδικασία (και όχι ένα ξαφνικό ή διαλεκτικό συμβάν, όπως το αποτίμησαν προπαντός οι Μεταρρυθμιστές), έτσι ώστε να διακρίνεται πολύ σωστά μια βοηθητική Χάρη, που εισάγει και συνοδεύει την όλη διαδικασία (gratia actualis praeveniens και sanctificans), από τον σκοπό που επιτυγχάνεται (gratia gratum faciens, sanctificans), o οποίος σκοπός δεν μπορεί βέβαια να συνιστά μια κατάσταση ησυχίας (όπως θα μπορούσε να υπονοηθή λανθασμένα με την έκφραση gratia habitualis), αλλά προϋποθέτει, ιδίως όταν είμαστε ακόμα ‘προσκυνητές’ σ’ αυτήν τη γη, μια συνεχή «οδοιπορία» (Φιλ. 3, 12), έτσι ώστε η Χάρη που συνοδεύει την όλη διαδικασία να παραμένη πάντοτε και περαιτέρω ενεργητική (gratia cooperans) (( Γράφει ο απόστολος Παύλος στην προς Φιλιππησίους επιστολή:3,7-16 «…αλλ’ άτινα ήν μοι κέρδη, ταύτα ήγημαι δια τον Χριστόν ζημίαν. αλλά μενούνγε και ηγούμαι πάντα ζημίαν είναι δια το υπερέχον τής γνώσεως Χριστού Ιησού τού Κυρίου μου, δι’ όν τα πάντα εζημιώθην, και ηγούμαι σκύβαλα είναι ίνα Χριστόν κερδήσω και ευρεθώ εν αυτώ μη έχων εμήν δικαιοσύνην την εκ νόμου, αλλά την δια πίστεως Χριστού, την εκ Θεού δικαιοσύνην επί τή πίστει, του γνώναι αυτόν και την δύναμιν της αναστάσεως αυτού και την κοινωνίαν τών παθημάτων αυτού, συμμορφούμενος τω θανάτω αυτού, εί πως καταντήσω εις την εξανάστασιν των νεκρών. ουχ ότι ήδη έλαβον ή ήδη τετελείωμαι, διώκω δε ει και καταλάβω, εφ’ ώ και κατελήφθην υπό του Χριστού Ιησού. αδελφοί, εγώ εμαυτόν ούπω λογίζομαι κατειληφέναι· έν δε, τα μεν οπίσω επιλανθανόμενος τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος κατά σκοπόν διώκω επί το βραβείον τής άνω κλήσεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού. όσοι ούν τέλειοι, τούτο φρονούμεν· και ει τι ετέρως φρονείτε, και τούτο ο Θεός υμίν αποκαλύψει. πλην εις ό εφθάσαμεν, τω αυτώ στοιχείν κανόνι, το αυτό φρονείν» … )) . Το ότι λαμβάνουμε τη Χάρη μέσα απ’ αυτήν τη διαδικασία ή ‘λειτουργία’ το παρουσίασε με θεματική ευρύτητα η (επονομαζόμενη) Tridentinum (( Σύνοδος της λατινικής αιρέσεως, που έλαβε χώρα μεταξύ 1545 και 1563 στην ιταλική πόλη Trento, για να αντιμετωπίση κυρίως τη Μεταρρύθμιση )).
Η δεύτερη άποψη, που εμφανίζεται ήδη με τον Αυγουστίνο, μιλά για μια πραγματική έλευση της θείας δωρεάς στο πλάσμα Του· μια έλευση που σημαίνει όμως ότι διαχωρίζεται άλλη μια φορά σε δωρητή και δωρεά η ταυτότητα του παρεχομένου στην ψυχή Πνεύματος· αλλιώς θα ήταν σαν να μη μεταδίδεται η δωρεά σ’ αυτόν που τη λαμβάνει, κάτι που δεν το αναλογίστηκε ο Πέτρος Λομβάρδος ταυτίζοντας την ανθρώπινη πράξη αγάπης με το Άγιο Πνεύμα. Η άμεση (ωστόσο) αντίδραση απέναντι σ’ αυτό το ‘βραχυκύκλωμα’, που αποτύγχανε ακριβώς σ’ αυτό που ήθελε να αποδείξη, ότι ενυπάρχει δηλ. το Πνεύμα στο ανθρώπινο πνεύμα, απέφερε την ελάχιστα επιτυχημένη διάκριση μιας gratia increata – άκτιστη χάρη (που είναι το Άγιο Πνεύμα) από μιαν gratia creata – κτιστή χάρη (που είναι η επενέργειά Του στον άνθρωπο), που ‘αμηχανεί’, εκφράζοντας την επενέργεια της θεϊκής παρουσίας στην ψυχή με κατηγορίες τής Δημιουργίας. Γι’ αυτό και υφίστανται αυτές οι πρώιμα σχολαστικές προσπάθειες που ήδη αναφέραμε και που φθάνουν μέχρι τον Θωμά (Ακινάτη): να παραλληλισθή «ο διαχωρισμός δωρητού και δωρεάς» με τη διάκριση που υπάρχει ανάμεσα στον ήλιο και την ακτινοβολία του, κάτι το οποίο επιχειρεί να εκφράση κατόπιν η σύγχρονη θεολογία τής χάριτος, παρακάμπτοντας μιαν causa efficiens (ποιητική αιτία) και αντικαθιστώντας την με μιαν causa (quasi-)formalis (ουσιαστικό αίτιο). H δυσκολία που δεν αναιρείται ωστόσο εδώ, είναι το ότι η διαφορά (ετερότητα) Θεού-δημιουργήματος μετασχηματίζεται, μέσα απ’ τη διαφορά (ετερότητα) Πατρός-Υιού, σε Πνεύμα και συγχέεται, χωρίς όμως και να καταστρέφεται μ’ αυτό. Μπορούμε έτσι να μιλάμε, κοιτώντας και θεωρώντας από κάτω προς τα επάνω, όπως συμβαίνει κυρίως στον άγιο Θωμά (Ακινάτη), για έναν μετασχηματισμό (μιαν αλλοίωση) ανθρωπίνων αρετών και τρόπων συμπεριφοράς (habitus – διάθεση, κατάσταση), ενώ διακρίνονται, θεωρώντας από επάνω προς τα κάτω, οι θεϊκές περισσότερο ιδιότητες στη δημιουργημένη (κτιστή) πνευματική φύση. Δεν είναι όμως δυνατόν να ‘εξαναγκάσουμε’ την ένταξη αυτών τών δύο ‘απόψεων’, που προσεγγίζουν το μυστήριο της εγκατοίκησης του Θεού στο Πλάσμα του από δύο (διαφορετικές) πλευρές, σ’ ένα συνοπτικό σύστημα. Ενώ δεν πρέπει τελικά να ξεχνάμε, ότι ο Θεός μπορεί μεν να θέτη το Πλάσμα του ως το Άλλο ενώπιόν του, χωρίς να γίνεται όμως ο ίδιος ποτέ μ’ αυτό ένας Άλλος· παραμένοντας δηλ. ως Non Aliud (Μη Άλλος). «Αυτός εστιν το Παν» (Σοφ. Σειρ. 43, 27).[ Υπάρχει ταύτιση καί σύγχιση τών κοινών ακτίστων ενεργειών τής Αγίας Τριάδος μέ τό Άγιο Πνεύμα]
Καθώς είναι ουσιαστικά Πνεύμα ο Θεός, θα έπρεπε να βασίζεται (να ‘εγκαθίσταται’) η σχέση τού ενοικούντος στο πλάσμα Του Θεού, ώστε να είναι, πέρα απ’ την ελληνική ‘ουσιαστική’ σκέψη ως «Είναι», κάτι που χαρίζεται, παραλαμβάνεται και αγαπά, να βασίζεται πέρα επίσης απ’ την αντίθεση μιας φυσικο-οντολογικής και μιας καθαρά προσωπικής έννοιας, που σημαίνει ιστορικά, πέρα απ’ τη διαμάχη ανάμεσα στους Θωμιστές (praemotio physicaφυσική προδιάθεση) και τους Μολινιστές (gratia sufficiens και efficax – χάρις παρεχόμενη και ενεργούμενη, η οποία επενεργεί βασισμένη στη συναίνεση του ανθρώπου), που δεν έλαβαν αμφότεροι υπ’ όψιν τους το Non Aliud (Μη Άλλο) τού Θεού που προαναφέραμε. Γι’ αυτό και δεν μπορούσε παρά να τελειώση δίχως αποτέλεσμα αυτή η διαμάχη.
Αν όμως ξαναθυμηθούμε, ότι ‘εντός’ τού Θεού το bonum (αγαθό) του Πνεύματος δεν προϋποθέτει μόνον αλλά και διασώζει στον εαυτό του τη διπλή αυτο-παράδοση (exinanitio – κένωση) Πατρός και Υιού, προκύπτει στην οικονομική μορφή (της Αγίας Τριάδος) το ‘ερώτημα’ ανάμεσα στον «καταλογισμό τών (προς ημάς) ωφελειών» τού Εσταυρωμένου (ή της οικονομικής κένωσης Πατρός και Υιού, αν το δούμε βαθύτερα) και την εκκεχυμένη στον άνθρωπο αγάπη τού Πνεύματος, άρα και το διαφιλονικούμενο στον όψιμο σχολαστικισμό, πέρα απ’ τη Μεταρρύθμιση και μέχρι την Tridentinum (βλ. πιο πάνω) ερώτημα της «διπλής δικαιοσύνης»: της imputatio meriti Christi (υπολογισμού τής αξίας τού Χριστού) και της inhabitatio Spiritus (ενοίκησης του Πνεύματος) (SeripandoGirolamo Seripando, 1493-1563). Δεν μπορεί όμως να λυθή ούτε κι εδώ με έναν διχασμό (διχοτόμηση) το μυστήριο: η προκρινόμενη απ’ τον Θωμά (Ακινάτη), και παραδεδομένη ήδη εικόνα τής χάριτος που εκχέεται απ’ τον Χριστό-κεφαλή στα μέλη, αλλά και το πνεύμα του, που ο ίδιος εμφυσά κατά τον Triduum Mortis (τριήμερος θάνατος) στους μαθητές του, δείχνει την αξεδιάλυτη ενότητα των δύο απόψεων.
( συνεχίζεται )

ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΛΥΣΕΙ ΗΔΗ ΛΥΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΠΟΥ ΕΜΦΥΣΑ Ο ΙΔΙΟΣ ΣΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: