Τρίτη 7 Μαΐου 2024

Jean-Paul Sartre - Η ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (4)

 Συνέχεια από: Τρίτη 30 Απριλίου 2024

Η ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Παράξενη ελευθερία. Εντέλει, αποσυντίθεται σε δύο χρόνους: στον πρώτο είναι αρνητική και πρόκειται για αυτονομία, αλλά περιορίζεται στο να απορρίπτει τη συγκατάνευσή μας στο σφάλμα και στις συγκεχυμένες σκέψεις. Στον δεύτερο, η σημασία της αλλάζει, είναι θετική συναίνεση, η θέληση όμως χάνει την αυτονομία της και η μεγάλη σαφήνεια που βρίσκεται στη νόηση διεισδύει στη θέληση καθορίζοντάς την. Μήπως είναι αυτό που ήθελε ο Καρτέσιος, και η θεωρία που κατασκεύασε άραγε πράγματι αντιστοιχεί στην αρχική αίσθηση που ο ανεξάρτητος και υπερήφανος τούτος άνθρωπος είχε για το αυτεξούσιό του; Δεν φαίνεται να ισχύει κάτι τέτοιο. Καταρχάς, αυτός ο ατομικιστής, που ο ίδιος παίζει καίριο ρόλο στη φιλοσοφία του, είτε περιγράφοντας την ιστορία των σκέψεών του στο Λόγο περί της μεθόδου είτε συναπαντώντας τον ίδιο του τον εαυτό, ως ακλόνητο γεγονός, στα μονοπάτια της αμφιβολίας του, συνέλαβε την έννοια μιάς ελευθερίας ικανής να αποσαρκώνει και να απεξατομικεύει: γιατί το σκεπτόμενο υποκείμενο, αν πρέπει να τον πιστέψουμε, καταρχάς δεν είναι τίποτε παρά μόνο καθαρή άρνηση, εκείνο το μηδέν, το ελαφρύ μοναχικό τρεμούλιασμα του αέρα που αφήνει πίσω της κάθε απόπειρα αμφιβολίας και που δεν είναι τίποτε άλλο από την ίδια την αμφιβολία – ενώ, όταν προβάλλει μέσα από κείνο το μηδέν, γίνεται διαυγής νοητική πρόσληψη του είναι. Ανάμεσα στον καρτεσιανό επιστήμονα που, στο βάθος, δεν είναι παρά η απλή θέαση των αιώνιων αληθειών, και στον πλατωνικό φιλόσοφο, νεκρό στο σώμα και στη ζωή του, που δεν είναι άλλο από την ενατένιση των Μορφών και που, εντέλει, εξομοιώνεται με την ίδια την επιστήμη, δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά. Αλλά ο άνθρωπος, στη φιλοσοφία του Καρτέσιου, είχε άλλες φιλοδοξίες: αντιλαμβανόταν το βίο του ως ανάληψη έργου, ήθελε η επιστήμη να είναι κάτι που φτιάχνεται, που φτιάχνεται μάλιστα από τον ίδιο: κι ωστόσο η ελευθερία του δεν του επέτρεπε να «φτιάχνει» επιστήμη. Ο Καρτέσιος ευχόταν να καλλιεργούμε βαθιά στην ψυχή μας τα πάθη μας, αρκεί να κάνουμε ορθή χρήση τους: διέκρινε, κατά κάποιο τρόπο, αυτή την παράδοξη αλήθεια ότι υπάρχουν ελεύθερα πάθη. Εκτιμούσε πάνω απ' όλα την αληθινή γενναιοφροσύνη, την οποία όρισε ως εξής:

“[...] πιστεύω ότι η αληθινή γενναιοφροσύνη, η οποία παρακινεί τον άνθρωπο να υπολήπτεται δικαίως τον εαυτό του στον ύψιστο βαθμό, συνίσταται εν μέρει στην επίγνωση ότι αυτό που πράγματι του ανήκει δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο ελεύθερος προσανατολισμός των βουλήσεών του και ότι ο μόνος λόγος για τον οποίον αρμόζει να τον επαινούν ή να τον επιτιμούν είναι αντιστοίχως η καλή ή η κακή άσκηση του δικαιώματος αυτού· και εν μέρει στη σίγουρη και σταθερή απόφαση που αισθάνεται μέσα του να το ασκήσει ορθώς, χωρίς δηλαδή να του λείψει ποτέ η βούληση να αναλαμβάνει και να πραγματώνει ό,τι κατά την κρίση του είναι καλύτερο. Έτσι λοιπόν ενεργεί κανείς με τρόπο που να συμβαδίζει απολύτως με την αρετή”22. 

Ως εκ τούτου, η ελευθερία που έχει επινοήσει και που μπορεί μόνο να συγκρατεί τις επιθυμίες έως ότου η καθαρή θέαση του Καλού καθορίσει τις αποφάσεις της θέλησης, δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει εκείνο το υπερήφανο αίσθημα να είναι ο καθαυτό αυτουργός των πράξεών του και σταθερά ο δημιουργός ελεύθερων εγχειρημάτων, μήτε του παρέχει τα μέσα για να επινοεί τα λειτουργικά σχήματα σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της Μεθόδου. Κι αυτό γιατί ο Καρτέσιος, δογματικός σοφός και καλός χριστιανός, αφήνεται να συνθλιβεί από την κατεστημένη τάξη των αιώνιων αληθειών και το αιώνιο σύστημα των δημιουργημένων από τον Θεό αξιών. Αν δεν επινοεί το Αγαθό με τον δικό του τρόπο, αν δεν κατασκευάζει την Επιστήμη, ο άνθρωπος είναι ελεύθερος μόνο κατ' όνομα. Και η καρτεσιανή ελευθερία συναντά εδώ τη χριστιανική ελευθερία, που είναι μια πλαστή ελευθερία: ο καρτεσιανός άνθρωπος, ο χριστιανός άνθρωπος είναι ελεύθεροι για το Κακό, όχι για το Αγαθό, για την Πλάνη, όχι για την Αλήθεια. Ο Θεός, με τη συνδρομή του φυσικού και υπερφυσικού φωτός που έθεσε στη διάθεσή τους, κρατώντας τους το χέρι τους οδηγεί προς τη Γνώση και την Αρετή που επέλεξε για αυτούς· του το επιτρέπουν· όλη η ευγνωμοσύνη για τούτη την ανύψωση θα γυρίσει σ᾽εκείνον. Στο βαθμό όμως που ο καρτεσιανός και ο χριστιανός άνθρωπος είναι μηδέν, του ξεφεύγουν. Είναι ελεύθεροι να αφήσουν το χέρι του στη μέση της διαδρομής και να βουτήξουν στον κόσμο της αμαρτίας και του μη είναι. Ως αντιστάθμισμα, φυσικά, μπορούν πάντοτε να μένουν μακριά από το διανοητικό και ηθικό κακό, να προφυλάσσονται, να παίρνουν τα μέτρα τους, να αναστέλλουν την κρίση τους, να φράζουν το δρόμο στις επιθυμίες, να αναχαιτίζουν εγκαίρως τις πράξεις τους. Εν ολίγοις, μοναδική απαίτηση απ' αυτούς είναι να μην παρεμποδίζουν τα σχέδια του Θεού. Αλλά, τελικά, η Πλάνη και το Κακό ανήκουν στο μη-είναι: ο άνθρωπος δεν έχει καν την ελευθερία να δημιουργήσει κάτι στο πεδίο αυτό. Αν εμμένει στην κακία του ή στις προκαταλήψεις του, δεν θα δημιουργήσει παρά ένα τίποτα· ακόμη και η παγκόσμια τάξη δεν πρόκειται να διαταραχθεί από το πείσμα του. «Το χειρότερο», λέει ο Πωλ Κλωντέλ, «δεν είναι πάντοτε βέβαιο». Σε ένα δόγμα που συγχέει το είναι με την αντίληψη, το μόνο πεδίο ανθρώπινης πρωτοβουλίας είναι ο «υβριδικός» χώρος για τον οποίο μιλά ο Πλάτων: το πεδίο εκείνο όπου «δεν αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα παρά μόνο ονειρευόμενοι», το σύνορο δηλαδή του είναι και του μη-είναι. 

Εφόσον, όμως, ο Καρτέσιος μας προειδοποιεί ότι η ελευθερία του Θεού δεν είναι πληρέστερη από την ελευθερία του ανθρώπου και ότι η μια είναι εικόνα της άλλης, διαθέτουμε ένα νέο μέσο διερεύνησης για να προσδιορίσουμε ακριβέστερα τις προσωπικές, μύχιες απαιτήσεις του τις οποίες φιλοσοφικά αξιώματα δεν του επέτρεψαν να ικανοποιήσει. Αν εννόησε τη θεϊκή ελευθερία ως απολύτως όμοια με τη δική του ελευθερία, τότε δεν πρόκειται παρά για τη δική του ελευθερία –έτσι όπως θα την είχε εννοήσει δίχως τα προσκόμματα του καθολικισμού και του δογματισμού–, για την οποία μας μιλά όταν περιγράφει την ελευθερία του Θεού. Υπάρχει εδώ ένα πρόδηλο φαινόμενο εξιδανίκευσης και μετάθεσης. Ο Θεός του Καρτέσιου, λοιπόν, είναι ο πιο ελεύθερος μεταξύ όλων των Θεών που χάλκευσε η ανθρώπινη σκέψη: είναι ο μόνος δημιουργός Θεός. Πράγματι, δεν υπόκειται σε αρχές –ακόμη κι αν πρόκειται για την αρχή της ταυτότητας– ούτε σε ένα υπέρτατο Αγαθό του οποίου θα ήταν απλώς ο εκτελεστής. Δεν δημιούργησε μόνο τον υπαρκτό κόσμο (την Κτίση), σύμφωνα με κανόνες οι οποίοι θα είχαν επιβληθεί στη θέληση του, αλλά δημιούργησε ταυτόχρονα τις οντότητες και τις ουσίες τους, τον κόσμο και τους νόμους του κόσμου, τα άτομα και τις πρωταρχικές αξίες:

“Οι μαθηματικές αλήθειες, τις οποίες ονομάζετε αιώνιες, έχουν εδραιωθεί από τον Θεό και εξαρτώνται εξολοκλήρου από αυτόν, όπως επίσης και όλα τα υπόλοιπα δημιουργήματα. Αν πούμε ότι τούτες οι αλήθειες είναι ανεξάρτητες από αυτόν, είναι όντως σαν να μιλάμε για τον Θεό βλέποντάς τον ως Δία ή ως Κρόνο, υποτάσσοντάς τον στη Στύγα και στις μοίρες... Ο Θεός εδραίωσε τούτους τους νόμους στη φύση, όπως ένας βασιλιάς εδραιώνει τους νόμους του βασιλείου του”23. 

“Για τις αιώνιες αλήθειες, λέω και πάλι ότι είναι αληθείς ή δυνατές μόνο και μόνο επειδή ο Θεός τις γνωρίζει ως αληθείς ή δυνατές και ότι, αντιθέτως, δεν γίνονται γνωστές ως αληθείς στον Θεό ωσάν να ήσαν αληθείς ανεξάρτητα από αυτόν. Κι αν οι άνθρωποι κατανοούσαν ορθά το νόημα των λόγων τους, δεν θα μπορούσαν ποτέ να πούν χωρίς να βλασφημήσουν ότι η αλήθεια κάποιου πράγματος προηγείται της γνώσης που έχει ο Θεός γι' αυτό, επειδή στον Θεό θέλω και γνωρίζω είναι ένα και το αυτό· εξού και μόνον όταν θέλει κάτι, το γνωρίζει, και μόνον τότε το πράγμα εκείνο είναι αληθινό. Κι ωστόσο δεν πρέπει να λέμε πως, ακόμη κι αν δεν υπήρχε ο Θεός, οι αλήθειες αυτές θα ήσαν αληθείς”24. 

“Ρωτάτε ποιος ανάγκασε τον Θεό να δημιουργήσει αυτές τις αλήθειες· και λέω ότι όσο ελεύθερος ήταν να ακυρώσει την αλήθεια πως όλες οι γραμμές που σύρονται από το κέντρο προς την περιφέρεια είναι ίσες, άλλο τόσο είχε την ελευθερία να μη δημιουργήσει τον κόσμο. Και είναι βέβαιο ότι τούτες οι αλήθειες δεν είναι κατ' ανάγκην περισσότερο συνδεδεμένες με την ουσία του Θεού απ' όσο τα άλλα δημιουργήματα”25. 

“Κι ακόμη, το ότι ο Θεός θέλησε κάποιες αλήθειες να είναι αναγκαίες, δεν σημαίνει ότι αναγκαστικά τις θέλησε· γιατί είναι εντελώς διαφορετικό να θέλει να είναι αναγκαίες, από το να τις θέλει εξ ανάγκης η το να είναι αναγκασμένος να τις θέλει”26. 

Εδώ το νόημα του καρτεσιανού δόγματος αποκαλύπτεται. Ο Καρτέσιος έχει εξόχως καταλάβει ότι η έννοια της ελευθερίας περιέκλειε την απαίτηση μιάς απόλυτης αυτονομίας, ότι μια ελεύθερη πράξη αποτελούσε μιάν απολύτως καινούργια μορφή δημιουργίας, ο σπόρος της οποίας δεν θα μπορούσε να περιέχεται σε μια κατάσταση προγενέστερη του κόσμου και ότι, συνεπώς, η ελευθερία και η δημιουργία είναι ένα και το αυτό. Η ελευθερία του Θεού, μολονότι όμοια με την ελευθερία του ανθρώπου, χάνει την αρνητική όψη που είχε υπό το ανθρώπινο περίβλημα, είναι καθαρή δημιουργία, είναι η εξωχρονική και αιώνια πράξη με την οποία ο Θεός καθιστά υπαρκτό έναν κόσμο, ένα Αγαθό και αιώνιες Αλήθειες. Στο εξής, η ρίζα παντός Λόγου (Ratio) πρέπει να αναζητηθεί στα βάθη της ανθρώπινης πράξης, η ελευθερία αποτελεί ακριβώς το θεμέλιο του αληθούς, και η αυστηρή αναγκαιότητα που εμφανίζεται στην κατηγορία των αληθειών, αυτή η ίδια στηρίζεται στην απόλυτη ενδεχομενικότητα ενός δημιουργικού αυτεξούσιου – και τότε αυτός ο δογματικός ρασιοναλιστής θα μπορούσε να πεί, όπως ο Γκαίτε, όχι «Εν αρχή ην ο Λόγος», αλλά: «Εν αρχή ην η Πράξη». Όσο για τη δυσκολία να διατηρηθεί η ελευθερία ενώπιον της αλήθειας, ο Καρτέσιος διέβλεψε τη λύση συλλαμβάνοντας την ιδέα μιάς δημιουργίας που είναι ταυτόχρονα και νόηση, ωσάν το απότοκο δημιούργημα μιάς ελεύθερης απόφασης να έστεκε, κατά κάποιο τρόπο, ενώπιον της ελευθερίας που το στηρίζει στο είναι και ταυτόχρονα να παραδίνεται στην κατανόηση. Στον Θεό, θέληση και εποπτεία είναι ένα και το αυτό, η θεϊκή συνείδηση είναι ταυτόχρονα συστατική και ενατενιστική. Και, παρομοίως, ο Θεός επινόησε το Αγαθό· λόγω της τελειότητάς του διόλου δεν τείνει να αποφασίσει ό,τι είναι καλύτερο, αλλά εκείνο ακριβώς που έχει αποφασίσει -χάρη στη δραστικότητα της πράξης της απόφασης- είναι απολύτως καλό. Μια απόλυτη ελευθερία που επινοεί το Λόγο και το Αγαθό, και που δεν έχει άλλα όρια από τον εαυτό της και απ' το να είναι πιστή στον εαυτό της, αποτελεί τελικά, για τον Καρτέσιο, το θεϊκό προνόμιο. Από μια άλλη άποψη όμως, δεν υπάρχει τίποτε περισσότερο σε τούτη την ελευθερία απ' ό,τι στην ανθρώπινη ελευθερία και, περιγράφοντας το αυτεξούσιο του Θεού του, ο Καρτέσιος έχει την επίγνωση ότι δεν έκανε τίποτε άλλο από το να αναπτύξει το υπόρρητο περιεχόμενο της ιδέας της ελευθερίας. Ως εκ τούτου, και εμβαθύνοντας ακόμη περισσότερο, η ανθρώπινη ελευθερία δεν περιορίζεται από μια κατηγορία ελευθεριών και αξιών που θα προσφέρονταν στη συγκατάνευσή μας ως αιώνια πράγματα, ως αναγκαίες δομές του είναι. Είναι ακριβώς η θεϊκή θέληση που έθεσε τούτες τις αξίες και τούτες τις αλήθειες, κι αυτή τις στηρίζει: η ελευθερία μας δεν περιορίζεται παρά μονάχα από τη θεϊκή ελευθερία. Ο κόσμος δεν είναι παρά η δημιουργία μιάς ελευθερίας που τον διατηρεί επ' άπειρο· η αλήθεια δεν είναι τίποτε αν δεν αποτελεί βούληση τούτης της άπειρης θεϊκής δύναμης, κι αν δεν την αναλάβει, υιοθετήσει και επικυρώσει η ανθρώπινη ελευθερία. Ο ελεύθερος άνθρωπος στέκει μόνος ενώπιον ενός Θεού απολύτως ελεύθερου· η ελευθερία είναι το θεμέλιο του είναι, η μυστική του διάσταση· μέσα σε αυτό το αυστηρό σύστημα, η ελευθερία είναι, εντέλει, το βαθύ νόημα και το αληθινό πρόσωπο της αναγκαιότητας.

Έτσι ο Καρτέσιος, περιγράφοντας τη θεϊκή ελευθερία, συναντά πάλι και αποσαφηνίζει την αρχική του ενόραση της προσωπικής ελευθερίας του, για την οποία είχε πεί: «αναγνωρίζεται αυταπόδεικτα μόνον και μόνο χάρη στην εμπειρία που μας επιτρέπει να αποκομίσουμε». Δεν είναι για μας σημαντικό ότι δεσμευόταν από την εποχή του, όπως επίσης κι από την αφετηρία των στοχασμών του, να συρρικνώσει το ανθρώπινο αυτεξούσιο σε μια αρνητική απλώς δύναμη αυτοακύρωσης, έως ότου εντέλει αυτό ενδώσει και εγκαταλειφθεί στη θεϊκή μέριμνα· δεν είναι σημαντικό για μας ότι υποστασίασε στο πρόσωπο του Θεού τούτη την πρωταρχική και οργανική ελευθερία, την άπειρη ύπαρξη της οποίας συνέλαβε στην ίδια την έννοια του cogito: γεγονός παραμένει ότι μια εκπληκτική ισχύς θείας και ανθρώπινης κατάφασης διατρέχει και στηρίζει το σύμπαν του. Θα χρειασθούν δύο αιώνες κρίσης -κρίσης της Πίστης, κρίσης της Επιστήμης- ώστε ο άνθρωπος να ανακτήσει τούτη τη δημιουργική ελευθερία την οποία ο Καρτέσιος απέδωσε στον Θεό, και για να υποψιαστούμε επιτέλους εκείνη την αλήθεια, την ουσιαστική δηλαδή βάση του ανθρωπισμού: ο άνθρωπος είναι το ον η εμφάνιση του οποίου καθιστά έναν κόσμο υπαρκτό. Αλλά δεν θα κατηγορήσουμε τον Καρτέσιο επειδή έδωσε στον Θεό αυτό που, κανονικά, ανήκει σ' εμάς: θα τον θαυμάσουμε μάλλον, γιατί, σε μια αυταρχική εποχή, έθεσε τις βάσεις της δημοκρατίας, γιατί ακολούθησε ως το τέλος τις απαιτήσεις της ιδέας της αυτονομίας, και γιατί κατανόησε, πολύ πριν από τον Χάιντεγκερ του Vom Wesem des Grundes27, ότι το μοναδικό θεμέλιο του όντος ήταν η ελευθερία28. 

ΤΕΛΟΣ

Σημειώσεις 

22. Ντεκάρτ, Τα πάθη της ψυχής, άρθρο 153, [ό.π., σ. 193].

23. Επιστολή προς τον Μαρέν Μερσέν, 15 Απριλίου 1630 [βλ. σημ. 15]. 

24. Επιστολή προς τον Μαρέν Μερσέν, 6 Μαΐου 1630.

25. Επιστολή προς τον Μαρέν Μερσέν, 27 Μαΐου 1630. 

26. Επιστολή προς τον π. Ντενί Μελάν, 2 Μαΐου 1644. [Père Denis Mesland (1615- 1672): Ιησουίτης φίλος του Ντεκάρτ, στάλθηκε ως ιεραπόστολος στον Νέο Κόσμο, πιθανόν ένα είδος εξορίας επειδή ασπάστηκε καρτεσιανές ιδέες.]

27. [Martin Heidegger, Vom Wesem des Grundes (Περί της ουσίας του θεμελιακού Λόγου), 1929: δοκίμιο στο οποίο ο Χάιντεγκερ προσεγγίζει την οντολογική διαφορά ανάμεσα στο είναι και στα όντα, από την οπτική της περατότητας της ελευθερίας του εδωνά-Είναι.] 

28. Η Simone Pétrement, στο περιοδικό Critique, μου καταλογίζει, σχετικά με τούτο το άρθρο, ότι αγνοώ «την ελευθερία εναντίον του εαυτού μας». Είναι επειδή η ίδια αγνοεί τη διαλεκτική της ελευθερίας. Και βέβαια υπάρχει ελευθερία που στρέφεται κατά του εαυτού μας. Κι ο εαυτός μας είναι φύση κάτω απ' το βλέμμα της ελευθερίας που τον θέλει να αλλάζει. Αλλά, για να μπορεί να είναι «ο εαυτός μας», πρέπει πρώτα απ' όλα να είναι ελευθερία. Η φύση, με άλλα λόγια, δεν είναι παρά κάτι εξωτερικό, κι επομένως ριζική άρνηση του προσώπου. Ακόμη και η σύγχυση, δηλαδή η εσωτερική μίμηση του εξωτερικού, ακόμη και η αλλοτρίωση προϋποθέτουν την ελευθερία.

ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΟΠΩΣ ΕΙΧΑΝ ΗΔΗ ΣΥΛΛΗΦΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ.  Ο ΘΕΟΣ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΟΜΟΙΩΣΗ ΤΟΥ. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΚΑΙ Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΤΟΥ. ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΠΡΟΟΡΙΣΜΕΝΑ. ΕΝΑΣ ΦΑΥΛΟΣ ΚΥΚΛΟΣ.

ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΩΝ ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΟΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ ΦΙΛΙΟΚΒΕ, ΤΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ.

       Το Άγιο Πνεύμα απο το ένα μέρος, είναι οπωσδήποτε το πνεύμα το οποίο ενεργεί, είναι ενεργό, ανάμεσα στον Χριστό και την Εκκλησία. Αλλά απο το άλλο μέρος Αυτό είναι το Άγιο Πνεύμα που

πέμπεται απο την ενότητα Χριστός Εκκλησία (όπως απο την αιώνια ενότητα τού Πατρός με τον Υιό) 

και επομένως είναι άνοιγμα το οποίο η ένωση αγάπης ανάμεσα στην Νύμφη και τον Νυμφίο δοκιμάζει πρός το νέο, πρός τον Υιό, πρός τον κόσμο τής δημιουργίας, και σήμερα ακριβώς προς τον "εκκοσμικευμένο"  μή-Χριστιανικό κόσμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: