Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

Η ώρα του κόσμου 11

Συνέχεια από: Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

Η ώρα του κόσμου 
Του Frank Schirrmacher
Ένας άνδρας δημιουργεί μια μεγάλη εποχή για τον εαυτό του
Rainer Maria Rilke, ο πόλεμος και η επανάσταση 3

Ποιος θα έφερνε την σωτηρία; Πάλι ο Θεός ή κάποιος άνθρωπος, με παρόμοιες ικανότητες. Ήδη μέσα στον πόλεμο αναδύθηκε η ελπίδα για «τα καθαρά χέρια του γλύπτη» που θα μπορούσαν να αναμορφώσουν την ανθρωπότητα, καθώς «τώρα θα ήταν κερί μέσα στα χέρια αυτά» (Αύγουστος 1917). Η εικόνα τού μεγάλου διαμορφωτή και γλύπτη, ο ηρωικός ρόλος του καλλιτέχνη ως ηγέτη (Führer) σε εποχές σύγχυσης, όπως το διατύπωσε ο George, είναι η μορφή που βρίσκεται στα παρασκήνια κάθε του έκφρασης. Μετά την δολοφονία του Kurt Eisner τον Μάριο του 1919 σημείωσε: «Κρίμα, κρίμα που χάθηκε η στιγμή, αρχές Νοεμβρίου, όταν θα μπορούσε να διεξαχθεί η αναμόρφωση. Πως μπόρεσε να καταλήξει η ικανή προς διαμόρφωση ύλη στα χέρια των κυρίων Ebert και Noske;!»
Κάποιοι τού υπέδειξαν πως ο θρήνος από μόνος του είναι αναποτελεσματικός, και τον προέτρεψαν να μπει σε μια «πραγματική» σχέση με τον κόσμο. Στα γράμματα προς την Sophie Liebknecht, ο σύζυγος της οποίας Karl Liebknecht είχε φυλακιστεί από το 1916 για εσχάτη προδοσία, εκδηλώνεται ολόκληρη η αντιφατικότητα της στάσης του. Ο Rilke την παρηγορεί με ποιητικές αναμνήσεις και ποιήματα, και υπονοεί, πως αυτός, οι «εικόνες» του οποίου σβήστηκαν, είναι σε πιο δύσκολη κατάσταση από αυτήν.
«Είστε τόσο φιλικός» απαντά η Sophie Liebknecht, μου γράφετε ωραία ποιήματα, μου χαρίζετε ένα παράξενα συγκινητικό βιβλίο και μου γράφετε ένα μακρύ γράμμα και εγώ απαντώ σαν κακομαθημένο παιδί… δηλαδή: πιστεύω ακράδαντα, πως αν δεν απορρίπτατε την εποχή μας, αν φροντίζατε περισσότερο γι’ αυτήν, όπως είναι τώρα μέσα στον τρόμο της, το σκοτάδι της, την ξεδιάντροπη ψευτιά της, και με όλους τους τρομακτικούς χαρακτηρισμούς που τους αξίζει, εάν εσείς-συγχωρήστε με, αλλά έτσι είναι-με την ανάγνωση των εφημερίδων και στενότερη συμμετοχή-είχατε μια πιο πραγματική σχέση μαζί της, ώστε να μπορούσατε πάλι να γράφετε ποιήματα και αυτό είναι εν τέλει το σημαντικότερο για σας. Τότε δε θα βρίσκατε μόνο το πρόσωπο σας, αλλά θα είχατε και σταθερό έδαφος…υποφέρετε τρομακτικά υπό την πίεση του πολέμου, αλλά θα μπορούσατε-είμαι πεπεισμένη-να υποφέρετε παραγωγικά και τότε θα είχατε λυτρωθεί-για να γίνει όμως αυτό πρέπει να γνωρίζει κανείς τι συμβαίνει, όσο κακό και να είναι, και τότε η τοποθέτηση ενός τόσο ευαίσθητου ανθρώπου, όσο εσείς, είναι πάλι ακριβής».
Η προτροπή ήταν περισσότερο από σαφής, και ο Rilke αισθάνθηκε πως πρέπει να δικαιολογηθεί. Αλλά αυτή η δικαιολογία είναι πάλι μόνο ποίηση: «Μέσα στα χαρτιά μου πρέπει να βρίσκεται κάπου μια δικαιολογία, από την αρχική συνάφεια των Ελεγειών. Την βρήκα και την αντέγραψα για σας. «Στην δικαιολογία» όμως βρίσκεται ο στίχος: «Άσε με λοιπόν να σταθώ ενώπιον του αυτού που περνάει. Όχι θρηνώντας, αλλά θαυμάζοντας για μια ακόμα φορά».
Με τον τρόπο αυτό βρίσκεται πάλι στο περιβάλλον της 8ης Νοεμβρίου 1918 και στις ελπίδες της επαναστάσεως, που στις μέρες αυτές, ο Rilke όχι μόνο τις μοιράζεται, αλλά προσανατολίζονται προς τον ιδιαίτερα διάσημο ποιητή. Ενώ ο Thomas Mann μάθαινε εκείνες τις ημέρες τα νέα για τις πολιτικές εξελίξεις από τον νεαρό Hanns Johst, στην Ainmillerstraße 34, Μόναχο, συναντιόντουσαν οι επαναστάτες. Ernst Toller, Alfred Kurella, Erich Mühsam, αναφέρει ένας μάρτυρας, έλπιζαν σε «μια χρήσιμη τοποθέτηση του Rilke για την επανάσταση. Οι συνομιλίες όμως απέβησαν άκαρπες και δεν τους ικανοποίησαν». Πρέπει να έχουμε αυτή την εικόνα μπροστά στα μάτια μας: πως στο διαμέρισμα του Rainer Maria Rilke μαζεύονται επαναστάτες για να ακούσουν ποιήματα και να συζητήσουν πολιτικές ενέργειες. Ο Oskar Maria Graf που ήταν εκεί, περιέγραψε την περίεργη ατμόσφαιρα αυτών των συναντήσεων: «Όταν σκέφτομαι τις επισκέψεις των επαναστατών του Μονάχου στο σπίτι του, έρχεται κάθε φορά κάτι καταπληκτικό και ταυτόχρονα κωμικό στην μνήμη μου. Προσφερόταν απλώς στον καθένα, με ένα σχεδόν στοργικό ενδιαφέρον. Αυτοί οι φαινομενικά ωμοί-ρεαλιστές άνδρες μεταμορφώνονταν αυτομάτως με την παρουσία του. Αθέλητα προσλάμβαναν τον τρόπο συμπεριφοράς του Rilke, μιλούσαν μάλιστα όπως αυτός, πράγμα που ήταν ιδιαίτερα γελοίο». Αυτός ο τραγικοκωμικός γάμος πνεύματος και πολιτικής, τριαντάφυλλου και αυτόματου όπλου, ποιητών και επαναστατών, που για να οικοδομηθούν πνευματικά αφουγκράζονται το «Έρωτας και θάνατος…» και για μια παγκόσμιας ιστορικής σημασίας ώρα γράφουν προκηρύξεις με την γλώσσα του «Βιβλίου των Ωρών»: η μυθολογική γλώσσα της δικτατορίας της τέχνης θα καταστεί για λίγες στιγμές η γλώσσα της πολιτικής, ο δε τόμος με τα ποιήματα θα γίνει λεξικό της εξουσίας.
Φαίνεται πως την περίοδο αυτή ο Rilke πίστευε σε μια «κατάκτηση» του άλλου κόσμου. Η επανάσταση πάντως τον βρίσκει σε ένα περιβάλλον το οποίο μέχρι τότε απέφευγε με φόβο. Στις 7 Νοεμβρίου αναφέρει στην γυναίκα του τα γεγονότα μιας πολιτικής συγκέντρωσης: «Και παρόλο που οι παρευρισκόμενοι καθόντουσαν γύρω και ανάμεσα στα τραπέζια (όπου πίνεται μπύρα)… δεν ήταν καθόλου πνιγερό το περιβάλλον. Οι αναθυμιάσεις από την μπύρα και τον καπνό και τον λαό δεν ήταν καθόλου δυσάρεστες, ούτε καν τις αισθανόταν κανείς, τόσο σημαντικά και ξεκάθαρα ήταν, ώστε μπορούσαν να ειπωθούν πράγματα που ήταν η σειρά τους να ειπωθούν». Μεσα σε τέτοιο αέρα, σε ένα από εκείνα τα καφενεία, μεταξύ αναθυμίασης της μπύρας και καπνού, κάποιοι Μποέμ και μικροαστοί ίδρυσαν τις μέρες αυτές το Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (Deutsche Arbeiter Partei).
Τέλος Απριλίου 1919 καταστέλλεται στο Μόναχο η δημοκρατία που έστησαν οι επαναστάτες. Ακολουθούν αντεκδικήσεις των αντιφρονούντων, οι εβδομάδες «λευκού τρόμου», με εκτελέσεις ομήρων και βασανιστήρια. Μια μέρα στις πέντε το πρωί λαμβάνει χώρα η πρώτη κατ’ οίκον έρευνα στο σπίτι του Rilke. Ακολουθούν περαιτέρω άλλες έρευνες και ανακρίσεις. Τον κατηγορούν πως είναι μπολσεβίκος. Συλλαμβάνεται την 1. Μαΐου. «Την ματωμένη μέρα της εξέγερσης», θα θυμηθεί αργότερα ο Alfred Wolfenstein, «την 1. Μαΐου τον παρέλαβα από το αστυνομικό τμήμα: εκεί τον μετέφεραν με την κατηγορία, πως αυτός, ο Rainer Maria Rilke, πυροβόλησε με αυτόματο όπλο κρατικά στρατιωτικά αποσπάσματα. Και τώρα πάλι, στην κατάληξη της επανάστασης, υπάρχει η στιγμή της συγχρονότητας. Όταν ο Rilke κατηγορείται πως πυροβόλησε κατά κρατικών στρατευμάτων, και βρίσκεται στο τμήμα, ο Thomas Mann παρακολουθεί, πως «τρεις κρατικοί στρατιώτες με αυτόματα όπλα» πλησιάζουν το σπίτι του, για να το προστατεύσουν από τους «κόκκινους». Ιδιαίτερα ικανοποιημένος σημειώνει στο ημερολόγιο του: «τους χάρισα τσιγάρα».
Αυτή είναι η καταληκτική εικόνα εκείνης της νύχτας, την οποία διαπέρασε «η υπόκωφη ανατροπή». Οι δρόμοι των συμμετεχόντων χωρίζουν και πάλι. Ο Thomas Mann και ο Rilke δεν είχαν τι να πουν ο ένας στον άλλο, «το σνομπ και προσποιητό» του ήταν πάντα «άβολο», σύμφωνα με όσα ο Thomas Mann κοινοποίησε το 1941. Και όμως παραδέχτηκε την αισθητική και πολιτική συγγένεια του, διαποτισμένη από τον Nietzsche και τό πάθος για την συντέλεια του κόσμου: Βλέπετε εδώ» έγραφε στην Agnes E. Meyer, «ένα θρησκευτικό χαρακτηριστικό, την αντίληψη περί ‘σταυρού, θανάτου και τάφου’ όπου τότε είχαμε συναντηθεί. Σε μένα όμως, νομίζω, είναι όλα αυτά πιο αρσενικά και μουσικά».
Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: