Συνέχεια από: Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019
Η ώρα του κόσμου
Είναι άγνωστο αν ο Rilke γνώριζε για την ύπαρξη του Hitler. Ο Robert Boehringer, στην δεύτερη έκδοση του βιβλίου του για τον George είχε διορθώσει την προηγούμενη υπόθεση, σύμφωνα με την οποία ο Hitler άκουσε στο σαλόνι της Elsa Bruckmann (η οποία και εξέδωσε τα έργα του Schuler) άκουσε τις διαλέξεις του Schuler.
Η ώρα του κόσμου
Του
Frank Schirrmacher
Ένας
άνδρας δημιουργεί μια μεγάλη εποχή για
τον εαυτό του
Rainer
Maria Rilke, ο
πόλεμος και η επανάσταση 4
Είναι άγνωστο αν ο Rilke γνώριζε για την ύπαρξη του Hitler. Ο Robert Boehringer, στην δεύτερη έκδοση του βιβλίου του για τον George είχε διορθώσει την προηγούμενη υπόθεση, σύμφωνα με την οποία ο Hitler άκουσε στο σαλόνι της Elsa Bruckmann (η οποία και εξέδωσε τα έργα του Schuler) άκουσε τις διαλέξεις του Schuler.
Η
μορφή του Alfred Schuler,
του άνδρα, που χωρίς να το υποψιάζεται
έδωσε πιθανόν ιδέες στον Alfred
Rosenberg, ιδεολόγο τού εθνικοσοσιαλισμού, διαμεσολαβεί μεταξύ
τής έννοιας τής τέχνης και τής αρχόμενης
εποχής μιάς πολιτικής η οποία λατρεύει
το ένστικτο. Ο Rilke θαύμαζε
τον Schuler, ο οποίος είχε
καταστεί εμπνευστής τής μίξης τής
λατρείας τού αίματος και της πολιτικής.
Με μια για τον ίδιο ασυνήθιστη αφοσίωση,
οργάνωνε τις αναγνώσεις τού «κοσμικού»
από το Schwabing (στο Μόναχο).
Κάθε τόσο, ακόμα και τα τελευταία χρόνια
στην Ελβετία, ο Rilke μάθαινε
τα νέα του Schuler. Όταν τον
Απρίλιο του 1923 μαθαίνει από την γυναίκα
τού Schuler, πως την ώρα που
πέθαινε, χαμογέλασε όταν άκουσε το όνομα
του Rilke, αισθάνεται ευτυχισμένος:
«Το ότι δεν ξέχασες το χαμόγελο, που
ενθυμούμενος έδειξε… με κάνει ιδιαίτερα
ευγνώμονα σε σένα. Να το γνωρίζω αυτό
περισσότερο από όλα τα πράγμα γι’ αυτόν,
το έχω ανάγκη…Στα Σονέτα για τον Ορφέα
βρίσκονται πολλά που και ο Schuler
θα παραδέχονταν. Ναι, ποιος ξέρει, εάν
κάποια από αυτά που τα λέω ανοικτά και
ταυτόχρονα μυστικά, προέρχονται από
την επαφή με αυτόν». «Οι αναθυμιάσεις
και η μυρωδιά των πυρσών» τής παγκόσμιας
φωτιάς, την οποία ο Schuler
θεωρούσε αναγκαία, ανασηκώνονται ακόμα
και σε αυτή την ύστερη ώρα πάνω από το
τοπίο τού Rilke.
«Αν
η εποχή δεν δημιουργήσει μεγάλους
άνδρες, τότε ο άνδρας δημιουργεί για
τον εαυτό του μια μεγάλη εποχή!», είχε
δηλώσει ο 17ετής Rilke. Και
αυτός ο αισθητικός ρόλος τού ήρωα, θα
εκπληρωθεί από τον Rilke σε
όλα όσα έρχονται, και δε θα τον αλλάξει,
αλλά θα τον εκπληρώσει με καταναγκαστική
συνέπεια: έχει κανείς την εντύπωση, λέει
ο Robert Musil
παρατηρώντας από νωρίς την ορισμένη
συνέπεια αυτής τής ιστορίας μορφώσεως,
πως ο νεαρός Rilke μιμείται
τον Rilke. Οι ενέργειες που
ο Rilke χρησιμοποίησε για
την στερέωση τής αισθητικής του αυτοκρατορίας
ήταν τεράστιες, η φιλοδοξία άμετρη, και
η αποκλείουσα όλα τα άλλα δράση τής
θέλησης, με την οποία επέβαλε το καισαρικό
όνειρο τής νεότητας, πρέπει να συγκριθούν
με εκείνες τού μοιραίου αδελφού Hitler.
Σε
ένα αρκετά αποκαλυπτικό γράμμα από το
1920, αναφερόμενος στην πολεμική ποίηση
τού Richard Dehmel,
αποκαλύπτει τον σχεδόν απολυταρχικό
χαρακτήρα τού έργου του: «Καμιά λέξη
στο ποίημα (εννοώ κάθε «και» ή «αυτός»,
«αυτή», «αυτό») ταυτίζεται με τις ομόηχες
λέξεις τής καθημερινής χρήσεως και
επικοινωνίας. Η καθαρή κανονικότητα, η
μεγάλη συσχέτιση, η συγκυρία, την οποία
η λέξη καταλαμβάνει στον στίχο ή την
καλλιτεχνική πρόζα, την αλλάζει στον
πυρήνα τής φύσεώς της, την καθιστά
άχρηστη, αχρείαστη για την απλή
επικοινωνία, άπιαστη και μόνιμη».
Αυτές
είναι προθέσεις, που αμέτρητοι συνομήλικοι
του, όλοι όσοι εμφανίστηκαν στην αρχή
τού αιώνα, μισό-διάσημοι μισό-αποτυχημένοι
μποέμ από την Βιέννη και το Μόναχο, και
οι επιτυχημένοι αρχηγοί τής πρωτοπορίας, τίς οποίες ονειρεύτηκαν ακριβώς έτσι. Ο Rilke
όμως, αν αφήσουμε στην άκρη τον Stefan
George, ήταν ο μόνος, που τις
πραγματοποίησε και έγινε με τον τρόπο
αυτό σύμβολο της τελειοποίησης τους.
Καθόλου τυχαία, ο επίσης από την ατμόσφαιρα
των Αψβούργων καταγόμενος Robert
Musil, στον επικήδειο του
Rilke, τον επαίνεσε ως
ολοκληρωτή αυτής τής παράδοσης.
Ο
Hitler φαίνεται σε όλη αυτή
την ιστορία σαν η αποτυχημένη μορφή του
ιδίου τύπου. Σε μια άλλη περίπτωση, η
επί τής αρχής συγγένεια μεταξύ τέχνης
και δικτατορίας δεν ξέφυγε τού Rilke.
«Και στην Ιταλία», γράφει την χρονιά
που πέθανε, στην δούκισσα Gallarati-Scotti,
«τι αναζωογόνηση, όχι μόνο στην λογοτεχνία,
αλλά και στον δημόσιο βίο: τι όμορφη
προσφώνηση τού κυρίου Mussolini
στον κυβερνήτη τής Ρώμης!». Όταν όμως η
δούκισσα ζήτησε μια εξήγηση, καθώς
υποψιάζονταν μια κάποια παρεξήγηση από
μέρους τού Rilke, αυτός
ξεκαθάρισε: «Υποψιάζομαι, πως στην
πολιτική όπως και στην ποίηση, τα καθαρά
ανθρώπινα, ηθελημένα ανθρώπινα κίνητρα,
λίγη αξία έχουν… το αποφασιστικό όμως
δεν είναι η εγκάρδια ή η μετριοπαθής
πρόθεση, είναι η προσαρμογή σε μια
επιτακτική επιβολή, που ούτε το καλό
ούτε το κακό θέλει, αλλά απλώς μάς
προστάζει τα αισθήματά μας, τις σκέψεις
μας, όλον αυτόν τον αναβρασμό τής ύπαρξής
μας να τά προσανατολίσουμε σε εκείνη την
ανώτερη τάξη, που τόσο μας ξεπερνά, ώστε
δεν θα γίνει ποτέ αντικείμενο τής
κατανόησής μας… Η ελευθερία από μόνη
της είναι πολύ λίγη, ακόμα και όταν
χρησιμοποιείται με μέτρο και δικαιοσύνη,
μάς αφήνει στα μισά του δρόμου, στο πεδίο
τής νοήσεώς μας…Μήπως είναι αυτό που
οι δικτάτορες, όταν εξασκούν μια
ευεργετική και ασφαλή εξουσία,
κατανόησαν;»- «Μη το πάρετε άσχημα»,
απάντησε η απογοητευμένη δούκισσα, «εάν
δεν είμαι σε θέση να αναγνωρίσω στον
Mussolini εκείνο τον δικτάτορα
τον οποίο εύχεσθε να αποκτήσει η
ανθρωπότητα!»
Ο
έπαινος τού Rilke προς τούς
δικτάτορες είναι η ακριβής εφαρμογή
τού αισθητικού προγράμματος στην
πολιτική: Ελευθερία, παρηγοριά, είναι
λέξεις από λεξικό για καθημερινή χρήση,
τού κόσμου και τής πραγματικότητας. Η
καλλιτεχνική συνείδηση είναι που τις
κάνει ένα άλλο κόσμο, φτιαγμένο από
βούληση και αναπαράσταση.
Η
απουσία του από το παρόν, όπως αποδεικνύουν
οι επιστολές του, είναι η απουσία από
το παρόν τής εποχής του, η οποία ήθελε
να εξευγενίσει μυθολογικά την ρηχή
καθημερινότητα. Η κοινωνία αυτή παράγει
ταυτόχρονα δυο εντελώς αντίθετες
εναλλακτικές. Στον Rilke
και τον Hitler, αν τους δούμε
ως κοινωνιολογικούς τύπους, διασταυρώνονται
δυο δρόμοι που οδηγούν σε αντίθετους
στόχους. Η ριζική άρνηση τού υπάρχοντος
στο όνομα ενός μη πραγματικού κόσμου,
μιας αυτοκρατορίας, όπως επεσήμανε
κάποτε ο Rilke, «όπου γίνεται
κανείς δημιουργός και κυρίαρχος», είναι
ανεπτυγμένη στις δυο αυτές μορφές με
μοναδική ένταση. Μόνο όταν δει κανείς
αυτή την εγγύτητα, βλέπει επίσης, πως
δίπλα στην σκοτεινή προφητεία, που ήταν
ο Hitler, βρίσκεται ταυτόχρονα
μια εντελώς άλλη δυνατότητα, την οποία
συμβολίζει η πορεία τής ζωής τού Rilke:
ο δρόμος που οδηγεί στο να καταστεί ένας
από τους σημαντικότερους λυρικούς τής
γερμανικής λογοτεχνίας.
Η
ανησυχητική όμως εγγύτητα τοποθετεί
τις συνθήκες δημιουργίας τής τέχνης
του Rilke σε ένα εκτυφλωτικό
και τρομακτικό φως. Η δια βίου εκφρασμένη
αντίληψη τού Rilke, πως η
τέχνη του ήταν παρθένα, προς το «καθαρό»,
είναι ένα διαφημιστικό κόλπο, στο οποίο ο πρώτος που έπεσε ήταν ο εμπνευστής του.
Στην πραγματικότητα, αυτό δείχνουν οι
επιστολές του από την εποχή πού επικρατούσε
η σύγχυση τής επανάστασης, πως το κεφάλι
του βούιζε από τις μόδες, τις φαντασιώσεις
και οσμές τής εποχής του. Στο διήγημα
του «Urgeräusch»
(αρχέγονος θόρυβος), 1919, περιέγραψε τι
θα ακούγονταν, αν μια βελόνα γραμμοφώνου
περνούσε πάνω από την ραφή των κρανιακών
οστών μιας νεκροκεφαλής. Αυτός είναι ο
θόρυβος που βγαίνει από τις πολιτικές
του δηλώσεις.
Υπάρχει
όμως ένα ντοκουμέντο, όπου λαμβάνει
χώρα η συνάντηση με την επερχόμενη
καταστροφή και τον αίτιό της, και που
με πολύ λίγες προτάσεις καταδεικνύει
την ανυπολόγιστη απόσταση που τον χώριζε
από αυτόν. Όταν το 1919 μια γνωστή, η οποία
ανησυχεί για την οικογένειά της, τού στέλνει την φωτογραφία τών γιών της,
την παρηγορεί: «Η φωτογραφία που στείλατε:
τώρα καταλαβαίνω την ανησυχία, την οποία
εκφράσατε στο προτελευταίο σας γράμμα,
ως μητέρα τριών αγοριών, στην συμπαθητική
ομάδα, όμως, αναγνωρίζω πάλι την μεγάλη
ευτυχία, που δόθηκε με τα τρία όμορφα
και με την τωρινή έκφραση πολλά υποσχόμενα
αγόρια. Ποιος ξέρει, ίσως εμείς έχουμε
να αντιμετωπίσουμε την πιο βαριά σύγχυση
και κίνδυνο, και ίσως η επόμενη γενιά,
θα έχει την δυνατότητα να μεγαλώσει σε
ένα πολύ μελλοντικό κόσμο.» Η φωτογραφία
με τα αγόρια έδειχνε τον Claus
Graf Schenk von
Stauffenberg μαζί με τα αδέλφια
του.
Τέλος
κεφαλαίου, ακολουθούν ποιήματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου